Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Ἱερομόναχος Συμεὼν Γρηγοριάτης - o ποιητής του Αγίου Όρους


Ἱερομόναχος Συμεὼν Γρηγοριάτης - o ποιητής του Αγίου Όρους

Ο Ιερομόναχος Συμεών Γρηγοριάτης (που κάποτε λεγόταν Juan de la Jara και μεγάλωνε στη Λίμα του Περού) σπούδασε κινηματογραφία στο Παρίσι, έζησε στην Αγγλία και τις Ινδίες, ταξίδεψε σ᾿ όλη την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, για να καταλήξει το 1974 στο Άγιον Όρος.
Αλλά δεν είναι σωστό να γράφεις βιογραφικά για κάποιον που έχει ντυθεί στα μαύρα - ακόμα κι αν τα μάτια του αφήνουν ακάλυπτη μια προσωπικότητα εκρηκτική. Ίσως γιατί αρκεί ν΄ ακούσεις τα λόγια του και να δεχτείς την ακριβή του αγάπη. Κι ίσως γιατί, πραγματικά, εκείνο που διαπερνάει τον σφοδρό εγωισμό μας και διαρκεί είναι ο σπόρος της προσωπικής μας αλήθειας.
Είναι λοιπόν μικρόψυχο να σκαλώνουμε στα τσαλίμια της κενοδοξίας την ώρα που συλλαβίζεται εδώ - σχεδόν παραισθητικά - η μυστηριακή ουσία της ύπαρξης και το όριο των αναζητήσεων της καρδιάς.
Τον σκεφτόμουνα έξι χρόνια τώρα, έτσι όπως λειτουργούσε στο κοιμητήριο του μοναστηριού ριγώντας ελαφρά από την αύρα της αυγής, δίπλα στις στοιβαγμένες νεκροκεφαλές, στο πρώτο φως με είχε μαγέψει η παρουσία του και η φυσική του αιδημοσύνη .
Με περίμενε τώρα στην προκυμαία αμήχανος και μόνος μέσα στους άλλους. Μιλήσαμε πολύ διαρκώς για λίγες μέρες. Όμως δεν θέλω να χαλάσω ακόμα και αυτήν την πράξη αγάπης για λίγες κομψές περιγραφές, για μια φτηνή ύστερη λάμψη. Ας υπεξαιρέσω για μια φορά τα συναισθήματα που ανήκουν σ΄όσους τ΄αγοράζουν με την σιωπή εξαγοράζοντας τα λόγια που μου ανήκουν.
- Πέρασαν τρυφερά τα πρώτα 18 σας χρόνια;
- Θα σας μιλήσω για τον εαυτό μου, μόνο για να σας μεταδώσω κάτι - όχι για τίποτ΄άλλο: από το μέρος του πατέρα μου ανήκω σε μια παλιά ισπανική οικογένεια του Νότου, αριστοκρατικής καταγωγής - ο παππούς μου ήταν στρατηγός και είχε δέκα παιδιά. Είχαν μεγάλη αρχοντιά και δεν είχαν αστική σκέψη: θεωρούσαν σημαντικότερο να υπάρχει ένας ποιητής στην οικογένεια παρά ένας γιατρός ή δικηγόρος. Δεν έδωσαν ποτέ σημασία στα χρήματα κι ήταν άνθρωποι μποέμ γλεντζέδες. Αντίθετα, ή μητέρα μου είναι κατά το ήμισυ ιρλανδικής καταγωγής - ήταν μια γυναίκα βαθύτατων αισθημάτων, μια γυναίκα με πάθος. Είμαι πρωτότοκος, με δυο αδέλφια - αγόρι και κορίτσι. Όταν γεννήθηκα ή μητέρα μου με αφιέρωσε στον Εσταυρωμένο. Ήμουν χαϊδεμένος, με αγαπούσαν... Θυμάμαι μια φορά, όταν ήμουν 6 χρονώ, καθόμουν στο σαλόνι μαζί με τη μητέρα μου η οποία κεντούσε. Ήταν ηλιοβασίλεμα - στη Λίμα έχουμε πάντα ισημερία - σήκωσε τότε το κεφάλι κι εκεί που καθόμουν σιωπηλός με κοίταξε και ψιθύρισε: «Παιδί μου, όταν εσύ θα μεγαλώσεις δεν θα μείνεις κοντά μου. Θα φύγεις πολύ μακριά - σε μια χώρα όπου υπάρχει κάτι σαν ένα νησί και που το κατοικούν άνθρωποι της μοναξιάς, που σπάνια βγαίνουν στον κόσμο». Μετά ξεχάσαμε κι οι δυο αυτές τις φράσεις - τις ξεχάσαμε για πολύ καιρό.
Πολλές φορές το μεσημέρι καθόμουν δίπλα στο κρεβάτι της όταν αυτή κοιμόταν, και ξεχνιόμουν για ώρες κοιτώντας την αντανάκλαση του φωτός σ΄ ένα πρίσμα από κρύσταλλο πού στριφογύριζα στα χέρια.
- Χαράξατε από νωρίς το δρόμο της αναζήτησης.
- Μου το μετέδωσαν και λίγο από το σπίτι: πάντα μου έδειχναν τα πράγματα και μου έλεγαν: «Διάλεξε». Στα 11 χρόνια όμως κοινώνησα, κι άρχισα να προσεύχομαι πολύ. Κλειδωνόμουν στο δωμάτιο μου, καμιά φορά και στην τουαλέτα, ή πήγαινα τη χαραυγή πριν το σχολείο στην εκκλησία και προσευχόμουν.


-Για ποιο πράγμα μπορεί να προσεύχεται με τέτοια ένταση ένα παιδί 11 χρονών;
- Έλεγα και ξανάλεγα το Πάτερ ημών... Παρασυρμένος απ΄ τη μυστικιστική μου τάση, ζήτησα να πάω σε γυμνάσιο με δασκάλους κληρικούς. Εκεί έχασα την πίστη μου στον καθολικισμό - έτσι όπως εξηντλείτο στην επιστημονική τεκμηρίωση της ύπαρξης του Θεού. Ήταν τόσο μίζερο, χωρίς καμιάν αίσθηση μυστηρίου. Αντέδρασα τόσο σφοδρά στον χριστιανισμό, έτσι όπως μου φαινόταν συμβιβασμένος με την κοινωνία. Διάβασα τότε πολλήν ανατολική φιλοσοφία, για να έχω εμπειρία του Θεού σ αυτήν τη ζωή. Διάβασα για τον ταοισμό, τον βουδισμό, τον ινδουισμό. Ταυτόχρονα διάβασα στα 17 μου ένα βιβλίο πού με χτύπησε σαν κεραυνός: ήταν η Νάντια του Μπρετόν. Ταυτίστηκα με τον Μπρετόν, πού ζητούσε το θαύμα, το «μερβεγιέ» ταυτόχρονα ήλεγχε την κλειστή κοινωνία αυτή που κι εγώ δεν μπορούσα να δεχτώ, έτσι όπως στο όνομα της επιστήμης υπερύψωνε μόνο τα φαινόμενα και τη λογική. Με γέμισε λοιπόν μια αύρα ελευθερίας κι αγάπησα πολύ τους σουρεαλιστές. Επηρεάστηκα πολύ κι απ΄τον Ρεμπώ -ζητούσε όπως κι οι άλλοι τον Χαμένο Παράδεισο.
Κοιτάξτε: αυτοί οι άνθρωποι αγαπούσαν πολύ. Δεν γνώρισαν την ορθοδοξία. Υπερύψωσαν τα αισθητά, τα δημιουργήματα, που περιφρονεί ο καθολικισμός ή ο προτεσταντισμός. Έβλεπαν τα αισθητά όχι μόνο σαν αντικείμενα ηδονής αλλά σαν όργανα μυσταγωγίας.
- Μόνο τα ρούχα σας χαρίσατε;
- Δεν είχα πλέον τίποτε άλλο: ήμουν ο πρώτος στο Περού που άφησε μακριά μαλλιά και φόρεσε κόκκινα βελουδένια παντελόνια.
- Χίπικο image!
-  Όχι, δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου χίπι -δεν είμαι Βορειοαμερικάνος. Απλώς ήθελα να προκαλέσω την κοινωνία του Περού. Τότε πίστευα πολύ στο σκάνδαλο. Τώρα, όπως είπε ο Μπρετόν, αντιλαμβάνομαι πώς οι αστοί δεν σκανδαλίζονται με τίποτα.
- Το είχατε λοιπόν καταφέρει;
- Βέβαια! Δεν τολμούσα να βγω επειδή μου πετούσαν πέτρες στους δρόμους. Έβγαινα και μιλούσα στους χωροφύλακες για την ομορφιά των βράχων απέναντι, τους έδινα λουλούδια και τους ρωτούσα αν τους αρέσει το παντελόνι μου ή το περιδέραιό μου. Ήταν σκανδαλώδες να έχω μακριά μαλλιά σ΄ αυτήν την επαρχία που οι άνδρες έχουν έντονο machismo.
- Και η καλογερική είναι μέρος του σκανδάλου σας;
Μα ναι! Οι άνθρωποι λένε «μα αυτός τρελάθηκε, έγινε καλόγερος». Είναι το πιο τιποτένιο και περιθωριακό να γίνεις σήμερα καλόγερος... Αλλά όχι: έγινα καλόγερος ζητώντας το απόλυτο - ζητώντας την υπέρβαση του εαυτού μου, αυτό το παραμυθητικό φως, το λάλον ύδωρ... Έδωσα λοιπόν τα ρούχα μου και τα βιβλία μου -κράτησα μόνο τρία - κι έφυγα στις Ινδίες.
- Ποια βιβλία κρατήσατε;
- Την Αγία Γραφή, τη Νάντια του Μπρετόν και τα ποιήματα ενός γιόγκι που λεγότανε Paramahansa Yosananda... Στις Ινδίες όμως απογοητεύθηκα συζητώντας, ζώντας σ΄ αυτήν την απρόσωπη ανωνυμία μάλιστα αρρώστησα και δεν μπορούσα να υπομείνω την τόση φτώχεια πού υπήρχε εκεί. Πήγα με το Όριαν Εξπρές στην Πύλη - κι εκεί για πρώτη φορά ένιωσα ότι ο χρόνος περνούσε διαφορετικά, ένιωσα μια πρόγευση αιωνιότητας. Με τρένο πήγα μετά στα σύνορα της Περσίας, σε άθλια κουπέ με στοιβαγμένα 16 άτομα μαζί. Μου άρεσε πολύ το Αφγανιστάν - είχε ανθρώπους με μεγάλη ευγένεια. Στα σύνορα της χώρας φιλοξενήθηκα σ΄ έναν ινδουιστικό ναό πάνω σε μια ψάθα σ΄ ένα τεράστιο δωμάτιο. Τη νύχτα απέναντι μου είχαν ξαπλώσει 3-4 παιδιά που τη μέρα έψελναν στο ναό. Κρυφογελούσαν κοιτάζοντας τα μακριά μαλλιά μου - χαριτωμένα όμως. Ένα από αυτά σηκώθηκε να βγάλει το τιρμπάν του για να κοιμηθεί, κι άφησε να πέσουν ως τους αστραγάλους του τα ωραιότατα κατάμαυρα μαλλιά του, πού γυάλιζαν μες στο σκοτάδι από το λάδι πού τα είχε αλείψει. Με κοίταξε ανταγωνιστικά χαμογελώντας και τότε κατάλαβα.
- Θα ήταν όμορφος!
- Ναι, βέβαια. Χαριτωμένο τον βρήκα εγώ. Είχε μια αθωότητα πάνω του. Πολύ χάρις, πολύ ομορφιά...
- Κυκλοφορεί η φήμη ότι είχατε γίνει βουδιστής.
- Α! όχι. Πολλά λέγονται για μένα, αλλά δεν είναι έτσι.

- Έχετε γίνει, ξέρετε, μέλος της νεοελληνικής μυθολογίας!
- Είναι ωραίο που ο λαός διατηρεί έντονη τη μυθική του σκέψη. Είναι ωραίο ένας λαός να ζητάει διαρκώς την παραμυθία, κι αυτό δεν έχει να κάνει με τα αντικείμενα του μύθου... Μετά γύρισα στο Παρίσι, οπού ήταν ένα όνειρο για μένα - φύση καλλιτεχνική όπως ήμουν.
- Ήταν λοιπόν καιρός να γίνετε επιτέλους κινηματογραφιστής.
- Δεν τα κατάφερα ποτέ. Δεν ήμουν πρακτικός για να λαβαίνω επιχορηγήσεις, μπερδευόμουν και με τις μηχανές δεν τα πήγαινα καλά - δεν είμαι πρακτικός άνθρωπος. Έχω κάνει όμως μερικά φιλμάκια, κι ένα μεγαλύτερο. 15 λεπτών.
- Με ποια πλοκή;
- Μάλλον χαζή, όμως τότε μας άρεσε: η ιστορία μιας αστής γυναίκας πού ζούσε μια ζωή μπανάλ, χωρίς νόημα - ως τη μέρα πού έξω απ΄το σπίτι της συναντάει ένα παιδάκι πού παίζει στην ακροθαλασσιά με κογχύλια και βότσαλα. Αυτή αφήνεται να μεθύσει από την ομορφιά των πραγμάτων και χαμογελάει ανακαλύπτοντας το μυστήριο τους.
- Μα δεν είναι χαζό αυτό; άλλωστε παθαίνω κι εγώ τώρα μαζί σας.
- Α, ναι;. ...Ήμουν τότε πολύ άδειος- έτοιμος να γυρίσω στο Περού. Ένα γράμμα της μητέρας μου άλλαξε πάλι τις αποφάσεις μου: «Ξέρεις, παιδί μου πόσο σου ζητώ να γυρίσεις», μου έγραφε, «όμως, αν γυρίσεις τώρα εδώ, θα γίνεις διπλά δυστυχισμένος».
Έμεινα λοιπόν στο Παρίσι, και μια μέρα συνάντησα σ΄ ένα εστιατόριο έναν ορθόδοξο μοναχό που επρόκειτο ν΄ αλλάξει ολόκληρη τη ζωή μου. «Η ορθοδοξία ανακεφαλαιώνεται σ΄ αυτά τα λόγια», μου είπε. «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνει ό άνθρωπος θεός κατά χάριν και μετοχήν. Και αυτό σημαίνει ότι έτσι όπως όταν βάλεις ένα σίδερο στη φωτιά το σίδερο γίνεται φωτιά δια της συμμετοχής στο πυρ, έτσι κι όταν ο άνθρωπος μετέχει του θείου πυρός γίνεται κι αυτός και πυρ και φως και θεός κατά χάριν». Αυτός μου είπε τότε ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια χερσόνησος όπου οι μοναχοί επαναλαμβάνουν το όνομα του Ιησού ώσπου να γραφτεί στις καρδιές τους. Τον ρώτησα τότε αν υπάρχουν ποιητές στην ορθοδοξία και μου απάντησε ότι υπάρχουν πολλοί, κι ένας απ΄ αυτούς είναι ο Άγιος Συμεών, ό νέος θεολόγος, που έγραψε ύμνους έρωτος για τον Θεό.
Όμως η πρώτη μου επαφή με την ορθοδοξία έγινε μιαν αυγή στη Λίμα όπου με τον αγαπημένο μου ξάδερφο Φερνάντο περπατούσαμε στούς άδειους δρόμους μετά από μια νύχτα αγρυπνίας όπου φτιάχναμε ένα κολάζ. Αυτήν την ώρα πέφτει μια δροσούλα στη Λίμα. Η γη μυρίζει λιγάκι, κι εκείνη την ώρα ξεφουρνίζουν τ΄ αρτοπωλεία και μυρίζει ψωμί η ατμόσφαιρα. Μια τέτοια ώρα περάσαμε από την ορθόδοξη εκκλησία κι ο Φερνάντο μου πρότεινε να μπούμε: «Είναι ωραία εκεί μέσα: έχουν σταφύλια, κρασί, άρτους». Εγώ φαντάστηκα κάτι σαν αρχαιοελληνικό συμπόσιο και φυσικά δέχτηκα (γέλια). Ήταν ανοικτή, αλλά άδεια - λίγο πριν ξημερώσει. Μ΄ εντυπωσίασε βαθιά η σιγή που βασίλευε εκεί, οι εικόνες στους τοίχους και τ΄ αναμμένα καντήλια. Και δεξιά μου ένα τραπεζάκι γεμάτο αρτίδια - τα πρόσφορα που συνηθίζουν να κάνουν οι Ρώσοι μου φάνηκαν τόσο
κομψά, και νομίζω για πρώτη φορά απ’τή ζωή μου έκλεψα κάτι. Λίγο μετά το άφησα πάνω στο πήλινο χέρι του Δημιουργού που είχε φτιάξει ό Φερνάντο στο στούντιο του, και λίγο αργότερα μ΄ «έκλεψε» με τον ίδιο τρόπο ή ορθοδοξία, όπως συνηθίζει.
- Παρ΄ όλο που έκλεβα παιδί κι εγώ πολλά αντίδωρα, δεν έπαθα τέτοιο πράγμα!
- Εγώ πιστεύω ότι θα το πάθεις.
- Α, μην το λέτε - αυτήν τη στιγμή δεν θα μου ήταν ευχάριστο.
- Το καταλαβαίνω, αλλά και πιστεύω ότι σιγά σιγά θα ΄ρθεις κοντά στην εκκλησία γιατί - όπως βλέπω - είσαι ένα παιδί από την ευγενική Ζάκυνθο. Κι αν σήμερα παρασύρεσαι απ΄ αυτά που σου γυαλίζουν, θα ΄ρθει μια μέρα που θα σωφρονιστείς.
- Μ΄ αρέσει ή μοναχική ζωή, δεν μ΄ αρέσει όμως όταν κλείνεται σε δόγματα.
- Επειδή δεν έχεις εσωτερικεύσει το δόγμα ώστε να καταλάβεις πόσο ζωτικό είναι. Δεν είναι καταπιεστικό αλλά μια αυθόρμητη κίνηση σαν την ανάσα. Άλλωστε ερήμην αυτών όλοι οι Έλληνες είναι ορθόδοξοι. Δεν λέω ότι θα γίνεις μοναχός, αλλά ότι θα νιώσεις την ανάγκη βαθιάς παραμυθίας που αναζητάς μάταια στον αισθησιασμό.
- Δυστυχώς, ούτε σ΄αυτόν την ψάχνω πια. Όμως ας μην περιφρονούμε τον ερωτά των σωμάτων - είναι ένα μέρος της ζωής μόνο που χρειάζεται κι αυτός μια τέχνη που φαίνεται πώς έχουμε ξεχάσει.
- Οι άνθρωποι δεν ξέρουν πια πώς ν΄ αγαπάνε. Ένας πατέρας της εκκλησίας λέει: «Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις». Σήμερα οι άνθρωποι θέλουν να κάνουν ό,τι θέλουν αλλά προπαντός να μην αγαπάνε. Γιατί; Διότι φοβούνται. Δεν θέλουν να δεσμευτούν. Θέλουν να καταναλώνουν μόνο και να συμπεριφέρονται μέσω των καταναλωτικών τους προσωπείων. Και ξέρεις πόσο υποφέρουν; Δεν ξέρουν πώς να πλύνουν το πρόσωπο τους γιατί δεν έχουν πια.
- Η ίδια αιτία όμως γεννάει τόσο την αδυναμία μας ν΄ αγαπάμε όσο και την ανάγκη μας να κλεινόμαστε σε μοναστήρια.
- Ε, βέβαια. Αλλά μη νομίζετε ότι ζει κανείς περισσότερο τη ζωή από ένα μοναχό.
- Αν ήξερα ν΄ αγαπώ, θα δινόμουν απερίσπαστα στη ζωή - δεν θα΄χα λόγο να μονάσω.
- Μα οι μοναχοί είναι κατεξοχήν ερωτικά όντα.
- Το διάβασα στα βιβλία σας, άλλα δεν το πιστεύω.
- Θέλετε να σας το αποδείξω; Το αντικείμενο του αμέσου έρωτος είναι συνήθως περιορισμένο όταν δεν σε ανάγει στον άκρως εφετό (ποθεινόν) που είναι, νομίζω, για όλους ο Δημιουργός μας -τελειώνει εκεί το πράγμα...
- Είναι θέμα και προσωπικών ορίων. Εγώ ένιωσα αληθινά πληρωμένος μ΄έναν δυο ανθρώπινους έρωτες. Ο έρωτας όταν πραγματικά αγαπάς είναι ωραίος αλλά και σπάνιος. Όμως αυτό που κάνει ό μοναχός είναι κάτι πολύ πιο ριζοσπαστικό... δεν θέλω να το συγκρίνω.

- Να το συγκρίνετε: άνθρωποι είναι οι φορείς και των δυο ερώτων. Έχουν όμως άλλη ποιότητα. Ο ερωτευμένος ξέρετε ότι δεν βλέπει - είναι τυφλός, δεν βλέπει τον άλλον παρά μόνον όταν πάψει να τον αγαπά, όταν απομακρυνθεί απ΄ αυτόν.
- Γι΄ αυτό κι ο Θεός υπάρχει μόνο όταν μεθάμε από τον ερωτά του, κι όταν τον σκεπτόμαστε ήρεμα διαλύεται;
- Βέβαια. Αλλά ο ορθολογισμός πρέπει να είναι συνυπηρέτης αυτής της μέθης, γι΄ αυτό κι ό έρωτας του Θεού είναι μια νηφάλιος μέθη.
- Δεν μπορούμε να μεθύσουμε νηφάλια με κάποιον άλλον άνθρωπο;
- Ναι, όταν τον βλέπουμε εκ σαρκικής αποστάσεως, όταν δεν χρειάζεται να συνουσιασθούμε μαζί του γιατί το έχουμε ήδη κάνει. Αλλά τον πήραμε λίγο ψηλά τον αμανέ.
- Το Αγιον Όρος όμως είναι ένας τόπος - αφού - ανακαλύψατε τον τρόπο γιατί εγκαταλείψατε το Περού:
- Να σας πω: η αναζήτηση μου πέρασε από την τέχνη, αλλά ποτέ δεν πίστεψα στην πολιτιστική της αξία. Αναζητούσα το θαύμα, την ομορφιά που μοιάζει με βόμβα· το απόλυτο πού δεν μπορείς να το βάλεις στο τσεπάκι. Πίστευα πως η ζωή μου έπρεπε να είναι ένα ποίημα. Πέρασα απ΄ τη μοντέρνα τέχνη αναζητώντας αυτό που βρήκα στην ορθοδοξία: να σπάσω με το θαύμα τα δεσμά του Θανάτου.
- Είστε βέβαιος, πατέρα Συμεών, ότι δεν υπάρχει επόμενο βήμα ;
- Ζητώ, και τώρα που μιλάω μαζί σας, τον Θεό. Αναζητώ τώρα τον αληθινό Ευστάθιο, κι αυτή η υπόθεση κοινωνίας είναι ο Θεός. Κάθε αρχή είναι τέλος και κάθε τέλος αρχή - δεν μπορώ να βάλω τον Θεό στο τσεπάκι. Εγώ προσπαθούσα να είμαι μηδενιστής, όμως το μηδέν είναι απελπιστικό κι αν θέλεις να ΄σαι συνεπής τινάζεις τα μυαλά σου στον αέρα. Γι΄ αυτό πολλοί συμβιβάζονται με κάποιες ψεύτικες αξίες. Οι πατέρες της εκκλησίας ωστόσο είναι οι όντως μηδενιστές γιατί δεν πιστεύουν σε καμιά αξία της εκκλησίας, και στον θάνατο που είναι η νέκρωση ανακαλύπτουν τη μονάδα που είναι Τριάς: τον αναστημένο Χριστό που νίκησε τον θάνατο. Τότε το μηδέν είναι ζωογόνο κλείνοντας την απαστράπτουσα μονάδα... Τι ερώτηση μου είχατε κάνει;
- Υπάρχουν στιγμές αμφιβολίας σ΄ αυτή την ακραία μας επιλογή;
- Υπάρχουν στιγμές που αμφιβάλλω για τον εαυτό μου – κατά πόσο δεν χαϊδεύομαι. Κάθε μέρα που κατεβαίνω στην εκκλησία αναπνέω, βλέπω τη ζωή μου σ΄ ένα κέντρο. Κάθομαι και τραβάω λίγο κομποσκοινάκι κι η καρδιά μου γεμίζει γαλήνη και παίρνω δύναμη να ζήσω – αλλιώς θα είχα χαθεί, δεν ξέρω, ίσως θα είχα αυτοκτονήσει. Εκεί βρίσκω μεγάλη ανακούφιση, γιατί εγώ – θα σου το πω – πάσχω κι από κάτι: Βαριέμαι που ζω, αλλά με την προσευχή παίρνω δύναμη.
- Μήπως γλυκαίνουμε τον εαυτό μας με τα τυπικά;
- Θέλετε να πείτε μήπως την κάνουμε λαχείο με τον εαυτό μας;
- Ε, ναι.
- Υπάρχει ο κίνδυνος της πλάνης. Υποπτεύομαι συχνά τον εαυτό μου και δεν είμαι βέβαιος. Όχι, δεν ξέρω - σαν το παιδί αφήνομαι κι ελπίζω. Διακρίνω όμως κάποτε μια ράθυμη παράδοση των μοναχών στο πολύ λιβάνι.
- Η μέθη σας, πατέρα Συμεών, είναι νηφάλια αλλά, συχνά, και υπνηλή.
- Αυτήν τη στιγμή που σας μιλάω δεν νυστάζω. Δεν μ΄ ενδιαφέρει η συνέντευξη. Το ότι προσπαθούμε να μιλήσουμε αληθινά δίνει αξία στη ζωή μας - αλλιώς θα είμαστε δυο κομμάτια κρέας. Θέλω να σε αισθανθώ - αυτό το πράγμα δεν είναι αγώνας για την αλήθεια;
- Μπορώ να δοκιμάσω την πίστη σας για την Ορθοδοξία:
- Όχι, δεν μπορείτε!
Αυτό ακριβώς θεωρώ εφησυχασμό: την πίστη που δεν γεννιέται κάθε μέρα καινούργια. Η ορθοδοξία δεν είναι προς κλονισμόν ούτε προς εφησυχασμόν γιατί είναι μυστήριον. Θα ήτανε μια τρομερή κακογουστιά να αποδείξω την ύπαρξη του Θεού - δεν μ΄ ενδιαφέρει.
Γιατί αν ο Θεός είναι αντιληπτός δια των πεπερασμένων μου αισθήσεων είναι κάτι πού με αφήνει αδιάφορο. Εγώ θέλω να μην υπάρχω αλλά να ύπερ-υπάρχω.
- Αλλά και η εξομολόγηση πρέπει να είναι δοκιμασία για έναν μοναχό.
- Απαιτεί τεράστια αποθέματα αρετής, γιατί ο πιστός πλησιάζει το Θεό κι εσύ πρέπει να ΄σαι διάφανος ώστε να μπορεί μέσα από σένα να τον διακρίνει. Εκεί τελειώνουν τα ψέματα και χρειάζεται γι αυτά μια τρομερή αυταπάρνηση.
- Είστε κι εσείς εξομολόγος, έτσι:
- Ναι, μ΄ έκαναν.
- Η αυταπάρνηση όμως δεν γεννιέται από την υπακοή.
- Όχι! Η αυταπάρνηση γεννιέται απ΄ την αγάπη.
- Θα πρέπει να υπάρχει κι ένα μίνιμουμ κοινών αμαρτιών για να υπάρχει κατανόηση.
- Όχι πάντοτε. Για να καταπολεμήσεις τον καρκίνο δεν είναι ανάγκη να είσαι καρκινοπαθής. Εκείνο που χρειάζεται να ξέρεις είναι η αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως, να βράσεις στο ζουμί σου κι εσύ για οποιαδήποτε αιτία...Εμένα όλες οι διαστροφές μου έρχονται στο νου και αισθάνομαι τόσο βρώμικος. Ντρέπομαι που ζω μαζί μ΄ αυτά τα άγια παιδιά. Στη μοναξιά βλέπεις αναγκαστικά τον εαυτό σου και λες «μα τέτοιος είμαι εγώ;». Ε, τέτοιος είσαι. Τότε δεν μπορείς παρά να συμπονέσεις τον άλλον.
- Πώς αμύνεστε;
- Πολλές φορές αποδέχομαι τη βρωμιά μου, κι αυτό μ΄ απομακρύνει απ΄ το Θεό, μου πληγώνει την καρδιά. Αλλοτε πάλι μέ μια δύναμη που δεν ξέρω από που έρχεται (γιατί εγώ τείνω σε αυτά) μπορώ και τις διώχνω και γλιτώνω για λίγο. Το παν είναι να μην υπερηφανεύεται κανείς - να μην έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
- Έχετε γράψει ότι θεωρείτε τον εαυτό σας κατεξοχήν ερωτικό όν.
- Ο μοναχός που βάζει φραγμό στον άμεσο έρωτα γίνεται 100% ερωτικός.
- Δεν νοσταλγείτε ποτέ έρωτες κοσμικούς:
- Nαί. Αλλά καμιά φορά, μου φαίνεται, το κάνω από μιαν ανάγκη να εξευτελίσω τον εαυτό μου, να πέσω πάνω στον εμετό μου - περιέργως ίσως. Βλέπεις, πρέπει να παλέψουμε και με τις μνήμες: με όσα ακούσαμε και με όσα πράξαμε. Είναι ένας αγώνας όταν πέφτω στην έλξη των φαινομένων να προσεύχομαι για να φέρω πάλι λίγη πραότητα στην αγριεμένη μου ψυχή.
- Μιλήστε μου, παρακαλώ, για τα πράγματα - τα ασήμαντα και σημαντικά - που σας αρέσουν.
- Βαδίζοντας από Δυσμάς προς Ανατολάς χαιρετώ το ιλαρό φως κουβαλώντας μνήμες και αρέσκειες. Ω! Μέσα στα πράγματα που μου αρέσουν είναι το χαβιάρι, ο καπνιστός σολομός, ένα περουβιάνικο φαγητό πού το λένε σεβίτσε ( ψιλοκομμένο ψάρι μαγειρευμένο χωρίς φωτιά με λεμόνι κι αλάτι), τα ποτά- το μπας αρμανιάκ (ένα είδος κονιάκ) μου αρέσουν τα μάνγκος, οι φράουλες, το παγωτό, τα στρείδια, όλα γενικώς τα θαλασσινά, εκτός από τα καλαμάρια.
  Μου αρέσουν οι άνθρωποι που με κάνουν να ονειροπολώ, οι γυναίκες που μοιάζουν με νεράιδες κι είναι πάρα πολύ όμορφες - όχι όμως για να τις καταναλώνω, αλλά έτσι, προς παραμυθίαν. Μου αρέσουν βιβλία, η ζωγραφική. Δεν μου αρέσουν οι στρυφνοί και μίζεροι άνθρωποι. Μ΄ αρέσει πολύ η γενναιοδωρία κι η αρχοντιά, η αθωότητα επίσης. Αντιλαμβάνομαι το Θεό σαν το καλό χαβιάρι, προς βρώσιν. Δεν μ΄ αρέσουν τα νομικά κείμενα κι οι πρακτικές δουλειές. Δεν μου αρέσουν ο συμβιβασμός και το χιόνι - συμφωνώ πώς είναι «η λέπρα της γης». Μ΄ αρέσει η θάλασσα, ο ήλιος, οί ζεστές χώρες, το καλό άσπρο κρασί, η σαμπάνια κι οι σοκολάτες πλην της άσπρης. Μ΄ αρέσουν τα κογχύλια, ο ξάδελφός μου ο Φερνάντο και τα μικρά κουτάκια. Μου αρέσει ακόμα ο Μπάστερ Κίτον, ο Κόναν Ντόιλ, η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού, ο Τζέιμς Μπόντ, η μυρωδιά του νεφτιού, τα ωραία χαρτιά, οι εκδόσεις Ἄγρα, ο ζωγράφος Θεόφιλος, οι ραπιδογράφοι, το δημιουργικό γράψιμο (το άλλο τo βαριέμαι), ο Ανδαλουσιάνικος Σκύλος, η Θεία Κοινωνία, τα ελληνικά παραμύθια, υπεραγαπώ την Ελλάδα και τους Έλληνες (με όλα τα χάλια τους). Δεν μου αρέσουν τα υπουργεία, το τσιγάρο, οι φυλακές. Απεχθάνομαι τον καθολικισμό και τον προτεσταντισμό. Μ΄ αρέσει η προσευχή, αυτό το κέντημα του χρόνου που καταφέρνει ώστε ό χρόνος που γεννάει το θάνατό μας να παύει να είναι ο εχθρός και να πλημμυρίζει την καρδιά μας η αγάπη για να μη στεγνώσουμε... Αχ, πρέπει ν΄ αγαπάμε, να ποτίσουμε τις πέτρες κεντώντας το χρόνο, να μεταβάλουμε τα πάθη μας σαν ακροβάτες της πίστεως. Να αρνηθούμε τα συναισθήματα μας μέσα στο θείο πύρ. Γι΄ αυτό κόβει τα μαλλιά του ο μοναχός στην κουρά - κόβει δηλαδή τα συναισθήματα κι είναι η φλόγα που αναγκάζει τις γυναίκες να τυλίγουν τα μαλλιά τους σε μαντίλι όταν πηγαίνουν στην εκκλησία - από σέβας να μην εκδηλώνουν τα συναισθήματα τους.
- Μα γιατί είναι τα μαλλιά μας συναισθήματα κι όχι τα γένια μας;
- Μιλώ εντελώς διαισθητικά - νομίζω τα ωραία μαλλιά δηλώνουν έναν έντονο συναισθηματικό κόσμο.
- Και μένα πού μού πέφτουν τα μαλλιά;
- Συμβαίνει ίσως επειδή είστε πληγωμένος.
- Τότε εσείς θα πρέπει να΄στε αλώβητος με τόσα μαλλιά, πατέρα Συμεών! Αχ, νομίζω ότι δεν λέμε τα πράγματα με τ΄ όνομά τους.
- Εγώ σας μιλάω πολύ καθαρά, νομίζω - δεν σας έχω κρύψει τίποτα, σε σημείο πού αρχίζω να ανησυχώ (γέλια).
- Γίνεστε διάσημος - αυτά ζητάτε;
- Εκείνο πού ζητώ αληθινά είναι να κάθομαι στην ησυχία για πολύ καιρό και να χάνομαι, να ξεχνιέμαι. Σ΄ ένα μέρος με πράσινο, να βρώ λίγο τον εαυτό μου, στο δάσος ίσως - να γράφω, να ζωγραφίζω. Έχω κουραστεί από τις επαφές και τ΄ αναγκαστικά μου ταξίδια.
- Πόσο μοναχός μπορεί να είναι κανείς όταν τον επισκέπτονται τόσοι και ταξιδεύει σε όλα τα μέρη του κόσμου;
- Κοιτάξτε: άπαξ και έχεις υπακοή είσαι μοναχός. Το πάν είναι πού έχεις την καρδιά σου. Μπορείς να ζεις σε όλες τις πρωτεύουσες του κόσμου κι ο νους σου νά ΄ναι στην αγάπη.
- Με τον αναχωρητισμό γλιτώνουμε κι απ΄ οποιονδήποτε κοινωνικό αγώνα.
- Το Βυζάντιο όμως οι μοναχοί ήταν εκείνοι που το διατήρησαν.
- Σήμερα τι διατηρούν οι μοναχοί;
- Τον ίδιο τον άνθρωπο!
- Την ώρα που άλλοι είναι στα οδοφράγματα ο μοναχός νοιάζεται μονάχα για τη σωτηρία της ψυχής του;
- Αλίμονο αν κοιτάει μόνο τη δική του σωτηρία, και δεν ξέρει ότι περνάει μέσα απ΄ τη σωτηρία των άλλων. Αλλά ο σκοπός του καλόγερου δεν είναι να πιάνει τα όπλα – βοηθάει με άλλον τρόπο, γιατί νομίζω ότι η αληθινή επανάσταση ξεκινάει απ΄ τον εαυτό μας.
- Αλλά τι ζητάμε με την επανάσταση; Μια αλλαγή οικονομικών καθεστώτων;
- Όχι εκείνο που ζητάμε είναι να διασώσουμε τον άνθρωπο. Ο μοναχός μαρτυρεί για τον αληθινό άνθρωπο, διότι αυτός αγωνίζεται ν΄ απελευθερώνεται απ΄ τα πάθη του δια της αγάπης.


- Η Ιστορία όμως διδάσκει ότι καμιά δικτατορία δεν έπεσε δια της αγάπης.
- Δια της αγάπης πέφτει η δικτατορία των παθών. Δες τις χώρες που έχουν γίνει οι επαναστάσεις: ποια πέτυχε; Καμιά!
- Δεν υπάρχει λοιπόν διαφορά ανάμεσα στις πολιτικές εξουσίες;
- Υπάρχει, κι ο καθένας ανάλογα με τη συνείδησή του πρέπει να παίρνει θέση. Όμως ό μοναχός δεν ψάχνει την εξωτερική αλλαγή. Δες το κενό που υπάρχει στις «ευημερούσες» μεταβιομηχανικές κοινωνίες. Όλοι μιλούν για την πολιτική αλλά χάνουν τον στόχο τους.
- Πέστε μου, αλήθεια, πατέρα Συμεών: κάποια νύχτα πού έπρεπε να ξυπνήσετε για τον όρθρο, κάποιο απόγευμα - όπως τώρα - μετά τον εσπερινό, κλείσατε την πόρτα του κελιού σας κουρασμένος, νιώθοντας πώς όλος αυτός ο αγώνας ίσως είναι και λίγο μάταιος:
- Πολλές φορές έχω κλείσει την πόρτα μου νιώθοντας εντελώς απογοητευμένος από όλα. Από όλα. Ακόμα κι απ΄ τον αγώνα μου - αλλά την πίστη μου δεν την έχω χάσει. Απλούστατα έχω πέσει σε μια ραθυμία, μια - πώς να το πω; - μια μελαγχολία πολλές φορές μελαγχολώ και βαριέμαι που ζω. Ας μπορούσες να καταλάβεις: όλοι μας τρέχουμε να φύγουμε απ΄ τον εαυτό μας· δεν θέλουμε να τον συναντήσουμε. Αν όμως τον δεχτούμε και υποφέρουμε το κενό που μας μεταγγίζει, θα δεχτούμε τα γόνιμα δώρα της υπομονής. Όμως πολλές φορές εγώ τα χάνω όταν διαπιστώνω αυτό το κενό μου και λιμνάζω οδυνηρά - κυρίως όταν δεν έχω να κοροϊδεύομαι με επισκέπτες ή κοσμική ζωή βλέποντας τον εαυτό μου γυμνό. Ζητάω τότε να δροσιστούνε λίγο τα χέρια μου και προσεύχομαι.
- Τι άλλο είναι αυτό που σας βγάζει από την αρπαγή της μελαγχολίας;
- Δεν ξέρω. Δεν ξέρω να σας πω αν είναι η προσευχή. Μερικές φορές είναι - όχι πάντοτε όμως. Άλλες φορές είναι η ίδια η ροή των πραγμάτων που με τραβάει από αυτήν τη στενοχώρια της απραξίας... Γι΄ αυτό, παλιά, τη μέρα της κουράς του καλόγερου ο ηγούμενος απηύθυνε μόνον δυο λέξεις: «Καλή υπομονή». Υπομονή μέσα στη μοναξιά. Με τη μοναξιά κανείς βυθίζεται μέσα στα ύδατα της ψυχής, στον ύδατόστρωτο τάφο της κι όλες οι φωτεινές εμπειρίες, όλες οι αντανακλάσεις του νοητού ηλίου στη θάλασσα της ψυχής αστράφτουν πάνω σε Βρώσιμους Ιχθείς, πάνω στο σώμα του Χριστού. Το έχω γράψει και σ΄ένα κείμενο μου - το έχετε προσέξει; «Η αλήθεια εν τω βυθώ». Είναι η αλήθεια που βρίσκεις στα μάτια των αγίων και των απλών γυναικών, είναι η φλόγα που περνάει μέσα απ΄τα χρόνια, δίνοντας στα μάτια των ανθρώπων μιαν όψη αλλοτινή.
- Και μίαν όψη θλιμμένη.
- Μη λυπάστε γι΄ αυτήν τη θλίψη είναι γιατί τα πάθη δεν χάνονται αλλά μόνον αλλάζουν με τη δύναμη της αγάπης, κρατώντας για πάντα τις μνήμες της πτώσης των.
- Δεν λυπάμαι, πατέρα Συμεών - φοβάμαι όμως.
- Όπως φοβάται ο ακροβάτης που βγαίνει χωρίς πίστη στη σκηνή. Όπως φοβάται όποιος δεν δαπανιέται για τους άλλους. Όμως μη φοβάσαι: πέσε στο κενό για να υπάρχει λόγος να σε κρατήσει στην αγκαλιά του ο Θεός.

ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ (Περιοδικό Το Τέταρτο, 1986)


Ιερομόναχος Συμεών

Κυριακή 20 Ιουλίου 1997, 

«Παιδί μου, όταν μεγαλώσεις δεν θα μείνεις κοντά μου. Θα φύγεις πολύ μακριά, σε μια χώρα όπου υπάρχει κάτι σαν ένα νησί, το οποίο κατοικούν άνθρωποι της μοναξιάς, που συνέχεια προσεύχονται και σπάνια βγαίνουν στον κόσμο». Tο παιδί έγειρε το κεφάλι στα γόνατα της μητέρας του ακούγοντάς την, καθώς ο ήλιος έδυε στη Λίμα του Περού.

Mεγαλώνοντας, η φιλομάθεια, η αναζήτηση και μια εσωτερική δύναμη σαν τον άνεμο ώθησαν τον ιερομόναχο Συμεών να ταξιδέψει σ᾿ όλο τον κόσμο. Στο Παρίσι ένας ορθόδοξος μοναχός του είπε: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος Θεός κατά χάριν και μετοχήν· όπως το σίδερο που πυρώνεται γίνεται φωτιά». Eτσι, ο επόμενος σταθμός ήταν το Aγιον Ορος, που τον «κέρδισε», ρίζωσε και το αγάπησε· όπως και την ποίηση, την ελληνική γλώσσα και την Eλλάδα. 

Mέσα στη ζέστη του Iουλίου, ελαφριά αύρα με δρόσιζε καθώς περπατούσα προς το Kελί του Tιμίου Σταυρού, όπου στην ησυχία του κατοικεί. Διέσχισα την αυλή περπατώντας από πέτρα σε πέτρα, όπως αργότερα ο παπα-Συμεών, ευγενικός και βαθυστόχαστος, μοίρασε, με θαυμαστά ελληνικά, τη σκέψη του από απάντηση σε απάντηση, έπειτα από δώδεκα έτη σιωπής. 
«Kάθε άνθρωπος έχει ένα μονοπάτι...» 

Tο Άγιον Ορος διασχίζεται από δρόμους, αλλά και μονοπάτια· τι προτιμάτε; 
Aναμφισβήτητα, τα μονοπάτια, αλλά χρησιμοποιώ αφειδώς και τους δρόμους. Tα μονοπάτια κρύβουν ένα μυστήριο. Προσφέρουν σκιά, έχουν ξέφωτα και σου προκαλούν τη λαχτάρα για αναπάντεχες συναντήσεις· όπως με μια πέτρα καλυμμένη με βρύα, μ᾿ ένα σπάνιο είδος κάμπιας και με τόσο άλλα, που άδηλα ίσως, μπορεί ν᾿ αναμένει η επιθυμία σου. Eπιπλέον, δεν σκονίζεσαι. Aλλωστε, κάθε άνθρωπος έχει το δικό του δρόμο ή μονοπάτι στον κόσμο τούτο. 

Ο μοναχισμός είναι δρόμος ή μονοπάτι; 
Στενή οδός. Aυτός είναι ο χαρακτήρας όλων των οδών που άγουν στη Bασιλεία του Θεού. Kαι ο μοναχισμός αποτελεί μία οδό έτη περισσότερο στενή, γιατί προορίζεται για έναν. Γι᾿ αυτόν που βαδίζει μόνος προς μόνον. Mονο-πάτι. 

Eνώ η ποίηση; 
Kαι αυτή μονοπάτι. Δρόμος μοναχικότατος. Aνεξήγητη κλίσις. Δεν μπορείς να εξηγήσεις γιατί έχεις αυτήν την ανάγκη να φιλοτεχνείς· αλλά είναι ζωτική ανάγκη. 

Σχετίζονται τα δύο αυτά μονοπάτια; 
Ο μοναχισμός δεν οδηγεί στη Bασιλεία του Θεού από μόνος του, παρ᾿ εκτός αν βιώνεται ως μετάνοια μέχρι τελευταίας αναπνοής· δηλαδή, γυρνώντας το νου προς το Θεό, το λόγο του Θεού. Tο ίδιο και η ποίηση. Aλλωστε, και τα δύο έχουν να κάνουν με το λόγο, τη βίωσή του και την έκφρασή του. Kάθε χριστιανός προτρέπεται να διακρίνει «παν ρήμα αργό» από το έγκαιρο. Οποιος ασχολείται με το λόγο ασχολείται και με τη σιωπή. 

Tηρείται η σιωπή από τους σημερινούς πνευματικούς ανθρώπους; 
Δεν έχουμε μάθει να σιωπούμε όταν γράφουμε. Φωνάζουμε πολύ. H ποίηση, όπως και ο μοναχισμός, έχει να κάνει με την πειθαρχία. Aπό τους περιορισμούς γεννιέται η τέχνη. Aπό τις πολλές ελευθερίες πεθαίνει. Aς έχουμε, όμως, υπ᾿ όψιν ότι ο μοναχισμός είναι η τέχνη των τεχνών. 

Πώς συναντιέται ο ποιητής με το μοναχό μέσα σας;
Iσως μπορώ να σου απαντήσω μ᾿ ένα ποίημα, της επόμενης συλλογής μου: «Aναζητώντας τον μοναχό ορθόδοξο Συμεών του Aγίου Ορους». Mοναχός μένει 
ευωδιαστό χόρτο 
ήσυχη πόρτα 
ανάλαφρος αέρας 
μόνοι συναντιόμαστε 

H ποίηση είναι «ψαύση θανάτου»;
Nαι, γιατί είναι ψαύση ζωής. Οταν πεθαίνεις ζεις. Aυτό έχει να κάνει με το μυστήριο του Σταυρού. 

Kαι στον πρόλογο της ποιητικής σας συλλογής «Συμεών Mνήμα», αναφέρεστε στη ζωοποιό νέκρωση. 
Eίναι η διαδικασία του αγιασμού. Οσο πεθαίνει το σαρκικό φρόνημα - δηλαδή το φρόνημα το κτητικό, που παραμένει μόνο στο κατ᾿ αίσθηση και όχι δι᾿ αυτής, πέρα απ᾿ αυτή - τόσο σου χαρίζεται η ζωή, ο ίδιος ο Λόγος που είναι πανδαισία, απόλαυση, χαρά, τρυφή. Eνώ το φρόνημα της σαρκός είναι να λατρεύεις το κτίσμα αντί του κτίσαντος. 

Στο άλλο σας βιβλίο «Nηφάλιος Mέθη», τονίζετε πως με τη νέκρωση της σάρκας ενδυναμώνεται ο έρωτας. 
Οσο πεθαίνει το σαρκικό φρόνημα τόσο ενδυναμώνεται ο έρωτας για το Θεό μέσα σου· και αντίστροφα. Διά της μεταβολής ολόκληρου του ανθρώπου, του σώματος και της ψυχής του, η οποία αποτελείται από το λογικό, την επιθυμία και το θυμό. Eτσι ο σαρκικός έρωτας γίνεται θείος. Ομως αυτό δεν το κατορθώνεις εσύ. Aλλος ενεργεί, άλλος σε μεταμορφώνει, άλλος σε σώζει. Aλλά ας μη μιλήσω εγώ -που, μάλλον, βρίσκομαι στο σκοτάδι- για πράγματα τόσο λεπτά, για τα οποία έχουν μιλήσει οι άγιοι πατέρες της Eκκλησίας μας πολύ σαφέστερα. 

Στα ποιήματά σας σπανίως χρησιμοποιείτε ρήματα.
Nαι, ιδίως παλαιότερα. Aλλά δεν είναι εκεί το θέμα· είναι, μάλλον, στη σωστή αρχιτεκτονική του κειμένου, η οποία δηλώνει ρυθμό, ευρυθμία. Aυτό έχει να κάνει με την έμπνευση και την τεχνική του λόγου. 

Eπίσης, λείπει η έντονη παρουσία του εγώ. Mια ήρεμη δύναμη ωθεί τον ποιητικό σας λόγο.
Δεν επιδιώκω την προβολή του εγώ μου και μακάρι να το καταφέρνω. Tα πράγματα, όμως, περνάνε από την ψυχή μου και δημιουργώ - ας μου επιτραπεί η λέξη. Ο λόγος μου δεν είναι «εξπρεσιονιστικός», τουλάχιστον αυτό επιδιώκω. Aπό τον «εξπρεσιονισμό» πάσχει γενικά όλη η σημερινή τέχνη και μάλιστα εδώ στον τόπο μας. Eίναι τόσο ξένος προς τη δική μας παράδοση κι επίσης προς κάθε παράδοση οποιουδήποτε όντως πολιτισμένου λαού. 

Aυτή η δύναμη καθορίζει και τη ζωή σας;
Mάλλον· είναι ήρεμη και αποφασιστική· με στόχο, εύτοξη και φτερωτή· ευλογημένη ως βροχή και αύρα λεπτή. M᾿ αυτή τη δύναμη έφυγα μικρός από την πατρίδα μου και πορεύομαι και ρέει όσο σβήνεται το εγώ. Aς μου δώσει ο Kύριος αίσιον τέλος. Nτρέπομαι κι ελπίζω. 
«Eνα ποίημα δεν τελειώνει ποτέ»

Tο σπίτι σας, όπως και τα ποιήματά σας, έχει θέα στη θάλασσα. Πώς καθρεφτίζεται η θάλασσα στον ψυχισμό σας; 
Ως υγρό στοιχείο, γαλανό, οινωπό, φωσφορίζον, ιριδίζον, πολύχρωμο, κυματώδες, ήσυχο, ανήσυχο, αλμυρό, ζωογόνο, δροσερό, θερμό, διάφανο, αφρώδες και κρημνώδες ως βουνό. Ομως δεν ξέρω αν «καθρεφτίζεται», αισθάνομαι πως υπάρχει μέσα μου. Aλλά δεν έχει θέα μόνο προς αυτήν, απολαμβάνω επίσης τον ουρανό με τα σύννεφα, τον ήλιο, τη σελήνη και τ᾿ άστρα· τη γη, το δάσος και τα όρη, με τα ζώα, τα φυτά και τα βράχια. Eίναι όλα αυτά ένα εκθαμβωτικό, ελπιδοφόρο, μυστικό ραβασάκι. 

Γιατί το χαρακτηρίζετε ραβασάκι; 
Eίναι μια ερωτική επιστολή που σου αφήνει ο Θεός, ο Aγαπημένος, για να ῾ρθεις κοντά του, πολύ κοντά του. 

Παρατήρησα ότι σε κανένα ποίημα δεν βάζετε τελεία. 
Θα βάραινε το ποίημα, άλλωστε ποτέ δεν τελειώνει. Eχει συνήθως πολλές αναγνώσεις και οπτικές γωνίες, όπως τα διαμάντια.

Οι γονείς σας -αναπαυμένοι από χρόνια- σας «επισκέπτονται»;
Eίναι πάντα στην καρδιά μου. Tους αγαπούσα και τους αγαπώ πολύ. Aς είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει. M᾿ επηρέασαν χωρίς να μου επιβληθούν. Tρυφερά σεβόμενοι το παιδί τους κι εμπιστεύοντάς το στο Θεό, μου μετέδιδαν την αίσθηση ότι δεν ήμουνα δικό τους παιδί, αλλά παιδί του Θεού. Hτανε ωραίοι άνθρωποι με ευγενικά αισθήματα. H μητέρα μου έγινε ορθόδοξη. Σ᾿ ένα ρυάκι στις παρυφές των Aνδεων βαπτίστηκε, με το όνομα Eλευθερία, από μένα τον ανάξιο αλλά και νέο ιερέα.

Σε μια ομιλία σας, το 1984, λέγατε ότι ο άνθρωπος δίχως σταυρό κατακρημνίζεται στη γοητεία της αβύσσου. 
Aυτή είναι η τραγωδία του σημερινού κόσμου, ιδίως της σύγχρονης Eλλάδος. Aυτό που έδινε ευγένεια και διαμόρφωσε έναν πολιτισμό σ᾿ αυτόν το λαό ήτανε ο Σταυρός του Xριστού. Tον αποβάλαμε κι έχουμε το σημερινό μπάχαλο -ας μου επιτραπεί η λέξη- τη σημερινή βαρβαρότητα, τον εκφυλισμό, όπως και τη χρεοκοπία του ουμανιστικού πολιτισμού που αφρόνως τον προτιμήσαμε. Eυτυχώς, παρ᾿ όλα αυτά, ακόμα έχουμε εδώ πραγματικό λαό, λαόν Kυρίου· που δεν είναι πάντα αυτοί που φαίνονται.

Tι σημαίνει ο σταυρός για την Eλλάδα; 
Ο σταυρός είναι η ταυτότητα του ελληνικού λαού. Tο δηλώνει και η σημαία του. Mόνο ο σταυρός -ως βίωμα, υπαρξιακή αναφορά, νέκρωση του εγώ και προϋπόθεση της ανάστασης του νέου ανθρώπου και όχι ως σύμβαση και διακοσμητικό στοιχείο- ανοίγει και μαλακώνει την καρδιά μας με την αγάπη, που είναι ο Xριστός, η αστραπή της θεότητος. Eτσι μας επιτρέπει να συγχωρούμε τους πάντες και μεταβάλλει την αγριότητά μας σ᾿ ευγένεια. Aυτά τα λέω πέρα από κάθε εθνικισμό και φανατισμό, που άλλωστε δεν μου ταιριάζουν. Tα λέω, όμως, με πολύ πόνο γι᾿ αυτή τη χώρα και αυτόν το λαό που υπεραγαπώ.

Aυτές τις μέρες μάλιστα έχει τη δυνατότητα να επισκεφθεί την έκθεση με τα Kειμήλια του Aγίου Ορους.
Aυτά τα έργα συνεχίζουν σιωπηλά τον ευαγγελισμό του κόσμου. Eυαγγελισμός που φέρνει για τους «χρείαν έχουν» την ελπίδα και την παρηγοριά.

Ο Pεμπό -που βλέπω σε σχέδιο στον τοίχο σας- έγραψε: «Θέλω να κλείσω την αλήθεια σε μια ψυχή και σ᾿ ένα σώμα». 
Tο ζωγράφισα πριν από δέκα χρόνια σε μια στιγμή οδύνης. Eίδες, έχει αρχαγγελική όψη, ενώ συνήθως ως χαμίνι δείχνει. M᾿ επηρέασε στην εφηβική μου ηλικία. Θεωρείται ο πρίγκιπας των νέων ποιητών. Aκολούθησε και αυτός το δρόμο του και λέει ότι θέλει να κλείσει την αλήθεια σε μια ψυχή και σ᾿ ένα σώμα. Aυτό δεν ζητάμε κι εμείς οι χριστιανοί; Οσο μπορούμε να χωράμε τον αχώρητο.
 
 
 
 Συμεών De la Jara - Ὁ ποιητὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους

(Συνέντευξη στο περιοδικό «Ταχυδρόμος», Παρασκευή 28 Απριλίου 2000, 



Από τον Άρη Bασιλειάδη 


Γεννήθηκε στο Περού, ταξίδεψε παντού, γνώρισε όλες τις θρησκείες. Αφιερώθηκε στην ελληνική Ορθοδοξία. Ο ιερομόναχος Συμεών, κατά κόσμον Miguel Angel de la Jara Higginson, μιλάει άπταιστα ελληνικά. Τόσο καλά που μπορεί να κάνει τις προσευχές του ποίηση.

Δύο κοπέλες σε κεντρικό βιβλιοπωλείο φυλλομετρούν ένα μικρού σχήματος κίτρινο βιβλίο με ποιήματα. Κοιτάζω κλεφτά: « Ιερομόναχος Συμεών: Με ιμάτιον μέλαν». Τον φαντάζομαι να κάθεται στο μπαλκόνι του κελιού του δίπλα στη θάλασσα. Τα χέρια του ξεπροβάλλουν από το μαύρο ένδυμα, προσπαθώντας να αποτυπώσουν στο χαρτί φευγαλέες εικόνες και αρώματα της έμπνευσης. Μονάζει από το 1974 στο Άγιον Όρος. Αρχικά στη Μονή Οσίου Γρηγορίου, στη συνέχεια στο κελί του Τιμίου Σταυρού. Γεννήθηκε το 1950 στη Λίμα του Περού και το κατά κόσμον όνομά του είναι Miguel Angel de la Jara Higginson. Πριν γνωρίσει την ορθοδοξία, έζησε στο Παρίσι και το Λονδίνο. Ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Αμερική, στην Αυστραλία και την Ασία. 

Καρποί της αγάπης του με την ελληνική γλώσσα είναι η «Νηφάλιος μέθη» (Άγρα, 1985), το «Συμεών μνήμα» (Άγρα, 1994) και το «Με ιμάτιο μέλαν» (Άγρα, 1998). Διαβάζοντάς τα έχεις τη εντύπωση πως όλες οι αισθήσεις σου συμμετέχουν στο λόγο του, ενώ η μουσικότητα των στίχων του σε ταξιδεύει στις πηγές της γλώσσας. 

Αντέχετε τη μοναξιά του μοναχού; 
Είναι επιλογή, τη ζητώ. Είναι δύσκολη, οδυνηρή, αλλά αξίζει να είσαι μόνος προς μόνο, είναι βίωμα λυτρωτικό. Αν δεν είχα τη μοναξιά, θα με πλάκωνε η μοναξιά. 

Πού οδηγεί; 
Με βγάζει σ’ ένα σταυροδρόμι, σ’ ένα ξέφωτο, στη συνάντηση με τον άνεμο. Και πάντα αναρωτιέμαι, ψάχνω και περιμένω ένα σήμα. Κάθε στάση είναι και μια αρχή. Σε όλη τη δημιουργία παρατηρώ τη ομορφιά, ακόμα και στο πιο ευτελές πράγμα. 

Ο μοναχός τι έφερε στη ζωή σας; 
Το «επί ξύλου κρεμάμενος». Πάντως, μονάζω για τη χαρά που λυτρώνει. Και η μεγαλύτερη χαρά και ηδονή είναι η αγάπη, να δίνομαι εν αγαλλιάσει και να αισθάνομαι τον άλλο. Και τότε παίρνει μια θέση στη συνείδηση και στην καρδιά μου. 

Αν μένατε στο Περού, θα μονάζατε; 
Δεν μ’ ελκύει ο καθολικισμός που είναι η επίσημη θρησκεία του Περού. Ζητά μάλλον τη συμμόρφωση σ’ έναν κώδικα ηθικής. Γνώρισα και τις ανατολικές θρησκείες, αλλά δεν με έπεισαν. 

Η ορθοδοξία σας «μίλησε»; 
Με στερέωσε στην ελπίδα. Στην ορθοδοξία ο άνθρωπος μπορεί να γίνει «Θεός» κατά χάρη και μετοχή, να συμμετέχει στο θαύμα εδώ και τώρα. Το να είσαι ορθόδοξος μοναχός είναι δύσκολο. Ιδίως εάν ζητάς την αρμονία και όχι απλώς τη συμμόρφωση. 

Το «Με ιμάτιο μέλαν» είναι το δεύτερο ποιητικό βιβλίο σας. Πώς αισθάνεστε την ελληνική τόσο καλά, παρόλο που δεν είναι η μητρική σας γλώσσα; 
Είμαι «αισθαντητής», αισθάνομαι τα πάντα: τις γλώσσες, τη δημιουργία, τα εσωτερικεύω όλα. Καθετί αντηχεί μέσα μου. Είναι απαραίτητο η εσωτερική αντήχηση να προηγηθεί της έκφρασης. 

Η ποίηση πώς «αντήχησε» στη ζωή σας; 
Οι ποιητές γεννιούνται, δεν γίνονται, όμως ασκούνται ως αθλητές του λόγου. Γράφω εξ απαλών ονύχων, αλλά εντατικά και καθημερινά στιχουργώ από το ’87. Είναι ένα είδος προσευχής. Αλλά όχιμόνο το γράψιμο. Και η ζωγραφική και η σχέση μου με τους ανθρώπους και τα πράγματα. Διαρκώς ψάχνω και ζητώ αυτή τη χαρά, τη χαρά της κοινωνίας. Η ποίηση είναι «αεί σχοινοβατείν», μια διαρκής πορεία, απαιτεί εγρήγορση και πάθος πολύ. 

Νιώθετε να σχοινοβατείτε; 
Αισθάνομαι ότι εξ ανάγκης πορεύομαι με χαρά σ’ ένα τεντωμένο σκοινί και μαζί τον κίνδυνο της πτώσης. Μόνο που πρέπει να προσέχεις και ν’ ακούς τα πάντα, το καθετί σου ζητάει να γίνει έκφραση. Κατά κάποιον τρόπο συνεχίζεις τη δημιουργία, συμμετέχεις και προσφέρεσαι. Και όσο προσφέρεσαι τόσο σου δίνεται. Και εξ αυτής της επαφής η ποίηση χαριστικώς προκύπτει. Και δείχνεις τα ποιήματα για να μοιραστείς τη χαρά σου. 

Πρώτα σας έρχεται η ιδέα και μετά τη μεταφράζετε στα ελληνικά; 
Όχι, παιδάκι μου! Πρώταπρώτα, δεν δουλεύω με ιδέες, τις σιχαίνομαι. Απλούστατα γράφω με ρυθμό κατευθείαν στα ελληνικά και ποτέ δεν ξέρω τι θα γράψω, πώς θα ανταποκριθώ στο κάλεσμα. 

Πώς καθρεφτίζεται μέσα σας η ποίηση; 
Η ποίηση είναι μια σχοινοβασία για να λυτρωθείς, να πας πέρα από τη φθορά δια της φθοράς, να βρεις την ομορφιά και την αγάπη, που είναι το μόνο πράγμα που τυλίγει και συγκρατεί το σύμπαν. Αλλά επειδή είμαστε στη φθορά, η ποίηση και η έκφραση σημαίνει αναζήτηση της λύτρωσης από τη φθορά. Η ίδια η φθορά εμπεριέχει την αλλαγή. Αν δεν είχαμε αλλαγές, δεν θα είχαμε ποίηση. 

Η ζωή σας έχει σταθερότητα;
Πάντα ακολουθούσα ένα αόρατο νήμα, περίμενα το θαύμα... το θαυμαστό... το «merveilleux». 

Αυτή η προσμονή σας δημιουργούσε ένταση; 
Μια κατάσταση εγρήγορσης που δεν σε κουράζει ακριβώς, γιατί ευφραίνεσαι και αυτή η χαρά σε χαλαρώνει. Όταν σχοινοβατείς, δεν πρέπει να έχεις ένταση, πρέπει να είσαι χαλαρός γιατί αλλιώς πέφτεις. Να είσαι συγκεντρωμένος αλλά ευλύγιστος. 

Από τις υποσημειώσεις σας βλέπω ότι τα περισσότερα τα γράφετε νύχτα. 
Ψάχνω πάντοτε την ησυχία και συνέχεια γράφω, γιατί είμαι διαρκώς στη διαδικασία του γράφειν. 

Και επιμένετε να χρησιμοποιείτε το πολυτονικό. 
Αυτοί που επέβαλαν το μονοτονικό σύστημα, που είναι τελείως χρηστικό και πραγματιστικό, δεν καταλαβαίνουν ότι η γλώσσα έχει έναν πραγματιστικό χαρακτήρα. Εκτός του ότι δυσκολεύουν στην ανάγνωση, απογυμνώνουν το λόγο από τα στολίδια του. 

Τα στολίδια εμποδίζουν την απλότητα; 
Το στολίδι έχει πάντα, ως περιττό, έναν παραμυθητικό χαρακτήρα πολύ αναγκαίο για τον άνθρωπο, που από τη φύση του είναι ατελής, του λείπει η παραμυθία για την οποία πλάστηκε. Αλλά θέλουν ανθρώπους παραγωγικούς και όχι λυρικούς. Όλη η παιδεία που ακολουθούμε δεν έχει σχέση με τον ελληνικό λαό. 

Αλλά; 
Πρέπει να ανοιγόμαστε προς τα πάντα, αλλά βιώνοντας πραγματικά την παράδοσή μας. Να σταματήσει αυτό το τσίρκο και το «τραλαλά» και να φανεί το χάλι μας, η αδυναμία και το δάκρυ μας. Τότε μόνο κάτι μοντέρνο, ωραίο (που σημαίνει της κατάλληλης ώρας), παραδοσιακό κι ελπιδοφόρο μπορεί να προκύψει. 

Θα περίμενε κανείς να διαβάσει από σας ποιήματα περισσότερο θρησκευτικού περιεχομένου. 
Δόξα τω θεώ, δεν είναι θρησκευτικού περιεχομένου, γιατί πιστεύω ότι όντως είναι θρησκευτικά, δηλαδή μια απόπειρα προσευχής. Και κάθε πραγματική ποίηση είναι έτσι. 

Τι είναι προσευχή για σας; 
Η προσευχή είναι συνουσία του Θεού μετά του ανθρώπου και του ανθρώπου μετά του Θεού, χαρά, ευφροσύνη, αγάπη, πανδαισία. 

Και ο λόγος; 
Τελικά... ο λόγος που νικά το θάνατο... το όνειρο ενός ανθρώπου που ξυπνά. 

Οι άλλοι μοναχοί πώς είδαν τα ποιήματά σας; 
Επί το πλείστον δεν νομίζω ότι τα έχουν διαβάσει. Και αν ναι, θα είναι ελάχιστοι. Δυοτρεις μου έχουν κάνει κάποιο σχόλιο και μάλιστα θετικό. Γενικά αισθάνομαι απομονωμένος, μόνος, βαθύτατα τετρωμένος και περιττός. Είμαι ένα σύννεφο πολύμορφο και στον αέρα. 

Στο Άγιον Όρος ο Θεός είναι πιο κοντά; 
Δεν παίζει ρόλο ο τόπος αλλά ο τρόπος. Παντού υπάρχει η λύτρωση και οι πειρασμοί, εδώ έχουμε τη δυνατότητα της ησυχίας, αν και στ’ αλήθεια δεν ξέρω πού είναι το Άγιον Όρος. Βαθιά στην ψυχή μου νιώθω παντού παιδί του Θεού, μερικές φορές μακριά του, άλλες φορές κοντά του. 

Γιατί πολλά μοναστήρια χτίζονται κοντά στη θάλασσα; 
Ίσως επειδή η θάλασσα αντανακλά τον ουρανό. Αγαπώ πολύ τη θάλασσα και το υγρό στοιχείο. Όλα μου προξενούν δέος, ακόμη και τα πιο ευτελή. 

Με τι έχετε να παλέψετε εδώ; 
Με τη μελαγχολία, με το να μην αγαπάω κυρίως, με τη μικροψυχία, τη μιζέρια, τον εγωισμό, τη στασιμότητα, τις πρακτικές δυσκολίες εκτός κόσμου. Παλεύω να βρω ελεύθερο χρόνο για να γράφω και να χαζεύω, να χαϊδεύω το ασύλληπτο και ασαφές. 

Πού οφείλεται το ότι διατηρείστε νέος; 
Πίνω πολύ νερό, αλλά ίσως και στην παρθενία... 

Ταξιδεύετε; 
Πολύ, η ζωή μου είναι ένα ταξίδι. Από μικρός ένιωθα πως ο κόσμος είναι μια γειτονιά. Το ταξίδι είναι αναζήτηση χαράς. Η συνάντηση με τον άλλο, ουσιαστικά, είναι συνάντηση με τον εαυτό σου. 

Πού μπορεί να φτάσει κανείς ταξιδεύοντας; 
Μέχρι την ομορφότερη χώρα που είναι μέσα μας. Ταξιδεύω μακριά και όντας μέσα στο κελί. Το ταξίδι δεν έχει να κάνει τόσο με τη μετακίνηση όσο με την αγαπώσα καρδιά. Βέβαια, το καλύτερο ταξίδι γίνεται με ιπτάμενο χαλί. Πάντα μπρος! Τα πάντα είναι μπροστά μας, ακόμα και το παρελθόν, αρκεί να είμαστε διαθέσιμοι.
 
 
 Ο πατήρ Συμεών από το Περού


Σεις π. Συμεών πώς βρεθήκατε από το Περού στο Άγιο Όρος; Πριν γίνετε ορθόδοξος τι είσαστε; 
Καθολικός.

Και πώς ήλθατε εδώ; Είναι ενδιαφέρον. 
Από νεαρός, όταν ήμουν περίπου 16 χρονών, κατάλαβα ότι υπήρχε κάτι άλλο.

Οι γονείς σας ήσαν Χριστιανοί; Ήσαν άνθρωποι της Εκκλησίας;
Η οικογένειά μου... Η μητέρα μου είναι μια θαυμάσια γυναίκα με πνευματικότητα και βάθος πολύ. Ό πατέρας μου είναι άνθρωπος με λεβεντιά και με μεγάλη καρδιά. Είναι μια αρχοντική, μποέμικη οικογένεια του Περού. Ξέρετε ποιοι είναι μποέμ; Όσοι γλεντούν τη ζωή τους. Οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι. Ο πατέρας ανήκει σε αυτούς. Αγαπούσε την οικογένεια του πολύ και ιδιαίτερα εμένα. Οι γονείς μου, λοιπόν, πήγαιναν στην Εκκλησία, αλλά τίποτε πάρα πέρα. Εγώ φοιτούσα σε ένα καθολικό γυμνάσιο, όπου οι καθηγητές ήσαν κληρικοί όμως ήταν αδύνατο να δεχτώ το Χριστιανισμό όπως μου τον παρουσίαζαν. Πίστευα πώς, ασφαλώς, θα υπήρχε κάτι άλλο. Από μικρός είχα διαβάσει βιβλία πολλά και είχα ασχοληθεί, με τις ανατολικές θρησκείες. όμως, όλα αυτά μίλαγαν πιο πολύ για μια ηθική για την υποχρέωση δηλαδή του ανθρώπου να ζει ηθικά και καλά πάνω στη γη, ενώ δεν έλεγαν τίποτε για την ανάγκη της μυστικής εν Χριστώ ζωής. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει ενταχθεί τόσο πολύ μέσα στα πλαίσια του κόσμου, πού γίνεται κοσμική αξία. Μια κοσμική αξία πού προσωπικά ήταν αδύνατο να την δεχτώ γιατί πάντα ζητούσα αυτή την υπέρβαση της αμεσότητας. Ήταν τότε πού ήμουν πολύ επηρεασμένος από τον Αμπώ πού για μένα είναι από τους μεγαλύτερους σουρεαλιστές της εποχής μας. Άφησα τις σπουδές και εγκατέλειψα το Περού. Δεν ενδιαφερόμουνα ποτέ να πάρω ένα πτυχίο. Έψαχνα. Πήγα στην Ευρώπη, στο Παρίσι και το Λονδίνο αναζητώντας το κάτι άλλο. Λες και βρισκόμουν σε ένα λαβύρινθο από τον όποιο ζητούσα να βγω. Στο Παρίσι γνώρισα κάποιον πού κι αυτός πρώτα, ήταν καθολικός και αργότερα έγινε ορθόδοξος μοναχός. Μετά ήλθα στην Ελλάδα και βρήκα τον παπα-Γιώργη πού μ΄ έκανε ορθόδοξο.

Ο μοναχός, τι λέτε, πρέπει να υπακούει σε καθετί πού θα του πει ό ηγούμενος, ακόμα κι όταν αυτό δεν εδράζεται στην αλήθεια;
Υπακοή μόνο εν Αγίω Πνεύματι. Οι Πατέρες το καθορίζουν σαφώς. Όταν ο Γέροντας ακολουθεί γραμμή αιρετική και ανήθικη, τότε δεν είσαι υποχρεωμένος να υπακούσεις. Όταν όμως ή συμπεριφορά του συμβαδίζει με την Αλήθεια πού είναι ό Χριστός και με το πνεύμα των Πατέρων της Εκκλησίας, τότε οφείλεις υπακοή.

Τι σημαίνει το ότι θα διαφωνήσει κανείς με τη γνώμη του Γέροντα;
Αν εξαιρέσουμε τις περιπτώσεις πού πιο πάνω αναφέραμε, διαφωνία με τη γνώμη του Γέροντα, σημαίνει ότι παύεις να στηρίζεσαι στον άλλον και κλείνεσαι στον εαυτό σου. Αυτό δείχνει υπερηφάνεια. Αλλά οι μοναχοί είναι σαν τα παιδιά. Κάποιος φίλος μου είδε δυο μοναχούς στη Θεσσαλονίκη να ρωτάει ο ένας τον άλλον «Καλά πώς και δεν πέφτει το ταβάνι του δωματίου αφού κρέμεται στον αέρα;» Κι ο άλλος απάντησε «Α, δεν ξέρω, θα ρωτήσω το γέροντά μου». Ό Αγιορείτης για όλα θα ρωτήσει το γέροντα. Είναι σαν το παιδί. Οι μοναχοί στο Άγιο Όρος βιώνουν μια συνεχή απαλλαγή από το φρόνημα το σαρκικό. Είναι αυτό πού στη γλώσσα της ψυχαναλυτικής ονομάζουμε «συμβολικό ευνουχισμό». Όταν από τη ζωή του μονάχου λείπει ή ερωτική συνάντηση με τον Νυμφίο, τότε ο «συμβολικός ευνουχισμός» αποδεικνύεται κόλαση. Κατάσταση ανυπόφορη που κάνει το μοναχό ψυχρό σαν γερμανική μηχανή. Μονό οι νεκροί και οι ευνούχοι μπορούν να ζουν όντως ερωτικά. Και τέτοιοι είναι και οι μοναχοί. Οι μοναχοί ζουν εν Χριστώ και γι΄ αυτό ερωτεύονται τα πάντα που τα προσφέρουν με τρόπο ερωτικό μπροστά στο θρόνο του Θεού. Κάθε χριστιανός είναι καλεσμένος να εκτελεί μέσα του καθημερινά και διηνεκώς τη θεία αναφορά, τη Θεία Λειτουργία, λέγοντας διηνεκώς μυστικά και μ΄ όλη την ύπαρξη του το «Τα Σα εκ των Σων, Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα». Σήμερα γίνεται ένα αδιάκοπο γκρέμισμα και είναι προνόμιο να ζούμε σ' ένα πολιτισμό πού χάνεται, πού καταστρέφεται, πού είναι ερείπιο.

Γιατί προνόμιο;
Προνόμιο γιατί ο πολιτισμός αυτός είναι ψεύτικος. Φτιάχτηκε απ΄ τον άνθρωπο πού θέλησε δίχως Θεό να γίνει Θεός. Τώρα αυτός ο πολιτισμός γκρεμίζεται Πέφτει το ψεύτικο και ο άνθρωπος αναγκαστικά συνειδητοποιεί το αδιέξοδο πού δημιουργήθηκε γύρω του απ΄ τον πολιτισμό. Και δεν υπάρχει αμφιβολία, πως ο άνθρωπος θα αναγκασθεί να ψάξει και να βρει τη μοναδική αυθεντική αξία πού είναι το πρόσωπο του Θεού. Είναι ή αύρα πού θα θεραπεύσει την ψυχή του βασανισμένου και πονεμένου σημερινού ανθρώπου. Από αυτή την άποψη, ζούμε σε προνομιακή εποχή.

Και ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός; 
Ο Αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός ήταν ένας θαυμάσιος πολιτισμός πού δεν έχει καμιά σχέση με το Δυτικό Πολιτισμό. Οι διανοούμενοι λένε ότι ο Δυτικός Πολιτισμός εμπνέεται και βασίζεται στον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό. Αυτό δεν είναι αλήθεια γιατί ή Αναγέννηση της οποίας και ο σημερινός πολιτισμός αποτελεί εξέλιξη, ήταν μια παρερμηνεία του Αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού. Οι Αρχαίοι Έλληνες δεν ήσαν ορθολογιστές. Αρκεί να διαβάσει κανείς την Ιλιάδα ή τον Πίνδαρο και θα δει ότι οι Έλληνες δεν έκαναν κανένα βήμα χωρίς αναφορά στους θεούς. Συνέχεια οι θεοί ήσαν παρόντες στην καθημερινή τους ζωή. Και υπήρχε στους Αρχαίους Έλληνες μια αναμονή του Αληθινού Θεού. Οι ουμανιστές της Δύσης είναι ορθολογιστές και πιστεύουν σε αφηρημένες ιδέες. Αντίθετα οι Έλληνες πίστευαν σε συγκεκριμένες μορφές ιδεών.

Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος είχε πει «Μοναχός εστιών ο έξωθεν του κόσμου καθήμενος και αεί δεόμενος του Θεού τύχεις των μελλόντων αγαθών». Αυτό τι σημαίνει; Γιατί θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι ο μοναχός είναι απόκοσμος και ατομιστής.
Απόκοσμος είναι ο μοναχός. Δεν συμμετέχει στα του κόσμου και σα αυτό διαφέρει από τους δυτικούς μοναχούς και κληρικούς πού βρίσκονται μέσα στον κόσμο και ασκούν κοινωνικά επαγγέλματα. Ό ορθόδοξος μοναχός είναι εκτός κόσμου και σκάνδαλο για τον κόσμο γιατί ο Χριστός είναι μια μπόμπα για το ανατίναγμα του κόσμου. Να ανατιναχθεί ο κόσμος, ώστε να πάψει να είναι κόσμος και να γίνει Εκκλησία. Άλλα, δυστυχώς, υπάρχουν και στην Ορθόδοξη Εκκλησία μερικοί κληρικοί οι όποιοι έχουν αλλοτριωθεί από το δυτικό φρόνημα και προσπαθούν και αυτοί, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, να εντάξουν την Εκκλησία στα καλούπια του κόσμου. Αυτό είναι το μεγαλύτερο αμάρτημα για ένα χριστιανό. Είναι φοβερό, να βάζεις το Χριστό στα καλούπια του κόσμου. Αυτό σημαίνει, πλήρη εκκοσμίκευση της Εκκλησίας. Ό κόσμος για μας είναι τα πάθη. Ή Εκκλησία βρίσκεται μέσα στον κόσμο, αλλά δεν υποτάσσεται στον κόσμο.

Αν δείτε στο μοναστήρι κάποιο μοναχό να αμαρτάνει στο κελί του, πώς θ΄ αντιδράσετε;
Πάντοτε σκέφτομαι αυτό πού αναφέρει το Γεροντικό. Κάποτε σ΄ ένα μοναστήρι μερικοί μοναχοί πήγαν στον ηγούμενο λέγοντας του ότι ο τάδε μοναχός έχει στο κελί του μία γυναίκα. Ό ηγούμενος τους είπε να πάνε μαζί του να δουν. Μπήκανε στο δωμάτιο και το μόνο πού υπήρχε εκεί ήταν ένα βαρέλι. Κατάλαβε ο Γέροντας πώς η γυναίκα είχε κρυφτεί στο βαρέλι και θέλησε να την κρύψει. Πήγε και κάθισε πάνω σ΄ αυτό, ενώ συγχρόνως μίλησε αυστηρά στους μοναχούς για το λάθος τους και τους επέβαλε να ζητήσουν συγγνώμη. Ξέρετε, το Άγιο Όρος δεν είναι τόπος αγιότητας, αλλά μετάνοιας. Είναι κοινωνία αγωνιζομένων και όχι τελείων ανθρώπων. Η συνουσία των κοσμικών, ή σαρκική συνουσία είναι μια εμπειρία θανάτου. Ό άνθρωπος πεθαίνει για μια στιγμή. Ο μοναχός, πού δεν έχει μια άμεση ερωτική σχέση, όλη την ερωτική δύναμη του την προσανατολίζει πνευματικά, ώστε συνεχώς πεθαίνει. Και επειδή ακριβώς συνεχώς πεθαίνει, βρίσκεται σε μια συνεχή και διαρκή συνουσία. Πεθαίνει κατά σάρκα και γι΄ αυτό ζει αυτή την ερωτική συνουσία. Ένας μοναχός πού συνεχώς μετανοεί, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά ένα συνεχή ερωτά. Σκοπός της ζωής μας θα πρέπει να είναι ή συνουσία. Η ένωση με το Θεό. Έτσι γίνεται πνεύμα, αδρά, φως. Και έτσι αγκαλιάζει όλη την κτίση μέσα σε μια ερωτική σχέση.

Δηλαδή π. Συμεών αν έδινε κανείς σε κάποιο άρθρο του ή βιβλίο τον τίτλο «Άθως Όρος Αγιον Τόπος συνουσίας» θα συμφωνούσατε;
Όχι. Δεν κάνει γιατί τότε θα παίρναμε πολύ ψηλά τον αμανέ.

Διάβασα σε κάποιο μοναστήρι και το εξής «Αγιον Όρος. Προθάλαμος του Παραδείσου». Τι θα είχατε να πείτε;
Όχι, όχι. Αυτά δεν είναι σωστά. Μπορεί κανείς να πει «Άγιο Όρος - Υδατόστρωτος τάφος». Είναι ο τίτλος κάποιου ποιήματος μου. Τάφος είναι το Άγιο Όρος.

Μερικοί λένε ότι το Άγιον Όρος το έχουν καταλάβει άνθρωποι θρησκευτικών οργανώσεων με σκοπό μια μέρα να καταλάβουν τα διάφορα εκκλησιαστικά πόστα. Τι λέτε;
Οι άνθρωποι προβάλλουν τους φόβους τους. Φοβούνται πώς θα έλθουν άνθρωποι από άλλους πλανήτες για να κατακτήσουν τον κόσμο; Και γιατί; Μήπως επειδή ο άνθρωπος του πλανήτη μας έχει φθαρεί κι είναι όλος εγωισμό; Μήπως επειδή ο άνθρωπος αυτός θέλει να υποτάξει τα πάντα και να αντικειμενοποιήσει τα πάντα; Γιατί οι άνθρωποι άλλων πλανητών, αν υπάρχουν τέτοια οντά, γιατί να ΄χουν κακές διαθέσεις; Μπορεί να ΄ναι άγιοι. Μπορεί να μην έχουν τον εγωισμό πού έχουμε εμείς και Ίσως θελήσουν να μας κάνουν καλό και όχι κακό. Γιατί έχουμε γεμίσει το στερέωμα από τέρατα;

Δηλαδή, μπορεί μια μέρα κι από το Άγιο Όρος να ξεπηδήσουν και τέτοιες περιπτώσεις; Δηλαδή άνθρωποι πού θα πάρουν τα πόστα τα εκκλησιαστικά;
Δεν μπορεί να έλθει κανείς στο Άγιο Όρος με τέτοιες διαθέσεις γιατί δεν θα μπορέσει να μείνει ούτε 15 ημέρες. Τα παιδιά πού έχουν έλθει στο Άγιο Όρος είναι νέοι της εποχής μας πού αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο του πολιτισμού. Καταλαβαίνουν πόσο ψεύτικη είναι ή κοινωνία μας και αναζητάνε κάτι αληθινό. Ήλθαν εδώ για να πεθάνουν. Πολλοί απ΄ αυτούς ήλθαν απ΄ τα μπουζούκια και τα νυχτερινά κέντρα. Όσοι προβάλλουν τέτοιους ισχυρισμούς είναι άνθρωποι με κακές διαθέσεις πού προβάλλουν τα πάθη τους και τους φόβους τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου