Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Θείας Χάριτος Εμπειρίες


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο αγιορείτικος μοναχισμός μέσα στον σύγχρονο υλόφρονα κόσμο προβάλλει ως οδοδείκτης προς τον Ουρανό και λειτουργεί ως προφυλακή της Εκκλησίας. Με την άσκηση της προσευχής και της εσωστρέφειας καλλιεργεί την εσωτερική πνευματική ζωή απέναντι στον άκρατο ακτιβισμό που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Με την υιοθέτηση της θεμελιώδους αρετής της ακτημοσύνης εισηγείται την ολιγάρκεια αντί του υπερκαταναλωτισμού. Ζει την παρθενία και την αγνότητα μέσα στην αφάνεια της ταπεινώσεως σε μία εποχή, που ο ηδονισμός και ο εγωκεντρισμός έχουν επικρατήσει ως οι κοινωνικά αποδεκτοί τρόποι ζωής. Συνδέει το δόγμα με το ήθος, την γνώση με την αγάπη και έτσι υπερβαίνει τον αμφίκρημνο του ηθικισμού και της νοησιαρχίας. Παρουσιάζει εμπειρικά, με το βίωμα αυτών που φόρεσαν με επίγνωση το ασκητικό τριβώνιο ,την «εντός ημών» βασιλεία του Θεού ως οντολογική πραγματικότητα, στην όποια μετέχει υπαρξιακά όλος ο άνθρωπος ως ενιαία ψυχοσωματική ενότητα .

Νομίζουμε ότι η συμβολή του αγιορειτικού μοναχισμού στην αναβάθμιση της πνευματικής ζωής του κόσμου, όπως και η προσφορά του στη ζωή της Εκκλησίας είναι ανεκτίμητη· δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Είναι μία προσφορά αγιότητος. Το Άγιον Όρος δημιουργεί, προετοιμάζει και αναδεικνύει αγίους, οι οποίοι επηρεάζουν όλη την Εκκλησία και αποτελούν το καύχημα της, τη δόξα της.

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (1898-1959) ήταν ο ασκητής εκείνος, που έζησε σε μία περίοδο παρακμής του αγιορειτικού μοναχισμού και συνέβαλε στην πνευματική ανάκαμψη του. Ακολουθώντας και βιώνοντας την ησυχαστική και φιλοκαλική παράδοση έγινε απαράμιλλος μύστης της μοναστικής ζωής, που συνίσταται στη συνεχή παραμονή εν Θεώ, στην εν αισθήσει μέθεξη της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Τόνιζε ότι, «ο αληθής μοναχός είναι προϊόν του Αγίου Πνεύματος», και έλεγε· «μη λογίζεσαι άνθρωπος, όταν Χάριν δεν λάβης».

Πόθησε, “κυνήγησε”, βίωσε τη θεία Χάρη. Η ζωή του προσανατολίστηκε στη βίωση της. Οί εμπειρίες της θείας Χάριτος τον καταξίωσαν να γίνει απλανής οδηγός της πνευματικής ζωής, μέγας διδάσκαλος της νοεράς προσευχής. Έμπλεος θείας Χάριτος μπορούσε να την μεταδίδει στους μαθητές του, στα πνευματικά του τέκνα. Έτσι αναδείχθηκε μυσταγωγός για αυτούς, που ήθελαν να ανέλθουν στις υψηλές πνευματικές βαθμίδες.

Ερμήνευσε το νόημα της αληθινής υπακοής μέσα στον μοναχισμό και επανατοποθέτησε τη σχέση Γέροντος-υποτακτικού στις αυθεντικές Πατερικές βάσεις, κάτι που είχε εξασθενήσει στην εποχή του. Επέμενε στην άσκηση της ησυχίας και της νοεράς προσευχής, που χαρακτηρίζει και πλουτίζει με θείες εμπειρίες τον αληθινό μοναχό. Ήταν αυτός που μπόρεσε και συνδύασε στη συνοδία του την υπακοή με την ησυχία και μετέδωσε το πνεύμα αυτό στους υποτακτικούς του ως ζωηφόρα παρακαταθήκη.

Ο μακάριος Γέροντας έχοντας αποκτήσει βαθιά συνείδηση ότι το νόημα της ανθρωπίνης υπάρξεως είναι ο αγιασμός, η θέωση του ανθρωπίνου προσώπου , υπάκουσε και εφάρμοσε την εντολή του Θεού «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ αγιός είμι» (Α’ Πέτ. 1,16). Όλη η προαίρεση, η έφεση της ψυχής και η δραστηριότητα του στράφηκαν προς την επίτευξη αυτού του σκοπού. Η ζωή του αποτελεί μία επαλήθευση του ευαγγελικού μηνύματος για τον σύγχρονο άνθρωπο ότι «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. 13,8).

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου αυτού παρουσιάζεται η πρώτη βιογραφία του μακαρίου Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού από τον υποτακτικό του και Γέροντα μας Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό. Αυτή συγγράφηκε τρία μόλις έτη μετά από την κοίμηση του Γέροντος, δηλαδή το 1962. Η βιογραφία αυτή στάλθηκε ως έπιστολιμαία βιογραφία σε κάποιο πνευματικό τέκνο του Γέροντος, που τον γνώρισε κατά τα τελευταία έτη της ζωής του και παρακάλεσε τον Γέροντά μας να του την γράψει για προσωπική του ωφέλεια.

Μολονότι έχει εκδοθεί ο κατά πλάτος βίος του μακαρίου Γέροντος Ιωσήφ, νομίζουμε ότι διατηρεί το πνευματικό της ενδιαφέρον και η έκδοση του πρώτου αυτού βίου. Γιατί περιέχει όχι μόνον στοιχεία που δεν υπάρχουν στον κατά πλάτος βίο, αλλά και γιατί ο χρόνος και ο τρόπος γραφής έχουν μία αμεσότητα και ζωντάνια, που φανερώνουν φιλόκαλο δημιουργό, αν και αυτός δεν τελείωσε ούτε την Β’ Δημοτικού.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου παρατίθενται τα ευρεθέντα κατάλοιπα του μακαρίου Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού. Πρόκειται για μερικές ανέκδοτες επιστολές, που απευθύνονται προς μοναχούς και μοναχές, αλλά και προς λαϊκούς, φοιτητές τής Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού στο Μπρούκλιν της Βοστώνης και προς κάποιους συγγενείς του.

Οι επιστολές αυτές νομίζουμε ότι έχουν ιδιαίτερη αξία, επειδή οι περισσότερες γράφτηκαν κατά τα τελευταία έτη της ζωής του. Σε αυτές μπορεί κανείς να διακρίνει την έγνοια και τον πόθο του, για να οδηγήσει τα πνευματικά του τέκνα στην απόκτηση του θεουργικού έρωτος προς τον Χριστό και την Κυρία Θεοτόκο -την γλυκιά μας Μανούλα, όπως Την αποκαλούσε ο ίδιος – διά μέσου της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής. Επίσης παρέχονται πληροφορίες για την επώδυνη και μαρτυρική κατάσταση της υγείας του κατά τους τελευταίους εξι μήνες της ζωής του.

Τέλος στο δεύτερο μέρος δημοσιεύονται ανέκδοτα ποιήματα του οσιωτάτου Γέροντος, τα όποια αποτελούν δοκίμια μεστά θεολογικών νοημάτων. Αυτά αναφέρονται στην ένσαρκη οικονομία του Θεού, τον θείο έρωτα προς τον Χριστό και την Παναγία, την ματαιότητα του κόσμου, το μυστήριο του θανάτου και την ζωή του μοναχού στην έρημο.

Ο Γέροντας ήταν άμοιρος κοσμικής μορφώσεως -ακόμη και της στοιχειώδους-ανορθόγραφος, «αλφαβητάριος», όπως έλεγε ο ίδιος. Είχε όμως ποιητική διάθεση και καλλιτεχνική φλέβα, που εξέφραζαν την θεολόγο ψυχή του. Επειδή είχε μορφωθεί μέσα του ο Χριστός, συμμόρφωνε και συνδύαζε ο ίδιος στον γραπτό του λόγο κατά έναν ιδιάζοντα εμπειρικό τρόπο την ποίηση με την θεολογία. Εννοείται βέβαια ότι τα κείμενα αυτά, όπως και η Επιστολιμαία βιογραφία, διορθώθηκαν στη στίξη και την ορθογραφία· επίσης η Επιστολιμαία βιογραφία χωρίσθηκε σε ενότητες.

Ο Καθηγούμενος της Ιεράς και Σεβάσμιας Μεγίστης Μονής του Βατοπαιδίου.

Αρχιμ. Εφραίμ.

ΕΠΙΣΤΟΛΙΜΑΙΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Προς τον πολυαγαπητόν μου αδελφόν ο βίος του αείμνηστου μας πατρός Ιωσήφ του Ήσυχαστου, τελείωθέντος κατά την 15ην Αυγούστου 1959 εν τη Ιερά Νέα Σκήτη του Αγίου Παύλου εν Αγίω Όρεί Άθωνος

I. Εισαγωγικά.

«Ω θάνατε, ως πικρόν σου το μνημόσυνον», κατά τον θείον Σειράχ. Και παρ’ όλον που δεν αρμόζει να το λέγωμεν εμείς οι χριστιανοί, εγώ το είπα διότι ήμουν λυπημένος που υστερήθηκα το πλέον αγαπητόν μου πρόσωπον εις αυτήν την παροικίαν μας. Και παρ’ όλον που έτσι αισθάνομαι και διάκειμαι δια τον αγαπητόν μου Γέροντα, πολλάκις όταν έζη, τον ελύπησα και τον επίκρανα. Πάντοτε αισθάνεται κανείς λύπην, όταν καταλάβη πως ελύπησε ένα πρόσωπον που το αγαπά. Και όταν συμβή να υστερηθή αυτό το πρόσωπον, τότε η λύπη του είναι μεγαλυτέρα. Αυτά τα λέγω διά να μάθουν, αν είναι τρόπος, και άλλοι υποτακτικοί -και ιδίως όσοι αξιωθούν να εύρουν Γεροντάδες πραγματικά πνευματικούς- να είναι όσον το δυνατόν προσεκτικοί, διότι όταν απαρθή απ’ αυτών ο προστάτης και οδηγός των, τότε θα πενθήσουν και θα κλάψουν ενθυμούμενοι την προτέραν των απροσεξίαν.

Στοχαζόμενος την θέσιν μου και το τι έχασα, και δη εις τας πονηράς ταύτας ημέρας, απεφάσισα να γράψω τουλάχιστον τον βίον του, όσον μπορέσω να θυμηθώ, για να έχω καν αυτήν την παρηγορίαν, εφ’ όσον δεν πρόκειται εδώ πλέον να τον ξαναδώ. Πράγματι, ο πρώτος μου σκοπός είναι αυτός· αλλά και οι πρόχειροι επικριταί και κατήγοροι του συγχρόνου μοναχισμού και του ιερού μας τούτου Τόπου θα μάθουν, εάν θέλουν, ότι εις όλας τας γενεάς και εποχάς υπάρχουν άνθρωποι πραγματικά θεοφοβούμενοι που αγάπησαν ολοψύχως τον Θεόν.

Δεν υπήρξα πάντοτε με τον αείμνηστόν μου Γέροντα, διότι είμαι νεώτερος, αλλ’ όμως εις το διάστημα αυτό όπου ήμουν, δώδεκα περίπου χρόνια, δεν ελάττωσε διόλου την αρχικήν του ευλάβειαν και παρ’ όλας τας περιπέτειας όπου έπαθε, είτε ως Γέρων πλέον, είτε ως ασθενής που πολύ δοκιμάστηκε. Από εκείνον που έμαθε να μη ζη δι’ εαυτόν, αλλά διά τον Χριστόν, ουδεμία περίστασις δύναται να αφαίρεση τον πρωταρχικόν του σκοπόν.

Όταν ήμουν μικρός εις την πατρίδα μου και άκουγα τους πατέρες εις το μοναστήρι μας να λέγουν ότι εις το Άγιον Όρος είναι μοναχοί που ασχολούνται με την νοεράν προσευχήν, αισθανόμουν μίαν ιδιαιτέραν χαράν ,η δε περιέργεια μου δεν με άφηνε να ησυχάσω και όλον παρακαλούσα τον μακαρίτην πνευματικόν μου, (τόν ενάρετο ιερομόναχο Κυπριανό (1878-1955), πνευματικό της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου Κύπρου) να με πληροφόρηση λεπτομερέστερον διά αυτό το πράγμα. Σημείωσε ότι από το 1920 έως το 1922 εχρημάτισεν εις το Άγιον Όρος και πάλιν επέστρεψεν εις την πατρίδα μας και γνώριζε καλά για την πνευματικήν ζωήν του τόπου.

Μας έλεγε για τον αείμνηστον Γερο-Καλλίνικον, γιατί εκάθισε μαζί του ένα χρόνο σχεδόν, που ήτο μία εξέχουσα φυσιογνωμία του Αγίου Όρους και γενικά του μοναχισμού, εις το θέμα ιδίως της νηπτικής. Για τον Γερο-Γεράσιμον, που τότε καθόταν εκεί κοντά εις τον Γερο-Καλλίνικον και ήτο πολύ βιαστής, ιδίως εις την εγκράτειαν και την ακτημοσύνην. Αυτός ο μακαρίτης ειχεν ισόβιον το πένθος. Όταν καμμιά φορά τον ερωτούσε κανείς ότι δήθεν θέλη και αυτός να ησυχάση, του έλεγε: «Παιδί μου, αν δεν έχης πένθος μη επιχείρησης· χωρίς πένθος ήσυχαστής δεν προκόβει». Πριν κατέβει εις τα Κατουνάκια, όπως είπα, κοντά εις τον Γερο-Καλλίνικο, εκάθισεν εις το Καρμήλιον που είναι το εκκλησάκι του Προφήτου Ηλιού, δεν θυμάμαι πόσα χρόνια, και έκαμε υπομονήν εις το υπερβολικώτατον εκείνο ψύχος, όπου κατά τον χειμώνα είναι αδύνατον να ζήση άνθρωπος εκεί. Μου έλεγε και άλλας λεπτομέρειας τας όποιας εδώ τώρα παραλείπω.

Αυτά όλα ήσαν η αιτία που άναψαν την επιθυμίαν μας να επισκεφθώμεν το Άγιον Όρος και να μη καθίσωμεν αμέσως εις έναν τόπον, έως ότου εύρομεν τέτοιους ανθρώπους βιαστάς και ενάρετους και να καθίσωμεν αν είναι τρόπος με αυτούς. Δόξα τω Θεώ, ότι κατά τα τέλη του έτους 1946 εφθάσαμεν εις Άγιον Όρος μετά από πολλάς περιπέτειας. Δεν ήμουν μόνος μου όταν ήρθα, και εν πρώτοις εις την Σκήτην της Αγίας Άννης εις τινα καλύβην. Είμεθα δύο, ομού με έναν άλλον αδελφόν από την πατρίδα, και νομίζω ότι είχομεν και οι δύο τον ίδιον σκοπόν. Παρ’ όλον που είμεθα υπό περιορισμόν, σύμφωνα με την τάξιν που έχουν για τους νέους, δεν εβραδύναμεν να διαπιστώσωμεν εξ ακοής περί της ζωής διαφόρων ερημιτών και ησυχαστών των ημερών μας.

Πολύ μου κίνησε το ενδιαφέρον η ζωή του αειμνήστου Γέροντος μου, όταν μου διηγούντο γι αυτόν οι μοναχοί μετά των οποίων έμενα. Έκτοτε προσπαθούσα να πραγματοποιήσω τον πόθον μου, πράγμα που επέτυχον κατά τον Αύγουστον του 1947. Κατ’ αρχάς δεν ήθελε να με κράτηση, όχι γιατί ήτο κουρασμένος από την προτέραν του συνοδίαν που υπέστη περιπέτειες, αλλά και για το ακατάλληλον του τόπου και την έλλειψιν καλύβης για να καθίσω. Αυτά τα δύο τρία δωματιάκια, αν επιτρέπεται να τα ονομάσωμεν έτσι, ήσαν γι αυτούς και δεν επερίσσευεν για άλλον. Υπεσχέθηκα εγώ τότε, ότι θα κτίσω μόνος μου σιγά σιγά – και μάλλον όχι γι αυτό αλλά τον φώτισε ο Θεός – με κράτησε και έτσι ήμουν όλος χαρά.

2. Το καθημερινόν μοναστικόν πρόγραμμα της συνοδίας.

Από την πρώτην ημέραν συμμορφώθηκα με τον τρόπον της ζωής των, που ήτο πράγματι ησυχαστικός. Από το πρωί έως το μεσημέρι εργαζόμεθα, έπειτα εκάμναμεν Εσπερινόν και ανάγνωσιν και ύστερα ετρώγομεν κοινώς. Όταν ετελειώναμεν η ώρα ήτο εννέα κατά το αγιορειτικόν τυπικόν. Ύστερα έκοιμώμεθα έως το ήλιοβασίλευμα και μετά αγρυπνούσαμεν ο κάθε ένας χωριστά. Πολύ με ενθουσίαζε ο τρόπος αυτός, γιατί πράγματι όταν κανείς έτσι βιασθή, πολύ γρήγορα βρίσκει κατάστασιν πνευματικήν. Και αν μου επιτρέπεται να εκφρασθώ, δεν θα ξεχάσω ποτέ μου τας ημέρας αυτάς, αι οποίαι τόσον συνετέλεσαν εις την ευτέλειάν μου να γνωρίσω διά της πείρας ότι ο μοναχισμός, εις την πραγματικότητα του, δεν είναι παρά η απ’ εντεύθεν αίσθησις της βασιλείας των ουρανών. Και αν αυτά είναι αποτελέσματα μιας αρχικής ζωής, τα τέλη δύναται καθείς να τα φανταστή.

Έτσι εμέναμεν κατά μόνας και μετά το μεσονύκτιον ή και πρωτύτερα εγώ πήγαινα εις τον Γέροντα που η καλύβη του ήταν μακρύτερα από μας, και λέγοντας του τους λογισμούς μου και ό,τι άλλο μου συνέβαινε, μου έλεγε πνευματικά και ό,τι άλλο απαιτούσε για την διόρθωσίν μας και την πνευματικήν ζωήν. Αυτό το τυπικόν το κρατήσαμεν και οι άλλοι αδελφοί, όταν εγίναμεν περισσότεροι. Πριν όμως από την ώραν αυτήν δεν δεχόταν ο Γέροντας κανέναν, και αυτό, όπως μου έλεγε, το φύλαξε από την αρχήν.

Ήτο πάντοτε πολύ παρηγορητικός και γλυκύς. Το δε πατρικόν του ενδιαφέρον ήτο τόσον καταφανές, που δεν χρειαζόταν κανένα άλλο μέσον να δημιουργήση μεταξύ των υπ’ αυτού χειραγωγουμένων έναν σύνδεσμον ισχυρά πνευματικόν, που καμμία περίπτωσις δεν θα ημπορούσε να τον χαλάρωση.

Είχε πολλήν προσπάθειαν να μας μεταδώση ωφέλειαν πνευματικήν, και που δεν τον κούραζε κανένας κόπος ή θυσία γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπόν. Η πλέον εξαιρετική του προσπάθεια ήτο να μας παρακινή εις την ευχήν, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Συνάμα παρακολουθούσε την διαγωγήν μας όλην την ήμέραν· τον τρόπον της υποταγής και υπακοής μας, των αποκρίσεων μας, της συνομιλίας μας, της προθυμίας προς τας εργασίας και εν γένει όλης μας της διαγωγής.

Την νύκτα, όταν πηγαίναμεν να μας ομιλήση πνευματικά, μας διεσάφιζε με τόσην ακρίβειαν τα ελατήρια των παραβάσεών μας, που ενομίζαμεν ότι ζει αυτός μέσα μας περισσότερον από εμάς. Ήτο τόσον έμπειρος εις το ζήτημα της πρακτικής, καθώς την ονομάζομεν εμείς οι μοναχοί, που δεν του διέφευγε κανένα δικό μας παράπτωμα από όλην μας την αναστροφήν. Ειχε δε και τούτο ως κανόνα εις όλην του την ζωήν, να μη επιχειρή τίποτα χωρίς πρώτον να πληροφορηθή διά της προσευχής, και δεν απεφάσιζε τόσον εύκολα, εάν δεν ειχε πληροφορίαν. Εις όσα μας πρόσταζε να κάμωμεν πήγαιναν καλά, παρ’ όλον που πολλάκις τα σημεία έδειχναν ότι θα αποτύχωμεν. Εις όσα πάλιν έδειχνε δισταγμόν και υποχωρούσε, για να μη πρόκυψη από μέρους μας φιλονικία ή γογγυσμός, συναντούσαμεν τόσα εμπόδια, που ήτο αδύνατον να το τελειώσωμεν χωρίς υπερβολικούς κόπους και συντριμμούς. Απέφευγε πολύ επίσης την σύγχυσιν και την ταραχήν και προτιμούσε ολοψύχως κάθε υλικήν ζημίαν, παρά να πρόκυψη διαφωνία η ταραχή.

Τόσον δε αψηφούσε τα χρήματα και τα υλικά πράγματα, που νόμιζε κανείς ότι από κάπου περιμένει εκ του ασφαλούς – παρ’ όλον που είμεθα πτωχοί – εις την πραγματικότητα δε ήτο η πίστις του εις την πρόνοιαν του Θεού. Ανεπαύετο πολύ εις την πτωχείαν και τα λιτά μέσα και εν γένει σε κάθε τι που επετυγχάνετο με ολιγοτέραν μέριμναν. Πάντοτε μας έλεγε για την μέριμναν, ότι είναι ο πραγματικός όλεθρος του μοναχού και την χαρακτήριζε με το ευφυές παράδειγμα της φυματιώσεως. Είχε δε και πολλήν ακρίβειαν εις το τυπικόν του και ποτέ του δεν το παρέβαινε και εις την πλέον δύσκολον περίστασιν. Ακόμη και εις τας συναντήσεις του με ανθρώπους ήτο πολύ αυστηρός, ιδίως εις τας ώρας όπου ησυχάζαμεν.

3. Η ησυχαστική ζωή.

Κάποτε του είπα: «Να, δεν τους ανοίγομεν και σκανδαλίζονται» – επειδή το απόγευμα που κοιμώμεθα εκλίναμεν την εξώπορταν. Και μου είπε: «Άν δεν κάμωμεν έτσι, παιδί μου, ησυχίαν δεν πρόκειται ποτέ να εύρωμεν. Αι προφάσεις των ανθρώπων είναι ανεξάντλητες. Πέρασε εκείνη η γενεά που εκτιμούσε την πνευματικήν αξιοπρέπειαν, και αν δεν μεταχειρισθώμεν μόνοι μας ολίγην αυστηρότητα, ειρήνην και ησυχίαν, και την λοιπήν συνέχειαν αποκλείεται να ίδωμεν. Φθάνουν αι καθορισμέναι ώραι που δεχόμεθα τους ανθρώπους και όποιος έχει ανάγκην θα έρθη τότε». Του είπα πάλιν: «Μα, αυτοί που βρίσκουν αιτία και κατηγορούν»;

Μου λέγει: «Μη φοβάσαι. Αυτοί που κατηγορούν είναι συνηθισμένοι να το κάμνουν και με ό,τι τρόπον και αν τους ανάπαυσης, θα βρεθή μια αιτία που κάποτε δεν θα μπόρεσης να τους ανάπαυσης και τότε θα κατηγορήσουν πάλιν. Που βρέθηκε το δικαίωμα εις τον άνθρωπον να κατηγορή τον συνάνθρωπόν του; Άραγε λοιπόν, την κατάκρισιν δεν την γεννά η αιτία, αλλ’ η κακή διάθεσις. Ημπορούμεν εμείς να πληροφορήσωμεν όλους τους ανθρώπους; Ημπορούμεν όμως να ευχαριστήσωμεν τον Θεόν και Αυτός θα τους πληροφόρηση κάποτε να γνωρίσουν τον πραγματικόν μας σκοπόν.

Η ησυχία, καθώς βλέπω και από της μικράς πείρας, χωρίς τα τόσα πολλά που έχουν γράψει οι άγιοι Πατέρες, είναι η ρίζα της αναμαρτησίας και η αιτία της αυτογνωσίας. Πάρετε παράδειγμα από τον εαυτόν σας και θα ιδείτε μόνοι σας την διαφοράν. Πριν έρθετε εδώ, ήσασταν με τους ανθρώπους και δοκιμάσατε όλους τους τρόπους, να τους είπωμεν κοινωνικούς, που μεταχειρίζονται οι πολλοί ομού για να ευαρεστήσουν τον Θεόν. Το αποτέλεσμα το γνωρίζετε, και απόδειξις ότι ήλθατε εδώ για να δοκιμάσετε και έτσι. Τώρα λοιπόν, βγάλτε μόνοι σας συμπέρασμα και τα λόγια είναι περιττά. Εάν μετά των ανθρώπων και εις ασχολίας κοινωνικάς βρίσκετε περισσοτέραν γαλήνην εις την ψυχήν σας και επικοινωνίαν με την Χάριν του Θεού, εκεί να πάτε. Άν πάλιν με την ησυχίαν και την προσευχήν που έχομεν εδώ, μόνοι σας θα αποφασίσετε. Εγώ νομίζω ότι τα αποτελέσματα δεν είναι ίσα. Παραδείγματα από τους Πατέρας καθ’ ημέραν διαβάζομεν και είναι περιττόν να τα επαναλάβωμεν.

Επειδή το θέμα μας είναι η ησυχία, ας ασχολούμεθα με ό,τι την συνιστούν, για να επιτύχωμεν τον σκοπόν μας, εφ’ όσον και σεις ήλθατε κοντά μου. Ο άνθρωπος αν δεν ησυχάση δεν μπορεί να ιδή τον εαυτόν του και επομένως τι του λείπει και σιγά σιγά ξεχνάει και αυτό που επιδιώκει. Η πρακτική εργασία της αρετής μεταξύ των ανθρώπων δεν μπορεί να νικήση πρώτα τον μετεωρισμόν, που αποτελεί το πλέον εισαγωγικόν σημείον της πνευματικής ζωής. Τον μετεωρισμόν τον αποβάλλει η διαρκής μνήμη του Θεού και αυτή πάλιν κάμνει τον άνθρωπον ισχυρόν κατά των αλλοιώσεων που είναι έμφυτες εις την φύσιν μας. Η ησυχία κατά πάντα ωφελεί, όταν γίνεται εν γνώσει, διότι και τον ασθενή φυλάττει από τα αίτια διά της απουσίας του απ’ αυτά και τον ισχυρόν προάγει διά της αμεριμνίας εις την αρετήν.

Το κυριώτερον έργον του ησυχαστού είναι η ευχή· και ευχή χωρίς ησυχίαν και αμεριμνίαν δεν μπορεί μπορεί να επιτευχθή. Εκείνος που λέγει ότι έχει ευχήν, πρέπει να την έχη κτήμα και όχι παροδικά, γιατί έτσι κάθε ένας την λέγει. Εκείνος όπου χάριτι Θεού αξιωθεί να έχη κτήμα του την ευχήν, εκείνος λέγεται ότι έχει μνήμην Θεού και ο τοιούτος λαμβάνει πείραν θείας αντιλήψεως, πράγμα όχι μικρόν εις το στάδιον της πνευματικής ζωής. Όταν η θεία Χάρις αρχίσει να δίδη πείραν εις την ψυχή του ησυχαστού, τότε ακριβώς αρχίζει και το στάδιόν του να ανοίγη. Τότε ακριβώς λαμβάνει εκ του κόπου του αμοιβήν και δυναμώνει εις την πίστιν. Τότε ξυπνά η ψυχή και λαμβάνει θάρρος, αψηφά τους κινδύνους και την λύμην της ανθρωπίνης επικρίσεως, που, κατ’ εμέ τουλάχιστον, είναι το πρώτον όπλον του σατανά κατά των αγωνιστών. Η πείρα της προτέρας αντιλήψεως τον πείθει να επιχειρίση και πάλιν, γιατί τώρα δεν τον πείθει έτερος, αλλ’ αυτή η Χάρις του Θεού, της οποίας η γεύσις είναι υπέρ παν άλλο, εξ όσων υπάρχουν υπό τον ουρανόν.

Κάθε ευσεβής που εργάζεται τας εντολάς του Χριστού έχει αντιλήψεις, αι οποίαι είναι μάλλον εκδηλώσεις των ιδιοτήτων εκάστης αρετής καθ’ ην στιγμήν πραγματοποιούνται· δεν λέγομεν όμως γι’ αυτά. Ο σκοπός μου είναι να πω το κατά δύναμιν για τους πραγματικούς ησυχαστάς των ημερών μας, γιατί και σήμερον θέλομεν να είμεθα ησυχασταί, μένει μόνον αν θάα το επιτύχωμεν. Εκείνος που κάθεται παράμερα υπό το πρόσχημα της ησυχίας και δεν έχει εργασίαν εσωτερικήν, δεν ωφελείται τίποτε από την ησυχίαν του και μόνον που απέχει από πολλές ύλες και αιτίες να πέση εις τα πάθη του. Δεν τα νικά όμως και δεν τα αποβάλλει για να ελευθερωθή· δεν είναι όμως δυνατόν και εις τον καθένα να το κάμη αυτό. Εγώ, νομίζοντας ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να ησυχάση, δεχόμουν κάθε ένα όπου ερχόταν κοντά μου και έβαζα προσπάθεια να τον ωφελήσω εις το μέρος αυτό. Η πείρα όμως έδειξε ότι δεν είναι έτσι, και μόνον που έχανα εγώ εκείνο που δεν ημπορούσε αυτός να εύρη. Η πραγματική ησυχία, που αρχίζει κατά τους Πατέρας από την κρυπτήν μελέτην και φθάνει εις την αποθέωσιν του ανθρώπου και την επαναφορά του εις το αρχαίον απλούν, δεν γίνεται με ξερούς τύπους και χωρίς αγώνες και ιδρώτες εξαντλητικούς».

Πόσα μας έλεγε κάθε νύκτα τοιούτου περιεχομένου, γιατί όλο τέτοια μας ομιλούσε και εις ένα έκαστον και εις όλους ομού, και μόνον όταν είχαμεν Λειτουργίαν δεν μας μιλούσε την νύκτα, επειδή κουραζόταν πολύ. Τα γράμματα του δεν ήσαν πολλά πλην όμως η προσπάθειά του εις την μελέτη τον έκαμεν να κατανοή πολύ καλά την Γραφήν και ιδίως τους Πατέρας, τους σχετιζομένους με τον μοναχισμόν.

«Και σήμερα, μας έλεγεν, υπάρχουν άνθρωποι που βιάζονται και βρήκαν όπως οι Πατέρες την Χάριν του Θεού, ανάλογα με το έλεός Του, όπου τους ηξίωσε. Μα αν τολμήσουν να το ειπούν, θα λογισθούν πλανεμένοι και τρελλοί, και τούτο γιατί η γενεά μας εμάκρυνε από τον πραγματικόν της σκοπόν. Αλλοίμονον! Τι να είπη κανείς! Ο μοναχός που είναι το προϊόν του Αγίου Πνεύματος, εκατήντησε να αγνοή τι είναι Χάρις του Θεού. Άραγε θα φθάσωμεν και εις χειρότερα χάλια απ’ αυτά»;

Επειδή ο σκοπός μου είναι να γράψω μαζί με τα λόγια όπου μας έλεγε και τον βίον του -όσα στοιχεία μπόρεσα να μαζέψω-θα αρχίσω από την αρχήν.

4. Η νεανική ηλικία και η αποταγή του μακαρίου Γέροντος.

Οι κατά σάρκα αδελφοί του μας έλεγαν ότι, όταν γεννήθηκε, η μητέρα του είδε έναν άνθρωπον με φτερά, που κατέβηκε από την στέγην του σπιτιού της και ήθελε να τον πάρη. Αφού εκείνη έκλαιγε και τραβούσε και φώναζε: «Μη μου παίρνεις το παιδάκι μου». Εκείνος της είπε με καλωσύνην και πειστικότητα: «Μην επιμένεις Μαρία -γιατί έτσι λεγόταν η μητέρα του- αυτή είναι η απόφασις και έτσι πρέπει να γίνη». Της έδειξε σ’ ένα μικρό βιβλιαράκι που έβγαλε από τον κόλπον του το όνομα του μικρού και της έδωσε αντί δε αμοιβής έναν πολύτιμον και ολόφωτον σταυρόν. Σημειώνω δε ιδιαιτέρως γι’ αυτήν την ευλογημένην γυναίκα, ότι ήτο πολύ ευσεβής και απλούστατη, που συχνάκις έβλεπε πράγματα υπερφυσικά και ούτε γνώριζε από την υπερβολικήν ακεραιότητα του χαρακτήρος της ότι είναι θαύματα αυτά, αλλ’ ενόμιζε ότι έτσι βλέπουν όλοι οι χριστιανοί.

Η αποταγή του Γέροντος, που έγινε όταν έζη εμπορευόμενος εις μικροεπιχειρήσεις εις την πρωτεύουσαν και ήτο 23 ετών, συνδέεται με την μελέτην θρησκευτικών βιβλίων, και ιδίως πατερικών. Πριν όμως αρχίσει αυτήν την μελέτην, τον υπεκίνησε το εξής όνειρον. «Είδα, όπως έλεγεν, ότι περνώντας από έναν δρόμον κεντρικόν της πρωτευούσης με παρέλαβε άνθρωπος της ανακτορικής φρουράς και με πήρε δήθεν εις το παλάτι και αφού ήθελαν να με ανεβάσουν επάνω και δεν δεχόμουν, με βίαζαν λέγοντας ότι είναι απόφασις του βασιλέως και δεν γίνεται αλλέως. Αφού με ανέβασαν επάνω που δεν ήτο ανάκτορον, αλλά κάτι τι υπερφυσικόν, μου φόρεσαν μίαν ολόφωτον στολήν και μου είπαν ότι από τώρα και εις το εξής θα υπηρετής εδώ και με πήραν και προσκύνησα δήθεν τον βασιλέα. Όταν ξύπνησα τόσην αλλοίωσιν είχα λάβει εις τον εαυτόν μου, που δεν ημπορούσα να συνεχίσω την εργασίαν μου όπως πρίν. Τόσο βαθειά εντυπώθηκε μέσα μου αυτό το πράγμα, που νόμιζα ότι διαρκώς το βλέπω και ακούω την προστακτικήν εκείνην φωνήν: «Από τώρα και εις το εξής θα υπηρετής εδώ». Σταμάτησα τας εργασίας μου τελείως και καθόμουν σκεπτικός, τι άραγε να είναι αυτό που συνέβη σε μένα. Τότε καθήμενος κάποιος μου έδωσε το πατερικόν βιβλίον Καλοκαιρινή και εκεί διαβάζοντας, έλαβα γνώσιν της καλογηρικής».

Από τότε, όπως μου έλεγε, δεν ξαναγύρισε εις τον κοσμικόν βίον και αγωνιζόταν μόνος του σε διάφορα ερημικά μέρη έξω από την πρωτεύουσα και έως την Πεντέλην. Διενυκτέρευεν σε ημικατεστραμμένα κτίρια ή και μονύδρια και εις τα δάση και αγωνιζόταν να έφαρμόση εις τον εαυτόν του εκείνα, που διάβαζε εις τους μεγάλους Πατέρας. Εις την κατάστασιν αυτήν ευρισκόμενος, έμαθε από τινα αγιορείτην μοναχόν περί Αγίου Όρους. Πριν αναχωρήσει για το Άγιον Όρος, διέθεσε καλά την χρηματικήν του περιουσίαν, μη ούσαν μικράν κατά την εποχήν εκείνην, και ανεχώρησεν διά τον Άθωνα άγων το εικοστό τρίτον έτος της ηλικίας του.

Αι επιδιώξεις του προσανατολίζονταν για την ζωήν της ερήμου και ως πρώτη του στάσιν επέλεξε τα Κατουνάκια. Εκεί έμεινε ολίγον καιρόν εις την καλύβην των «Αγιορειτών Πατέρων», υπό τον αείμνηστον παπα-Δανιήλ, από τας συμβουλάς και το παράδειγμα του οποίου πολύ ωφελήθη, όπως μας έλεγε. Δεν έμεινε όμως περισσότερον, γιατί ειχε πολύν ζήλον και ζέσιν να άγωνισθή σε ησυχαστικώτερον και αυστηρότερον περιβάλλον. Πέρασε από τον τότε ησυχαστήν και νηπτικόν Γέροντα Καλλίνικον, του οποίου το απερίσπαστον πολύ τον ενθουσίασε, και αφού είδε μερικούς άλλους πατέρας, έφυγε για την Βίγλα, μέρος ησυχαστικόν και κατάξηρον εις τα όρια της Μεγίστης Λαύρας και πλησίον της Ρουμανικής Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου.

5. Η πρώτη επίσκεψις της θειας Χάριτος.

Εις την Βίγλαν εκάθισεν ως φιλοξενούμενος μάλλον, κατά την αγιορειτικήν φράσιν «καβιώτης», εις ένα ασκητικόν Γεροντάκι και ζούσαν και οι δύο με πολλήν πτωχείαν και ακτημοσύνην. Είπα ότι δεν ήτο υποτακτικός, πλην όμως η στάσις του προς το Γεροντάκι αυτό έτσι τον χαρακτήριζε. Όπως μας έλεγε, σκοπίμως δεν δήλωνεν υποταγήν εξ αρχής, έως ου διαπιστώσει, μάλλον δε επιτύχει, άνθρωπον πνευματικόν. Υπό την ως άνω ιδιότητα εκάθισε μερικούς μήνες εις το μέρος αυτό και αγωνιζόταν εις την σιωπήν και την νηστείαν, μέχρις ότου το Γεροντάκι του αφήρεσε κάθε ελευθερία, εις το να αγωνίζεται ή να συμβουλεύεται άλλον τινά. Κάποτε, μας έλεγεν, όταν ηθέλησε να συμβουλευτή τον εκεί τότε ησυχάζοντα πνευματικόν, διαμένοντα εις την Σπηλιάν του Αγίου Αθανασίου, τόσον πολύ εξοργίστηκε το Γεροντάκι, ώστε η συμπεριφορά του πλέον απέναντι του Γέροντος μας ήτο πέραν της λογικής.

Εξ όσων διεπιστώσαμεν, η αρχή της εκκινήσεώς του εις το μοναχικόν στάδιον ήτο με πολλήν ορμήν και πνευματικόν ζήλον, πράγμα σπάνιον εις τας ημέρας μας. Και απόδειξις, ότι δεν διέκοψε την καλήν αυτήν συνέχειαν, παρ’ ολας τας αντιθέτους περιστάσεις της μάλλον υλόφρονος γενεάς μας, την έλλειψιν πνευματικών οδηγών -που εξαιρέτως ζητούσε με πόνον-τας ανθρωπίνας επικρίσεις και σκώμματα που βρίθουν στας ημέρας μας και ιδίως την παντελή εγκατάλειψιν και παρηγορίαν της ανθρωπίνης αντιλήψεως δια το διάφορον και εξηλλαγμένον του βίου και του τρόπου της διαγωγής. Ήτο δε εις τον χαρακτήρα του ο αείμνηστος έξυπνος και ευφυής, και ταχύτατα αντιλαμβανόταν το πνεύμα του περιβάλλοντος. Η διακαής του επιθυμία να αγωνισθή και να αμεριμνήση, σύμφωνα με την φλόγα που αισθανόταν, αλλά και που φανταζόταν ότι θα εύρισκε οπωσδήποτε εις τον τόπον εκείνον, διεπίστωνε ότι δεν θα ικανοποιείτο δυστυχώς και εκ της προτέρας του ερεύνης, αλλά και εκ της προσφάτου συμπεριφοράς του Γέροντος όπου έμενε.

Όλα αυτά τα γεγονότα και συμπεράσματα και αι αντιδράσεις της φύσεως και του πονηρού τον κατέβαλαν τόσον πολύ, που αναγκάσθηκε να υποχώρηση εις έναν απόμερον τόπον εκεί πλησίον, όπου πάντοτε είχε συνήθειαν να παραμερίζεται και να προσεύχεται. Μας έλεγε δε ότι,«τόσον πολύ έκλαυσα εκείνην την ημέραν και με τόσον πόνον παρακαλούσα τον Θεόν να μη με εγκατάλειψη, που φούσκωσαν και κοκκίνισαν τα μάτια μου, που νόμισαν οι άλλοι ότι προσεβλήθησαν τα μάτια μου από ασθένειαν.

Όταν πήγα εκεί, μας έλεγεν, ήτο πρωί και έμεινα έτσι κλαίοντας και παρακαλώντας μέχρι το απόγευμα, οπόταν είχα πλέον αποκάμει από την κούρασιν και τον κόπον και όπως ήμουν άρχισα να βλέπω προς την κορυφήν του Άθωνος, γιατί φαινόταν από την χαράδρα όπου ήμουν και ιδίως το εκκλησάκι της Κυρίας μας Θεοτόκου, όπου είχα ιδιαιτέραν ευλάβειαν. Βλέποντας εκεί, όπως ήμουν καταβεβλημένος και αναποφάσιστος, έξαφνα βλέπω ότι μία ακτίνα φωτεινή σαν λεπτός προβολέας βγήκε από το εκκλησάκι και απλώθηκε επάνω μου και έγινα όλος φως και ευωδία, και το πλείστον, ότι το φώς ήτο όχι μόνον απ’ έξω, αλλά και μέσα μου και άρχισε μέσα εις την καρδιά μου να λέγεται με πολλήν γλυκύτητα η ευχή. Τόσην δε αλλοίωσιν μου προκάλεσε, που δεν καταλάβαινα αν είμαι ζωντανός και βρίσκομαι κάτω εις την γην. Αι αισθήσεις μου δεν ενεργούσαν, ούτε τον νουν μου ημπορούσα να γυρίσω αφ’ εαυτού, μόνον έβλεπα με θάμβος και έκστασιν το κατάλευκον εκείνο φως που ήτον μέσα μου -μάλλον που ήμουν εγώ μέσα του-και την γλυκύτητα όπου ελέγετο μέσα εις την καρδίαν μου η ευχή. Η καρδία μου έλεγε μόνη της την ευχήν χωρίς κόπον, χωρίς προσπάθειαν, αλλά με έναν αρμονικόν ρυθμόν, που απορούσα αν ήμουν εγώ μόνος μου η αποτελούμην από δύο εαυτούς.

Αυτή η κατάστασις δεν γνωρίζω πόσον κράτησε αλλ’ όταν με φώναξε το Γεροντάκι, μετανοημένον για την προτέραν του συμπεριφοράν, για να πάω εις το καλύβι, ήτο ηλιοβασίλευμα. Έκτοτε δεν έφυγεν εκείνη η Χάρις από μέσα μου εις το να λέγω την ευχήν. Δεν έμεινε βέβαια εκείνο το υπερβολικόν που συνέβη τότε, αλλ’ η ενέργεια εκείνη της Χάριτος έμεινε και χάρις τω Θεώ χωρίς κόπον και προσπάθειαν λέγεται μέσα μου η ευχή. Από τότε πλέον και ύστερα όλη μου η προσπάθεια και η σπουδή ήτο πως να βρίσκωμαι σε περιβάλλον κατάλληλον να λέγω αδιακόπως την ευχήν. Από το Γεροντάκι εκείνο έφυγα πια και γύριζα μόνος μου όπου δεν υπήρχαν άνθρωποι και ομιλίες να με εμποδίζουν από την ευχήν, και ιδίως ενθυμούμην το εκκλησάκι της Κυρίας μας εις τον Άθωνα, όπου μου συνέβη το τόσον μέγα γεγονός και όλον το καλοκαίρι σχεδόν ήμουν εκεί. Έφτιαχνα σκουπάκια από το δάσος και τα πήγαινα εις την Λαύραν και μου έδιναν παξιμάδι και έτσι περνούσα με μόνην προσπάθειαν την ευχήν».

 6. Η γνωριμία του με τον πατέρα Αρσένιον και η υποταγή τους εις τον Γέροντα Εφραίμ.

Εκεί εις τον Άθωνα ησυχάζοντας, εγνώρισε τον πατέρα Αρσένιον, τον μετέπειτα αχώριστόν του σύντροφον και αδελφόν, κατά την εορτήν της Μεταμορφώσεως, όπου συνήθως ανεβαίνουν και άλλοι μοναχοί. Ο πατήρ Αρσένιος τον έπεισε να εγκατάλειψη την μοναξιάν και να συγκατοικήσουν ομού εις τα Κατουνάκια εις υπακοήν, κατά την συμβουλήν του αειμνήστου παπα-Δανιήλ, με την ίδια πάντοτε αγωνιστικήν διάθεσιν και τον ησυχαστικόν σκοπόν, έχοντας και αυτός την ιδίαν επιθυμίαν και τον αυτόν ακριβώς σκοπόν. Ο Γέροντας εσυμμορφώθη και πράγματι υπετάχθησαν εις τον μακαρίτην γερο-Εφραίμ τον Βαρελλά, εις την καλύβην «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» εις τα Κατουνάκια. Το Γεροντάκι αυτό που κάθησαν, ήτο απλούστατον και σιωπηλόν, που πολλάκις διερωτώντο όσοι τον έβλεπον, αν έχη ομιλίαν ή είναι φυσικά βουβός.

Η διαγωγή των δύο νέων ενθουσίασε το Γεροντάκι και εντός ολίγου άρχισε και αυτός να επιδιώκη την πραγματικήν ήσυχίαν και την θεωρίαν, ενώ πριν μόνον τον τύπον εγνώριζε χωρίς καμμία υψηλοτέραν έννοιαν. Ο Γέροντας βλέποντας ότι και το Γεροντάκι είχε τας ιδίας διαθέσεις, όπως και αυτοί, άρχισε να περιορίζη το μέρος και να αποκόπτη τας πολλάς επαφάς με τους πολλούς, τους οποίους η ιδιότης του επαγγέλματος επροκαλούσε. Πρώτη η αιτία αυτή και υστέρα και η αποχή των από τας κατ’ έθος πανηγύρεις και εορτάς εις τας γειτονικάς καλύβας και εν γένει το αυστηρόν του ήθους που ο Γέροντας πάντοτε μεταχειριζόταν, δημιούργησε πολύ σύντομα και εναντίον του επικρίσεις. Επειδή το Γεροντάκι, ο γερο-Εφραίμ, ήτο πολύ απλούς, και επομένως αδύνατος να έπιβληθή, τον λόγον είχε πάντοτε ο Γέροντας ο Ιωσήφ, και αυτό επεδείνωνε την κατάστασιν, γιατί οι πατέρες του τόπου θεωρούσαν προσβολήν ένας νεώτερος να μη ακολουθή τα έθιμα του τόπου. Η κατάστασις αυτή κράτησε περίπου δύο χρόνια, όσον όμως πρόβαινε, εγινόταν περισσότερον σοβαρή και έπρεπε ή να αρνηθούν τον αυστηρόν τρόπον της διαγωγής και να συμμορφωθούν με το περιβάλλον, ή να φύγουν και να εγκαταλείψουν τον τόπον.

Εις την περίοδον αυτήν ο Γέροντας πολύ βιαζόταν και ιδίως αγρυπνούσε και αγωνιζόταν εις την ευχήν. Όπως μας έλεγεν, είχε κατασκευάσει έξω από το σπίτι και εις την άκραν της περιοχής, υπό το γύρισμα κάποιου βράχου, ένα είδος τεχνητής σπηλιάς με σανίδια και εκεί καθόταν κάθε ημέραν, εν ειρήνη και ησυχία, και έλεγε την ευχήν. Είχε πρόγραμμα κάθε ημέραν να κάθεται εκεί μέσα και να κρατά τον νουν μέσα εις την καρδίαν του επί έξ ολόκληρους ώρας και έπειτα να σηκώνεται.

«Ο σκοπός μου, μας έλεγεν, αφ’ ότου με ηξίωσε ο Θεός και είδα την Χάριν Του, δεν ήτο άλλος πλέον, αλλά πως να βιάζωμαι και να προσέχω και να αγρυπνώ συνεχώς, όχι μόνον μήπως και την χάσω, αλλά και να την αυξήσω, φυσικά όχι εγώ, αλλά αυτή αφ’ εαυτής. Δεν κολλούσεν ο νους μου ούτε σε τέχνες, ούτε σε χρήματα, ούτε σε μεγαλεία, ούτε σε κανένα πράγμα γήινον και υλικόν απ’ εναντίας και εκείνα τα ολίγα που είχαμεν τα εσκορπίζαμεν μέχρις το σημείο που ούτε πνευματικά βιβλία δεν κρατήσαμεν. Και πράγματι με όποια διάθεση προσφέρεται κανείς εις τον Θεό, έτσι και ό Θεός τον χαριτώνει, γιατί πολλήν βοήθειαν μου έδωσε και παρηγοριά η Χάρις Του».

«Μίαν ημέραν, μας έλεγε, που ήταν αγρυπνία, εγώ δεν πήγα, αλλά κάθησα εις την σπηλιάν μου, όπως πάντοτε, και έλεγα με πολλήν ακρίβειαν την ευχήν – νομίζω ότι ήτο η εορτή των Θεοφανείων. Όπως καθόμουν και συγκέντρωνα τον νουν μου, κατά την συνήθειάν μου μέσα εις την καρδίαν μου, σε ποια ώρα ακριβώς δεν κατάλαβα, βλέπω πως γέμισε ο τόπος φως και ευωδιά και έξαφνα βρέθηκαν μπροστά μου τρία όμορφα παιδάκια, όμοια εις την ηλικίαν και την μορφήν. Ήσαν δε τόσον όμοια, που ήτο αδύνατον να τα διακρίνης απ’ αλλήλων, ούτε εις το πλέον ελάχιστον χαρακτηριστικόν. Τόσον δε όμορφα και τόσον χαριτωμένα ήσαν, που ολόκληρος η θεωρία μου και η διάνοια και όλος μου ο εαυτός ήτο προσκολλημένος σ’ αυτά.

Όπως ήσαν απέναντι μου έβάδιζαν προς τα επάνω μου με έναν ρυθμόν, με ένα βήμα, με ένα κίνημα και έψαλαν μελωδικώτατα και ευκρινέστατα μία πρός μία τας λέξεις: “ Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε, αλληλούια”. Τόσον γλυκεία ήταν η φωνή των και τόσον μέσα μου εισεχώρησεν, που βγήκα από τον εαυτόν μου και δεν καταλάβαινα αν είμαι εις την γην ή αν απέθανα. Όταν ήρχοντο πλησίον, βάδιζαν πάλιν προς τα πίσω, χωρίς να στρέψουν τα νώτα και επανελάμβανον τον ίδιον ύμνον, με την ίδιαν γλυκύτητα και μελωδίαν. Όταν έφθαναν πίσω πίσω μέχρις ένα σημείον και άρχιζαν να βαδίζουν προς τα επάνω μου, ευλογούσαν με το χεράκι τους το δεξιόν την σφραγίδα Ιησούς Χριστός, όπως ευλογεί ο ιερεύς και τα τρία ταυτοχρόνως. Αυτό δεν γνωρίζω πόσην ώραν διήρκεσεν και σιγά σιγά λιγόστεψε το φως και μαζί με το φως έφυγαν και αυτά. Όταν ήλθα εις τον εαυτόν μου, ειδα ότι πέρασε ώρα πολλή, γιατί το ξυπνητήρι που είχα ολίγον μακρυά για να κτυπήση εις την έκτην ώραν, κατά την συνήθειαν, είχε κτυπήσει προ πολλού».

Εμείς όταν τον ερωτούσαμεν, «και τί λογισμούς είχες που τα έβλεπες αυτά τα παιδάκια;», μας απαντούσε: «Νομίζετε ότι ενεργούν αι αισθήσεις του άνθρωπου σε τέτοιες στιγμές; Ο νους που είναι ο κύριος παράγοντας εις την πνευματικήν ζωήν, είναι αιχμάλωτος εις την θεωρίαν και μόνον τούτο απορούσα, πως γνωρίζουν και ευλογούν που είναι τόσον μικρά»;

7. Εγκαταβίωσις εις την ερημικήν Σκήτην του Αγίου Βασιλείου.

«Όσον όμως εγώ εντρυφούσα εις την ευχήν και εύρισκα παρηγορίαν από την Χάριν του Θεού, τόσον και οι εξωτερικοί πειρασμοί μεγάλωναν. Τέλος η εκεί διαμονή μας ήτο πλέον προβληματική, γιατί δεν υποχωρούσα καθόλου από το αυστηρόν ύφος που χάραζα και προ πάντων όσον έβλεπα από εκεί προκοπήν εις τον πνευματικόν τομέα. Οι άνθρωποι όμως άρχισαν να μας καταφέρωνται και προσωπικώς. Έπεισαν τους πνευματικούς εναντίον μου και δεν με δέχονταν. Και όταν ηθέλησε ο Γέροντας μου να με κάμη καλόγηρον, δεν επέτρεψαν σε κανέναν να με διάβαση. Αφού η κατάστασις εκορυφώθη και δεν έπαιρνε άλλο, εφύγαμεν με κοινήν συμφωνίαν μεταξύ μας για τον Άγιον Βασίλειον, με πρόγραμμα να ησυχάσωμεν εκεί. Πράγματι ησυχάσαμεν εκεί, πλην όμως εταλαιπωρηθήκαμεν πολύ, γιατί εις το μέρος που εκαθίσαμεν δεν ευρήκαμεν ετοίμους καλύβας και εκάμαμεν εμείς, σχεδόν εκ του μηδενός. Εκεί το Γεροντάκι μας δεν έζησε πολύ, τον πήρε ο Θεός με οσιακόν θάνατον.

Όταν εμείναμεν μόνοι μας με τον πατέρα Αρσένιον, πολύ βιαζόμεθα εις την νηστείαν και εις την ευχήν. Ο διακαής μας πόθος ήτο να εύρωμεν έναν πνευματικόν άνθρωπον, που να εργάζεται και να γνωρίζη αυτά που ζητούσαμεν εμείς. Παρατούσαμεν τας καλύβας και εφεύγαμεν παντού, όπου ακούγαμεν ή νομίζαμεν ότι θα συναντήσωμεν τέτοιους ανθρώπους ησυχαστάς. Παντού ευρίσκαμεν ανθρώπους ευλαβείς και γεροντάκια που μας παρηγορούσαν και μας έδιναν θάρρος, πλην όμως πέραν τούτου δεν συναντούσαμεν πουθενά. Άνθρωπον που να έχη μέσα του ευχήν και θεωρίαν δεν ευρίσκαμεν πουθενά. Διέδιδαν κάποιοι ότι υπάρχουν ασκηταί γυμνοί και αθέατοι εις τους πολλούς με όλα τα χαρακτηριστικά των παλαιών Πατέρων και μάλιστα ότι φανερώθηκαν μίαν φοράν εις την καλύβην του μακαρίτου του παπα-Γρηγόρη του πνευματικού εις την Μικράν Αγίαν Άνναν και αυτό μας διέγειρε περισσότερον την επιθυμίαν εις το να ανιχνεύσωμεν παντού και ιδίως εις τα υψηλότερα κατοικήσιμα μέρη του Άθωνος και των πέριξ τόπων, μήπως και αξιωθώμεν να τους συναντήσωμεν εις μάτην όμως». Μας έλεγεν ότι, «πολύ εκοπίασα και πολύ έκλαψα και παρεκάλεσα τον Θεόν γι’ αυτόν τον λόγον, εις το να μας αξιώση να εύρωμεν έναν απλανή οδηγόν που να γνωρίζη για την θεωρίαν και την εύχήν. Πολύ ολίγοι ήσαν εκείνοι που μας καταλάβαιναν τι επιδιώκαμεν, χωρίς βέβαια να μπορούν να μας βοηθήσουν συγκεκριμένα, οι δε άλλοι μας είχαν για τρελλούς».

Όπως μας διηγείται μέχρι σήμερα ο πατήρ Αρσένιος, «ο Γέροντας άρχισε με τόσην ορμήν και ζήλον και διακαή πόθον να επιτύχη την Χάριν του Θεού, που δεν άφηνε τίποτε από όσα διαβάζαμεν εις τους παλαιούς Πατέρας και μάλιστα τους ησυχαστάς ώστε να μη το εφαρμόση. Όσον είμεθα νέοι κατ’ αρχάς και βαστούσε το σώμα μας, τόσην πολλήν φτώχεια είχαμεν και άκτημοσύνην, που δεν είχαμεν τίποτε σχεδόν και τότε μόνον δέχθηκε ο Γέροντας να αποκτήσωμεν κάτι εις την καλύβην μας, όταν δεχθήκαμεν και άλλους για συνοδία. Εις την αρχήν, μετά τον θάνατον του Γέροντος μας, επί οκτώ – δέκα χρόνια είμεθα μόνοι μας και σ’ όλην αυτήν την περίοδον ο Γέροντας ήγωνίζετο υπερβολικά. Όλον το καλοκαίρι γυρίζαμεν από τόπον σε τόπον για να μη μας βρίσκη άνθρωπος, σε μέρη απόκεντρα και ησυχαστικά και μέναμεν ο ένας μακρύτερα από τον άλλον για να μη ομιλώμεν, και λέγαμεν την ευχήν.

Όπου ακούγαμεν ότι είναι καμμιά σπηλιά ή άλλος τόπος όπου κατά παράδοσιν εκατοίκησεν κανένας από τους παλαιούς Πατέρες του τόπου μας, πηγαίναμεν και μέναμε. Τον περισσότερον όμως καιρόν μέναμεν εις τον Άθωνα. Όλον τον χειμώνα μέναμεν εις τας καλύβας μας και το καλοκαίρι πάλιν τα ίδια».

8. Ο πόλεμος της πορνείας και το χάρισμα της αγνότητος.

Εις όλην αυτήν την περίοδον, που ήσαν χωρίς συνοδίαν, είχαν αύστηράν νηστείαν, και ιδίως ο Γέροντας. Λάδι μόνον το Σαββατοκύριακον έτρωγαν και όχι πάντοτε, αλλά όταν έβρισκαν. Κατά την περίοδον των πρώτων χρόνων μετά τον θάνατον του Γέροντος τους και εις συνέχειαν οκτώ ολοκλήρων ετών, ο Γέροντας είχεν σαρκικόν πόλεμον και αυτό συνέτεινε εις το να έχουν τόσον αυστηράν νηστείαν. Ο Γέροντας έτρωγε κάθε ημέραν μετά την ενάτην ώραν εικοσιπέντε δράμια παξιμάδι, και αν καμμιά φορά είχαν χόρτα ή όσπρια βραστά και πάλιν πολύ ολίγα. Μας έλεγεν ότι συνέχειαν, επί οκτώ χρόνια, όσον ήτο ο πόλεμος, αυτός δεν εκοιμήθη εις το πλευρόν, ούτε πλάγιασε παντελώς, αλλά καθήμενος εις το σκαμνί κοιμόταν τας ώρας που είχε διορισμένας.

Μας έλεγε: «Πάντοτε εις την περίοδον αυτήν ήτο ο σαρκικός πόλεμος σφοδρός, ιδίως όμως εις το τέλος κατά το έβδομον και όγδοον έτος, τόσον ειχε επιδεινωθή, που κόντεψε να απελπισθώ. Όλα τα μέσα που γράφουν οι άγιοι Πατέρες από αγωνιστικής απόψεως τα είχα εξαντλήσει, μα ο πόλεμος δεν υποχωρούσε. Από την πολλήν νηστείαν και την αγρυπνίαν το σώμα μου έπεσε τελείως και το πάθος δεν ελαττώθηκε. Κατά καιρούς ταπεινωνόταν ολίγον αλλ’ ύστερα άρχιζε σφοδρότερον».

Είχε συνήθειαν, όταν τον ενοχλούσε κανένα πάθος να παραμερίζη μόνος του και να κτυπά τον εαυτόν του με ένα ξύλον, μέχρις ότου η οδύνη των πληγών τον απαλλάξει από τον πόλεμον. Τόσον δε πολύ είχε κτυπήσει κάποτε τον εαυτόν του, που όπως μας έλεγεν, επέρασαν εβδομάδες και ήτο πιασμένος από την μέσην και κάτω, από τον πολύν δαρμόν. «Έκλαιγα, μας έλεγε, με πόνον πολύν και παρακαλούσα την Κυρίαν μας Θεοτόκον, επέμενα όσο ημπορούσα, αλλά τίποτε. Υποχωρούσε το πάθος ολίγον και πάλιν άρχιζε. Η θέσις μου πλέον ήτο δύσκολη, γιατί άρχισε να κλονίζεται η πίστις μου και νόμιζα ότι με εγκατέλειψε ο Θεός. Όπως ήμουν έτσι καταβεβλημένος και απελπισμένος, κάθισα πάλιν εις το σκαμνί μου και έλεγα την ευχήν, γιατί αυτή ήτο η μόνη μου παρηγοριά και είχα τα μάτια μου κλειστά. Νύκτα ήτο και βρισκόμενος εις το δωμάτιόν μου -αν πρέπει να λεχθή δωμάτιον αυτό, γιατί ήτο πολύ στενό-αισθάνθηκα ότι κάποιος με ψηλαφά εις τα κάτω μέρη του σώματος και άνοιξα τα μάτια μου. Βλέπω τότε το πνεύμα της πορνείας να κάθεται μπροστά μου οφθαλμοφανώς, όπως ακριβώς το περιγράφουν οι Πατέρες, το κεφάλι του γυμνόν με μικρά όρθια κέρατα, το πρόσωπον του πελιδνόν και αρρωστημένον και τα μάτια του μικρά και στρογγυλά και το σώμα του με τρίχες και ανέδιδε τρομεράν δυσωδίαν. Από την οργήν μου που κατάλαβα τις ήτο, όρμησα επάνω του με όσην ταχύτητα ημπορούσα, και να τον κρατήσω φυσικά δεν ήτο δυνατόν, τον ψηλάφησα όμως με τε χέρια μου καθώς έφυγε από την πόρτα και μέχρι σήμερον είναι εις την μνήμην μου ακόμη η αίσθησις εκείνη της τραχύτητος, όπως που να κράτηση κανείς αγριόχοιρον, και η δυσωδία του επί οκτώ ήμερες δεν έφευγε. Από τότε , Χάριτι Θεού, έπαυσε τελείως ο πόλεμος της σαρκός και ξανά δεν με ενόχλησε παντελώς, ούτε τέτοιος λογισμός με ενόχλησε.

Πάντοτε μας τόνιζε τούτο: «Αν θέλετε να αισθανθήτε ευκρινώς βοήθειαν από την θείαν Χάριν, να έχετε υπ’ όψιν σας ότι θα κάμετε πολλήν υπομονήν. Εάν ο άνθρωπος δεν καταβάλη όσην έχει δύναμιν και δεν δείξη με την πράξιν ότι αγαπά τον Θεόν περισσότερον της ιδικής του υπολήψεως και της ζωής, φανερά την Χάριν του Θεού δεν βλέπει. Όταν ο άνθρωπος αξιωθή να φθάση εις το σημείον αυτό και να λάβη βοήθεια φανερά από την Χάριν του Θεού μέσω της υπομονής του από μεγάλους πειρασμούς, τότε αισθάνεται προκοπήν εις το πνευματικόν του στάδιον και γίνεται, τρόπον τινά, ανδρειότερος εις τον εαυτόν του και αισθάνεται ότι απέκτησε περισσοτέραν δύναμιν. Τότε γίνεται τολμηρότερος εις τους κινδύνους και από τα σκώμματα των ανθρώπων μένει ανεπηρέαστος. Το μεγαλύτερον δε, δυναμώνει εις την πίστιν, γιατί έχει ως ενέχυρον την προλαβούσα πείραν της θείας αντιλήψεως».

Άλλοτε πάλιν μας έλεγεν: «Επήγαμεν με τον πατέρα Αρσένιον να αγοράσωμεν ολίγον σιτάρι από το λιμάνι της Κερασιάς για πρώτην μας φοράν. Εύκολα δεν εχαλούσαμεν το “τυπικόν” μας εις το να φάγωμεν κάτι πριν της ενάτης ώρας, έτσι και τότε επήγαμεν νηστικοί. Επήραμεν από είκοσι πέντε οκάδες και κινήσαμεν προς επιστροφήν δεν πρόλαβαμεν όμως να φθάσωμεν ούτε εις την μέσην της αποστάσεως και δεν ημπορούσα πια. Ένα σώμα αδύνατον και καταβεβλημένον από τόσες κακουχίες, δεν ήτο εύκολον να αχθοφορή και σε τόσον ανηφορικόν δρόμον όπως είναι αυτός. Όσον προέβαινε η ώρα, άρχιζε και η ζέστη και μετά η δίψα που ενίσχυσαν την εξάντλησίν μου περισσότερον. Η εξάντλησίς μου ήτο τόση, που ούτε ξεφόρτωτος δεν ημπορούσα να περπατήσω πια. Επιχείρησα κατ’ επανάληψιν, αλλά ματαίως. Βλέποντας ότι αφ’ εαυτού μου δεν ήτο δυνατόν να συνεχίσω και ότι για τον Θεόν το κάμνω αυτό, έστρεψα όλον μου τον λογισμόν μέσα μου και έκλαψα λέγοντας “τι αδυνατεί εις τον Θεόν”; Στις δύσκολες στιγμές φαίνεται η θεία βοήθεια και έτσι λέγοντας και πιστεύοντας αισθάνθηκα μέσα μου κάτι που ανεκαινισε τας δυνάμεις μου και ολη εκείνη η προτέρα αθυμία και εξάντλησις έφυγεν. “Πάμε Αρσένιε”, λέγω και έκινήσαμεν. Από τότε μέχρι να ανεβώμεν επάνω, αισθανόμουν ότι κάποιος με σπρώχνει από πίσω και ανέβηκα έτσι φορτωμένος που δεν ημπορούσα να ανέβω αδειανός. Γι’ αυτό σας λέγω να έχετε πίστιν και υπομονήν».

Κατά την περίοδον αυτήν έκαμε πολλούς κόπους και υπέφερε πολλούς πειρασμούς, εξ όσων μας έλεγε κατά καιρούς. Όταν μας πολεμούσε η μικροψυχία και η αμέλεια μας παρακινούσε και μας έλεγε κάτι που ο ίδιος έπαθε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου