Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012
Ρωμηοσύνη Ρωμανία Ρούμελη
ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ ΡΩΜΑΝΙΑ ΡΟΥΜΕΛΗ
Τοῦ π. Ἰωάννη Ῥωμανίδη
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ
1) ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ.
2) ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗΝ.
3) ΟΙ ΝΕΟΓΡΑΙΚΟΙ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΕΝ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΩ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΝ.
4) ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ Η ΣΧΕΔΙΟΝ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ.
5) Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ
6) Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΑΙ ΡΩΣΙΚΗΣ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
Η ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΙΣ ΤΩΝ ΦΡΑΓΚΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ' ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
1) Η ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗ ΩΣ ΕΝ ΤΩ ΚΟΣΜΩ ΗΓΕΣΙΑ.
2) Ο ΙΕΡΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Η ΦΡΑΓΚΟΣΥΝΗ.
3) Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΦΡΑΓΚΩΝ ΚΑΙ Η ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ.
4) ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ, ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ.
5) 0Ι ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΙΙΡΟΤΕΣΤΑΝΤΩΝ.
6) ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
7) ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ, ΚΟΛΑΣΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ.
8) ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΑΙ ΡΩΜΑΙΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΕΡΟΝ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ' ΕΞ ΕΠΟΨΕΩΣ ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗΣ
1) Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΥΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΗΜΕΡΟΝ.
2) ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟΣ ΕΝ ΣΧΕΣΕΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΦΡΑΓΚΟΣΥΝΗΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗΝ.
3) ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΣΝΝΟΔΩΝ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΦΡΑΓΚΟΣΥΝΗΝ.
4) Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗΝ.
5) Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΛΑΣΣΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ.
6) Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ.
7) ΟΙ ΡΩΜΑΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΡΑΓΚΟΛΑΤΙΝΟΙ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΙ.
8) Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ «ΦΕΟΥΔΑΛΙΣΜΟΣ».
9) ΤΑ ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΚΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΤΩΝ ΦΡΑΓΚΩΝ ΟΤΙ ΥΠΕΡΕΒΗΣΑΝ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗΣ.
10) Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΩΣ ΤΟ ΚΑΤ’ ΕΞΟΧΗΝ ΦΡΑΓΚΙΚΟΝ ΜΕΣΟΝ ΚΑΘΥΠΟΤΑΞΕΩΣ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΦΡΑΓΚΟΣΥΝΗΝ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε' ΕΤΕΡΑ ΤΙΝΑ ΕΞ ΕΠΟΨΕΩΣ ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗΣ
1) ΤΙΝΑ ΕΠΙ ΠΛΕΟΝ ΠΕΡΙ ΡΩΜΑΪΚΩΝ ΕΘΝΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΦΕΟΥΔΑΛΙΣΜΟΥ.
2) Η ΥΠΟ ΤΩΝ ΦΡΑΓΚΩΝ ΚΑΤΑΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΕΘΝΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑΣ ΡΩΜΗΣ.
3) Η ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Ο ΓΕΡΜΑΝΙΣΜΟΣ, ΤΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΦΡΑΓΚΟΣΥΝΗΣ.
4) Ο ΦΕΟΥΔΑΛΙΣΜΟΣ, ΚΑΙ ΟΧΙ Η ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗ, ΕΙΣ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΦΡΑΓΚΙΚΗΣ ΠΑΠΩΣΥΝΗΣ.
5) ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΗΣ ΦΡΑΓΚΟΣΥΝΗΣ.
6) ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗΝ, ΗΤΟΙ ΤΟ ΡΩΜΑΙΙΚΟΝ ΦΙΛΟΤΙΜΟΝ.
7) ΤΟ ΦΙΛΟΤΙΜΟΝ ΤΩΝ ΝΕΟΓΡΑΙΚΩΝ.
8) ΤΟ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ, ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟΝ ΚΑΙ Η ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΓΡΑΙΚΩΝ.
9) ΟΙ ΡΩΜΑΙΟΙ, Ο ΜΩΑΜΕΘ ΚΑΙ ΟΙ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΘΕΝΤΕΣ ΠΕΡΣΑΙ.
10) ΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΝ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ ΤΗΣ ΔΕ ΕΥΡΩΠΗΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΝΕΟΓΡΑΙΚΩΝ.
11) ΡΩΜΑΙΟΙ ΚΑΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΤΟ 1821 - 1844.
12) ΈΛΛΗΝΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΤΑΙ Η ΡΩΜΑΙΟΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΑΙ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ' Η ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗ ΕΝ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ
1) Η ΤΑΥΤΙΣΙΣ ΤΩΝ ROMANORUM ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΑΤΙΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΡΑΙΚΟΥΣ.
2) ΡΩΜΑΝΙΑ — ROMANIA.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ' ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΑΙ ΑΥΡΙΟΝ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ταὐτὸν
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ
Ταὐτὸν
1) Τὰ ἐθνικὰ ὀνόματα.
Τὸ 1951 ὅταν ὑπηρέτουν διὰ πρώτην φορὰν ὡς ἐφημέριος εἰς μικρὰν πόλιν τῆς Ἀμερικής, ἐκλήθην τηλεφωνικὼς να ὑπάγω εἰς τὸ σπίτι ἀσθενοῦς διὰ να διαβάσω μίαν εὐχήν. Κατὰ λάθος ἐκτύπησα τὴν θύραν γειτονικοὺ σπιτιού. Ἐνεφανίσθη κάποιος ὁ ὁποῖος μὲ ἐπληροφόρησεν ἑλληνιστὶ ὅτι δεν εἲναι ὁ Παπαστεφάνου τὸν ὁποῖον ἐζήτουν ἀλλὰ ὁ Παπακώστας. Τοῦ εἶπα ὅτι χαίρω πολὺ διὰ τὴν γνωριμίαν τοῦ καὶ θὰ χαρῶ πολὺ να τὸν ἴδω εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Μοῦ ἀπήντησεν ὅτι δεν τὸν βλέπω εἰς τὴν ἐκκλησίαν, διότι εἲναι κάτοικος Νέας Ὑόρκης καὶ ἐκκλησιάζεται εἰς τὴν ἐκεῖ ἑλληνικὴν μητρόπολιν τῆς Ἁγίας Τριάδος. Κατὰ τὴν συζήτησιν μας ἐνεφανίσθη ἀπὸ μέσα ἔνας ἄλλος τὸν ὁποῖόν μου συνέστησεν ὡς ἀδελφὸν τοῦ. Ἀλλὰ ἐγνώριζον τὸν ἀδελφὸν τοῦ ὡς ἀρχηγὸν τῶν Ἀλβανὼν τῆς πόλεως καὶ ἠρώτησα: «Πῶς εἲναι δυνατὸν σῦ να εἶσαι Ἕλληνας καὶ ὁ ἀδελφὸς σοῦ Ἀλβανός;» Μοῦ εἶπε: «Τέτοια ἔχομεν εἰς τὴν Ἀλβανίαν».
Τότε, ὡς νεαρὸς καὶ ἀνατραφεὶς εἰς τὴν ἀλλοδαπήν, δεν ἠδυνήθην να καταλάβω τὸ φαινόμενον τοῦτο. Οὔτε ὅμως ἦσαν εἰς θέσιν τὰ ἀδέλφια αὐτὰ να ἐξηγήσουν τὸ ἐθνικὸν τῶν πρόβλημα. Ἁπλῶς ἦσαν δίγλωσσοι μὲ ῥωμαίικον ὄνομα. Ἀφοῦ ἐπεκράτησεν ὡς γνωμῶν τῆς ἐθνικότητος τῶν ἡ γλῶσσα, δεν ἐγνώριζον σαφῶς ἐὰν πρέπῃ να εἲναι ἐθνικὼς Ἕλληνες ἢ Ἀλβανοί.
Τὸ πρόβλημα ὅμως τῶν δυο ἀδελφῶν τούτων δεν προέκυψεν ἀφ' ἑαυτοῦ εἰς τὴν Ἀλβανίαν, ἀλλ' ἐκαλλιεργήθη ὑπὸ τῶν Ῥώσων καὶ τῶν Εὐρωπαίων ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῶν Φράγκων καὶ δυστυχῶς μὲ τὴν συνεργασίαν τῶν ἐν Ἑλλάδι Νεοελλήνων. Τὸ ἐθνικὸν πρόβλημα τῆς Ἀλβανίας, Ῥουμανίας καὶ Ἑλλάδος, ὡς καὶ τῆς Κύπρου, τῆς Μικρὰς Ἀσιας καὶ τοῦ Λιβάνου εἲναι κατασκεύασμα τεχνητὸν τῶν παλαιῶν ἐχθρῶν τῆς Ῥωμαιοσύνης, τῇ ἀφελεῖ συμπράξει τῶν Νεοελλήνων.
Πάντως, διὰ να τοποθέτηση κανεὶς τὸ ἐν λόγῳ ἐθνικὸν πρόβλημα τῶν δυο Ἀρβανιτὼν ἀδελφῶν, πρέπει να ἀνατρέξη εἰς τὴν ἱστορικὴν πραγματικότητα, ὡς διασῴζεται εἰς τὰ συγγράμματα καὶ εἰς τάς παραδόσεις τῶν προγόνων ἡμῶν καὶ ὄχι εἰς τὰ σχολικὰ μας ἐγχειρίδια, τὰ ὁποῖα ἐγράφησαν ὑπὸ τὴν ἔμπνευσιν τῆς εὐρωπαϊκὴς καὶ ῥωσικὴς ἀντιλήψεως περὶ τῆς Ἱστορίας τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοὺ καὶ τῆς μεσαιωνικὴς Ῥωμαιοσύνης ἢ τοῦ σήμερον λεγομένου βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ.
Πρῶτον πρέπει να ἔχωμεν ὑπ' ὄψιν ὅτι ἱστορικὼς οὐδέποτε διακρίνεται ἡ λεγομένη Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἀπὸ τὴν Ῥωμαϊκὴν Αὐτοκρατορίαν. Οἱ πρόγονοι μας ἐγνώριζον μόνον ὅτι ἦσαν πολῖται τοῦ κράτους μὲ τὸ ὄνομα Ῥωμανία καὶ ὅτι τὸ κράτος αὐτὸ εἰς τὰ χρόνια τοῦ μεγαλυτέρου ἡγέτου τῆς Ῥωμαιοσύνης, τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐξετείνετο εἰς ὁλόκληρον τὸν μεσόγειον χῶρον, ποὺ σήμερον καλύπτει τὴν Ἀγγλίαν, Πορτογαλίαν, Ἰσπανίαν, Γαλλίαν, Ἐλβετίαν, Ἰταλίαν, Αὐστρίαν, τὰ Βαλκάνια, ὅλην τὴν βόρειον Ἀφρικήν, τὸν Λίβανον, τὴν Συρίαν, τηνΤουρκίαν, καὶ τάς ῥωσικὰς παραλίας τοῦ Εὐξείνου Πόντου.
Ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ κατ' ἐξοχὴν πατὴρ τῆς ὑπὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου συγκληθείσης Ἃ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325), γράφει περὶ τῆς Ῥώμης ὡς μητροπόλεως τῆς Ῥωμανίας εἰς μίαν ἐπίθεσίν του κατὰ τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανών, οἱ ὁποῖοι ἐραδιούργησαν τὴν ἐκθρόνισιν τοῦ πάπα τῆς Ῥώμης Λιβερίου (352-366). «Οὐδὲ Λιβερίου τοῦ ἐπισκόπου Ῥώμης κατὰ τὴν ἀρχὴν ἐφείσαντο, ἀλλὰ καὶ μέχρι τῶν ἐκεῖ τὴν μανίαν ἐξέτειναν καὶ οὐχ ὅτι ἀποστολικός ἐστι θρόνος ἠδὲσθησαν, οὒδ' ὅτι μητρόπολις ἡ Ῥώμη τῆς Ῥωμανίας ἐστὶν ηὐλαβήθησαν».
Ἡ ἐπιστημονικὴ διασπασις τῆς ἑνιαίας ταύτης ἱστορικῆς Ῥωμανίας εἰς ῥωμαϊκὴν καὶ βυζαντινὴν αὐτοκρατορίαν εἲναι κατασκεύασμα τῶν Φράγκων κατακτητῶν τῆς δυτικῆς ἐν Γαλλία, Ἰταλίᾳ, Ἐλβετία καὶ Αὐστρία Ῥωμαιοσύνης. Οἱ Φράγκοι πρῶτοι ἀπεκάλεσαν τοὺς Ῥωμαίους τῆς Ἀνατολῆς μόνον Γραικούς, ἀκολουθοῦντες παλαιότε-ῥον παράδειγμα τῶν Γότθων. Εἰς τὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει βασιλέα τῶν Ῥωμαίων ἀπέδωσαν οἱ Φράγκοι τὸν τίτλον «βασιλεὺς τῶν Γραικών», καὶ συγχρόνως ὠνόμα-σὰν τὸν Τευτονοφράγκον ἡγεμόνα τῆς Γερμανίας «βασιλέα τῶν Ῥωμαίων», διὰ να ἀποσπάσουν τὴν ἀφοσίωσιν τῶν ἐν τῇ Δύσει κατακτηθέντων καὶ ὑποδούλων Ῥωμαίων ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ῥώμην καὶ στρέψουν τὰ ἐθνικὰ αἰσθήματα τῶν ὑποδούλων τούτων δυτικῶν Ῥωμαίων πρὸς τὸν ἐν Γερμανία ψευδῶς καλούμενον «βασιλέα τῶν Ῥωμαίων». Συγχρόνως κατεδίκασαν ὡς αἱρετικοὺς τοὺς ὀνομασθέντας ἀποκλειστικὼς πλέον «Γραικοὺς» ἀνατολικοὺς Ῥωμαίους καὶ οὕτως ἔθεσαν τὰ θεμέλια τοῦ μεσαιωνικοὺ μίσους τῆς ἐν τῇ Δύσει ἀφομοιωθείσης ὑπὸ τῆς Φραγκιὰς Ῥωμαιοσύνης πρὸς τὴν ἀνατολικὴν Ῥωμαιοσύνην, τὸ ὁποῖον ἐκορυφωθη μὲ τὴν ὑπὸ τῶν Φράγκων ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν ἐπέκτασιν τῆς Φραγκοκρατίας εἰς τὴν Ἀνατολήν. Ἡ Φραγκοκρατία διὰ τὴν Ῥωμαιοσύνην δεν ἤρχισε μὲ τὴν ἐμφάνισιν τῶν Φράγκων εἰς τὴν Ἀνατολήν. Φραγκοκρατία ἀρχίζει μὲ τὴν ὑπὸ τῶν Φράγκων κατάκτησιν τῶν ἀναφερθεισὼν δυτικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ῥωμανίας.
Οὕτως ἐπεσπεύσθη ἡ ἀφομοίωσις τῆς ἐν τῇ Δύσει Ῥωμαιοσύνης, ἡ ὁποία μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου ἔμαθεν ὅτι εἰς τὴν Ἀνατολήν, περὶ τὴν Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ῥώμην, ὑπάρχουν ὄχι Ῥωμαῖοι ἀλλὰ «αἱρετικοὶ Γραικοὶ» μὲ «Γραικὸν βασιλέα». Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ θ' αἰῶνος καθιερώθη μεταξὺ τῶν Φράγκων θεολόγων ἡ παράδοσις να γράφουν ἔργα τιτλοφορούμενα «Κατὰ τῶν πλανῶν τῶν Γραικών».
Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς Φράγκους κατακτητὰς τῆς δυτικῆς Ῥωμαιοσύνης οἱ Ἄραβες καὶ Τούρκοι κατακτηταὶ τῆς ἀνατολικῆς Ῥωμαιοσύνης ἀπεκάλουν πάντοτε μὲ σεβασμὸν τοὺς πολίτας τῆς Ῥωμανίας Ῥούμ, δηλαδὴ Ῥωμαίους ἢ Ῥωμηούς. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν οἱ πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων ὀνομάζονται μέχρι σήμερον τουρκιστὶ καὶ ἀραβιστὶ Ῥοὺμ Πατρίκ, δηλαδὴ πατριάρχαι τῶν Ῥωμαίων. Οἱ δὲ Ὀρθόδοξοι ὁμογενεῖς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν λέγονται ἑλληνιστὶ Ῥωμαῖοι ἢ Ῥωμηοὶ καὶ τουρκιστὶ Ῥούμ. Εἰς τὰ ἄλλα πρεσβυγενὴ πατριαρχεῖα ὀνομάζονται ἀραβιστὶ Ῥούμ. Εἰς τὸ Κοράνιον τοῦ Μωάμεθ ὑπάρχει ὁλόκληρον κεφάλαιον (30), ὅπου ὁ ἰδρυτὴς τοῦ Ἰσλὰμ γράφει περὶ τῆς προσωρινῆς πτώσεως τῶν Ῥωμαίων εἰς τοὺς Πέρσας εἰς Μέσην Ἀνατολὴν καὶ προφητεύει τὸν τελικὸν θρίαμβον αὐτῶν, ὅπως καὶ πράγματι ἔγινεν ὑπὸ τὸν Ἡράκλειον μετ' ὀλίγα ἔτη. Εἲναι σαφὲς ἀπὸ τὸ ἐν λόγῳ κεφάλαιον ὅτι ὁ Μωάμεθ εἶχε τὴν ἐποχὴν αὐτὴν τὴν ἐντύπωσιν ὅτι ἐκήρυττε τὴν ἰδίαν πίστιν μὲ τοὺς Ῥωμαίους τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης.
Ἐπίσης πρέπει να σημειωθὴ ὅτι εἰς τάς συροφώνους πηγὰς ὡς καὶ εἰς τάς αἰθιοπικὰς τοῦ Μεσαίωνος, οἱ σήμερον κακῶς λεγόμενοι Βυζαντινοὶ ἐλέγοντο πάντοτε Ῥωμαῖοι. Μάλιστα οἱ μετὰ τὸ 1821 ὑπὸ τῶν Νεοελλήνων ὀνομασθέντες «Ἕλληνες» Πατέρες λέγονται πάντοτε Ῥωμαῖοι Πατέρες, ἀκριβῶς ὅπως συνέβαινεν εἰς ἡμὰς πρὸ τοῦ 1821.
Εἰς τὴν Μέσην Ἀνατολὴν οἱ σήμερον ἐν Ἑλλάδι λεγόμενοι Ῥωμαιοκαθολικοὶ λέγονται Λατῖνοι καὶ Φράγκοι ὡς συνέβαινεν ἀκριβῶς ἐν Ἑλλάδι καὶ Μικρὰ Ἀσία κατὰ τὴν τουρκοκρατίαν, ὡς καὶ κατὰ τὰ χρόνια τῆς ἐλευθέρας Ῥωμανίας. Ἱστορικὼς κατὰ τὸν μεσαίωνα Ῥωμαῖοι καὶ Καθολικοὶ εἲναι μόνον οἱ ὑπαγόμενοι εἰς τὰ ῥωμαϊκὰ πατριαρχεῖα Ὀρθόδοξοι μὲ κέντρον τὴν Κωνσταντινούπολιν. Οἱ Εὐρωπαίοι κατακτηταὶ τῆς δυτικῆς Ῥωμαιοσύνης δεν εἲναι Ῥωμαῖοι. Εἲναι Φράγκοι, Λογγοβάρδοι, Βουργουνδοί, Σάξωνες, Νορμανδοὶ καὶ Γότθοι, οἵτινες ἀφωμοίωσαν σὺν τῷ χρόνῳ τοὺς κατακτηθέντας Ῥωμαίους μεταβάλλοντες αὐτοὺς εἰς τοὺς δουλοπάροικους τοῦ εὐρωπαϊκοὺ Φεουδαλισμού. Λέγονται οἱ Εὐρωπαίοι τοῦ μὲ-σαίωνος Λατῖνοι διότι υἱοθέτησαν ὡς ἐπίσημον γλῶσσαν τῶν τὴν λατινικήν. Ῥωμαῖοι εἲναι μόνον οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ οἱ ἠνωμένοι μὲ τὴν Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ῥώμην, μὲ ἐπίσημον γλῶσσαν τὴν ἑλληνικήν. Κατὰ τὴν τουρκοκρατίαν οἱ Φράγκοι λέγονται ὑπὸ τῶν ἡμετέρων ὄχι Καθολικοὶ ἀλλὰ Κατολικοὶ.
Ἡ διάκρισις αὔτη μεταξὺ Λατίνων καὶ Ῥωμαίων φαίνεται σαφῶς ἀπὸ τὸ ἑξῆς ἐρώτημα, τὸ ὁποῖον ὑπεβλήθη εἰς τὸν ἐπίσκοπον Ἰωάννην τοῦ Κίτρους τῆς Μακεδονίας κατὰ τὰ τέλη τοῦ Ἰβ' αἰῶνος, «θάπτονται ὀρθόδοξοι Ῥωμαῖοι ἐν λατινικαῖς ἐκκλησίαις βαλλόμενοι παρά τε Ῥωμαίων καὶ Λατίνων ἐν ταυτῶ καὶ Λατῖνοι δὲ ἀποθνῄσκοντες, ὠσαύτως ψάλλονται ὅμου παρὰ Ῥωμαίων καὶ Λατίνων ἀδιακρίτως. Ἐπιτίμιόν ἐστιν, ἢ οὔ;».
Κατὰ τὸν ἴδιον αἰῶνα, τὸν Ἰβ', ὁ πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεοδωρος Βαλσάμων περὶ μικτοῦ γάμου μεταξὺ Ῥωμαίων καὶ Λατίνων γράφει τὰ ἑξῆς· «καὶ σημείωσαι, ὅτι κατὰ τὸν παρόντα κανόνα, ὡς ἔοικεν, ἀναγκάζει τὸ μέρος τῆς ἐκκλησίας τοὺς Λατίνους ἐξόμνυσθαι, θέλοντας γυναίκας λαβεῖν ἐκ τῆς Ῥωμανίας».
Πρέπει να τονισθὴ ὅτι ἱστορικὼς καὶ ὡς φαίνεται σαφῶς ἀπὸ τὴν ῥωμαϊκὴν νομοθεσίαν οὐδέποτε ἐταυτίζοντο οἱ Ῥωμαῖοι μὲ τοὺς ἀρχαίους Λατίνους ἢ Ἰταλούς, καὶ ὅταν ἀκόμη ἡ Πρεσβυτέρα Ῥώμη ἦτο ἡ πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας, θὰ ἐπανέλθωμεν εἰς τὸ θέμα αὐτό.
Ἡ τουρκικὴ ἀπόδοσις τοῦ μεσαιωνικοὺ κρατικοὺ ὀνόματος Ῥωμανία, τὸ πραγματικὸν ὄνομα τοῦ ἐπιβλαβὼς διὰ τὰ ἐθνικὰ συμφέροντα σήμερον λεγομένου βυζαντινοῦ κράτους, εἲναι τὸ ὄνομα Ῥούμελη. Τὰ ἱστορικὰ δικαιώματα τῆς Ῥωμαιοσύνης φαίνονται σαφῶς ἀπὸ τὴν χρῆσιν τοῦ ὀνόματος τούτου ὑπὸ τῶν Τούρκων. Πρὸ τῆς ἁλώσεως οἱ Τούρκοι ὠνόμαζον Ῥούμελην ὅλας τάς ἐλευθέρας ἐκτάσεις τῆς Μικρὰς Ἀσιὰς καὶ Εὐρώπης, αἱ ὁποῖαι διοικοῦντο ὑπὸ τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ῥώμῃ βασιλέως τῶν Ῥωμαίων. Ἀλλὰ καὶ μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ αἰῶνος τούτου οἱ Τούρκοι ὠνόμαζον Ῥούμελην ὁλόκληρον τὴν Θρᾴκην, ὁλόκληρον τὴν Μακεδονίαν καὶ ὁλόκληρον τὴν Ἤπειρον καὶ γενικὼς ὅλας τάς ἐκτάσεις ἀπὸ τοῦ Βελιγραδίου μέχρι τῆς Πελοποννήσου. Δηλαδὴ Ῥούμελη ἦτο τὸ εὐρωπαϊκὸν μέρος τῆς ὀθωμανικὴς αὐτοκρατορίας. Καθ' ὅλον τὸ διάστημα τοῦτο οἱ Τούρκοι διετήρησαν καὶ τὸ ὄνομα Κωνσταντινούπολις. Παραδόξως, ἐνῶ οἱ Τούρκοι διετήρησαν τὸ γεωγραφικὸν ὄνομα τῆς αὐτοκρατορίας μας, δηλαδὴ Ῥούμελη, οἱ Νεοέλληνες τὸ κατήργησαν καὶ τὸ ἀντικατέστησαν μὲ τὸ ὄνομα Ἑλλάς, δηλαδὴ μὲ τὸ ὄνομα μιᾶς μικρὰς ἐπαρχίας τῆς μεγάλης Ῥούμελης ἢ Ῥωμανίας.
Πάντως οἱ Σλαΰοι ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τοῦ ῥωσικοὺ Πανσλαυισμοὺ ἔκαμον μέγαν ἀγῶνα να σταματήσουν τὴν χρῆσιν τοῦ ὀνόματος Ῥοὺμ ἢ Ῥωμαῖος μεταξὺ τῶν κατοίκων τῶν ἐν λόγῳ ἐπαρχιῶν, διὰ να ἀποδείξουν ὅτι τὸ τουρκικὸν ὄνομα Ῥούμελη, τὸ ὁποῖον σημαίνει ἡ χώρα τῶν Ῥωμαίων, δεν ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν πραγματικὴν συνθέσιν τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Θρᾴκης, τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Ἠπείρου. Ἐξαιρετικὴν δραστηριότητα διὰ τὸν ἀφανισμὸν τοῦ ὀνόματος Ῥοὺμ ἢ Ῥωμαῖος ἐπέδειξαν κυρίως οἱ Βούλγαροι.
Παραδόξως ὅμως οἱ ἐξωτερικοὶ ἐχθροὶ τῆς Ῥωμαιοσύνης εὗρον ἐν Ἑλλάδι ἕνα ἀφελῆ σύμμαχον, τὸ δουλοπρεπὲς εἰς τὴν Φραγκιὰν νεογραικικὸν πνεῦμα. Τοῦτο ἀτυχῶς ἐκυριάρχησεν ἀπὸ τὸ 1821· ἐμφορούμενον δὲ ἀπὸ τὴν τότε εὐρωπαιοφραγκικὴν καὶ ῥωσικὴν παρερμηνείαν, προκαταλήψη καὶ περιφρόνησιν διὰ τὴν μεσαιωνικὴν Ῥωμαιοσύνην καὶ ἀπὸ ἀφοσίωσιν εἰς τὴν εὐρωπαϊκὴν περὶ ἀρχαίων Ἑλλήνων ἀντίληψιν καὶ δημιουργοῦν εἰς τοὺς Ῥωμηοὺς φανατισμὸν ἑνὸς τευτονικοὺ τύπου ῥατσισμού, μὲ τὴν σκέψιν ὅτι εἲναι ἀπόγονοι μόνον τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ἐκήρυττεν εἰς τοὺς ἑλλαδικοὺς Ῥωμηοὺς ὅτι δεν πρέπει να λέγωνται εἰς τὰ ἑξῆς Ἕλληνες καὶ Ῥωμαῖοι, ἀλλὰ μόνον Ἕλληνες καὶ Γραικοί.
Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς γραμμῆς αὐτῆς ἦτο ἡ διασπασις τῆς Ῥωμαιοσύνης, ἡ ἀφομοίωσις τῶν ἐκτὸς Ἑλλάδος Ῥωμαίων ὑπὸ τοῦ ἐπικρατήσαντος πολιτικοῦ καὶ ἐθνικοῦ περιβάλλοντος καὶ ὁ ἀφανισμὸς τῆς ῥωμαίικης γλώσσης ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, τὰ Ἱεροσόλυμα, τὸν Λίβανον, τὴν Συρίαν, τὴν Τουρκίαν, τὴν Ῥωσίαν, τὴν Ῥουμανίαν, τὴν Βουλγαρίαν, τὴν Σερβίαν καὶ τὴν Ἀλβανίαν, ἀφοῦ οἱ Ῥοὺμ ἢ Ῥωμαῖοι, ἢ Ῥωμάνοι τῶν περιοχῶν αὐτῶν ὀλίγον κατ’ ὀλίγον συνήθισαν εἰς τὴν ἰδέαν ὅτι ἐν Ἑλλάδι ὑπάρχουν μόνον Γραικοὶ καὶ ὄχι ὁμοεθνεῖς τῶν Ῥωμηοί, οἵτινες ὁμιλοῦν γραικικά, καὶ ὄχι ῥωμαίικα.
Ἡ ὁλοκλήρωσις τῆς καταστροφῆς τῆς ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος Ῥωμαιοσύνης ἐπῆλθε μὲ τὴν ἐπικράτησιν τοῦ φραγκικὴς προελεύσεως ὀνόματος βυζαντινὸν διὰ κάθε τι τὸ ῥωμαιικον. Οἱ ἐναπομείναντες Ῥοὺμ καὶ Ῥωμάνοι ἢ Ῥουμάνοι εἰς Μέσην Ἀνατολήν, Ῥουμανίαν καὶ Ἀλβανίαν δεν γνωρίζουν πλέον, ὅτι οἱ κακῶς σήμερον λεγόμενοι Βυζαντινοὶ εἲναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα μὲ τὸν ἑαυτὸν τῶν, δηλαδὴ ὅτι οἱ σήμερον λεγόμενοι Βυζαντινοὶ εἲναι ἑλληνιστὶ μὲν Ῥωμαῖοι ἢ Ῥωμηοί, λατινιστὶ δὲ Ῥωμάνοι καὶ ἀραβιστὶ καὶ τουρκιστὶ Ῥοὺμ μὲ κυρίαν καὶ ἐπίσημον γλῶσσαν τὰ Ῥωμαίικα.
Οὕτω τὸ 1821 ἐσήμανε τὴν ἀρχὴν τοῦ τέλους τοῦ ἔργου τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὅπερ καὶ εἰσῆλθε πλέον εἰς τὴν φάσιν τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ σχεδὸν ἀφανισμοῦ τοῦ. Τὸ νεογραικικὸν πνεῦμα, χωρὶς ἴσως να τὸ καταλάβουν οἱ κατασκευασταὶ τοῦ, κατώρθωσε να καταφέρῃ κατὰ τῆς Ῥωμαιοσύνης καὶ τῆς ἐπισήμου γλώσσης αὐτῆς τὰ καίρια ἐκεῖνα πλήγματα, τὰ ὁποῖα ἡ Φραγκιὰ καὶ ἡ Τουρκιὰ οὔτε κἀν ἐφαντάσθησαν ὅτι εἲναι ποτὲ δυνατὸν να ἐπιτευχθοὺν καὶ μάλιστα τόσον ῥαγδαίως, ἐντὸς 150 μόνον ἐτῶν!
Ἡ ῥωμαίικη μοῦσα ἀναφερομένη εἰς τὴν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης μὲ πόνον τραγουδάει· «Οἱ Τουρκ'... ἐκούρσευαν τὴμ Πόλ' τῇ Ῥωμανίαν»18α, δηλαδὴ ἔπηραν τὴν Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ῥώμην. Οἱ γνήσιοι Ἕλληνες συγκλονίζονται κυριολεκτικὼς ἀπὸ συγκίνησιν, ὅταν λέγουν ὅτι εἲναι Ῥωμηοί, διότι Ῥωμαῖος σημαίνει πολίτης τῆς Νέας Ῥώμης, δηλαδὴ τῆς Ῥωμανίας ἢ τῆς Ῥούμελης ἢ τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ «αὐτοδικαίως Κωνσταντινουπολίτης. Ἀκριβῶς τὴν ἰδίαν σημασίαν ἔχουν ἱστορικὼς τὸ λατινικὸν Ῥωμάνος καὶ τὸ ἀραβοτουρκικὸν Ῥούμ.
Καθ' ὅλον τὸν μεσαίωνα καὶ κατὰ τὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας οἱ λατινιστὶ λεγόμενοι Ῥουμάνοι καὶ οἱ τουρκιστὶ καὶ ἀραβιστι λεγόμενοι Ῥοὺμ εἶχον πάντοτε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀρβανίτας Ῥωμαίους ἑλληνόφωνον ἡγεσίαν πολιτικὴν καὶ ἐκκλησιαστικήν. Οἱ Ῥουμάνοι, οἱ Ἀρβανίται καὶ οἱ Ῥοὺμ ἦσαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον δίγλωσσοι. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ βλάχικα, ἀρβανίτικα, ἀραβικὰ καὶ τούρκικα εἶχον ὡς ἐπίσημον γλῶσσαν τὴν ῥωμαίικην. Τοῦτο ἴσχυε κυρίως κατὰ τὴν τουρκοκρατίαν καὶ διὰ τοὺς τότε ὀλίγους Σέρβους καὶ Βουλγάρους, οἱ ὁποῖοι εἶχον ἀποκτήσει ῥωμαίικην συνείδησιν καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον διγλωσσίαν.
Πρέπει να ἔχωμεν ὑπ' ὄψιν ὅτι ἡ αὐτοκρατορία τῆς Ῥωμανίας, δηλαδὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης, εἶχεν ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τῆς δύο ἐπισήμους γλώσσας, τὴν λατινικὴν καὶ τὴν ἑλληνικήν. Εἲναι μεγάλης σημασίας τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἴδιον ὄνομα μὲ ἕνα ἰῶτα, τὸ «ῥωμαϊκά», σημαίνει λατινικὰ καὶ μὲ δύο ἰῶτα, τὸ «ῥωμαίικα», σημαίνει ἑλληνικά, δηλοῦν οὕτω τάς δυο γλώσσας τῶν Ῥωμαίων. Πρὶν ἀκόμη μεταφερθὴ ἡ πόλις τῆς Ῥώμης ὑπὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, εἶχεν ἤδη ὑποχωρήσει ἡ ῥωμαϊκὴ καὶ ἐπεκράτησεν ὡς πρώτη γλῶσσα ἡ ἑλληνική, ὅπως θὰ ἴδωμεν. Σὺν τῷ χρόνῳ ἡ ῥωμαίικη ἐπεκράτησεν ὡς ἡ μόνη ἐπίσημος γλῶσσα τῆς Ῥωμανίας.
Αὐτὸ ὅμως δεν σημαίνει ὅτι ἐξέλιπον ἐν τῇ Ῥωμανία οἱ λατινόφωνοι Ῥωμαῖοι. Ὄχι μόνον δεν ἐξέλιπον, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνας τῆς ὑποδουλώσεως τῆς ἐν τῇ Δύσει Ῥωμαιοσύνης ὑπὸ τῶν γερμανικὼν φυλῶν κατέφευγον πολλοὶ λατινόφωνοι Ῥωμαῖοι, δηλαδὴ οἱ ῥωμαϊστὶ λεγόμενοι Ῥωμάνοι, εἰς τὴν ἐλευθέραν ἀνατολικὴν Ῥωμανίαν. Σημειωτέον ὅτι εἰς τὴν βλαχικὴν γλῶσσαν τῶν λατινοφώνων Ῥωμαίων τούτων διασῴζεται ἡ λατινικὴ γραμματικὴ καὶ ἔχει ὡς ἐκ τούτου τὸ δικαίωμα να λέγεται νεολατινικὴ ἢ νεοῤῥωμαϊκή, ἐνῶ τὰ ἰταλικά, γαλλικὰ καὶ ἱσπανικά, ἂν καὶ λατινογενεὶς γλῶσσαι, δεν εἲναι λατινικά, διότι δεν διασώζουν τὴν λατινικὴν γραμματικήν, ἀφοῦ εἰς αὐτὰ ἐπεκράτησε τὸ γερμανικὸν στοιχεῖον τῶν κατακτητῶν. Τὰ ἀρβανίτικα εἲναι κατὰ τὰ 50% ῥωμαϊκὰ καὶ νεοῤῥωμαϊκά, 25% - 30% ῥωμαίικα (ἑλληνικά), καὶ τὰ ὑπόλοιπα σλαυικὰ καὶ τούρκικα. Ἡ γλῶσσα τῶν Ἀρβανιτὼν δεικνύει ὅτι οἱ Ἀρβανίται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἲναι ἀπόγονοι λατινοφώνων καὶ ἑλληνοφώνων Ῥωμαίων. Τὴν μεγαλυτέραν συγγένειαν ἐκ τῶν λατινογενὼν γλωσσῶν μὲ τὰ βλάχικα τὴν ἔχουν ὡς φαίνεται τὰ πορτογαλικά.
Πάντως ἐκεῖνο ποῦ μας ἐνδιαφέρει εἲναι ὅτι ἡ ἐπίσημος γλῶσσα τῶν Ἀρβανιτὼν καὶ τῶν Ῥουμάνων καθ' ὅλον τὸν μεσαίωνα καὶ τὴν τουρκοκρατίαν ἦτο ἡ ῥωμαίικη, διότι ἁπλούστατα ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀπὸ τοῦ ζ' αἰῶνος ἔγινεν ἡ μόνη ἐπίσημος γλῶσσα τῆς Ῥωμανίας, χωρὶς τοῦτο να σημαίνη ὅτι ἀνεπτύχθη ἄρνησις διὰ τὴν δευτέραν ἱστορικὴν γλῶσσαν τῆς Ῥωμαιοσύνης.
Οἱ Ῥουμάνοι γνωρίζουν σήμερον ὅτι εἲναι Ῥωμαῖοι, καὶ ὅτι τὸ κρατικὸν τῶν ὄνομα κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν εἶναι Ῥωμανία, ἀλλὰ δεν γνωρίζουν ὅτι ἡ λεγομένη βυζαντινὴ αὐτοκρατορία εἲναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιον πρᾶγμα μὲ τὸ κρατικὸν τῶν ὄνομα, τὸ ὁποῖον διετήρησαν εἰς τὴν ἐθνικὴν τῶν μνήμην. Ἐπίσης δεν γνωρίζουν ὅτι οἱ ὑπὸ τῶν Εὐρωπαίων καὶ Σλαύων λεγόμενοι Γραικοὶ εἲναι καὶ αὐτοὶ Ῥωμαῖοι καὶ ὅτι τὰ ἑλληνικὰ λέγονται καὶ ῥωμαίικα.
Οὕτως ἐπανερχόμενα εἰς τὰ δύο ἀδέλφια ἀπὸ τὴν Ἀλβανίαν, μὲ τὰ ὁποῖα ἤρχισα τὸ κεφάλαιον τοῦτο. Πῶς συμβαίνει δυο Ἀρδανίται ἀδελφοὶ μὲ ἑλληνικὸν ὄνομα να λέγεται ὁ ἔνας Ἀλβανὸς καὶ ὁ ἄλλος Ἕλλην; Ἡ ἀπάντησις φαίνεται ἁπλή. Ἐὰν τὰ παλαιὰ χρόνια ἐρωτοῦσε κανεὶς ἕνα χριστιανὸν Ἀρβανίτην ἢ Βλάχον, ποῦ ἤξευρε μόνον ἀρβανίτικα ἢ βλάχικα, τὶ εἴναι, θὰ ἀπεκρίνετο ἀμέσως: Ῥωμαῖος. Ἀκριβῶς οὕτω θὰ ἀπεκρίνετο καὶ ὁ δίγλωσσος Ἀρβανίτης ἢ Βλάχος ποῦ ἐγνώριζε καὶ τὰ ῥωμαίικα.
Ἀλλ' ὅμως ἐπαύσαμεν να ἐρωτῶμεν ἐὰν εἲναι Ῥωμαῖος ἢ Ῥωμηὸς καὶ ἠρχίσαμεν ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους να ἐρωτῶμεν ἐὰν εἲναι Ἕλλην, ὄνομα τὸ ὁποῖον οἱ ἐκτὸς τοῦ ἑλλαδικοὺ θέματος Ῥωμαῖοι ἢ Ῥωμηοὶ σχεδὸν οὐδέποτε ἐχρησιμοποιούσαν. Ὅταν δὲ ἐξησθένησεν ἡ παράδοσις να λέγεται ῥωμαίικη ἡ ἐπίσημος γλῶσσα τῶν Ῥωμαίων καὶ ἀντ' αὐτοῦ ἐπεκράτησε να λέγεται γραικικὴ ἢ ἑλληνικὴ μόνον, τότε καὶ μόνον τότε οἱ Ἀρβανίται, Βλάχοι καὶ οἱ ἀραβόφωνοι Ῥωμαῖοι ἔπαυσαν να συγκινούνται ἐθνικὼς μὲ τὴν ἐπίσημον γλῶσσαν τῶν Ῥωμαίων προγόνων τῶν καὶ ἐπεδόθησαν, ὑπὸ τὴν κηδεμονίαν τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ῥώσων, εἰς τὸ να στραφοὺν ἐναντίον τῆς ῥωμαίικης γλώσσης καὶ ὑπὲρ τῆς τοπικῆς τῶν διαλέκτου μόνον.
Τοῦτο μάλιστα ἐπετεύχθη μὲ τὴν ῥωσικὴν καὶ εὐρωπαϊκὴν προπαγάνδαν, καθ' ἢν οἱ λεγόμενοι Βυζαντινοὶ ἢ Γραικοὶ κατεδυνάστευον τοὺς Ῥουμάνους, τοὺς Ἀρβανίτας, καὶ τοὺς ἀραβόφωνους Ῥοὺμ καὶ εὑρίσκοντο ἀνάμεσα τῶν ὡς ἀποικιοκράται. Τὴν στιγμὴν αὐτὴν κινδυνεύει ἀπὸ τὴν προπαγάνδαν αὐτὴν τὸ Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων μὲ τὰ τόσα προσκυνήματα τοῦ, τὰ ὁποῖα εὑρίσκονται ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἰς τὴν κατοχὴν τῆς Ῥωμαιοσύνης. Εἰς τὴν πραγματικότητα ἐπρόκειτο πάντοτε περὶ μιᾶς ἑνιαίας καὶ ἠνωμένης Ῥωμαιοσύνης, μὲ ἐπίσημον γλῶσσαν ἑνότητος τὰ ῥωμαίικα. Ἦτο πάντοτε φυσικὸν ἡ ἡγεσία Ῥωμαίων ἐπὶ Ῥωμαίων να ἑξασκήται μέσῳ τῆς ἐπισήμου ῥωμαίικης γλώσσης. Οὐδόλως ἐπρόκειτο περὶ καταδυναστεύσεως Γραικὼν ἡ Ἑλλήνων ἐπὶ Ῥωμαίων, δηλαδὴ ἐπὶ Ἀρβανιτών, Ῥουμάνων, καὶ Ῥούμ. Ἀδίστακτοι τίνες ψευδοεπιστήμονες προπαγανδισταὶ ξένοι δεν ἐντρέπονται να ἰσχυρίζωνται ἀκόμη ὅτι ἡ Ἑλλὰς καὶ οἱ Ἕλληνες ἦσαν ὑπόδουλοι εἰς τοὺς Βυζαντινοὺς καὶ ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς ἀπελευθερώσεως τῶν Ἑλλήνων ὕπηρξεν ἡ πτῶσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἰς τοὺς Τούρκους. Τὰ τοιαῦτα ἠκούσθησαν ἐν Ἑλλάδι ἀπὸ ξένον ῥαδιοφωνικὸν σταθμὸν πρὸ δύο ἐτῶν εἰς ἑλληνικὴν ἐκπομπὴν ὄχι ἀπὸ τὸ ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑ ἄλλα ἀπὸ «φίλην» χώραν τοῦ ΝΑΤΟ.
2) Ἀντιφάσεις εἰς τὴν εὐρωπαϊκὴν ἱστορικὴν ἐπιστήμην.
Εἰς τὴν εὐρωπαϊκὴν ἱστορικὴν ἐπιστήμην ὑπάρχουν ὡρισμέναι σπουδαῖαι, ἀντιφάσεις καὶ παρερμηνεῖαι, αἱ ὁποῖαι ἔχουν ὡς πηγὴν τῶν τὴν ἀπὸ τοῦ θ' αἰῶνος ἀναφερθείσαν ἄρνησιν τῶν Φράγκων να ἀποκαλοῦν Ῥωμαίους τοὺς περὶ τὴν Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ῥώμην πολίτας καὶ τὴν πείσμονα ἐπιμονὴν τῶν Φράγκων να ἀποδίδουν εἰς τοὺς ἀνατολικοὺς ἐλευθέρους Ῥωμαίους καὶ εἰς τὸν βασιλέα τῶν ὡς μόνον καὶ ἐπίσημον ὄνομα τὸ «Γραικός». Οὕτω βλέπομεν εἰς τὰ φραγκικὰ ἔγγραφα καὶ ἔργα καθ' ὅλον τὸν μεσαίωνα να ἀποκαλούμεθα ἀντὶ Ῥωμαῖοι «Γραικοί». Ἐπίσης εἰς τάς ὑπὸ τῶν Φράγκων γενομένας μεταφράσεις ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ εἰς τὰ λατινικὰ τὸ Ῥωμαῖος ἀποδίδεται μὲ τὸ «Γραικὸς» καὶ τὸ βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων μὲ τὸ «imperator Graecorum».
Σήμερον ὅμως ἀντὶ τοῦ «Γραικὸς» χρησιμοποιοὺν κατὰ τρόπον συστηματικὸν ὅλοι οἱ Εὐρωπαίοι καὶ οἱ Ῥώσοι καὶ μαζὶ τῶν οἱ Νεογραικο! μαθηταὶ τῶν τὸ «Βυζαντινός». Συνηθίζουν οἱ Εὐρωπαίοι, οἱ Ῥώσοι καὶ οἱ Ἀμερικανοὶ ἱστορικοὶ να δικαιολογοὺν τὴν χρῆσιν ταύτην τοῦ «Βυζαντινὸς» μὲ τὸν ἰσχυρισμόν, ὅτι μετὰ τὸν Μέγαν Ἰουστινιανὸν ἢ καὶ ἐνωρίτερον ἡ αὐτοκρατορία τῶν Ῥωμαίων ἔγινε γραικικὴ καὶ ἀνατολική. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, διατὶ τὸ βυζαντινὴ καὶ ὄχι τὸ γραικική, ἀφοῦ ἔγινε γραικική; Μήπως ἐπειδὴ οἱ ἐλεύτεροι Γραικοὶ δεν πρέπει να ταυτιστοὺν μὲ τὴν αὐτοκρατορίαν τῶν καὶ να ἔχουν βλέψεις ἐπανασυστάσεως;
Θαυμασίαν κατοχύρωσιν τῶν ἐθνικῶν τῶν συμφερόντων ἔχουν οἱ Τούρκοι. Τοὺς Ἑλλαδικοὺς ἀποκαλοῦν Ἴωνας, τοὺς ἐν Κωνσταντινουπόλει ὁμοεθνεῖς Ῥούμ, καὶ τὴν ἱστορίαν τῆς αὐτοκρατορίας βυζαντινήν. Ἴσως τὸ παραδοξότερον εἲναι ὅτι οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει ὁμοεθνεῖς καὶ ὁμογενεῖς χρησιμοποιοὺν ὀρθῶς τὸ Ῥωμαῖος καὶ τὸ Ῥωμηὸς πρὸς ἀπόδοσιν τοῦ Ῥούμ, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἐπηρεασθέντες ἀπὸ τὴν Εὐρώπην καὶ τὴν Ἑλλάδα ὁμιλοῦν πάντοτε διὰ βυζαντινὴν ἱστορίαν, βυζαντινοὺς αὐτοκράτορας, βυζαντινὴν μουσικὴν καὶ βυζαντινά. Ἀφοῦ οἱ ἴδιοι λέγονται ἐπισήμως Ῥωμαῖοι καὶ Ῥωμηοί, πῶς ἐπεκράτησε καὶ εἰς αὐτοὺς τὸ βυζαντινὸν διὰ κάθε τι τὸ ῥωμαίικον;
Εἰς τὴν Μέσην Ἀνατολὴν ἔχομεν ἄλλην κατάστασιν. "Ὑπὸ τὴν ἐπιδρᾶσιν τῶν Φραντσέζων καὶ Ἄγγλων ἀπεδόθη τὸ Ῥοὺμ μὲ τὸ «Γραικὸς» τῶν Φράγκων εἰς τάς εὐρωπαϊκὰς γλώσσας. Παραδόξως ὅμως εὑρίσκει κανεὶς εἰς τὴν Ἑλλάδα να ἀποκαλοῦνται οἱ Ῥωμαῖοι Ὀρθόδοξοι τῆς Μέσης Ἀνατολῆς «Ἄραβες» Ὀρθόδοξοι. Εἲναι ἡ ἐπίσημος γραμμὴ τῶν Ῥώσων ἀπὸ τοῦ παρελθόντος αἰῶνος, ἡ ὁποία ἐπεκράτησε μεταξὺ τῶν Λατίνων καὶ Προτεσταντών. Υἱοθετήθη φαίνεται ἡ γραμμὴ αὐτὴ ἐν μέρει διότι εὑρεθέντες οἱ Εὐρωπαίοι καὶ οἱ τσαρικοὶ Ῥώσοι ἄπρακτοι καὶ ἀποτυχημένοι εἰς τὴν προσπάθειαν τῶν να προσηλυτίσουν τοὺς Ἄραβας εἰς τὸν Χριστιανισμόν, προσεπάθουν τοὺς ἀραβόφωνους Ῥωμαίους να κάμουν Ἄραβας, διὰ να χρησιμεύσουν ὡς γέφυρα, ὥστε δι' αὐτῆς να περάσουν οἱ Ἄραβες εἰς τὸν Χριστιανισμόν. Παραδόξως ἔγινε παράλληλος προσπάθεια να μετατρέψουν τοὺς ἐν Κωνσταντινουπόλει Ῥωμαίους Ὀρθοδόξους εἰς Τούρκους Ὀρθοδόξους.
Ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἡ ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία μετὰ τὸν Μέγαν Κωνσταντῖνον πρέπει να λέγεται βυζαντινή, διότι ἔγινεν ἀνατολικὴ καὶ γραικικὴ ἢ ἑλληνική, θὰ ἔπρεπε να εἶχεν ὡς βασικὴν προϋπόθεσιν, ὅτι ὕπηρχε κάποιος ῥωμαϊκὸς πολιτισμός, ὅστις ἔγινε γραικικὸς ἢ ἑλληνικὸς καὶ διὰ τοῦτο πρέπει να λέγεται βυζαντινὸς πολιτι σμός. Ἀλλὰ πάλιν, ἀφοῦ ἔγινε γραικικὸς ἢ ἑλληνικός, διατὶ να λέγεται βυζαντινός;
Ἀκριβῶς εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ εὑρίσκομεν τὴν μεγαλυτέραν ἀντίφασιν εἰς τὴν εὐρωπαϊκὴν ἱστορικὴν ἐπιστήμην. Εἲναι γενικὼς ἀποδεκτὸν ὅτι ῥωμαϊκὸς πολιτισμὸς δεν ὕπηρξέ ποτε, ἀφοῦ οἱ Ῥωμαῖοι ἐξ ἀρχῆς υἱοθέτησαν τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμόν, ὡς καὶ τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ὁ μεγαλύτερος Ἀγγλοσάξων ἱστορικὸς τῶν πολιτισμῶν, ὁ Arnold Toynbee, συμπεριλαμβάνει εἰς τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμὸν τὴν ῥωμαϊκὴν δημοκρατίαν καὶ τὴν ῥωμαϊκὴν αὐτοκρατορίαν καὶ μάλιστα ἀποκαλεῖ τὸ ῥωμαϊκὸν κράτος «Οἰκουμενικὸν Ἑλληνικὸν Κράτος».
Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ πολιτισμὸς τῶν Ῥωμαίων ἦτο ἐξ ἀρχῆς ἑλληνικός, πρὶν ἀκόμη ἐμφανισθοὺν οἱ Ῥωμαῖοι εἰς τὴν Ἀνατολὴν ὡς κατακτηταὶ καὶ πρὶν μεταφέρῃ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὴν πρωτεύουσαν καὶ τὴν πόλιν τῆς Ῥώμης εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη Νέαν Ῥώμην.
Ἐὰν λοιπὸν παραδεχθῶμεν ὅτι ἡ ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία μετὰ τὸν Μέγαν Κωνσταντῖνον πρέπει να λέγεται βυζαντινή, διότι ἐγινεν ἑλληνική, τότε ἱστορικὼς ἀκριβὲ-στερον θὰ ἦτο να λέγεται βυζαντινὴ ὄχι μόνον ἡ ἐν Ἰταλίᾳ ἐδρεύουσα ῥωμαϊκῇ αὐτοκρατορία, ἀλλὰ καὶ ἡ ῥωμαϊκὴ δημοκρατία, ἀφοῦ ἡ βασιλεύουσα πόλις ἐν Ἰταλίᾳ, ἡ Πρεσβυτέρα Ῥώμη, εἶχε γίνει κατὰ τὴν δημοκρατικὴν τῆς περίοδον ἑλληνικότατη, πολλοὺς αἰῶνας πρὶν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὴν μεταφέρῃ εἰς τὴν Ἀνατολὴν ὅπως θὰ ἴδωμεν.
Ὑπάρχει ὅμως μία ἀκόμη ἀντίφασις εἰς τὴν εὐρωπαϊκὴν ἱστοριογραφίαν, ἡ ὁποία δι’ ἡμᾶς ἴσως εἲναι καὶ ἡ σπουδαιότερα. Ἐνῶ ἀφ' ἑνὸς μὲν ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ἔγινε βυζαντινή, διότι ἔγινεν ἑλληνική, ἀφ' ἑτέρου δὲ λέγουν ὅτι ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς τῆς ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἔγινε βυζαντινός, διότι μετὰ τὸν ζ' αἰῶνα ἔπαυσεν ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς να ὑπάρχῃ. Ἀλλὰ πῶς ὅμως συμβαίνει να γίνεται ἡ αὐτοκρατορία βυζαντινὴ διότι γίνεται ἑλληνικὴ καὶ ὁ πολιτισμὸς βυζαντινός, διότι παύει να εἲναι ἑλληνικός;
Αἱ ἀντιφάσεις διὰ τοὺς Εὐρωπαίους ἱστορικοὺς προέρχονται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀφ' ἑνὸς μὲν εἲναι ὑποχρεωμένοι να ἀναγνωρίσουν ὅτι οἱ Ῥωμαῖοι ἔχουν τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμόν, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἔχουν οἱ Εὐρωπαίοι βαθεῖα ῥιζωμένην μέσα τῶν τὴν προκατάληψιν τῶν Φράγκων προγόνων τῶν ὅτι οἱ Ῥωμαῖοι τῆς Ἀνατολῆς δεν εἲναι ἢ δεν ἔμειναν γνήσιοι Ῥωμαῖοι οὔτε γνήσιοι Χριστιανοί. Μεταξὺ τῶν οὐμανιστὼν ἱστορικῶν τῆς Εὐρώπης ὁ γνήσιος Χριστιανισμὸς ἔχει χάσει τὴν παλαιοτέραν σημασίαν τοῦ καὶ ἔχει ἀντικατασταθῇ μὲ τὴν γενικωτέραν ἰδέαν «πολιτισμός». Οὕτως ἡ φραγκικὴ προπαγάνδα περὶ ἀποκοπῇς τῶν «Γραικὼν» ἀπὸ τὴν ῥωμαϊκὴν καὶ χριστιανικὴν γνησιότητα προσέλαβε μεταξὺ τῶν οὐμανιστὼν Εὐρωπαίων τὴν μορφὴν τῆς ἀποκοπῆς τῶν «Βυζαντινῶν» ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμὸν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων.
3) Οἱ Νεογραικοὶ ἔναντι τῶν ἐν προκειμένῳ ἀντιφάσεων.
Ὅταν ἤλθα πρὸ τεσσάρων ἐτῶν εἰς τὴν Ἑλλάδα, διὰ να ἀναλάβω τὰ καθήκοντά μου ὡς καθηγητοῦ πανεπιστημίου, ἐξεπλάγην ἀπὸ τάς τόσας φορὰς ποῦ ἤκουα να ἐπικαλοῦνται τὸν προαναφερθέντα Ἀγγλοσάξονα ἱστορικὸν τῶν πολιτισμῶν Arnold Toynbee διὰ τὸν ἀπέραντον θαυμασμὸν τοῦ ἔναντι τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς συμβολῆς τοῦ πολιτισμοῦ τούτου εἰς τὸν δυτικὸν πολιτισμόν. Φαίνεται σαφῶς ὅμως ὅτι οἱ χρησιμοποιοῦντες τὸν Toynbee Νεοέλληνες δεν ἐπρόσεξαν τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Toynbee τερματίζει τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμὸν περὶ τὸ ἔτος 675 καὶ συγκαταλέγει τὸν ἑλληνικὸν αὐτὸν πολιτισμὸν μεταξὺ τῶν νεκρῶν πολιτισμών. Τὸ ἴδιο κάμνουν ὅλοι οἱ τύπου Toynbee λεγόμενοι φιλέλληνες. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐκήρυττον οἱ τοιοῦτοι Εὐρωπαίοι τὸν θάνατον τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἐχρησιμοποίουν τὸν ὀρὸν βυζαντινὸς πολιτισμὸς εἰς δήλωσιν τῆς ἐν λόγῳ ἀντικαταστάσεως καὶ ἀλλαγῇς πολιτισμών.
Κατὰ τὸν ἴδιον Toynbee ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς εἰς τὴν Δύσιν κατεστράφη ὑπὸ τῶν βαρβάρων γερμανικὼν φύλων ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τῶν Φράγκων, οἱ ὁποῖοι ὀλίγον κατ' ὀλίγον ἔκτισαν τὸν δυτικὸν πολιτισμὸν εἰς τὰ ἐρείπια τοῦ καταστραφέντος τούτου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Οὕτως ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς ἑξαφανίζεται εἰς τὴν Δύσιν διὰ τῆς καταστροφῆς, εἰς δὲ τὴν Ἀνατολὴν διὰ τῆς μεταβολῆς τοῦ εἰς βυζαντινόν.
Αἱ τοιαῦται θεωρίαι ὁμοιάζουν μὲ τάς τῶν Φράγκων τοῦ θ' - ἰ' αἰῶνος. Οὔτοι εὑρεθέντες τότε εἰς ἀδυναμίαν να κατακτήσουν καὶ καταστρέψουν τὸ κράτος τῶν Ῥωμαίων εἰς τὴν Ἀνατολήν, ἤλλαξαν τὸ ὄνομα τῶν πολιτῶν καὶ τοῦ βασιλέως ἀπὸ «Ῥωμαῖος» εἰς «Γραικὸς» καὶ τοῦ κράτους τῶν ἀπὸ «Ῥωμανίαν» εἰς «Γραικίαν».
Πάντως ἀντελήφθην πολὺ γρήγορα ὅτι οἱ Νεογραικοὶ διὰ κάποιον ἀνεξήγητον λόγον εἶχον τὴν ἐντύπωσιν, ὅτι οἱ ξένοι φιλέλληνες εἲναι θαυμασταὶ ὄχι μόνον τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ἀλλὰ καὶ τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων καὶ ὅτι θεωροῦν τὸν σημερινὸν πολιτισμὸν τῆς Ἑλλάδος ὡς ἑλληνικόν.
Ὅταν ἤρχισα μίαν προσπάθειαν να διαφωτίσω ὡρισμένους περὶ τῆς πραγματικότητος (δηλαδὴ ὅτι οἱ φιλέλληνες τύπου Toynbee πιστεύουν ὅτι μετὰ τὸν ζ' αἰῶνα δεν ὑπάρχει πλέον ἑλληνικὸς πολιτισμός), συνήντησα μίαν ἀφελῆ ἀντιδρᾶσιν. Ἰσχυρίσθησάν τινες ὅτι ὁ Toynbee δεν γνωρίζει τὶ λέγει, διότι ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς καὶ ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς εἲναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα.
Τὸ ἀφελὲς ἄλλα καὶ σκανδαλῶδες τῆς ταυτίσεως ταύτης τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ δυτικοῦ πολιτισμοῦ φαίνεται σαφῶς ἀπὸ τὸ ἁπλούστατον γεγονὸς ὅτι οἱ μόνοι οἱ ὁποῖοι πιστεύουν εἰς αὐτὴν εἲναι οἱ ἐξευρωπαϊσθέντες Νεογραικοί. Οὔτε οἱ Ῥωμηοὶ τὴν πιστεύουν, ἄλλα οὔτε κανεὶς σοβαρὸς ἱστορικὸς τῆς Εὐρώπης τὴν πιστεύει. Σαφεστάτη δι' ὅλους εἲναι ἡ διάκρισις μεταξὺ εὐρωπαϊκοὺ πολιτισμοῦ καὶ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ, δηλαδὴ τῆς Ῥωμηοσύνης. Οἱ Ἱστορικοὶ τύπου Toynbee κάμνουν σοβαρὰ λάθη, ὅταν ἀσχολούνται μὲ τὴν ἀνατολικὴν Ῥωμαιοσύνην, ἀλλὰ γνωρίζουν πολὺ καλὰ ὅτι ἡ δυτικὴ Ῥωμαιοσύνη, τὴν ὁποίαν ὀνομάζουν ἑλληνικὸν πολιτισμὸν τῶν Ῥωμαίων, δεν ταυτίζεται μὲ τὸν δυτικὸν πολιτισμὸν τὸν ὁποῖον ἵδρυσαν οἱ Φράγκοι. Ὁ πολιτισμὸς τῶν πνευματικῶν ἀπογόνων τῶν Φράγκων λέγεται δυτικὸς ἢ εὐρωπαϊκὸς καὶ ὄχι ἑλληνικὸς ἢ βυζαντινός, ἁπλούστατα διότι δεν εἲναι ἑλληνικὸς οὔτε βυζαντινός, παρ' ὅτι ὀφείλει πολλὰ εἰς αὐτούς. Οἱ Εὐρωπαίοι ὄχι μόνον θεωροῦν τερματισθείσαν τὴν ἱστορικὴν ὑπαρξιν τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ εἰς τὴν Δύσιν καὶ τὴν Ἀνατολήν, ὡς περιεγράψαμεν ἐν ὀλίγοις, ἄλλα καὶ πιστεύουν ὅτι πολὺ ὀλίγα ἔχουν ἀπομείνει ἀπὸ τὸν λεγόμενον βυζαντινὸν πολιτισμόν, δηλαδὴ τὴν Ῥωμαιοσύνην, καὶ ὅτι οἱ σημερινοὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ εὑρίσκονται πλέον εἰς τὸ χωνευτήριον τοῦ δυτικοῦ ἢ εὐρωπαϊκοὺ πολιτισμοῦ καὶ θὰ ἑξαφανιστοὺν πλέον ὡς ξεχωριστὴ ὀντότης.
Πολὺ ἀποκαλυπτικὰ ἐν προκειμένῳ εἶναι τὰ γραφόμενα τοῦ Toynbee περὶ τῶν σχέσεων μεταξὺ τοῦ Ἰσλὰμ καὶ τῆς Δύσεως, ἔνθα περιγράφονται παράλληλα σχέδια ἀφομοιώσεως τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, δηλαδὴ τῆς Ῥωμηοσύνης, ὑπὸ τοῦ δυτικοῦ ἢ εὐρωπαϊκοὺ πολιτισμοῦ.
Γράφει ὁ Toynbee, «Αὐτὴ ἡ ὁμόκεντρος ἐπίθεσις τῆς μοδέρνας Δύσεως κατὰ τοῦ ἰσλαμικοὺ κόσμου ἐνεκαινίασε τὴν παροῦσαν συμπλοκὴν μεταξὺ τῶν δύο πολιτισμῶν. θὰ γίνη ἀντιληπτὸν ὅτι αὐτὴ εἲναι μέρος ἑνὸς μεγαλυτέρου καὶ φιλοδοξοτέρου κινήματος διὰ τοῦ ὁποίου ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς δεν σκοπεύει τίποτε ὀλιγώτερον ἀπὸ τὴν ἐνσωμάτωσιν ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος εἰς μίαν μοναδικὴν μεγάλην κοινωνίαν, καὶ τὸν ἔλεγχον παντὸς πράγματος ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς τὸν ἀέρα, καὶ εἰς τὴν θάλασσαν, τὸ ὁποῖον δύναται ἡ ἀνθρωπότης να ἐκμεταλλευθεῖ μέσῳ τῆς μοδέρνας δυτικῆς τεχνικῆς. Αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἡ Δύσις κάμνει τώρα εἰς τὸ Ἰσλάμ, τὸ κάμνει συγχρόνως καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς ἐπιβιοῦντας πολιτισμοὺς — τὸν ὀρθόδοξον χριστιανικόν, τὸν ἰνδικόν, καὶ τὸν κόσμον τῆς Ἀπῶ Ἀνατολῆς — ὡς καὶ εἰς τάς ἐπιβιοῦσας πρωτογόνους κοινωνίας, αἱ ὁποῖαι τώρα πολιορκοῦνται ἀκόμη καὶ εἰς τὰ τελευταῖα τῶν ὀχυρὰ εἰς τὴν τροπικὴν Ἀφρικήν. Οὕτως ἡ σύγχρονος ἐμπλοκὴ μεταξὺ τοῦ Ἰσλὰμ καὶ τῆς Δύσεως εἲναι ὄχι μόνον πιὸ δραστήρια καὶ οἰκεία ἀπὸ οἰανδήποτε φάσιν τῶν ἐπαφῶν τῶν εἰς τὸ παρελθόν· ξεχωρίζει ἐπίσης εἰς τὸ ὅτι εἲναι ἐν περιστατικὸν εἰς μίαν προσπάθειαν τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου να «δυτικοποιήση» τὸν κόσμον...».
Εἰς τὴν προσπάθειαν αὐτὴν ἡ Τουρκία τοῦ Ἀτατοὺρκ θεωρεῖται ἴσως ἡ μεγαλύτερα ἐπιτυχία τοῦ δυτικοῦ ἢ εὐρωπαϊκοὺ πολιτισμοῦ, ἀφοῦ ἐλπίζεται να χρησιμοποιηθεῖ ὡς σφῆνα διὰ τὴν ἐν προκειμένῳ δυτικοποίησιν τοῦ Ἰσλάμ. Διὰ τοῦτο ἡ Τουρκία εἲναι τὸ χαϊδεμένο παιδὶ τῶν ἱεραποστόλων τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Ὅθεν ὁ Toynbee ἐκφράζει τὰ ἐπικρατοῦντα περὶ Τουρκίας αἰσθήματα τῶν ἱεραποστόλων τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ ὅταν διὰ τὴν Τουρκίαν γράφει ὅτι ἡ δυτικοποίησις τῆς «... ἐπραγματοποιήθη μὲ τόσον πνεῦμα, ὑπὸ τοιαῦτα σοβαρὰ ἐμπόδια, καὶ ἔναντι τόσης βαρείας ὑπεροχῆς (τῶν ἀντιθέτων), ὥστε κάθε γενναιοδώρως σκεπτόμενος παρατηρητὴς θὰ κάμνῃ παραχωρήσεις διὰ τὰ σφάλματα τῆς καὶ ἀκόμη διὰ τὰ ἐγκλήματα τῆς καὶ θὰ τῆς εὐχηθὴ ἐπιτυχίαν εἰς τὸ
φοβερὸν ἔργον τῆς».
4) Περιγραφὴ ἢ σχέδιον Ἱστορίας Πολιτισμῶν.
Ἐγείρεται αὐτομάτως τὸ ἐρώτημα· οἱ ἐν λόγῳ ἱστορικοὶ περιγράφουν ἢ σχεδιάζουν τὴν ἱστορίαν τῶν πολιτισμῶν;
Νομίζω ὅτι ἤδη εἴδομεν ἀρκετὰς ἐνδείξεις ὅτι ὡς πνευματικοὶ ἀπόγονοι τῶν Φράγκων καὶ πιστοὶ εἰς τάς παραδόσεις αὐτῶν ἔχουν πεῖραν μεγάλην εἰς τὴν χρῆσιν τῆς προπαγάνδας μέσῳ μιᾶς πλάστης ἱστοριογραφίας διὰ να ἐπιτύχουν τὰ ποθούμενα ἀποτελέσματα ἐκεῖ ὅπου δεν δύνανται ἢ δεν συμφέρει να κάμουν χρῆσιν στρατιωτικῆς ἰσχῦος. Ἤδη εἴδομεν τίνα περὶ τῆς ὑπὸ τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ῥώσων διασπάσεως τῆς ἑνότητος καὶ τῆς πνευματικῆς ἰσχῦος τῆς Ῥωμαιοσύνης διὰ τῆς ἀλλαγῆς ὀνομάτων καὶ τῆς καλλιέργειας τοῦ θρησκευτικοῦ καὶ ἐθνικοῦ τοπικισμοῦ, ὄχι ὅμως διὰ να ἐπικρατήσῃ τελικὼς ὁ τοπικισμός, ἄλλα διὰ να συγχωνευθοὺν τὰ διασπασθέντα τεμάχια μὲ ἄλλον πολιτισμόν.
Πρὸ ὀλίγων μόνον ἐτῶν οἱ Ῥωμηοὶ διέκρινον σαφῶς μεταξὺ Ῥωμαιοσύνης, Τουρκίας καὶ Φραγκιάς. Οὐδεὶς Ῥωμηὸς ἀμφέβαλλεν ὅτι προκεῖται περὶ τριῶν ξεχωριστῶν πολιτισμῶν, τοῦ ἑλληνικοῦ, τοῦ εὐρωπαϊκοὺ καὶ τοῦ ἰσλαμικού. Καθ' ὅλον τὸν μεσαίωνα καὶ τὴν τουρκοκρατίαν τὰ ἀμυντικὰ αἰσθητήρια τοῦ Ῥωμαίου, ἢ Ῥωμάνου, ἢ Ῥοὺμ ἔναντι τῶν δυο τούτων καταστροφέων τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ἢ τῆς Ῥωμαιοσύνης εἰς τὴν Δύσιν καὶ τὴν Ἀνατολήν, ὅπου ἐβασίλευεν ὁ χρυσοῦς δικέφαλος ἀετός, ἦσαν ἀκμαία. Ἐν ἀνάγκῃ ὁ Ῥωμηὸς ἔκαμε μὲ ὑπερηφάνειαν ἐξωτερικὼς τὸν Καραγκιόζην. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἐσωτερικὴν πνευματικὴν ἐλευθερίαν τῆς ῥωμαίικής του παραδόσεως ὁ Ῥωμηὸς οὐδέποτε ὑπέκυψε πνευματικὼς εἰς τὸν Φράγκον καὶ τὸν Τοῦρκον, διὰ να διασώσῃ τὸν πολιτισμὸν τῶν προγόνων τοῦ διὰ τὰ παιδιὰ τοῦ καὶ διὰ τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τοῦ.
Ἀντιθέτως οἱ Νεογραικοὶ ἐπιδιώκουν τὴν συγχώνευσιν τῶν μὲ τὴν Φραγκιάν, δηλαδὴ τὴν Εὐρώπην, διὰ να σώσουν ὄχι πνευματικὼς τὴν Ῥωμηοσύνην ἄλλα μόνον σωματικὼς τὸν ἑαυτὸν τῶν ὡς Ἑλλαδίτσα.
Λοιπὸν ἀντιδρὰ ὁ Νεογραικὸς καὶ λέγει ὅτι κάποιος πρέπει να γράψῃ μίαν μελέτην εἰς τὴν ὁποίαν να ὑποδειχθῇ ὅτι ὁ Toynbee κάμνει λάθος ἰσχυριζόμενος ὅτι δεν ὑπάρχει πλέον ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός, διότι ὁ δυτικὸς πολιτισμός — που ἀναγνωρίζουν ὅλοι ὅτι ὑπάρχει — αὐτὸς εἲναι ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς ποῦ ὑπάρχει καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα. Ὁ Εὐρωπαῖος θὰ συμφωνήσῃ ὅτι ὁ ἐν Ἑλλάδι πολιτισμὸς ἢ εἲναι ἢ πρέπει να εἲναι ὁ δυτικὸς εὐρωπαϊκὸς πολιτισμός, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς καὶ ὁ βυζαντινὸς πολιτισμὸς ἔδωσαν πολλὰ στοιχεῖα, ἀλλὰ οὐδέποτε θὰ παραδεχθῇ ὅτι ὁ πολιτισμὸς τοῦ εἶναι ἑλληνικός. Μόνον ἡ σκέψις ὅτι δύναται, ὁ εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς να εἲναι βυζαντινὸς θὰ προκαλοῦσε τὸ ὀλιγώτερον πολὺν γέλωτα.
Ἡ πραγματικότης εἲναι ὅτι ὁ Εὐρωπαῖος γνωρίζει ποῖος εἲναι ἐξ ἐπόψεως πολιτισμοῦ καὶ ἱστορίας. Ἀκριβῶς κατὰ τὸν ἴδιον σαφῆ τρόπον καὶ ὁ Ῥωμηὸς γνωρίζει ποῖος εἲναι ἐξ ἐπόψεως πολιτισμοῦ καὶ ἱστορίας. Ἐκεῖνος ὅμως ποῦ δεν γνωρίζει ἀλλ' ἁπλῶς νομίζει ὅτι γνωρίζει ποῖος εἲναι ἐξ ἐπόψεως καὶ ἱστορίας καὶ πολιτισμοῦ, εἲναι ὁ Νεογραικός. Ὁ φραγκευμένος οὗτος Γραικύλος γνωρίζει ὅτι εἲναι Εὐρωπαῖος καὶ λάτρης τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τῶν Εὐρωπαίων, ἔχει ἀποστροφὴν πρὸς τὴν Ῥωμαιοσύνην καὶ τὰ Ῥωμαίικα, θυμώνει μάλιστα, ὅταν ἀκούῃ τὸ ὄνομα Ῥωμηὸς καὶ θεωρεῖ τοὺς βασιλεῖς τῶν Ῥωμαίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ξένους πρὸς τὸν ἑαυτὸν τοῦ, καὶ φαντάζεται ἀφελῶς δτι εἲναι ἔνας ἀρχαῖος Ἕλλην χωρὶς μεσαίωνα εἰς τὸν κ' αἰῶνα. Δι' αὐτὸν ἡ ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ῥωμαιοσύνης μὲ κέντρα τὴν Πρεσβυτέραν Ῥώμην καὶ ἐν συνεχείᾳ καὶ κυρίως τὴν Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ῥώμην εἲναι κάτι τὸ νεφελῶδες καὶ ἄνευ μονίμου σημασίας διὰ τὸν Νεογραικισμὸν τοῦ ὅστις συνδέεται δῆθεν μόνον μὲ τὴν ἀρχαίαν Ἑλλάδα.
Ἀκριβῶς ἐξ αἰτίας τῶν τοιούτων Νεογραικὼν οἱ Εὐρωπαίοι ἱστορικοὶ εἲναι εὐχαριστημένοι ὄχι μόνον διότι ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς ἔχει δῆθεν ἀφανισθῇ πρὸ πολλῶν αἰώνων, ἀλλὰ καὶ διότι βλέπουν να ἀφανίζωνται καὶ τὰ ἐναπομείναντα στοιχεῖα τῆς Ῥωμαιοσύνης, δηλαδὴ τοῦ λεγομένου βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ, τὰ ὁποῖα ἡ Φραγκιὰ τόσους αἰῶνας ἀγωνίζεται να ἀντικαταστήσῃ μὲ τὸν δυτικὸν πολιτισμόν.
5) Ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς τῶν Ῥωμαίων
Τὸ παραδοξότερον φαινόμενον εἶναι ὅτι οἱ Ῥωμαῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ ἦσαν περισσότερον Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς Νεογραικούς. Οἱ ἀρχαῖοι Ῥωμαῖοι οὐδέποτε ἐπεχείρησαν να ἐκλατινίσουν καὶ να ἐκπολιτίσουν τοὺς Ἕλληνας, ἁπλούστατα διότι εἶχον γίνει οἱ ἴδιοι Ἕλληνες κατὰ τὴν γλῶσσαν, τὴν παιδείαν καὶ τὸν πολιτισμὸν πρὶν κατακτήσουν τοὺς Ἕλληνας.
Ἰδοὺ ἐπιτροχάδην ἱστορικὰ τίνα στοιχεῖα·
Ἤδη κατὰ τὸν δ' αἰῶνα π.Χ. ὁ μαθητὴς τοῦ Πλάτωνος Ἡρακλείδης ὁ Ποντικὸς ἀποκαλεῖ τὴν Ῥώμην «πόλιν Ἑλληνίδα Ῥώμην».
Ὁ πρῶτος Ῥωμαῖος συγγραφεὺς καὶ πατὴρ τῆς λατινικῆς γραμματολογίας ἦτο Ἕλλην, ὀνόματι Λίβιος Ἀνδρονικος, ὅστις διεμόρφωσε τὴν ῥωμαϊκὴν φιλολογίαν κατὰ τὰ ἑλληνικὰ προτυπα καὶ οὕτως ἐχάραξε τὴν ἑλληνικὴν γραμμὴν τῶν ῥωμαϊκῶν γραμμάτων. Ἦλθεν ὡς αἰχμάλωτος εἰς τὴν Ῥώμην τὸ 272 π.Χ. Μετέφρασε τὸν Ὅμηρον εἰς τὴν ὑπ' αὐτοῦ διαμορφωθείσαν γραπτὴν ῥωμαϊκήν, διὰ να τὸν χρησιμοποίηση ὁ ἴδιος ὡς διδακτικὸν κείμενον τῆς λατινικῆς καὶ ἑλληνικῆς γλώσσης διὰ τοὺς Ῥωμαίους μαθητὰς τοῦ. Μετέφρασε καὶ ἄλλα ἔργα ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ ἔγραψε πρωτοτύπως τὰ πρῶτα ῥωμαϊκὰ θεατρικὰ ἔργα καὶ ποιήματα. Οὕτως ἐπεκράτησεν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς οἱ ἐγγράμματοι Ῥωμαῖοι να ἐκμανθάνουν τὴν ἑλληνικὴν ὡς προτύπον τῶν ῥωμαϊκῶν γραμμάτων. Ἔκτοτε οὐδέποτε ἔπαυσεν ἡ διγλωσσία να κατευθύνῃ τὴν ἐξέλιξιν τοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ῥωμαίων.
Οἱ δυο πρῶτοι ἱστορικοὶ τῆς Ῥώμης, ὁ Fabius Pictor καὶ ὁ Cincius Alimentus ἦσαν Ῥωμαῖοι, οἱ ὁποῖοι περὶ τὸ 200 π.Χ. ἔγραψαν ἑλληνιστὶ καὶ ὄχι λατινιστὶ τάς ἱστορίας τῶν, διότι οἱ τότε μορφωμένοι Ῥωμαῖοι ἐγνώριζον καλῶς τὴν ἑλληνικήν.
Ἀπὸ τὸ 150 π.Χ. πρὸ τῆς ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων κατακτήσεως τῆς Ἑλλάδος, ὅλοι οἱ μορφωμένοι Ῥωμαῖοι ὡς καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔκαμνον τοὺς μορφωμένους ἐγνώριζον καλῶς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν καὶ φιλολογίαν.
Κατὰ τὴν ἰδίαν ἐποχὴν ἀκόμη καὶ οἱ κατ' ἀρχὴν διστακτικοὶ ἔναντι τῶν ἑλληνικῶν παραδοσιακοὶ Ῥωμαῖοι προύχοντες ἠναγκάσθησαν τελικὼς να ἐκμάθουν τὴν ἑλληνικὴν διὰ τὸ ἐμπόριον καὶ διὰ τὴν διοίκησιν τῶν ἑλληνικῶν ἐπαρχιῶν. Οὕτως ἐξελληνίσθησαν οἱ κυβερνητικοί, οἱ διοικηταί, οἱ στρατιωτικοί, οἱ δημόσιοι ὑπάλληλοι καὶ οἱ ἔμποροι.
Ἀπὸ τοῦ ἃ' αἰῶνος π.Χ. ἐπεκράτησεν ἡ παράδοσις οἱ Ῥωμαῖοι ἀριστοκράται, διὰ να ὁλοκληρώσουν τὴν μόρφωσιν τῶν, να σπουδάζουν εἰς τὴν Ἑλλάδα.
Τὸ 92 π.Χ. οἱ Ῥωμαῖοι ἔκλεισαν τάς λατινικὰς σχολὰς ῥητορικῆς καὶ οὕτως ὑπεχρέωσαν ὅλους τοὺς φοιτητὰς να φοιτοὺν εἰς τάς ἑλληνικὰς σχολάς. Τοῦτο διότι τὸ ἑπόμενον ἔτος ἤρχισεν ὁ μέγας πόλεμος μεταξὺ Ῥωμαίων καὶ Λατίνων, κατὰ τὴν διαρκειαν τοῦ ὁποίου ἡ Ῥώμη ἐκινδύνευσε να καταστραφη. Ἐν καιρῷ ἤνοιξαν πάλιν αἱ λατινικαὶ σχολαί, ἀλλὰ τὸ προβάδισμα ἐκράτησαν αἱ ἑλληνικαί. Ἡ χρῆσις τῆς λατινικῆς γλώσσης ἐτονώθη πάλιν, ἐφ' ὅσον ἐχρησιμοποιήθησαν οἱ Λατῖνοι εἰς τὴν ἀποίκισιν καὶ ἐκλατίνισιν τῶν μετέπειτα κατακτηθεισῶν δυτικῶν ἐπαρχιών.
Κατὰ τὴν ἰδίαν ἐποχὴν κατηργήθη ἡ θέσις τοῦ μεταφραστοῦ εἰς τὴν ῥωμαϊκὴν Σύγκλητον καὶ ἔκτοτε ἐπετράπη ἡ ἄνευ μεταφράσεως χρῆσις τῆς ἑλληνικῆς ἐκ μέρους τῶν ἐξ Ἀνατολῆς ἐπισκεπτῶν ὁμιλητῶν, διότι ὅλοι οἱ Ῥωμαῖοι προύχοντες καὶ ἀριστοκράται ἐγνώριζον ἀπταίστως πλέον τὴν ἑλληνικήν.
Οἱ αὐτοκράτορες Ἰούλιος Καῖσαρ καὶ Αὔγουστος Καῖσαρ (Ὀκτάβιος) καὶ ὁ Κικέρων ἔγραψαν καὶ ἑλληνιστὶ ἱστορίας ἢ θεατρικὰ ἔργα. Ὁ αὐτοκράτωρ Τιβέριος εἶχε μίαν σπανίως ἐξαιρετικὴν γνῶσιν τῆς ἑλληνικῆς καὶ ἔγραψεν ἑλληνικὰ ποιήματα.
Ὁ θετὸς υἱὸς τοῦ Τιβερίου, ὁ Γερμανικός, εἶχε καὶ αὐτὸς ἐξαιρετικὴν γνῶσιν τῆς ἑλληνικῆς καὶ ἔγραψεν ἑλληνιστὶ κωμωδίας.
Ὁ θαυμασμὸς τοῦ Νέρωνος δι' ὀ,τιδήποτε τὸ ἑλληνικὸν εἲναι γνωστός.
Ὁ αὐτοκράτωρ στρατηγὸς Βεσπασιανὸς (69-79 μ.Χ.) ἐγνώριζεν ἀπταίστως τὸν Ὅμηρον καὶ ἐπροίκισε λατινικὰς καὶ ἑλληνικὰς ἕδρας ῥητορικῆς ἐν Ῥώμη.
Ὁ αὐτοκράτωρ Τραϊανὸς (98 - 117) ἵδρυσε τὴν μεγαλυτέραν ἐν Ῥώμῃ βιβλιοθήκην λατινικῶν καὶ ἑλληνικῶν βιβλίων καὶ ἐτίμησε σπουδαίως τὸν Ἕλληνα ἐπιστήμονα Πλούταρχον μὲ τὸν τίτλον τοῦ Ὑπάτου.
Ὁ αὐτοκράτωρ Ἀδριανὸς (117 - 138) ἵδρυσε τὸ Ἀθήναιον ἐν Ῥώμη. Ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερβολικῆς ἀφοσιώσεώς του εἰς τὰ ἑλληνικὰ ὠνομάσθη graeculus. Ὁ Σουετόνιος ὅστις ὕπηρξε γραμματεὺς τοῦ Ἀδριανοὺ ἔγραψε καὶ ἑλληνικὰ ἔργα.
Ὁ αὐτοκράτωρ Μᾶρκος Αὐρήλιος (161 - 180) ἔγραψεν ἑλληνιστὶ τάς φιλοσοφικὸς τοῦ μελέτας μὲ τίτλον «Τὰ εἰς ἑαυτόν».
Ὁ Ῥωμαῖος πολίτης ἀπόστολος Παῦλος ἔγραψε τὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολὴν τοῦ ἑλληνιστί. Τρανὴ ἀπόδειξις ὅτι καὶ ὁ λαὸς τῆς Ῥώμης ὡμίλει τὴν ἑλληνικήν.
Ὅλοι οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ τῆς Δύσεως καὶ οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ῥώμης ἔγραψαν ἑλληνιστί.
Ἡ λειτουργία τῆς ἐκκλησίας τῆς Ῥώμης ἐτελεῖτο ἑλληνιστὶ μέχρι τοῦ δ' αἰῶνος. Ἄλλη τρανὴ ἀπόδειξις ὅτι ἡ ἑλληνικὴ ἦτο ἡ γλῶσσα τοῦ πλήθους.
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἦτο ἡ ἐπικρατοῦσα εἰς ὅλην τὴν περιοχὴν τῆς Ῥώμης καὶ κάτω Ἰταλίας μέχρι τὰ μέσα τοῦ γ' καὶ ἴσως μέχρι τὰ μέσα τοῦ δ' αἰώνος ὅτε ἐξησθένησε μόνον διότι μετεφέρθη ἡ πόλις τῆς Ῥώμης μὲ τοὺς προύχοντας κατοίκους τῆς εἰς τὴν Νέαν Ῥώμην. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μετέφερεν ὄχι τὴν πρωτεύουσαν, ἄλλα τὴν πόλιν. Μετῴκησεν ὄχι μόνον ὁ Αὐτοκράτωρ, ἀλλὰ ἡ πόλις ὁλόκληρος. Οὕτω μετῴκησαν εἰς τὴν Νέαν Ῥώμην οἱ ὕπατοι, οἱ περισσότεροι συγκλητικοί, οἱ μορφωμένοι, οἱ ἀρχηγοὶ γενικὼς τοῦ στρατοῦ, ὁλόκληρος σχεδὸν ἡ τάξις τῶν πατρικίων, καὶ μέγα μέρος τοῦ πληθυσμού.
Τὸ κενὸν ποῦ ἐδημιουργήθη κατὰ τὸν τρόπον αὐτὸν εἰς τὴν Πρεσβυτέραν Ῥώμην ἐπληρώθη ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ λατινοφώνους Ῥωμαίους καὶ διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἐντὸς 50 ἐτῶν ὑπεχρεώθη ὁ πάπας Δάμασος να εἰσαγάγῃ τὴν λατινικὴν εἰς τὴν λατρείαν τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης.
Ὁ πρῶτος ἐν Ῥώμῃ γράψας λατινιστὶ καὶ ὁ πρῶτος γράψας μόνον λατινιστὶ εἲναι ὁ πρεσβύτερος Νοδατιανὸς μαρτυρήσας περὶ τὸ 257 - 258.
Ὁ πρῶτος λατινιστὶ γράψας Χριστιανὸς ἦτο ὁ Ἀφρικανὸς Τερτυλλιανός, ὅστις ἔγραψεν ὅμως καὶ ἑλληνιστί. Ἀπεβίωσε τὸ 250.
Αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ μετέπειτα λατινιστὶ γράψαντες Χριστιανοὶ ἀντέγραψαν ἑλληνικὰ προτυπα θεολογίας ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνον, ὅστις δεν ἐγνώριζεν ἑλληνικά. Οὗτος ἔγινεν ὁ ἐθνικὸς θεολόγος τῶν Φράγκων.
Κατὰ τὸν τρόπον αὐτὸν αἱ διαφοραὶ μεταξὺ τῆς θεολογίας τοῦ Ἀφρικανοὺ Αὐγουστίνου καὶ τῶν λατινοφώνων καὶ ἑλληνοφώνων Ῥωμαίων ἔγιναν αἱ βασικαὶ διαφοραὶ μεταξὺ τῶν Φράγκων καὶ τῶν Ῥωμαίων.
Οἱ μεγαλύτεροι λατινόφωνοι Ῥωμαῖοι Πατέρες, ὡς ὁ Μέγας Ἀμβρόσιος, ὁ Ἱερώνυμος, ὁ Ἰωάννης Κασσιανός, ἦσαν πολὺ ἐπηρεασμένοι ἢ καὶ μαθηταὶ μεγάλων ἑλληνοφώνων Ῥωμαίων Πατέρων, ὡς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Γρηγορίου τοῦ Νύσσης, καὶ Ἰωάννου Χρυσοστόμου.
Ἐπανερχόμενα εἰς τὴν ἀρχαίαν διάκρισιν μεταξὺ Ῥωμαίων καὶ Λατίνων, διὰ να τονίσωμεν ὅτι ἐσφαλμένως σήμερον ταυτίζονται ὑπὸ τῶν ξένων καὶ τῶν ἡμετέρων. Εἰς τὴν ἀρχαίαν ῥωμαϊκὴν ἱστορίαν εὑρίσκομεν τὰ ἑξῆς·
Ἐνῶ οἱ Ῥωμαῖοι εἶχον ἀνάμικτον ἐθνικὴν προέλευσιν λατινικήν, ἐτρουσκικήν, ὀσκικὴν καὶ ἑλληνικήν, ἐπεκράτει τὸ λατινικὸν στοιχεῖον, ὡς ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν κατ' ἀρχὴν ἐπικρατοῦσαν ἀλλ' ὄχι μόνην γλῶσσαν τῶν Ῥωμαίων.
Ὡς ἦτο φυσικὸν ἀρκεταὶ λατινικαὶ πόλεις συμπεριελήφθησαν τελικὼς εἰς τὸ πολιτικὸν σύστημα τῆς Ῥώμης μὲ πλήρη πολιτικὰ δικαιώματα, ἀφοῦ οἱ κάτοικοι τῶν ἔγιναν πλέον Ῥωμαῖοι. Παρὰ ταῦτα πολλαὶ ἄλλαι λατινικαὶ πόλεις ὄχι μόνον δεν ἔγιναν ῥωμαϊκαί, ἀλλὰ καὶ ἀντέδρασαν εἰς τὴν ῥωμαϊκὴν ἐπικράτειαν γενόμεναι σφοδροὶ καὶ ἐπικίνδυνοι ἐχθροὶ τῶν Ῥωμαίων.
Οὕτω προέκυψεν ἡ ῥωμαϊκὴ τακτικὴ να μὴ συμπεριλαμβάνονται Λατῖνοι εἰς στρατηγικῆς σημασίας ῥωμαϊκὰς ἀποικίας, πρὸ πάντων μετὰ τὸν μέγαν πόλεμον μεταξὺ Ῥωμαίων καὶ Λατίνων ὁ ὁποῖος ἔληξε τὸ 338 π.Χ.. Οὕτω μεταξὺ τῶν ἐτῶν 350 καὶ 270 π.Χ. ἱδρύθησαν ἀμιγεῖς ῥωμαϊκαὶ ἀποικίαι ἀπὸ τὴν Ἐτρουρίαν μέχρι τὴν Καμπανίαν. Κατὰ τὴν περίοδον αὐτὴν ἔχομεν σαφῆ διάκρισιν μεταξὺ ῥωμαϊκῶν καὶ λατινικῶν ἀποικιῶν τῆς Ῥώμης. Μετὰ ὅμως τὸ 183 π.Χ. οἱ Ῥωμαῖοι ἀπηγόρευσαν εἰς τοὺς Λατίνους να συμμετέχουν εἰς τὴν περαιτέρῳ ἵδρυσιν καὶ λειτουργίαν ἀποικιών.
Κατὰ παράκλησιν τῶν λατινικῶν πόλεων ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ ἰδικὸν τῶν θέλημα ἀπέσυραν οἱ Ῥωμαῖοι τὸ 187 π.Χ. τὸ δικαίωμα ἀπὸ τοὺς ἐν Ῥώμῃ διαβιοῦντας Λατίνους να ἀποκτήσουν τὴν ῥωμαϊκὴν ἰθαγένειαν ἢ ὑπηκοότητα ἐκτὸς ἐὰν εἶχον ἀπογόνους εἰς τὸν τόπον τῆς προελεύσεως τῶν. Ἐντὸς τῶν πλαισίων τοῦ αὐτοῦ πνεύματος ἀπηγορεύθη τὸ 126/5 π.Χ. ἡ εἴσοδος τῶν Λατίνων εἰς τὴν Ῥώμην.
Κατὰ τὴν διαρκειαν τοῦ ἀναφερθέντος πολέμου τοῦ 91-83 π.Χ. μεταξὺ Ῥωμαίων καὶ Λατίνων οἱ Ῥωμαῖοι ἔδωσαν ὑπηκοότητα εἰς τοὺς παραμείναντας πιστοὺς Λατίνους, ἀλλὰ δεν ἔδωσαν μὲ αὐτὴν πραγματικὸν δικαίωμα ψήφου.
Ἐπὶ πολὺν καιρὸν ἐπεκράτει εἰς τὴν ῥωμαϊκὴν νομοθεσίαν ἡ διάκρισις μεταξὺ Ῥωμαίων ὑπηκόων καὶ Λατίνων ὑπηκόων. Ἡ λατινικὴ ὑπηκοότης ἦτο γνωστὴ ὡς «Λατίνιτας» καὶ ἐθεωρεῖτο κατωτέρα τῆς ῥωμαϊκῆς, δηλαδὴ τῆς «Ῥωμάνιτας».
Πάντα τὰ ἀνωτέρω ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ Ῥώμη ὡς πόλις - κράτος δεν ἐταυτίζετό ποτε οὔτε μὲ τοὺς Λατίνους οὔτε μὲ τὴν λατινικὴν γλῶσσαν καὶ διὰ τὸν λόγον αὐτὸν τὸ 92 π.Χ. ἔκλεισαν οἱ Ῥωμαῖοι τὰ λατινικὰ σχολεῖα τῆς Ῥώμης, διὰ να ὑποχρεώσουν τὴν φοίτησιν εἰς τὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα. Δηλαδὴ δεν ἦτο μόνον ἡ ἕλξις πρὸς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν καὶ τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμόν, ἥτις συνετέλεσεν εἰς τὴν ἑλληνοποίησιν τῆς Ῥώμης, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνωτέρω ἐν συντομία περιγραφεῖσα διάκρισις καὶ διαφορὰ μεταξὺ Ῥωμαίων καὶ Λατίνων.
Οἱ Ῥωμαῖοι δεν εἶχον λατινικὴν ἐθνικὴν συνείδησιν ἀλλὰ ῥωμαϊκήν. Δεν ἦσαν Λατῖνοι. Ἦσαν Ῥωμαῖοι.
Οὕτως ἐξηγεῖταί πως ἐπεκράτησεν οἱ Φράγκοι τοῦ μεσαίωνος να λέγονται ὑπὸ τῶν ἐν Ἀνατολῇ Ῥωμαίων «Λατῖνοι», περίπου ὅπως ἐπεκράτησεν οἱ Τούρκοι να λὲ-γωνται «Πέρσαι». Δηλαδὴ οἱ ἐν Νέᾳ Ῥώμῃ ἡμέτεροι συνήθιζον ὡς φαίνεται να δίδουν εἰς νεωτέρους ἐχθροὺς ὀνόματα ἀρχαίων ἐχθρῶν.
Ἐπίσης φαίνεται ὅτι οἱ Ῥωμηοὶ ὠνόμασαν τοὺς Φράγκους Λατίνους, διότι τοὺς ἐθεωρούσαν ὡς κατωτέρους τῶν Ῥωμαίων καὶ συγχρόνως ἠνωμένους μὲ τοὺς Ῥωμαίους. Ἀγράμματοι ὄντες καὶ ἀγνοοῦντες τὴν ῥωμαϊκὴν παράδοσιν οἱ Φράγκοι εὐχαρίστως ἐδέχθησαν τὸ ὄνομα Λατῖνος, νομίζοντες, ὡς θὰ ἴδωμεν ὅτι εἲναι ταὐτὸν μὲ τὸ Ῥωμαῖος.
Ἔχοντες ὑπ' ὄψιν αὐτὰ ὡς καὶ ἄλλα ὅσα ἐλέχθησαν προηγουμένως περὶ τῆς Ῥωμαιοσύνης, πρέπει να χαρακτηρίσωμεν τὸν ἰσχυρισμὸν ὅτι ἡ ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ἔγινεν ἑλληνικὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου βυζαντινὴ ὄχι μόνον μῦθον, ἀλλὰ καὶ ἀπάτην κακοήθη, ἀφοῦ ἡ ἥδη ἐξελληνισθεῖσα Ῥώμη μετεφέρθη εἰς τὴν Νέαν Ῥώμην. Ἐξ ἅλλου εἶναι πλάνη ὅτι ἐξελληνίσθη ἡ ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία. Ἤδη ἡ ῥωμαϊκὴ δημοκρατία εἶχε σχεδὸν πλήρως ἐξελληνισθή, πρὶν γεννηθῇ ἐξ αὐτῆς ἡ ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ἢ ἡ Ῥωμανία.
Θὰ ἀναπτύξωμεν εἰς τὸ κεφάλαιον στ' τὰ φεουδαλικὰ θεμέλια τῆς μεσαιωνικὴς φραγκικὴς ἀντιλήψεως περὶ τῆς μεταβολῆς τῆς Ῥωμαιοσύνης εἰς Γραικισμόν.
6) Ἡ ῥωμαϊκὴ θεώρησις τῆς ἱστορίας ἔναντι τῆς εὐρωπαϊκὴς καὶ ῥωσικής.
Ὅταν οἱ Φράγκοι ὠνόμασαν τὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει βασιλέα τῶν Ῥωμαίων «αὐτοκράτορα τῶν Γραικὼν» καὶ ἔδωσαν τὸν τίτλον «αὐτοκράτωρ τῶν Ῥωμαίων» εἰς τὸν πρῶτον ῥήγα τῶν Τευτονοφράγκων, ἀπήντησαν οἱ ἡμέτεροι ὅτι οἱ μόνοι Ῥωμαῖοι εἲναι οἱ ἀνήκοντες εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ῥώμην πολῖται καὶ ὁ βασιλεὺς αὐτῶν εἲναι ὁ μόνος βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων. Αὐτὴ ἦτο ἡ γραμμὴ τοῦ ἔθνους καὶ ἡ βαθεῖα πεποίθησις αὐτοῦ ὄχι μόνον μέχρι τῆς ἁλώσεως ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν τουρκο-κρατίαν. Πάντοτε ὡς κύριον ἐθνικὸν ὄνομα εἴχομεν ὡς Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι τὸ Ῥωμαῖος ἢ τὸ Ῥωμηὸς μέχρι σήμερον. Ὁμιλοῦμεν ῥωμαίικα, χορεύομεν ῥωμαίικους χοροὺς καὶ τραγουδάμε ῥωμαίικα τραγούδια.
Ὡς εἲναι φυσικὸν οἱ Τευτονοφράγκοι ἢ Γερμανοὶ αὐτοκράτορες ἀπὸ τοῦ Ὄθωνος τοῦ Ἃ' (936-973) μέχρι τοῦ Φραγκίσκου Ἃ' τῆς Αὐστρίας (1806) λέγονται εἰς τὰ εὐρωπαϊκὰ ἐγχειρίδια «αὐτοκράτορες τῶν Ῥωμαίων», ἐνῶ οἱ πραγματικοὶ βασιλεῖς τῶν Ῥωμαίων ἐν Νέᾳ Ῥώμῃ λέγονται «βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες». Παραδόξως ὅμως τὸ ἴδιον ἀκριβῶς συμβαίνει εἰς τὰ σχολικὰ βιβλία τῆς Ἑλλάδος ὡς καὶ εἰς ἑλληνικὰς ἐγκυκλοπαίδειας.
Τοῦτο ὀφείλεται εἰς τὴν τεραστίαν ἐπιῤῥοὴν ἢ ἴσως καὶ ὠργανωμένα σχέδια τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ῥώσων μέσῳ τῶν Νεογραικύλων. Τὸ δουλοπρεπὲς εἰς τὴν Φραγκιὰν καὶ ἀφελέστατον νεογραικικὸν πνεῦμα φαίνεται σαφῶς εἰς τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραή. Οὗτος ἀποῤῥίπτει ὡς ἐθνικὸν ὄνομα τὸ Ῥωμαῖος καὶ ἰσχυρίζεται ὅτι πρέπει να λεγώμεθα ἢ Ἕλληνες ἢ Γραικοί. Γράφει: «Ἐν ἀπὸ τὰ δύο λοιπὸν ταῦτα εἲναι τὸ ἀληθινὸν τοῦ ἔθνους ὄνομα. Ἐπρόκρινα τὸ Γραικός, ἐπειδὴ οὕτω μας ὀνομάζουσι καὶ ὅλα τὰ φωτισμένα ἔθνη τῆς Εὐρώπης». Ἀπορεῖ κανεὶς πῶς ὁ μορφωμένος οὗτος ἀνὴρ δεν ἤνοιξε κανένα εὐρωπαϊκὸν λεξικὸν τῆς ἐποχῆς τοῦ να ἴδῃ ὅτι τὸ «Γραικὸς» διὰ τοὺς συγχρόνους τοῦ Εὐρωπαίους ἐσήμαινεν αἱρετικός, κλέπτῃς, ψεύτης, ἀγύρτης καὶ ἀπατεών. Δηλαδὴ ἡ ἐμμονὴ τῶν Φράγκων εἰς τὸ να μας ὀνομάζουν «Γραικοὺς» ἀντὶ Ῥωμαίων δεν ὕπηρξεν ἁπλὴ ἄρνησις, ἀλλ' ἀπέκτησε τὸ ἀποδοθὲν ὄνομα «Γραικὸς» ἔντονον ὑβριστικὴν σημασίαν.
Φαίνεται ὅτι τὸ 1901 τὸ ὄνομα Ἕλλην ἦτο ἀκόμη τόσον ἀσύνηθες εἰς τὸν λαὸν τῆς τότε Ἑλλάδος ὥστε να παρακινήσῃ τὸν Κωστὴν Παλαμὰν να γράψῃ τὴν 12ην Ὀκτωβρίου ἄρθρον εἰς τὴν ἐφημερίδα «Ἄστυ» καὶ να ὑποστήριξη ὅτι ὁ ἀκραιφνῶς δημώδης τύπος τοῦ ἐθνικοῦ ἡμῶν ὀνόματος εἲναι Ῥωμιὸς καὶ ἕνεκα τούτου προτιμητέος τοῦ δυσκίνητου ὀνόματος Ἕλλην, ὅπερ θεωρεῖ δημιούργημα τῆς ἐπισήμου γλώσσης.
Οὕτως ὑπὸ τὴν πνευματικὴν ἡγεμονίαν τῶν Νεογραικών, τύπου Κοραή, ἐξηφανίσθη ἡ ἱστορικὴ ῥωμαίικη διάκρισις μεταξὺ Ῥωμαίων καὶ Φράγκων καὶ ἀντικατεστάθη μὲ τὴν φραγκικὴν ἢ εὐρωπαϊκὴν διάκρισιν μεταξὺ Λατίνων καὶ Γραικών.
Κατὰ τὴν ῥωμαϊκὴν ἀντίληψιν περὶ ἱστορίας συμπεριλαμβάνονται εἰς τὴν Ῥωμαιοσύνην οἱ λατινόφωνοι καὶ ἑλληνόφωνοι Ῥωμαῖοι. Εἰς τὴν Φραγκοσύνην συμπεριλαμβάνονται οἱ Τεύτονες, Γότθοι, Οὐανδάλοι, Φράγκοι, Σάξωνες, Βουργουνδοί, Λογγοβάρδοι καὶ Νορμανδοὶ κατακτηταὶ τῆς δυτικῆς Ῥωμαιοσύνης, δηλαδὴ οἱ Εὐρωπαίοι.
Κατὰ τὴν ῥωμαίικην ἀντίληψιν περὶ ἱστορίας οὐδέποτε ἔγινε τὸν ἴα' αἰῶνα σχίσμα μεταξὺ τῶν Ῥωμαίων τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης καὶ τῶν Ῥωμαίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης.
Ὅμως ἔγινε σχίσμα μεταξὺ Φράγκων καὶ Ῥωμαίων κατὰ τάς ἀρχὰς τοῦ θ' αἰῶνος, ὅταν ὁ Κάρολος, ὁ λεγόμενος ὑπὸ τῶν Εὐρωπαίων Μέγας, κατεδίκασε τὴν Ζ' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον καὶ ἐδογμάτισε τὴν προσθήκην τοῦ Filioque εἰς τὸ σύμβολον τῆς πίστεως τὸ 809.
Οἱ Ῥωμαῖοι τῶν πέντε πατριαρχείων, Πρεσβυτέρας Ῥώμης, Νέας Ῥώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων, ἀντέδρασαν δραστηρίως καὶ κατεδίκασαν ὡς αἱρετικοὺς τοὺς Φράγκους κατὰ τὴν Ἡ' ἐν Νέᾳ Ῥώμῃ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τοῦ 879.
Οἱ Φράγκοι ὅμως εἶχον γίνει κυρίαρχοι τῆς βορείου καὶ μέσης ἰταλικῆς Ῥωμανίας ἀπὸ τὸ 754 καὶ προσεπάθησαν να καταλάβουν τὸ πατριαρχεῖον τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης, ἀλλὰ ἀντέδρασαν δραστηρίως οἱ ἐν ἰταλικῇ Ῥωμανία Ῥωμαῖοι μὲ τὴν ἰσχυρὰν συμπαράστασιν τῶν ἐλευθέρων Ῥωμαίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὸ 867 ἤρχισαν τὴν ἐπανακτῆσιν τῆς κάτω ἰταλικῆς Ῥωμανίας ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς. Διὰ να ἐννοήσῃ κανεὶς τὸν στενότατον συνδεσμὸν μεταξὺ τῶν Ῥωμαίων τῆς ἰταλικῆς Ῥωμανίας καὶ τῶν Ῥωμαίων τῆς ἀνατολικῆς Ῥωμανίας ἀρκεῖ να ἔχῃ ὑπ' ὄψιν ὅτι μεταξὺ τῶν ἐτῶν 650 καὶ 750 ὕπηρξαν 18 παπαῖ τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης ἐκ τῶν ὁποίων οἱ 11 ἦσαν ἑλληνόφωνοι Ῥωμαῖοι καὶ οἱ 7 λατινόφωνοι Ῥωμαίοι. Πάντως οἱ Ῥωμαῖοι ἠγωνίσθησαν σκληρὼς να διατηρήσουν τὸ πατριαρχεῖον τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης εἰς τὴν Ῥωμαιοσύνην. Ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ Ὄθωνος τοῦ Ἃ' (936-973) τῆς Γερμανίας οἱ Τευτονοφράγκοι ψευδοαυτοκράτορες τῶν Ῥωμαίων ἤρχισαν να ἐπεμβαίνουν στρατιωτικὼς εἰς τὰ θέματα τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης μὲ ἀποτέλεσμα να ἀποχωρήση ἀπὸ τὸν θρόνον τῆς Ῥώμης ὁ τελευταῖος πιστὸς εἰς τὴν Ῥωμηοσύνην Ῥωμαῖος πάπας τὸ 1009. Ἔκτοτε ὁ θρόνος τοῦ πάπα τῆς Ῥώμης περίηλθεν εἰς τοὺς Λατινοφράγκους (Φραντσέζους), εἰς τοὺς Τευτονοφράγκους (Γερμανοὺς) καὶ εἰς τοὺς Ἰταλοφράγκους (τοὺς ἀναμιχθέντας Λογγοβάρδους καὶ Φράγκους), καὶ οὕτω τὸ 1009 ἔπαυσαν τὰ ἐναπομείναντα ῥωμαίικα πατριαρχεῖα Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων να μνημονεύουν εἰς τὰ δίπτυχα τῶν τοὺς μετὰ τὸ 1009 πάπας.
Οὕτω συμπεριελήφθη γεωγραφικῶς μόνον ἡ περιοχὴ τῆς ἐκκλησίας τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης εἰς τὸ παλαιοτερον σχίσμα τῶν Φράγκων. Μὲ ἄλλα λόγια δεν ἀπεσχίσθησαν οἱ ὁμοεθνεῖς ἐν ἰταλικῇ Ῥωμανία Ῥωμαῖοι ἀπὸ τοὺς ἀνατολικοὺς Ῥωμαίους, ἀλλὰ κατεκτήθησαν καὶ σὺν τῷ χρόνῳ ἀφωμοιώθησαν.
Ἀκριβῶς διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἡ σημερινὴ παπικὴ ἐκκλησία δεν εἲναι ἡ ἐκκλησία τοῦ ἔθνους τῶν Ῥωμαίων. Εἲναι ἁπλῶς ἡ ἐκκλησία τῶν Εὐρωπαίων ἐν τῇ παλαιᾷ πρωτευούσῃ τῆς Ῥωμαιοσύνης.
Τοῦτο φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ἑξῆς γεγονός. Ὁλόκληρος ἡ Ἰταλία ἐλέγετο Ῥωμανία ὡς μέρος τῆς οἰκουμενικῆς Ῥωμανίας. Μάλιστα δὲ τὸ ὄνομα Ῥωμανία παρέμεινεν ὡς τὸ ὄνομα τῆς ἐν Ἰταλίᾳ Ἑξαρχίας μεταβληφείσης ὑπὸ τοῦ Πεπίνου εἰς παπικὸν κράτος τὸ 756. Ἐξηκολούθει δὲ να ὀνομάζεται οὕτω καὶ μετὰ τὴν ἐκτόπισιν τῶν Ὀρθοδόξων Ῥωμαίων ἀπὸ τὸν θρόνον τοῦ πατριαρχείου τῆς Ῥώμης τὸ 1009. Παραλλήλως ὅμως ἀπὸ τῆς καθόδου τῶν εἰς τὴν ἰταλικὴν Ῥωμανίαν οἱ Φράγκοι περιώρισαν τὸ ὄνομα Ῥωμανία εἰς τάς φραγκικὰς καὶ λογγοβαρδικὰς ἐν Ἰταλίᾳ κτήσεις. Ἀφοῦ μετωνόμασαν τοὺς ἀνατολικοὺς Ῥωμαίους καὶ τὸν βασιλέα τῶν εἰς Γραικούς, μετωνόμασαν τὴν ἐκτὸς τῶν φραγκικὼν κτήσεων Ῥωμανίαν εἰς «Γραικίαν», «imperium graecum», καὶ «terra graecorum». Τὰ ὑπὸ τῶν «Γραικὼν» κατεχόμενα ἐν Ἀνατολῇ ἐδάφη γίνονται πάλιν Ῥωμανία, ὅταν σχεδιάζουν να τὰ κατακτήσουν καὶ ὅταν τὰ κατακτοὺν οἱ Φράγκοι. Ἐν καιρῷ ὅμως ἐξέλιπε τὸ κρατικὸν μας ὄνομα ἀπὸ τὸ παπικον κράτος καὶ περιωρίσθη ὑπὸ τὴν παρεφθαρμένην μορφὴν Romagna ὡς ὄνομα τῆς ἐπαρχίας τῆς Ῥαβέννης, τῆς παλαιᾶς πρωτευούσης τῆς ἐν Ἰταλίᾳ Ῥωμανίας.
Ἀλλὰ καὶ οἱ σημερινοὶ ἀκόμη Εὐρωπαίοι καὶ Ῥώσοι δεν βλέπουν οὕτω τὴν ἱστορίαν. Τοῦτο εἲναι φυσικὸν ἐφ' ὅσον εἰς τάς φραγκοευρωπαϊκὰς πηγὰς (ἐν ἀντιβολῇ πρὸς ἄλλας εὐρωπαϊκὰς πηγὰς) δεν ὑπάρχουν εἰς τὴν Ἀνατολὴν Ῥωμαῖοι, οὔτε Ῥωμανία, ἀλλὰ μόνον «Γραικοὶ» καὶ «Γραικία».
Ἑπομένως ἀντὶ να διακρινοῦν σαφῶς μεταξὺ Φράγκων καὶ Ῥωμαίων, ἡ Λατίνων καὶ Ῥωμαίων, διακρινοῦν οἱ Εὐρωπαίοι καὶ Ῥώσοι μεταξὺ Λατίνων καὶ «Γραικών». Δηλαδὴ βλέπουν τὴν ἱστορίαν ὄχι μέσῳ τῆς ῥωμαϊκῆς παραδόσεως ἀλλὰ μέσῳ τῆς φραγκικής. Ἐκ τῶν Εὐρωπαίων τοῦ μεσαίωνος μόνον οἱ Φράγκοι, δηλαδὴ οἱ Λατινοφράγκοι, οἱ Τευτονοφράγκοι, καὶ οἱ Λογγοβαρδοφράγκοι ἔκαμνον τὸν μεσαίωνα τὸν διαχωρισμὸν μεταξὺ τῶν δυτικῶν Ῥωμαίων τῆς παπικὴς Ῥωμανίας καὶ τῶν δῆθεν μὴ Ῥωμαίων «Γραικὼν» τῆς ἀνυπάρκτου «Γραικίας». Ὅλοι οἱ ἄλλοι Εὐρωπαίοι καὶ οἱ Ἄραβες καὶ οἱ Τούρκοι ἀνεγνώριζον τοὺς διαχωρισθέντας καὶ διακριθέντας οὕτως ὡς ἕνα καὶ ἑνιαῖον λαὸν τῶν Ῥωμαίων τῆς μιᾶς καὶ ἑνιαίας Ῥωμανίας.
Σὺν τῷ χρὸνφ ὅμως ὅλοι οἱ Εὐρωπαίοι καὶ οἱ Ῥώσοι καὶ τελικὼς καὶ οἱ Νεογραικοὶ ἐδέχθησαν τὴν ὡς ἄνω περιγραφεῖσαν γραμμὴν τῶν Φράγκων καὶ ἐπεκράτησε να διακρινοῦν μεταξὺ «λατινικοῦ» καὶ «γραικικοὺ» Χριστιανισμοῦ καὶ οὕτω προβάλλουν τὸ ψεῦδος ὅτι ὁ «λατινικὸς» Χριστιανισμὸς μὲ κέντρον τὸν πάπαν τῆς Ῥώμης εἲναι μία συνεχὴς καὶ ἀδιάκοπος ἱστορικὴ πραγματικότης, ἀπὸ τὸν πρῶτον αἰῶνα μέχρι σήμερον.
Οἱ δυτικοὶ ἱστορικοὶ γνωρίζουν καλῶς καὶ περιγράφουν λεπτομερῶς τὸν ἀγῶνα ποῦ ἔκαμον οἱ Ῥωμαῖοι τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης να διατηρήσουν τὴν ῥωμαϊκότητα τῆς μικρὰς τότε ἑπταμελοῦς ἱερᾶς συνόδου τῶν καὶ τοῦ θρόνου τοῦ πάπα, ὅστις ἦτο ὁ ἐθνάρχης τῆς ἐν τῇ Δύσει Ῥωμαιοσύνης. Ἀκολουθοῦντες ὅμως μέχρι σήμερον οἱ Εὐρωπαίοι τὴν φραγκικὴν ἱστορικὴν παράδοσιν, περιγράφουν τὸν ἀγῶνα αὐτὸν ποῦ διήρκεσεν ἀπὸ τὸ 754 μέχρι τὸ 1009 ὡς ἀγῶνα διεφθαρμένων Ῥωμαίων κληρικὼν καὶ προυχόντων λαϊκῶν να διατηρήσουν ὡς ἐθνικὸν μονοπώλιον εἰς χεῖρας τῶν τὴν πολιτικήν, οἰκονομικὴν καὶ ἐκκλησιαστικὴν ἰσχὺν μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ «γραικικοὺ» ἡ «βυζαντινοῦ» κράτους. Εἰς ὅλα τὰ δυτικὰ ἐγχειρίδια ἡ ἐποχὴ αὔτη περιγράφεται ὡς ἡ περίοδος καθ’ ἢν ἡ ἐκκλησία τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης εὑρίσκετο ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν τῶν Ῥωμαίων λαϊκῶν καὶ τῆς διαφθορᾶς. Περιγράφεται μάλιστα ὡς ἡ ἐποχὴ τῆς παπικὴς πορνοκρατίας. Περιέργως ὅμως οἱ καλοὶ καὶ ἅγιοι παπαῖ εἲναι πάντοτε οἱ φραγκόφιλοι καὶ οἱ Φράγκοι, ἐνῶ οἱ διεφθαρμένοι παπαῖ εἲναι πάντοτε οἱ Ῥωμαῖοι φίλοι τῶν διεφθαρμένων «Βυζαντινῶν» ἢ «Γραικών».
Οὕτως ἡ κάθοδος τῶν Φράγκων τὸ 754 εἰς τὴν ἰταλικὴν Ῥωμανίαν διὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῶν Ῥωμαίων ἀπὸ τὸν λογγοβαρδικὸν κίνδυνον ἔλαβε τὴν μορφὴν σειρὰς ἀπελευθερώσεων τῆς ἐκκλησίας τῶν Ῥωμαίων ἀπὸ ὅλα τὰ κακά.
Πρῶτον ὀνομάζουν τοὺς ἀνατολικοὺς Ῥωμαίους «Γραικούς», «Βυζαντινοὺς» καὶ «αἱρετικοὺς» καὶ τοὺς ἐμφανίζουν οὕτως ὡς μίαν ξένην ἐν Ἰταλίᾳ ἀποικιοκρατίαν. Συνηθίζεται ὑπὸ ὁρισμένων μάλιστα αἱ ἀπελευθερώσεις καὶ ἐπανακτήσεις τοῦ Μεγάλου Ἰουστινιανοὺ ἐν τῇ Δύσει να λέγονται κατακτήσεις, ἐφ’ ὅσον γίνονται ὄχι ὑπὸ Ῥωμαίου ἀλλὰ ὑπὸ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος· οἱ Ῥωμαῖοι ἔχασαν τάς δυτικὰς ἐπαρχίας, οἱ Βυζαντινοὶ τάς κατακτούν.
Οὕτως οἱ Εὐρωπαίοι φαντάζονται μέχρι σήμερον τοὺς Φράγκους ὡς τοὺς ἀπελευθερωτὰς τῶν Ῥωμαίων καὶ τῆς ἐκκλησίας τῆς Ῥώμης ἀπὸ τοὺς κακοδόξους καὶ ξένους πρὸς τὸ γνήσιον λατινοῤῥωμαϊκὸν γένος «Γραικοὺς» ἢ «Βυζαντινούς».
Εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως προκεῖται περὶ ἀπελευθερώσεως Ῥωμαίων ἀπὸ Ῥωμαίους!
Κάτι παρόμοιον γίνεται μὲ τὴν ἱστορίαν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς ὀποῦ οἱ ἰθαγενεῖς Ῥοὺμ ἐμφανίζονται ὡς χαρούμενοι ὅταν οἱ Ἄραβες τοὺς «ἀπελευθερῶσαν» ἀπὸ τοὺς «Βυζαντινούς».
Ἐμφανίζουν οἱ Εὐρωπαίοι τάς ἐπεμβάσεις τῶν Τευτονοφράγκων ψευδοαυτοκρατόρων τῶν Ῥωμαίων εἰς τάς ἐκλογὰς τῶν πάπων καὶ τὴν ὑπὸ τῶν ἡγεμόνων τούτων βιαίαν ἐπιβολὴν φραγκοφίλων καὶ Φράγκων πάπων ὡς ἀπελευθέρωσιν τῆς Παπωσύνης ἀπὸ τὴν κυριαρχίαν τῶν λαϊκῶν καὶ τῆς ἀνηθικότητος.
Ἐμφανίζουν οἱ Εὐρωπαίοι τὴν κάθοδον τῶν φραγκικὼν μοναχικῶν ταγμάτων πρὸς κατάληψιν τῆς Ῥώμης καὶ κάτω Ἰταλίας ὡς πνευματικὴν ἐνίσχυσιν μιᾶς πνευματικὼς ἐν καταπτώσει ἐκκλησίας, ἐνῶ εἰς τὴν πραγματικότητα οἱ Ῥωμαῖοι, οἱ λατινόφωνοι καὶ κυρίως οἱ ἑλληνόφωνοι, τὴν ἐποχὴν αὐτὴν εἶχον ἐν κάτω Ἰταλίᾳ κατὰ διαφόρους πληροφορίας 200 - 1500 μοναστήρια.
Αἱ ἐπεμβάσεις τῶν Φράγκων εἰς τὸν διορισμὸν Λατινοφράγκων, Τευτονοφράγκων καὶ Ἰταλοφράγκων παπὼν ἐμφανίζονται ὡς ἀπελευθέρωσις τῆς ἐκκλησίας τῆς Ῥώμης ἀπὸ τὸν στενὸν ῥωμαϊκὸν ἐθνικισμὸν καὶ ὡς διεθνοποίηοις τῆς Παπωσύνης. Ἀκριβῶς τὸ ἴδιον ζητοῦν οἱ Παπικοὶ να γίνη μὲ τὰ ῥωμαϊκὰ προσκυνήματα τῶν Ἱεροσολύμων.
Πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ἐνεφανίζετο ἡ κάθοδος τῆς Φραγκιὰς εἰς τὴν κάτω ἰταλικὴν Ῥωμανίαν ὡς ἀπελευθέρωσις τῶν Ῥωμαίων ἀπὸ τὴν δῆθεν ἀνηθικὸν παράδοσιν να εἲναι νυμφευμένος ὁ ἐνοριακὸς κλῆρος. Περιέργως βλέπομεν σήμερον χιλιάδες φραγκοπαπάδες να ἐγκαταλείπουν τάς τάξεις τοῦ κλήρου διὰ να νυμφευθούν.
Ὡς πνευματικοὶ ἀπόγονοι τῶν Φράγκων ἀδυνατοὺν οἱ Εὐρωπαίοι να ἐρμηνεύσουν ὀρθῶς τὴν μεταβολὴν τῆς Παπωσύνης ἀπὸ ῥωμαϊκὸν εἰς φραγκικὸν πατριαρχεῖον, ἐπειδὴ ἐκληρονόμησαν τὴν μεσαιωνικὴν φραγκικὴν προπαγάνδαν, καθ' ἢν ἡ φραγκικὴ Παπωσύνη εἲναι ταὐτὸν μὲ τὴν προγενεστέραν Παπωσύνην τῶν Ῥωμαίων. Οὕτω βλέπομεν τοὺς Παπικοὺς μέχρι σήμερον μαζὶ μὲ τοὺς Προτεστάντας να ἀνατρέχουν εἰς ὅλην τὴν πρὸ τοῦ θ' αἰῶνος Παπωσύνην πρὸς ἀνεύρεσιν τεκμηρίων, διὰ να ἀποδείξουν ὅτι ὁ πάπας τῆς Ῥώμης ἦτο δογματικὼς πάντοτε ἢ ἀπὸ πολὺ ἐνωρὶς αὐτὸ τὸ ὁποῖον εἲναι διὰ τοὺς Εὐρωπαίους σήμερον.
Δυστυχῶς ὅμως αὐτὰ τὰ πιστεύουν σήμερον καὶ οἱ Νεογραικοί, οἵτινες καταφεύγοντες εἰς τὴν εὐρωπαϊκὴν καὶ ῥωσικὴν ἐπιστήμην κάμνουν καὶ αὐτοὶ σύγχυσιν μεταξὺ τῆς ῥωμαίικης Παπωσύνης πρὸ τοῦ 1009 καὶ τῆς φραγκικὴς Παπωσύνης μετὰ τὸ 1009, ἁπλούστατα διότι ἀποκηρύξαντες τὸ ὄνομα Ῥωμαῖος διὰ τὸν ἑαυτὸν τῶν ἐδέχθησαν ὡς βάσιν τοῦ ὅλου προσανατολισμοῦ τῶν πρὸς τὴν ἱστορίαν τὴν φραγκικὴν διάκρισιν μεταξὺ «λατινικοῦ» καὶ «γραικικοὺ» Χριστιανισμοῦ.
Ὁ ἀφανισμὸς τῆς δυτικῆς Ῥωμαιοσύνης καὶ ἡ ἀντικατάστασις αὐτῆς ὑπὸ τῆς Φραγκοσύνης ἐμφανίζεται εἰς τὴν Εὐρώπην μέχρι σήμερον ὡς ἀποσπασις, ἀποχώρησις καὶ σχίσμα τῶν λεγομένων «Γραικὼν» μὲ τὰ «γραικικὰ» τῶν πατριαρχεῖα ἀπὸ τὴν ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ δῆθεν ἱδρυθεῖσαν λεγομένην μὲν ῥωμαϊκὴν ἀλλὰ εἰς τὴν πραγματικότητα φραγκικὴν Παπωσύνην.
Τὸ ψευδὲς τῆς ὅλης εἰκόνος ταύτης φαίνεται σαφῶς καὶ ἀμέσως ὅταν χρησιμοποιούνται τὰ πραγματικὰ ἱστορικὰ ὀνόματα τῆς ῥωμαίικης παραδόσεως. Τότε βλέπομέν πως οἱ Εὐρωπαίοι ἐπιδιώκουν να πιστευθῇ ὅτι ἡ Ῥωμαιοσύνη ἀπεσπάσθη δῆθεν ἀπὸ τὴν Φραγκοσύνην. Ὁ σημερινὸς Εὐρωπαῖος ὅμως δεν δύναται να διακρίνῃ τὴν ἱστορικὴν ταύτην πραγματικότητα, διότι εἰς αὐτὸν ἡ ἱστορία ἐμφανίζεται ὡσὰν «Γραικοὶ» να ἀπεσπάσθησαν ἀπὸ ῥωμαϊκὴν ἐκκλησίαν, ἐφ' ὅσον κατ' αὐτοὺς τὰ ἐν τῇ Ἀνατολῇ πατριαρχεῖα τῶν Ῥωμαίων εἲναι γνωστὰ ὡς «γραικικὰ» καὶ ἡ φραγκικὴ Παπωσύνη εἲναι γνωστὴ μὲ τὴν τοπωνυμίαν τῆς ἕδρας τῆς ὡς ῥωμαϊκὴ καὶ μέσῳ τοῦ τοπικοῦ τούτου ὀνόματος μόνον συνδέεται μὲ τὴν ἀρχαίαν ἱστορίαν τῆς Ῥώμης, μὲ τὴν ὁποίαν δεν ἔχει καμμίαν ἄλλην οὐσιαστικὴν σχέσιν.
Πάντως ἡ παλαιὰ Φραγκιὰ δεν ὑπάρχει πλέον. Ἐξ ἐπόψεως πολιτεύματος οἱ ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπόγονοι τῶν κατακτηθέντων Ῥωμαίων καὶ Σλαύων δουλοπάροικων καὶ τεχνιτῶν (artisans) ὡς καὶ τῆς μεταγενεστέρως ἀναπτυχθείσης τάξεως τῶν κωμοπολιτὼν (burghers) τῆς Εὐρώπης ἐπανεστάτησαν μὲ ἀρχὴν τὴν Γαλλικὴν Ἐπανάστασιν (1789) κατὰ τῆς τευτονικὴς τάξεως καὶ τευτονικὴς προελεύσεως τάξεως τῶν εὐγενῶν καὶ οὕτως ἡ φεουδαλικὴ Φραγκιὰ μετετράπη εἰς τὴν σημερινὴν Εὐρώπην τῆς ὁποίας μέγα μέρος ἐπηρεάζεται ἰσχυρῶς ἀπὸ τὴν ἔστω καὶ παραμορφωμένην ἡ φραγκευμένην μορφὴν τῆς Ῥωμαιοσύνης, ὡς διασῴζεται εἰς τὴν σημερινὴν Παπωσύνην. Διὰ τοῦτο βάσει τῆς Ῥωμαιοσύνης δύνανται οἱ Ῥωμηοὶ να καλλιεργήσουν σταθερὰς σχέσεις μὲ τοὺς ἐν λόγῳ ἀπογόνους τῶν Ῥωμαίων τῆς Εὐρώπης. Ἀφοῦ ἀπὸ τοὺς Φράγκους ἔμαθαν να μισοῦν «Γραικοὺς» καὶ «Βυζαντινούς», ἂς μάθουν ὅτι εἰς τὴν πραγματικότητα ἐμίσησαν Ῥωμαίους.
Ἐξ ἐπόψεως δὲ θεολογικῆς ὄχι μόνον οἱ Προτεστάνται ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ λεγόμενοι Ῥωμαιοκαθολικοὶ ἐστράφησαν ἐναντίον τῆς θεολογίας τῶν Φράγκων κατακτητῶν τῶν καὶ ἐν πολλοῖς ἐδικαίωσαν τοὺς προγόνους ἡμῶν, οἵτινες ἀντεστάθησαν δραστηρίως κατὰ τῶν καινοτομιῶν τῶν τότε ἀγραμμάτων Εὐρωπαίων τοῦ μεσαίωνος. Ἐπὶ πολλὰς δεκαετηρίδας τὰ δογματικὰ καὶ ἱστορικὰ θεμέλια τοῦ εὐρωπαϊκοὺ Χριστιανισμοῦ κλυδωνίζονται. Ἐξ αἰτίας τοῦ νεογραικικοὺ πνεύματος καὶ τῆς ταυτίσεως αὐτοῦ μὲ κάθε τι τὸ εὐρωπαϊκὸν εἶχεν ἀρχίσει να ἐπικρατῆ ἡ ἐντύπωσις ὅτι αἱ δεισιδαιμονίαι τοῦ εὐρωπαϊκοὺ Χριστιανισμοὶ εἲναι γνωρίσματα καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐφ' ὅσον ἐλησμονεῖτο ἡ διάκρισις μεταξὺ Ῥωμαιοσύνης καὶ Φραγκοσύνης. Οὕτως ἔχω εὔρει προσωπικῶς πολλοὺς νέους ἐν Ἑλλάδι οἱ ὁποῖοι εἶχον τὴν ἐντύπωσιν ὅτι καὶ ἡ Ῥωμηοσύνη εἶχε τὴν Ἱερὰν Ἐξέτασιν τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνος. Μάλιστα διαβάζουν βιβλία γραμμένα ὑπὸ Εὐρωπαίων κατὰ τοῦ εὐρωπαϊκοὺ Χριστιανισμοῦ καὶ νομίζουν ὅτι τὰ ἐν λόγῳ ἐπιχειρήματα ἰσχύουν καὶ ἐναντίον τῆς Ῥωμηοσύνης, ἀκριβῶς ὅπως ἐνόμιζον οἱ τύπου Κοραὴ Νεογραικοί. Τὶ ἄλλο να πιστεύσῃ ὁ νέος, ὅταν ἀκούῃ τὴν προπαγάνδαν τῶν Νεογραικὼν ὅτι ὁ δυτικὸς καὶ ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς εἲναι ταὐτὸν καὶ ὅτι δεν ὑπάρχουν σπουδαῖαι διαφοραὶ μεταξὺ τοῦ εὐρωπαϊκοὺ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας; Τὶ ἄλλο να πιστεύσῃ ὁ νέος ὅταν ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέται κηρύττουν ὅτι δεν ὑπάρχουν διαφοραί;
Τὸ παράδοξον ὅμως εἲναι ὅτι κυρίως ἀπὸ τῆς λήξεως τῆς Β' Βατικανείου Συνόδου τῆς Παπικὴς Ἐκκλησίας τὸ 1965, τὸ μέτωπον ὁλόκληρον τῆς δυτικῆς ἐν γένει θεολογικῆς μεθόδου κατέῤῥευσε, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ εὐρωπαϊκὸς καὶ ἀμερικανικὸς Χριστιανισμὸς να εὑρίσκεται ἤδη εἰς μίαν συγκεχυμένην καὶ κινδυνώδη κατάστασιν. Σημασίαν πάντως ἔχει τὸ γεγονὸς ὅτι μικρὰ μὲν ἀλλὰ ἰσχυρὰ ὁμὰς δυτικῶν θεολόγων εἶχεν ἤδη ἀπὸ ἐτῶν στρέψει τὴν προσοχὴν τῆς εἰς τὴν ἔρευναν τῆς ὀρθοδόξου πατερικὴς παραδόσεως καὶ τοῦ μοναχισμοὺ αὐτῆς.
Ὡς γνωστὸν τὸ νεογραικικὸν πνεῦμα εἶχε διαποτίσει ὁλόκληρον τὸ Πανεπιστήμιον τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ μὲ ἀποτέλεσμα καὶ ἡ θεολογικὴ τοῦ Σχολὴ κυριολεκτικὼς να καταποντισθὴ μέσα εἰς τὰ πικραίνοντα ὕδατά του. Οὕτως ἀντὶ να συνέχιση τὴν θεολογικὴν μέθοδον τῆς Ῥωμαιοσύνης, ἠκολούθει τάς μεθόδους τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ῥωσίας. Διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ ἑλληνοχριστιανικοὺ πολιτισμοῦ ἤρχισαν οἱ πνευματικοὶ ἡγέται αὐτοῦ να λησμονοὺν ὅτι εἰς τὸν χῶρον τοῦ πνεύματος εἲναι ἡ πρώτη ἠγετικὴ δύναμις τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἀντὶ κεφαλῆς ἔγιναν οὐρά.
Ἐναντίον τῆς καταστάσεως ταύτης ὕψωσε τὴν φωνὴν τοῦ ὁ νεώτερος πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Σὺν τῷ χρόνῳ ἤρχισε μεταξὺ θεολόγων τινῶν κίνημα ἐπανόδου εἰς τὴν παράδοσιν, τὸ ὁποῖον κατέκτησε τὴν θεολογικὴν Σχολὴν τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ὡς καὶ τὸ μεγαλύτερον μέρος τῆς τῶν Ἀθηνών. Καὶ αὐτὸς ἀκριβῶς εἲναι ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον ἡ ἑλλαδικὴ θεολογία δεν ἐπηρεάζεται ἐπικινδύνως ἀπὸ τὴν γενικὼς σήμερον ἐπικρατοῦσαν ἐν τῇ δυτικῇ θεολογίᾳ ἀκαταστασίαν ἀσφαλῶς ἐὰν εἶχεν ἐπικρατήσει τὸ νεογραικικὸν πνεῦμα, θὰ εἴχομεν ἀπολέσει καὶ ἐκκλησιαστικῶς τὴν Ῥούμελην.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
Η ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΙΣ ΤΩΝ ΦΡΑΓΚΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗΝ
Κατὰ τὰ μέσα τοῦ θ' αἰῶνος ὁ πατριάρχης καὶ ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ῥώμῃ βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων, ἐν συνεργασίᾳ μετὰ τῶν τότε Ὀρθοδόξων Ῥωμαίων πάπων τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης, ἡτοίμαζον μετὰ μεγάλης ἐπιμελείας ἱεραποστολικὸν ἐπιτέλειον διὰ τὴν ἐκχριστιάνισιν τῶν Σλαύων κατὰ τὸ ὀρθόδοξον δόγμα. Ἤδη δὲ εἰργάζοντο Φράγκοι ἱεραπόστολοι διὰ τὸν ἴδιον σκοπόν. Χρῄζει προσοχῆς τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἐκ Θεσσαλονίκης αὐτάδελφοι ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος ἀπεστάλησαν εἰς τοὺς ἐντὸς τῆς φραγκικὴς κυριαρχίας καὶ ἐπιῤῥοῆς Σλαύους.
Τὸ 794 οἱ Φράγκοι κατεδίκασαν τὴν Ζ' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον. Παρὰ τάς διαμαρτυρίας τοῦ πάπα Ῥώμης καὶ τοῦ πατριάρχου Ἱεροσολύμων τὸ 808, οἱ Φράγκοι ἀνεκήρυξαν τὸ 809 εἰς δόγμα τὴν κακόδοξον προσθήκην τοῦ Filioque εἰς τὸ σύμβολον τῆς πίστεως. Ὁ τότε Ῥωμαῖος πάπας τῆς Ῥώμης Λέων Γ' ἀπήντησε διὰ τῆς χαράξεως τοῦ συμβόλου ἄνευ τῆς προσθήκης ἐπὶ δυο ἀργυρῶν πλακῶν ἐν τῷ ναῷ τοῦ Ἁγίου Πέτρου μετὰ τῆς ἐπιγραφῆς· «ταῦτα Λέων ἔθηκα δι' ἀγάπην καὶ φύλαξιν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως».
Διὰ τῆς καταδίκης τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ διὰ τῆς δογματοποιήσεως τοῦ Filioque, παρὰ τάς διαμαρτυρίας τοῦ πάπα Ῥώμης καὶ τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ὁ Φράγκος ἡγεμὼν Κάρολος, ὁ γνωστὸς εἰς τὴν Δύσιν ὡς Μέγας, ἐκήρυξε τὴν δογματικὴν ὑπεροχὴν τῶν Φράγκων ἔναντι τῶν Ῥωμαίων καὶ τὸν δογματικὸν πόλεμον, διὰ να χρησιμεύση ἡ φραγκικὴ ὀρθοδοξία εἰς τὴν ἐκτόπισιν τῆς δῆθεν πλάνης ἢ ὀπισθοδρομικὴς θεολογίας τῶν Ῥωμαίων καὶ διὰ τὴν ἐδραίωσιν καὶ μονιμοποίησιν τῆς φραγκικὴς ἐπεκτεινομένης κυριαρχίας, ἡ ὁποία ἤδη συμπεριελάμβανε μεγάλα τμήματα τῆς δυτικῆς Ῥωμανίας, δηλ. τῆς σημερινῆς Γαλλίας, Ἐλβετίας, Γερμανίας, Αὐστρίας καὶ τῆς πρὸ ὀλίγου κατακτηθείσης βορείου καὶ μέσης Ἰταλίας.
Ἡ ἐκκλησία τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης διὰ τῆς ἱερᾶς συνόδου αὐτῆς εἶχε τὴν ἄμεσον δικαιοδοσίαν ἐπὶ τῆς λατινοφώνου μέσης Ἰταλίας καὶ μέρους τῆς ἑλληνοφώνου κάτω Ἰταλίας. Ὅμως ἡ λατινόφωνος μέση Ἰταλία, συμπεριλαμβανομένης τῆς Ῥώμης, κατεκτήθη ὑπὸ τῶν Φράγκων, ἐνῶ ἡ ἑλληνόφωνος κάτω Ἰταλία παρέμεινε πολιτικὼς καὶ ἐκκλησιαστικῶς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ἀποστολῆς τῶν ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου ἡ κυριαρχία τῶν Φράγκων ἐπὶ τῆς μέσης Ἰταλίας εἶχε χαλαρωθή.
Ἐνῶ οἱ τότε Ὀρθόδοξοι Ῥωμαῖοι παπαῖ ἐπέτρεπον τὴν ἐν τῇ λατρείᾳ χρῆσιν ἄλλων γλωσσῶν, οἱ Φράγκοι ἐπέμενον εἰς τὴν λατινικὴν γλῶσσαν ὡς μέσον κυριαρχίας καὶ ἀφομοιώσεως τῶν ὑπ’ αὐτῶν κατακτηθέντων Ῥωμαίων καὶ Σλαύων καὶ ἑνώσεως τῶν χριστιανῶν ὑπὸ τὴν δικαιοδοσίαν αὐτῶν.
Ἐνώπιον τοῦ φραγκογερμανικοὺ τούτου κινδύνου οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ῥώμῃ Ῥωμαῖοι ἐκινήθησαν δραστηρίως διὰ τὴν διάσωσιν τῆς ἐν τῇ Δύσει Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας τῶν δυτικῶν Ῥωμαίων καὶ Σλαύων, ὡς καὶ διὰ τὴν ἑξασφάλισιν τῶν ἐπαρχιῶν τῆς κάτω ἰταλικῆς Ῥωμανίας, αἱ ὁποῖαι συνώρευον τώρα μετὰ τοῦ ἐν Ἰταλίᾳ φραγκικοὺ κράτους.
Διὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὡς καὶ διὰ τὴν ὀρθὴν κατήχησιν καὶ στερέωσιν τῶν Σλαύων ἐν τῇ ἀληθεῖ εὐσεβείᾳ τοῦ Χριστοῦ ἀπεφασίσθη ἡ χρῆσις τῆς σλαυικὴς γλώσσης καὶ τοῦ ὀρθοδόξου συμβόλου τῆς πίστεως, ἡ ἀντικατάστασις τοῦ φραγκικοὺ συμβόλου μὲ τὸ ὀρθόδοξον εἰς τοὺς ἥδη ὑπὸ τῶν Φράγκων βαπτισθέντας, καὶ ἐπὶ πλέον ἀπεφασίσθη αἱ νέαι ὑπὸ τῶν ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου ἱδρυθεῖσαι Ἐκκλησίαι να ὑπάγωνται εἰς τὴν Πρεσβυτέραν Ῥώμην.
Μετὰ τάς πρώτας ἐπιτυχίας τῶν οἱ ἀπόστολοι οὔτοι τῶν Σλαύων ἐπεσκέφθησαν τὸν πάπαν Ἀδριανὸν τὸν Β', ὁ ὁποῖος ἐνέκρινε τὸ ἔργον αὐτῶν ὑπὲρ τῆς σλαυικὴς γλώσσης καὶ ἐναντίον τοῦ φράγκικου Filioque. Κατὰ τὴν ἐπίσκεψιν ταύτην ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον ὁ ἅγιος Κύριλλος, καρεὶς μοναχός. Ὁ ἅγιος Μεθόδιος ἐχειροτονήθη ἐπίσκοπος καὶ ἐγκατεστάθη ὑπὸ τοῦ πάπα ὡς ἀρχιεπίσκοπος Σιρμίου διὰ τοὺς ἐναπομείναντος Ῥωμαίους ἐν τῇ παλαιᾷ ῥωμαϊκῇ Παννονία, ἡ ὁποία εὑρίσκετο πολιτικὼς καὶ ἐκκλησιαστικῶς τώρα ἐντὸς τῆς κυριαρχίας τῶν Φράγκων.
Οἱ Φράγκοι συνέλαβον τὸν ἅγιον Μεθόδιον, τὸν ἐδίκασαν, τὸν καθήρεσαν καὶ τὸν ἐφυλάκισαν. Ἔπειτα ἀπὸ δύο καὶ ἥμισυ ἔτη τῇ ἐπεμβάσει τοῦ πάπα Ἰωάννου τοῦ Ἡ' ἀπελύθη καὶ ἐγκατεστάθη εἰς Μοραβίαν, ὅπου εἰργάσθη μέχρι τῆς πρὸς Κύριον ἐκδημίας αὐτοῦ περὶ τὸ 885.
Κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς ἐν Μοραδία ποιμαντορίας τοῦ ἁγίου Μεθοδίου οἱ Φραγκογερμανοὶ ἐνήργουν διὰ τὸν ἀφανισμὸν τοῦ ἔργου τῶν ἐκ Θεσσαλονίκης Ῥωμαίων ἱεραποστόλων. Ἔτυχον δὲ οὔτοι τῆς ὑποστηρίξεως τοῦ ὑποτελοῦς εἰς τοὺς Φράγκους πάπα Στεφάνου τοῦ Ἑ' (885 891), ὁ ὁποῖος ἀνεγνώρισε τὰ αἰτήματα τῆς ἐν Μοραβία φιλογερμανικὴς μερίδος καὶ ἀνέδειξε τὸν ἀρχηγὸν αὐτῆς εἰς διάδοχον τοῦ ἁγίου Μεθοδίου. Ὁ νέος ἀρχιεπίσκοπος ἀπηγόρευσε τὴν σλαυικὴν γλῶσσαν ἐν τῇ λατρείᾳ καὶ ἐπέβαλε τὸ φραγκικὸν σύμβολον. Οὕτως ὁ ἄμεσος σκοπὸς τῆς ἀποστολῆς τῶν ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου ἀπέτυχεν.
Οἱ κυριώτεροι συνεργάται καὶ μαθηταὶ τοῦ ἁγίου Μεθοδίου ἐξωρίσθησαν καὶ κατέφυγον εἰς Βουλγαρίαν. Ἄλλοι πωληθέντες καὶ ἐν Βενετία ἀγορασθέντες ἐστάλησαν εἰς Κωνσταντινούπολιν καὶ ἐκεῖθεν εἰς Βουλγαρίαν. Οὕτω μετεφέρθη τὸ ἔργον τῶν ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου εἰς τοὺς ἐλευθέρους Σλαύους, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν σῦν τῷ χρόνῳ κατὰ τὸ ὀρθόδοξον δόγμα ἐκχριστιάνισιν τοῦ μεγαλυτέρου μέρους τοῦ σλαυικοὺ κόσμου.
Παρ' ὅλας τάς ὀξείας περὶ τοῦ θέματος τῆς Βουλγαρίας προκυψάσας διενέξεις μεταξὺ Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοῦ φραγκοφίλου πάπα Νικολάου τοῦ Ἃ' (858 867), οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει ὑπεύθυνοι ἀπεφάσισαν τελικὼς να παραχωρήσουν τὴν ἐκκλησιαστικὴν διοίκησιν τῆς Βουλγαρίας εἰς τὴν Πρεσβυτέραν Ῥώμην, ἀλλὰ δεν ἐδέχθη τοῦτο ὁ ἡγεμὼν τῶν Βουλγάρων.
Τότε πάπας τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης καὶ φίλος τοῦ πατριάρχου τῆς Νέας Ῥώμης Μεγάλου Φωτίου ἦτο Ἰωάννης ὁ Ἡ' (872 882), ὁ ὁποῖος ἐπενέβη διὰ τὴν ἀποφυλάκισιν τοῦ ἁγίου Μεθοδίου, ὡς εἴδομεν, καὶ συμμέτειχεν εἰς τὸν ἀναθεματισμὸν τῶν μὴ ἀποδεχομένων τὴν Ζ' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον Φράγκων καὶ εἰς τὴν καταδίκην τοῦ φραγκικοὺ Filioque κατὰ τὴν Ἡ' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τοῦ 879.
Ἡ σύνοδος αὔτη ἀνεθεμάτισε 1) τοὺς μὴ ἀποδεχομένους τὴν Ζ' Οἰκουμενικὴν Συνοδον καὶ 2) τοὺς προσθέσαντάς τι εἰς τὸ συμβολον, χωρὶς ὅμως να κατονομάζωνται οἱ ἐν λόγῳ αἱρετικοί, πρᾶγμα πρωτοφανὲς ἐν τοῖς πρακτικοῖς καὶ ὀροῖς οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν συνόδων. Ἡ τακτικὴ αὐτὴ ἐξηγεῖται βάσει τῆς πρὸς Φώτιον συναφθείσης εἰς τὰ πρακτικὰ προσωπικῆς ἐπιστολῆς τοῦ πάπα Ἰωάννου Ἡ', ἐν ἢ παρακαλεῖ να ἐπιτραπῇ ἡ διὰ τῆς πειθοῦς προσπάθεια να ἀπαλειφθῇ τὸ Filioque, τὸ ὁποῖον «οὔκ ἐστι παγιωθὲν ἐκ πολλῶν ἐνιαυτὼν καὶ διὰ ταῦτα καλῶς ἔχειν ἔδοξεν ἡμῖν, ἵνα μὴ μετὰ βίας ἀναγκασθῇ τὶς παρ’ ἡμῖν ἐάσαι τὴν προσθήκην, ἢν ἔφθασεν ἐν τῷ συμβόλῳ προσθεῖναι». Ἐφ' ὅσον προηγουμένως διεβεβαίωσε τὸν Φώτιον ὅτι ἐν Ῥώμῃ δεν εἰσήχθη ἡ προσθήκη ἐν τῷ συμβόλω, τὰ ὑπὸ τοῦ πάπα γραφέντα ταῦτα σημαίνουν σαφῶς ὅτι ἐφοβεῖτο τὴν διὰ τῆς βίας ἐπιβολὴν τῆς προσθήκης καὶ ἐν Ῥώμῃ, ἐὰν ἐρεθισθοὺν οἱ Φράγκοι. Ὁ φόβος αὐτὸς ἐξηγεῖ ἐπίσης καὶ τὰ ὑπὸ Μεγάλου Φωτίου διπλωματικὼς ἐν τῇ συνόδῳ λεχθέντα διὰ τοὺς μὴ ἀποδεχομένους τὴν Ζ' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον Φράγκους· «ἴσως παρὰ τίσιν ἐστὶν ἀμφιβολία. φήμη μὲν γὰρ τοιαύτη περιαγγέλλεται. τὸ δὲ ἀληθὲς οὔπω καὶ μέχρι νῦν ἐπιστάμεθα». Ὁ φόβος οὗτος τοῦ πάπα καὶ τοῦ πατριάρχου ἔναντι τῶν Φράγκων καὶ φραγκοφίλων ἐξηγεῖ ἐπίσης διατὶ τὰ θέματα περὶ Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ Filioque παραλείπονται ἐν ταῖς ὁδηγίαις τοῦ πάπα πρὸς τοὺς ἀντιπροσώπους τοῦ εἰς τὴν σύνοδον, ὡς ἐπίσης διατὶ αἱ ὁδηγίαι αὐταὶ κατεγράφησαν εἰς τὰ πρακτικά. Δηλαδὴ ἐγένετο διπλωματικὴ προσπάθεια να μὴ φανῇ ὁ πάπας ἐχθρικῶς διακείμενος ἔναντι τῶν Φράγκων κατακτητῶν, οἵτινες ἦσαν γνωστοὶ διὰ τὴν ἀγριότητα καὶ βαρβαρότητα αὐτῶν καὶ κυρίως τὴν ἱκανότητα αὐτῶν να σφάζουν τοὺς ὑπ' αὐτῶν θεωρουμένους αἱρετικούς.
Εἲναι γενικὼς ἀποδεκτὸν σήμερον ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς ὅτι ἡ ἐκκλησία τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης ἐδέχθη τὴν ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου καταδικάσασαν τὸ Filioque Ἡ' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον. Παραλλήλως οἱ Φράγκοι ἐθεώρουν τοὺς ἀποδεχομένους τὴν προσκύνησιν τῶν εἰκόνων καὶ τοὺς μὴ ἀποδεχομένους τὸ Filioque καὶ κυρίως τὸν Μέγαν Φώτιον ὡς αἱρετικοὺς βάσει τῶν ἀποφάσεων τῶν ἐπὶ Μεγάλου Καρόλου φραγκικὼν συνόδων τοῦ 794 καὶ τοῦ 809.
Ἐξ αἰτίας ἐπιστολῶν τοῦ πρώτου εἰς τὴν ἱστορίαν φραγκοφίλου πάπα Νικολάου Ἃ' ἔγραψαν Φράγκοι θεολόγοι καὶ ἐπίσκοποι κατὰ τῶν «αἱρετικῶν» Γραικών. Ἐκ τῶν ἔργων τούτων διασῴζονται τρία· 1) Liber adversus Graecos, τοῦ Aeneas τῶν Παρισίων. 2) Contra Graecorum opposita, τοῦ Ratramnus τοῦ Corbie καὶ 3) Responsio de fide Ταὐτόν. Trinitate contra Graecorum haeresim, τῆς συνόδου τῶν Γερμανὼν ἐπισκόπων.
Τέσσαρες παράγοντες ὅμως συνετέλεσαν εἰς μίαν κάμψιν τῆς φανατικὴς ἀντικωνσταντινουπολιτικὴς μερίδος τῶν Φράγκων καὶ εἰς τὴν μεταξὺ τῶν μετριοπαθῶν Φράγκων ἐπιτυχίαν τῆς πολιτικῆς τοῦ πάπα Ἰωάννου Ἡ' ὑπὲρ τῶν συμφερόντων τῆς Ῥωμαιοσύνης. 1) Ἡ μετὰ τὸν Καρλομάγνον διάλυσις καὶ ἑξασθένησις τῆς Μεγάλης Φραγκιὰς ἐπεκράτησαν πλέον εἰς ὀξὺν βαθμὸν κατὰ τὴν ἐν λόγῳ ἐποχήν. 2) Ὁ ἐξ ἀνατολικῆς Ῥωμανίας στόλος καὶ στρατὸς ἐξεδίωξε τὸ 867 τοὺς Ἄραβας ἀπὸ τὴν κάτω ἰταλικὴν Ῥωμανίαν καὶ οὕτω ἐνίσχυσε σπουδαίως τὴν θέσιν τῆς παπικὴς Ῥωμανίας (Παπικὸν Κράτος). 3) Οἱ λατῖνοι Φράγκοι ῥῆγες διῃρημένοι μεταξὺ τῶν ἐπεδίωκαν ἐκ θέσεως ἀδυναμίας πλέον να στεφθοὺν ὑπὸ τοῦ πάπα imperatores. 4) Οὕτω ὁ πάπας ἔγινεν ὁ ῥυθμιστὴς τῶν πραγμάτων μεταξὺ τῶν λατίνων Φράγκων πρὸς γενικὸν ὄφελος τῆς Ῥωμαιοσύνης.
Ὅλα ὅμως ἤλλαξαν ἀποτόμως μὲ τὴν κατάληψιν τῆς Ῥώμης ὑπὸ τοῦ Τευτονοφράγκου Ὄθωνος Ἃ' τὸ 962 καὶ τὴν ὑπ’ αὐτοῦ ἐπιβολὴν Φράγκου πάπα κατὰ τὴν δευτέραν κατάληψιν τῆς Ῥώμης τὸ 963. Ὅταν οἱ τεύτονες (Deutsch) Φράγκοι κατέλαβον ὁριστικῶς πλέον τὸν θρόνον τοῦ πάπα Ῥώμης τὸ 1009 καὶ ἐπέβαλον διὰ τῆς βίας Φράγκους ἐπισκόπους ἐπέβαλον καὶ τὸ Filioque καὶ τὸ νέον φραγκικὸν περὶ πάπα δόγμα διὰ τὴν καθυπόταξιν τῶν ἐκκλησιῶν, καὶ μόνον τότε ἔπαυσεν ἡ κατακτηθεῖσα καὶ τώρα φραγκικὴ ἐν Ῥώμῃ ἐκκλησίᾳ να ἀναγνωρίζῃ τὴν ἐπὶ Φωτίου Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τοῦ 879 καὶ ἀντ' αὐτῆς παρεδέχθη καὶ παραδέχεται ἐπισήμως μέχρι σήμερον ὡς Ἡ' Οἰκουμενικὴν τὴν σύνοδον τοῦ 869 τὴν καθαιρέσασαν τὸν Μέγαν Φώτιον. Μάλιστα ἐνεφανίσθη εἰς τὴν Δύσιν καὶ ἡ ἐσφαλμένη ἀντίληψις ὅτι ἐν αὐτῇ ὁ Μέγας Φώτιος κατεδικάσθη καὶ ὡς αἱρετικός. Αὐτὴ φαίνεται ἦτο ἡ ἐντύπωσις τῶν Φράγκων ἐχθρῶν τοῦ Φωτίου.
Κατὰ τὸν τρόπον αὐτὸν μία φραγκικὴ ἀντίληψις περὶ αἱρέσεως καὶ σχίσματος ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου μετεφέρθη εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῆς Ῥώμης καὶ ἔκτοτε ἐπεκράτησεν εἰς τὴν Δύσιν ἡ φραγκικὴ παράδοσις, ὅτι τὸ σχίσμα μεταξὺ «Γραικὼν» καὶ Λατίνων ἤρχισεν οὐσιαστικὼς κατὰ τὸν θ' αἰῶνα ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, ὁ ὁποῖος κατεπολέμησε τὸ περὶ Filioque δόγμα.
Τὰ περὶ δευτέρου σχίσματος καὶ καταδίκης τοῦ Φωτίου τῆς μεταγενέστερας φραγκολατινικὴς παραδόσεως ἀποῤῥίπτονται σήμερον ὑφ' ὅλων τῶν ἱστορικών, ἀλλ' αἱ γενόμεναι προσπάθειαι ἐξηγήσεως τῆς ὑπάρξεως τοῦ λεγομένου μύθου τῶν Δυτικῶν περὶ δευτέρου σχίσματος καὶ περὶ δευτέρας ὑπὸ τοῦ πάπα Ἰωάννου τοῦ Ἡ' καταδίκης τοῦ Φωτίου κάμουν ἐν σοβαρὸν σφάλμα, διότι οἱ δυτικοὶ Χριστιανοί, Λατῖνοι καὶ Διαμαρτυρόμενοι, ἀδυνατοὺν να συλλάβουν ἢ να λάβουν σοβαρῶς ὑπ' ὄψιν τὸ γεγονὸς ὅτι εὑρίσκοντο ἐν διαστάσει δογματικῇ καὶ ἐκκλησιαστικὴ οἱ ἐν Ἰταλίᾳ κυρίαρχοι Φράγκοι καὶ οἱ κατακτηθέντες Ὀρθόδοξοι Ῥωμαῖοι. Κατὰ τὸν θ', ἰ' καὶ ἀρχὰς τοῦ ἴα' αἰῶνος οἱ ὀλίγοι ἐναπομείναντες ἀμιγεῖς Ῥωμαῖοι τῆς περιοχῆς τῆς Ῥώμης εἶχον ἀποστροφὴν πρὸς τοὺς Λογγοβάρδους καὶ Φράγκους κατακτητὰς καὶ συνεχῶς ἐπανεστάτουν κατὰ τῆς κυριαρχίας αὐτῶν καὶ κατὰ τῶν ὑπὸ τῶν Φράγκων ἐπιβληθέντων πάπων καὶ τῇ βοηθείᾳ τῶν ὁμοεθνῶν τῶν Ῥωμαίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης ἐπεκράτησαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον Ῥωμαῖοι Ὀρθόδοξοι παπαῖ μέχρι τὸ 1009. Συντελεῖ εἰς τὴν σύγχυσιν ταύτην τῶν δυτικῶν ἱστορικῶν ἡ ἀπὸ τοῦ 963 βιαία κατάληψις τοῦ θρόνου τοῦ πάπα Ῥώμης ὑπὸ φραγκοφίλων ἡ Φράγκων ἐπισκόπων, τοὺς ὁποίους οἱ δυτικοὶ ἱστορικοὶ ἐμφανίζουν ὡς σωτῆρας τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν κυριαρχίαν τῶν γραικοφίλων (δηλαδὴ φιλοανατολικῶν Ῥωμαίων) Ῥωμαίων τῆς μέσης Ἰταλίας. Ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου ὕπηρχε σχίσμα καὶ συγχρόνως δεν ἔγινε δογματικὸν σχίσμα. Δηλαδὴ πρέπει να διακρίνωμεν σαφῶς τοὺς Φράγκους ἀπὸ τοὺς ἐν Ἰταλίᾳ Ῥωμαίους. Μεταξὺ Φράγκων καὶ Ῥωμαίων ὕπηρχε σχίσμα ἐξ αἰτίας τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τοῦ Filioque. Ἀλλὰ μεταξὺ δυτικῶν καὶ ἀνατολικῶν Ῥωμαίων οὔτε ὕπηρχεν οὔτε ἔγινεν ἐπὶ Φωτίου καὶ οὔτε μετὰ ταῦτα ἔγινε δογματικὸν σχίσμα, ἀφοῦ εἰς τὰ θέματα ταῦτα ὕπηρχε ἀπόλυτος συμφωνία. Οἱ δυτικοὶ καὶ ἀνατολικοὶ Ῥωμαῖοι τοῦ θ' αἰῶνος ἐθεώρουν ἀλλήλους ὡς Ὀρθοδόξους καὶ τοὺς Φράγκους ὡς ἑτεροδόξους, ὡς φαίνεται σαφῶς ἀπὸ τάς κατὰ τῶν Φράγκων ἀποφάσεις τῆς ἐπὶ Φωτίου Ἡ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου περὶ εἰκόνων καὶ Filioque καὶ ὡς φαίνεται ἐπίσης σαφῶς ἀπὸ τὸ ἔργον τῶν ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, οἱ ὁποῖοι ἐκήρυξαν τὸ ὀρθόδοξον σύμβολον ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φραγκικὸν ὡς ὑπηρέται καὶ ἀντιπρόσωποι τῶν Ῥωμαίων Ὀρθοδόξων πάπων τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης.
Ἐπὶ δύο αἰῶνας, ἤτοι ἀπὸ τοῦ 794 καὶ 809, ὅτε οἱ Φράγκοι κατεδίκασαν τὴν Ζ' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον καὶ ἐδογμάτισαν τὸ Filioque, μέχρι τοῦ 1009 ἢ 1014, ὅτε εἰσήχθη ὁριστικῶς τὸ Filioque εἰς τὸ σύμβολον ἐν Ῥώμῃ, ἠγωνίσθησαν σκληρὼς οἱ ἐν Ἰταλίᾳ Ὀρθόδοξοι Ῥωμαῖοι να διατηρήσουν τὴν πίστιν τῆς Ζ' καὶ Ἡ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Εἰς τὰ δυτικὰ ἐγχειρίδια ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῶν Λατίνων καὶ Προτεσταντὼν ἡ ἑξασκηθεῖσα ψήφῳ κλήρου καὶ λαοῦ κανονικὴ κυριαρχία τῶν Ῥωμαίων ἐπὶ τοῦ θρόνου τοῦ πάπα Ῥώμης περιγράφεται ὡς κάτι τὸ κακόν, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἀπηλλάγη ἡ ἐκκλησία τῆς Ῥώμης τῇ ἐπεμβάσει ἁγίων Φράγκων αὐτοκρατόρων. Εἰς τάς φραγκικὰς πηγὰς οἱ ὡς ἀνηθικοὶ παπαῖ ἐμφανισθέντες εἲναι πάντοτε οἱ προσκεκολλημένοι εἰς τὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ῥώμῃ βασιλέα τῶν Ῥωμαίων καὶ οἱ φραγκόφιλοι παπαῖ εἲναι πάντοτε οἱ ἅγιοι. Παρὰ τάς πιέσεις τῶν Φράγκων οἱ Ῥωμαῖοι τῆς μέσης ἰταλικῆς Ῥωμανίας ἠρνήθησαν ἐπὶ δύο αἰῶνας να προσθέσουν τὸ Filioque εἰς τὸ σύμβολον τῆς πίστεως. Τελικὼς ὅμως κατέλαβον τὸν θρόνον τῆς Ῥώμης οἱ Φράγκοι καὶ τὸ 1014 ὁ Ἰταλοφράγκος πάπας Βενέδικτος Ἡ' προσέθεσεν ὁριστικῶς τὸ Filioque εἰς τὸ σύμβολον. Μετὰ τὴν παραίτησιν τοῦ τελευταίου Ῥωμαίου ὀρθοδόξου πάπα τῆς Ῥώμης Ἰωάννου ΙΗ' τὸ 1009 διεγράφη ὁ πάπας ἀπὸ τὰ δίπτυχα τῶν ἀνατολικῶν πατριαρχείων καὶ ἔκτοτε ἐπικρατεῖ μέχρι σήμερον ἐν Ῥώμῃ τὸ παλαιοτερον σχίσμα τῶν Φράγκων.
Τὰ ἀναθέματα τοῦ 1054 δεν ἦσαν λοιπὸν οὔτε ἡ ἔναρξις οὔτε ἡ αἴτια τοῦ σχίσματος, ὡς ἰσχυρίζονται πολλοί. Μετὰ τὰ γεγονότα τῶν ἀναθεματισμὼν τοῦ 1054 ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαὴλ Κηρουλάριος περιέγραψε τὰ συμβάντα εἰς δύο ἐπιστολὰς τοῦ πρὸς τὸν πατριάρχην Ἀντιοχείας Πέτρον τὸν Γ'. Ἐπειδὴ πρὸ τῆς πατριαρχείας τοῦ ὁ Κηρουλάριος ἦτο ἐν δημοσίᾳ ὑπηρεσία καὶ οὐχὶ ἐντριβὴς περὶ τὰ τῆς Ἐκκλησίας ἱστορικά, ἐνόμιζεν ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ πάπα διεγράφη τῶν διπτύχων ἀπὸ τὸν ζ' αἰώνα καὶ εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ὁ Πέτρος τὸν διορθώνει. Πάντως εἲναι σαφὲς ὅτι ὁ Κηρουλάριος δεν διέγραψε τὸ ὄνομα τοῦ πάπα ἀπὸ τὰ δίπτυχα, ἀλλ' ἐκληρονόμησε τὸ σχίσμα, διὰ τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν ἐντύπωσιν ὅτι ἦτο πολὺ παλαιόν. Ὅτι προκεῖται περὶ πραγματικοῦ σχίσματος φαίνεται σαφῶς ἀπὸ τὴν ἑξῆς πρὸς Πέτρον ἔντονον φράσιν «καὶ ἔκτοτε καὶ μέχρι τοῦ νυν ἀποτμηθῆναι τῆς καθ' ἡμᾶς ἁγιωτάτης καὶ καθολικῆς Ἐκκλησίας τὸν πάπαν».
Ἀφοῦ πρῶτον διορθώνει τὸν Κηρουλάριον εἰς τὴν ἀναφέρθησαν ἱστορικὴν ἀνακρίβειαν, ὁ Πέτρος διαβεβαιοὶ ὅτι καὶ ἐν Ἀντιοχείᾳ δεν μνημονεύεται ὁ πάπας ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν «Ἐπὶ δὲ τούτοις κἀγὼ μάρτυς ἀπαράγραπτος, καὶ ἄλλοι σὺν ἐμοὶ τῶν τῆς Ἐκκλησίας ἐλλογίμων πολλοί, ὅτι ἐπὶ τῷ μακαρίτῃ πατριάρχῃ Ἀντιοχείας κυρῶ Ἰωάννη, ὁ πάπας τῆς Ῥώμης, Ἰωάννης καὶ αὐτὸς ἀκούων, ἐν τοῖς ἱεροῖς διπτύχοις ἀνεφέρετο». Προκεῖται δηλαδὴ περὶ τοῦ πάπα Ἰωάννου τοῦ ΙΗ', τοῦ παραιτηθέντος καὶ εἰς μοναστήριον ἀποσυρθέντος τὸ 1009. Ὁ Πέτρος συνεχίζει· «Καὶ ἐν Κωνσταντινουπόλει δὲ πρὸ χρόνων τεσσαράκοντα καὶ πέντε εἰσελθὼν εὗρον ἐπὶ τοῦ μακαρίτου πατριάρχου κυροῦ Σεργίου τὸν δηλωθέντα πάπαν ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ μετὰ τῶν ἄλλων πατριαρχῶν ἀναφερόμενον. Ὅπως δὲ ὕστερον ἡ αὐτοῦ ἐξεκόπη ἀναφορά, καὶ δι' ἢν αἰτίαν ἀγνοῶ». Δηλαδὴ ὁ Πέτρος δεν γνωρίζει διατὶ διεκόπη τὸ μνημόσυνον τοῦ τελευταίου κατὰ τὸ ἔθνος καὶ τὴν θρησκείαν Ῥωμαίου πάπα Ἰωάννου, ἐνῶ ἐμνημονεύετο. Ἐξ ἄλλων πηγῶν γνωρίζομεν ὅτι παρητήθη καὶ ὅτι ὁ διάδοχος αὐτοῦ ὁ Ἰταλοφράγκος Πάπας Σέργιος Δ' δεν συμπεριελήφθη εἰς τὰ δίπτυχα, ἐπειδὴ εἰς τὴν ἐπὶ τῇ ἐνθρονίσει αὐτοῦ συστατικὴν ἐπιστολὴν συμπεριέλαβε τὸ Filioque.
Εἰς τὴν πρώτην πρὸς Πέτρον ἐπιστολὴν τοῦ ὁ Κηρουλάριος ἠρώτησεν, ἐὰν ἀληθεύη ἡ φθάσασα εἰς τὴν ἀκοὴν τοῦ φήμη ὅτι μνημονεύει τὸν πάπαν εἰς τὰ δίπτυχα. Παραπονούμενος ὁ Πέτρος ἀπήντησε: «Πρὸ ἐξετάσεως καὶ τελείας καταλήψεως τὸ μὴ γεγονὸς ὡς γεγονὸς ἐξ ἀκοῆς ματαίας παρέστησας. Πῶς γὰρ καὶ ἔμελλον τέως αὐτὸν ἐγὼ ἀναφέρειν τὸν πάπαν, μὴ τῆς κατὰ σὲ ἁγίας ἐκκλησίας ἀναφερούσης αὐτόν, τρόφιμος ὧν ταύτης, καὶ ζηλωτῆς εἰ καὶ τὶς ἄλλος, ἔργῳ καὶ λόγῳ τὰ ταύτης πρεσβεία σεμνύνων καὶ μεγαλύνων ἀεί;». Διὰ τοῦτο κατόπιν παραγγέλλει εἰς τὸν Κηρουλάριον· «Ἀλλὰ περὶ μὲν τούτων οὕτως ἔχων, πλεῖον οὐδὲν σὲ βούλομαι περὶ τῆς του πάπα ἀναφορᾶς προσεξεργάσασθαι».
Τὰ γραφόμενα ταῦτα τοῦ Πέτρου ἀπαντοὺν εἰς τοὺς ἐμφανίσαντας τὸν πατριάρχην Ἀντιοχείας ὡς διαφωνοῦντα πρὸς τὸν πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Κηρουλάριον περὶ τοῦ μνημοσύνου καὶ ὑπάρξεως σχίσματος καὶ ἰσχυριζομένους ὅτι τὰ ἀναθέματα τοῦ 1054 εἶναι μὲν ἡ ἀρχὴ τοῦ σχίσματος, ἀφοροὺν ὅμως μόνον εἰς τάς ἐκκλησίας Πρεσβυτέρας Ῥώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης καὶ ὅτι τὰ ἄλλα πατριαρχεῖα παρέμειναν ἠνωμένα μετὰ τοῦ πάπα μὴ διδόντα οὔτε εἰς τὸ Filioque σημασίαν. Ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ Filioque ὁ Πέτρος, παραμενὼν πιστὸς εἰς τάς ἀποφάσεις τῆς Ἡ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γράφει· «Κακὸν δέ, καὶ κακῶν κάκιστον, ἡ ἐν τῷ ἁγίῳ συμβόλῳ προσθήκη... Τοὺς δὲ προστεθέντας τὶ ἡ ἀφαιροῦντας τί, ἀναθεματίζομεν».
Πάντως εἲναι παράλογον να ἰσχυρίζεται τὶς ὅτι ἀφ' ἑνὸς μὲν ἐγένετο σχίσμα μεταξὺ τῶν Φράγκων κατακτητῶν τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης καὶ τῶν Ῥωμαίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης καὶ ἀφ' ἑτέρου τὰ ὑπόλοιπα πατριαρχεῖα τῶν Ῥωμαίων (Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων) παρέμειναν τάχα ἠνωμένα μὲ τὴν νέαν φραγκικὴν Παπωσύνην.
Ἑπομένως ἡ ἁπλῆ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054 δεν δύναται να ἐπιτύχῃ τὴν ἕνωσιν. Ἐπανερχόμενοι εἰς τὴν πρὸ τοῦ 1054 κατάστασιν εὑρίσκομεν πάλιν σχίσμα μεταξὺ Λατίνων καὶ Ῥωμαίων ἐξ αἰτίας τοῦ Filioque. Ἐπανερχόμενοι εἰς τὴν πρὸ τοῦ 1009 κατάστασιν ἄνευ τοῦ Filioque ἐν Ῥώμῃ εὑρίσκομεν ἕνωσιν μεταξὺ ἀνατολικῶν καὶ δυτικῶν Ῥωμαίων, ἀλλὰ σχίσμα μεταξὺ Φράγκων καὶ Ῥωμαίων ἐξ αἰτίας τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τοῦ Filioque.
Τὸ ὅτι παραδέχονται σήμερον καὶ Λατῖνοι ἱστορικοὶ ὅτι ὁ Πάπας Ἰωάννης Ἡ' ἐδέχθη ὡς Ἡ' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τὴν ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου σύνοδον τοῦ 879 καὶ τὸ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι διάδοχοι αὐτοῦ δεν ἀπεκήρυξαν τηνπράξιν ταύτην, ἀλλ' ἀντιθέτως ἐφήρμοσαν τάς περὶ Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ περὶ Filioque ἀποφάσεις αὐτῆς μὴ ἐπιτρέποντες τὴν προσθήκην ἐν τῷ Συμβόλῳ, σημαίνει ὅτι τὰ πιστὰ τέκνα τῶν ἁγίων ἀποστόλων τῶν Σλαύων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου ἔχομεν τὸ ἱερὸν καθῆκον, τὸ ἐπιβεβλημένον καὶ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Ῥωμαίους πάπας τῆς Ῥώμης πρὸ τοῦ 1009, να ἐπιδιώξωμεν τὴν ἐξάλειψιν τοῦ σχίσματος οὐχὶ διὰ τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054, ἀλλὰ διὰ τῆς ἄρσεως τοῦ Filioque καὶ τῶν προϋποθέσεων καὶ ἀποτελεσμάτων αὐτοῦ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
1) Ἡ Ῥωμαιοσύνη ὡς ἐν τῷ κόσμῳ ἡγεσία.
Τυχαῖον δεν εἲναι ὅτι οἱ ἑλλαδικοὶ Ῥωμηοὶ εὐθὺς μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν ἐθέσπισαν ὡς ἑορτὴν τῆς παιδείας τὴν ἑορτὴν τῶν ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν, θεωροῦντες Βασίλειον τὸν Μέγαν, Γρηγόριον τὸν Θεολόγον καὶ Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον ὡς τοὺς κατ' ἐξοχὴν διαμορφωτὰς τοῦ ἑλληνοχριστιανικοὺ πνεύματος, τὸ ὁποῖον μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας διετήρησε καὶ διέσωσε τὸν ῥωμαϊκὸν λαὸν καὶ τὸν ἑλληνοχριστιανικὸν πολιτισμὸν αὐτοῦ ἀπὸ ἀφανισμὸν καὶ ἤγαγεν εἰς τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1821.
Ἡ διδασκαλία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εἲναι ἡ ἀκαταμάχητος μεγάλη δύναμις, ἡ διατηρήσασα καὶ διατηροῦσα ζῶντα τὸν ἑλληνοχριστιανικὸν πολιτισμὸν μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ῥωμαίων καὶ μὴ Ῥωμαίων. Πὰς γνήσιος Ῥωμηὸς συγκινείται βαθύτατα ἀναγινώσκων τὴν διακήρυξιν τοῦ πατριάρχου Σερβίας εἰς τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν (1969), ὅτι ὁ πραγματικὸς οἰκουμενισμὸς καὶ ἡ ἕνωσις τῶν διῃρημένων ὁμολογιῶν μετὰ τῆς Ὀρθοδοξίας δύναται να πραγματοποιηθὴ μόνον ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἐν λόγῳ οἰκουμενικῶν διδασκάλων.
Μέσῳ τῶν μεγάλων αὐτῶν ἀνδρὼν καὶ τῶν ἄλλων Πατέρων τῆς ἐκκλησίας ἡ ῥωμαϊκὴ πατερικὴ θεολογία καὶ πνευματικότης κατέστη ἡ ἠγετικὴ καὶ κυριαρχούσα δύναμις, ἡ ὁποία διεμόρφωσε καὶ διαμορφώνει τὸ πνεῦμα 200 καὶ πλέον ἑκατομμυρίων Ὀρθοδόξων εἰς ὅλα τὰ πλάτη τῆς γῆς. Ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι ἐορτάζουν τὴν μνήμην ὅλων τῶν ἑλληνοφώνων Ῥωμαίων Πατέρων ὡς καὶ τῶν λατινοφώνων Ῥωμαίων μαθητῶν αὐτῶν, ἔχουν εἰς μετάφρασιν ὅλα τὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας, δι' αὐτῶν δοξολογοὺν καθ' ἡμέραν τὸν Θεὸν καὶ τελοῦν τάς ἰδίας μὲ ἡμὰς Λειτουργίας τῶν ἁγίων Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ Μεγάλου Βασιλείου. Οὐδεὶς ἄλλος παράγων τῆς ἑλληνικῆς καὶ ῥωμαϊκῆς ἱστορίας ἤσκησέ ποτε τόσην ἐπιδρᾶσιν ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς Ῥωμαιοσύνης καὶ δὴ ἐπὶ τῆς καθημερινῆς ζωῆς τόσων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων, ὅσον ἡ θεολογία καὶ ἡ εὐσέβεια τῶν Ῥωμαίων ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἴσως μόνον εἰς τὸν θρησκευτικὸν τομέα ἰσχύει σήμερον ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ Περικλέους· «χρώμεθα γὰρ πολιτεία οὗ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους, παράδειγμα δὲ μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τίσιν ἢ μιμούμενοι ἑτέρους».
Κατὰ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, Ῥωμηοὺς καὶ μή, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι καὶ οἱ Πατέρες γενικώς, κατενόησαν ὀρθοτερον καὶ τελειότερον ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας τὴν περὶ Θεοῦ καὶ ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ἀληθειαν. Χάρις εἰς τοὺς Ῥωμαίους Πατέρας, ἡ Ῥωμαιοσύνη διὰ τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ῥώμῃ κέντρου τῆς, ὄχι μόνον διετήρησε τὰ ἐπιτεύγματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀνέπτυξε καὶ τὰ ὑπερέβη.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι εἲναι οἱ συνεχισταὶ καὶ φύλακες τῆς περὶ Χριστοῦ προφητικῆς καὶ ἀποστολικῆς παραδόσεως, ὡς καὶ ὁ συνδετικὸς κρίκος μεταξὺ τῆς ὀρθοδόξου ἑλληνοφώνου ῥωμαϊκῆς καὶ τῆς ἀρχαίας ὀρθοδόξου λατινοφώνου ῥωμαϊκῆς παραδόσεως καὶ ὁ πνευματικὸς συνδεσμὸς τοῦ ἀνατολικοῦ καὶ τοῦ δυτικοῦ μέρους τῆς βασιλείας τῶν Ῥωμαίων, δηλαδὴ τῆς Ῥωμανίας.
Σημειωτέον ὅτι εἰς τὸ δυτικὸν μέρος τῆς αὐτοκρατορίας ταύτης κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνας γλῶσσα τῆς λατρείας καὶ θεολογίας ἦτο ἡ ἑλληνική. Ἡ λατινικὴ γλῶσσα ἐχρησιμοποιήθη εἰς τὴν θεολογίαν διὰ πρώτην φορὰν ἐν τῇ Ῥωμανία εἰς τὴν βόρειον Ἀφρικὴν κατὰ τὸν γ' αἰῶνα. Μεταγενεστέρως ἐμφανίζεται εἰς ἄλλας περιοχὰς τῆς Ῥωμανίας ὡς ἡ γλῶσσα τῆς θεολογίας καὶ λατρείας. Μόλις κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ ἁγίου Βασιλείου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἤρχισε να ἀντικαθιστᾲ ἡ λατινικὴ τὴν ἑλληνικὴν εἰς τὴν λατρείαν τῆς Ῥώμης. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα διετηρήθη καὶ διατηρεῖται μέχρι σήμερον ἐν κάτω Ἰταλίᾳ καὶ Σικελία.
Μέχρι τῆς ἐποχῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν οἱ ὀλίγοι ἐν συγκρίσει μὲ τοὺς ἑλληνοφώνους Ῥωμαίους μεγάλοι λατινόφωνοι θεολόγοι ἐγνώριζον ἀπταίστως τὴν ἑλληνικὴν καὶ ἠκολούθουν κατὰ γράμμα καὶ μεθ’ ὑπερηφανείας καὶ πεποιθήσεως τὴν ῥωμαίϊκην πατερικὴν παράδοσιν.
Οὕτω ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, ἀρχιεπίσκοπος Μεδιολάνων, λατινόφωνος καὶ ἑλληνόφωνος Ῥωμαῖος, θεωρεῖται μαθητῆς καὶ εἲναι μεταφραστὴς ἔργων τοῦ ἁγίου Βασιλείου καὶ τοῦ Ἀλεξανδρέως Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ, συνεργάτου τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου.
Ὁ μέγας ἑλληνόφωνος καὶ λατινόφωνος Ῥωμαῖος θεολόγος ἅγιος Ἱερώνυμος, ὁ ὁποῖος ἠσκήτευσεν ὡς μοναχὸς πολλὰ ἔτη εἰς τὴν ῥωμαίικην Ἀνατολὴν καὶ μετέφρασεν εἰς τὰ ῥωμαϊκὰ ὁλόκληρον τὴν Ἁγίαν Γραφὴν εἲναι θαυμαστῆς τῶν ἑλληνοφώνων Ῥωμαίων Πατέρων εἰς τοσούτον βαθμόν, ὥστε κατηγορεῖται ὑπὸ συγχρόνων ἐπιστημόνων δι’ ἔλλειψιν πρωτοτυπίας. Ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος ὕπηρξε μαθητῆς καὶ φίλος Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Εἰς τὴν Β' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐγνώρισε τὸν ἀδελφὸν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἅγιον Γρηγόριον Νύσσης καὶ ἐμελέτησε τὰ ὑπὸ τοῦ Νύσσης γραφέντα κατὰ τῶν Εὐνομιανὼν συγγράμματα. Ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος ἔγραψε καὶ μετέφρασε τοὺς βίους πολλῶν ἑλληνοφώνων Ῥωμαίων ἁγίων καὶ μετέφρασε πολλὰ συγγράμματα αὐτῶν.
Ὁ ἐξ Ἀκυληίας τῆς Ἰταλίας ἑλληνόφωνος καὶ λατινόφωνος Ῥωμαῖος Ῥουφίνος, φίλος τοῦ ἁγίου Ἱερωνύμου, μετέφρασε συγγράμματα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης καὶ βίους ἁγίων μετέφρασε δὲ καὶ ἔργα τοῦ Ὠριγένους τοῦ Ἀλεξανδρέως.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Κασσιανὸς ἑλληνόφωνος καὶ λατινόφωνος Ῥωμαῖος πιθανὸν ἐκ τῆς γαλλικῆς Ῥωμανίας, ἠσκήτευσεν εἰς τάς ἐρήμους τῆς αἰγυπτιακῆς Ῥωμανίας καὶ ἐχειροτονήθη εἰς Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ῥώμην ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τὸν ὁποῖον ὑπηρέτησεν ὡς διάκονος ἐπὶ πέντε ἔτη. Ὁ Κασσιανὸς ἠδραίωσε τὸν ἀνατολικὸν μοναχισμὸν εἰς τὴν γαλλικὴν Ῥωμανίαν, ὅπου πρὸ ἡμίσεος αἰῶνος περίπου τὸν εἶχε μεταφέρει ὡς ἐξόριστος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Ὁ Κασσιανὸς ἐδίδαξεν εἰς τὴν γαλλικὴν καὶ ἰταλικὴν Ῥωμανίαν τὴν μονολόγιστον ἀδιάλειπτον νοερὰν προσευχήν, ἡ ὁποία ἀκμάζει μέχρι σήμερον εἰς τὸν ὀρθόδοξον μοναχισμόν.
2) Ὁ Ἱερὸς Αὐγουστίνος καὶ ἡ Φραγκοσύνη.
Ὁ πρῶτος ἐκ τῶν μεγάλων λατινοφώνων θεολόγων, ὅστις οὐδέποτε ἔμαθεν ἐπαρκῶς τὰ ἑλληνικὰ εἲναι ὁ Ἀφρικανὸς ἱερὸς Αὐγουστίνος. Ὄχι μόνον δεν κατώρθωσεν ὡς μαθητὴς να μάθῃ ἑλληνικά, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐμίσησεν, ὡς μας πληροφορεῖ εἰς τάς Ἐξομολογήσεις τοῦ. Μεταγενεστέρως, ὡς ἐπίσκοπος, ἔκαμε πάλιν μίαν προσπάθειαν να τὰ μάθη, ἀλλὰ χωρὶς σπουδαῖα ἀποτελέσματα.
Ἀγνοῶν οὐσιαστικὼς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν ὁ Αὐγουστίνος, δεν ἠδύνατο να μελετήσῃ οὔτε τὴν Καινὴν Διαθήκην εἰς τὸ πρωτοτύπον, οὔτε τὰ συγγράμματα τῶν ἑλληνοφώνων Πατέρων Ἀνατολῆς τε καὶ Δύσεως. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό. Ἀλλ' ἐξ αἰτίας τῶν φιλοσοφικῶν καὶ θεολογικῶν τοῦ προϋποθέσεων δεν ἠδυνήθη να κατανοήσῃ ὀρθῶς οὔτε τὰ συγγράμματα τῶν λατινοφώνων Ῥωμαίων, τὰ γραφέντα ἐντὸς τῶν πλαισίων τῆς ῥωμαίικης πατερικὴς παραδόσεως.
Ἐπίσης πρέπει να σημειωθὴ ὅτι ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος ὀλίγην εἶχε γνῶσιν τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, τὴν ὁποίαν ἐγνώριζεν μόνον ἀπὸ λατινικὰς περιγραφὰς καὶ μεταφράσεις. Τὸ χείριστον πάντως ἦτο, ὅτι δεν ἦτο κἀν εἰς θέσιν να παρακολουθήσῃ τὴν περὶ τῶν φιλοσοφικῶν θεωριῶν κριτικὴν τῶν ἑλληνοφώνων Ῥωμαίων Πατέρων, οἵτινες ἐγνώριζον κάλλιστα τὴν σκέψιν τῶν προγόνων τῶν καί, ὡς ἐκ τούτου, ἦσαν εἰς θέσιν να βελτιώσουν ἢ καὶ να διορθώσουν αὐτήν.
Χρῄζει μεγάλης προσοχῆς τὸ ὅτι ὁ Αὐγουστίνος ἦλθεν εἰς ὀξεῖαν θεολογικὴν ἀντίθεσιν μὲ τὸν μαθητὴν τοῦ Χρυσοστόμου, τὸν ἅγιον Ἰωάννην τὸν Κασσιανὸν εἰς τὰ θέματα περὶ χάριτος, ἁμαρτίας, προορισμοῦ καὶ ἐλευθερίας. Ἐπὶ ἕνα αἰῶνα σχεδὸν συνεκρούοντο οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Αὐγουστίνου καὶ τοῦ Κασσιανού, μέχρις ὅτου τὸ 529 εὑρέθη συμβιβαστικὴ λύσις εἰς σύνοδον τῆς αὐτοκεφάλου ἐκκλησίας τῆς γαλλικῆς Ῥωμανίας. Κατὰ τὴν ἐποχὴν ταύτην οἱ Φράγκοι εἶχον κατακτήσει σχεδὸν ὁλόκληρον τὴν ἐπαρχίαν τῆς γαλλικῆς Ῥωμανίας. Ἐξ αἰτίας τῆς δουλείας τῶν ἐν τῇ Δύσει Ῥωμαίων Ὀρθοδόξων εἰς τοὺς διαφόρους βαρβάρους Γερμανοὺς κατακτητὰς ἀπὸ τοῦ ἑ' αἰῶνος, ἐξησθένησε σημαντικὼς ἡ λατινόφωνος ῥωμαϊκὴ θεολογία. Οἱ ἐλάχιστοι λατινόφωνοι Ῥωμαῖοι θεολόγοι τοῦ στ' αἰῶνος δεν ἦσαν πλέον εἰς θέσιν να ἐνδιατρίψουν οὔτε εἰς τὴν παλαιοτέραν οὔτε εἰς τὴν νεωτέραν ἑλληνόφωνον ῥωμαϊκὴν θεολογίαν.
Ἡ συνύπαρξις εἰς τὴν δυτικὴν Ῥωμανίαν τῆς θεολογίας τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ τῆς θεολογίας τοῦ Αὐγουστίνου συνεχίσθη μέχρι τοῦ ἡ' αἰῶνος κατὰ τρόπον μᾶλλον ἁρμονικόν. Αἱ προϋποθέσεις τῆς ἑλληνοφώνου ῥωμαϊκῆς θεολογίας καὶ πνευματικότητος ἐπεκράτουν εἰς τοὺς λατινοφώνους Ῥωμαίους. Αἱ τῆς αὐγουστινείου θεολογίας ἐπεκράτησαν εἰς τοὺς Λατίνους, δηλαδὴ τοὺς Φράγκους, ἀπὸ τοῦ ἡ' αἰῶνος, ὅταν τὸ πρῶτον ἐνεφανίσθησαν οἱ Φράγκοι θεολόγοι.
Κατὰ τὸν ζ' αἰῶνα ἐγένετο γνωστὸν εἰς τὴν Ἀνατολήν, ὅτι οἱ λατινόφωνοι Ῥωμαῖοι ὡμίλουν περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ. Ὡς ἔκφρασις ὑπάρχει εἰς τὸν Ἀμβρόσιον καὶ ὡς διδασκαλία τὸ πρῶτον εἰς τὸν Αὐγουστίνον. Εἰς τὸν Ἀμβρόσιον ἡ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπόρευσις σημαίνει τὴν ἐν χρόνῳ πέμψιν τοῦ Ἁγίου ΙΙνεύματος ἀλλ' οὐχὶ τὸν τρόπον τῆς ὑπάρξεως αὐτοῦ, ἐνῶ εἰς τὸν Αὐγουστίνον ἡ ἐκπόρευσις σημαίνει καὶ πέμψιν καὶ τρόπον ὑπάρξεως. Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀμβροσίου εἲναι ὀρθόδοξος, ἐνῶ τοῦ Αὐγουστίνου δεν εἴναι. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὅστις ἔζησε τὸν ζ' αἰῶνα ἀρκετὰ χρόνια εἰς τὴν δυτικὴν Ῥωμανίαν, καθησυχάζει τοὺς ἀνατολικοὺς Ῥωμαίους μὲ τὴν πληροφορίαν, ὅτι οἱ δυτικοὶ Ῥωμαῖοι δεν παραδέχονται τὸν Υἱὸν ὡς αἴτιον τῆς ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ὁμιλοῦν περὶ Filioque. Πράγματι οἱ δυτικοὶ Ῥωμαῖοι οὐδέποτε ἐδέχθησαν ἑκουσίως τὸ Filioque εἰς τὸ σύμβολον τῆς πίστεως, διότι εἰς τὸ σύμβολον ὁ ὅρος «ἐκπόρευσις», ὅπως καὶ ὁ ὅρος «γέννησις», σημαίνει τρόπον ὑπαρξεως.
Κατὰ τὸν ἡ' αἰῶνα ὅμως οἱ Φράγκοι προσέθεσαν τὸ Filioque εἰς τὸ σύμβολον τῆς πίστεως. Ἀπαντῶντες εἰς τάς γενομένας τὸ 808 διαμαρτυρίας τῶν Ῥωμαίων τῶν πατριαρχείων τῆς Ῥώμης καὶ τῆς Παλαιστίνης οἱ Φράγκοι ἀνεκήρυξαν τὸ 809 εἰς δόγμα τὸ Filioque καὶ κατεδίκασαν ὡς αἱρετικοὺς τοὺς μὴ ἀποδεχομένους αὐτό. Σημειωτέον ὅτι φραγκικὴ θεολογικὴ παράδοσις δεν ὕπηρχεν ἀκόμη. Παρὰ ταῦτα ἰσχυρίσθησαν οἱ Φράγκοι, ὅτι ἀποτελεῖ τὸ δόγμα αὐτὸ μίαν πρόοδον καὶ διὰ τὸν λόγον αὐτὸν δεν συνεφώνησαν μὲ τὸν πάπαν τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης περὶ τῆς ἀνάγκης ἀφαιρέσεως αὐτοῦ ἀπὸ τὸ συμβολον. Οὕτως εἰς ἐποχὴν ἀγραμματωσύνης οἱ Φράγκοι ἐκήρυξαν τὴν δογματικὴν τῶν ὑπεροχὴν ἔναντι τῶν Ῥωμαίων. Ἔκτοτε τὸ Filioque ἐγένετο μέρος τῆς ἐπεκτατικὴς πολιτικῆς τῶν Φράγκων, οἵτινες μέσῳ τῆς ἰδικὴς τῶν «Ὀρθοδοξίας» ἐπεδίωκον τὴν καθυπόταξιν καὶ ἀφομοίωσιν τῶν ὑπ' αὐτῶν κατακτηθέντων Ῥωμαίων καὶ Σλαύων. Ἡ φραγκικὴ κυριαρχία ἐπὶ τῆς εὐρωπαϊκὴς Ῥωμανίας τώρα συμπεριελάμβανε τὴν Γαλλίαν, Ἐλβετίαν, Αὐστρίαν ὡς καὶ τὴν Γερμανίαν καὶ τὴν πρὸ ὀλίγου κατακτηθεῖσαν βόρειον καὶ μέσην ἰταλικὴν Ῥωμανίαν.
Ἀφοῦ πρῶτον διεκήρυξαν οἱ Φράγκοι, ὅτι τὸ περὶ Filioque δόγμα εἲναι πρόοδος εἰς τὴν κατανόησιν τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος, κατόπιν ἐγέννησαν τὴν θεολογικὴν τῶν παράδοσιν γράφοντες κατὰ τῶν αἱρέσεων τῶν ὑπ’ αὐτῶν μετονομασθέντων εἰς Γραικοὺς Ῥωμαίων κατὰ τὰ μέσα τοῦ θ' αἰῶνος. Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες συμφωνοῦν σήμερον ὅτι τὰ ὑπὸ τῶν τότε Φράγκων γραφέντα ἐναντίον τῶν ὑπ' αὐτῶν λεγομένων Γραικὼν ἀλλὰ εἰς τὴν πραγματικότητα Ῥωμαίων εἰς στήριξιν τοῦ Filioque εἶναι κατωτέρας ποιότητος καὶ ἐνδεικτικὰ τοῦ ἐπιπέδου μορφώσεως τῶν πρώτων θεολόγων τῆς φραγκικὴς παραδοσεως.
Πάντως οἱ Φράγκοι ἡ δεν ἠδυνήθησαν ἢ δεν ἠθέλησαν ν' ἀκούσουν τὸν Μέγαν Φώτιον τονίζοντα ὅτι ὁ Αὐγουστίνος καὶ ὁ Ἀμβρόσιος εἲναι μόνον δύο μεταξὺ ἑκατονταδῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι δεν ἐπιτρέπεται μία τοπικὴ ἐκκλησία μόνη να προσθέση τι εἰς τὸ σύμβολον, τὸ ὁποῖον ἐδέχθησαν εἰς οἰκουμενικὰς συνόδους καὶ χρησιμοποιοὺν ὅλαι αἱ ἐκκλησίαι.
Ἡ ἐκκλησία τῶν Ῥωμαίων τῆς Ῥώμης ταχθεῖσα παρὰ τὸ πλευρὸν τῶν ἄλλων τεσσάρων πατριαρχείων τῶν Ῥωμαίων ἔλαβε μέρος καὶ ἐδέχθη ἐπισήμως τάς ἀποφάσεις τῆς ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου Ἡ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὸ 879, ἥτις κατεδίκασε τὴν περὶ Filioque διδασκαλίαν τῶν Φράγκων ὡς καὶ τὴν ὑπὸ τῶν Φράγκων ἀποῤῥιψιν τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Κατὰ τὴν ἐποχὴν αὐτὴν ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ῥώμῃ βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων Βασίλειος ὁ Ἃ' ἐνεκαινίασεν ἐπιτυχῶς τὴν ἐπανακτῆσιν τῆς ῥωμαίικης κάτω Ἰταλίας ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς καὶ οὕτως ἐνέπνευσε καὶ εἰς τοὺς ὑποδούλους Ῥωμαίους τῆς περιοχῆς τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης τὴν ἐλπίδα ἐπικειμένης ἀπελευθερώσεως.
Ὡς κατακτηταὶ τῆς βορείου καὶ μέσης ἰταλικῆς Ῥωμανίας καὶ ὡς κυρίαρχοι τῆς Ῥώμης ἤθελον οἱ Φράγκοι να χρησιμοποιήσουν τὸ ὑφ' ὅλων ἀνεγνωρισμένον πρωτοθρόνον τοῦ πάπα Ῥώμης καὶ τὴν λατινικὴν γλῶσσαν ὡς ὄργανα καθυποτάξεως, ἑνώσεως καὶ ἀφομοιώσεως ὅλων τῶν λαῶν εἰς μίαν φραγκοῤῥωμαϊκὴν αὐτοκρατορίαν. Πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτὸν ὅμως, μετέβαλον τὰ ὑπὸ οἰκουμενικῶν συνόδων θεσπισθέντα πρεσβεία τιμῆς τοῦ πάπα Ῥώμης εἰς τὸ μέχρι τότε ἄγνωστον δόγμα περὶ τῆς διοικητικῆς δικαιοδοσίας τοῦ πάπα Ῥώμης ἐφ' ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν.
3) Ὁ ἐπαρχιωτισμὸς τῶν Φράγκων καὶ ἡ ἐπεκτατικὴ τῶν πολιτική.
Τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ πρώτου σταδίου τῆς δογματικῆς καὶ πολιτικῆς διαμάχης μεταξὺ Φράγκων καὶ Ῥωμαίων ἦτο ὅτι τὸ νέον περὶ παπισμοὺ δόγμα καὶ ὁ Αὐγουστίνος ἀπετέλεσαν τὰ δύο σκέλη, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἐστηρίχθησαν ἡ φραγκικὴ ἐπεκτατικὴ πολιτικὴ καὶ ἡ ἀνάπτυξις τοῦ φραγκικοὺ ἢ εὐρωπαϊκοὺ πολιτισμοῦ. Ὁ Αὐγουστίνος ἐγένετο διὰ τοὺς Φράγκους ὁ μεγαλύτερος θεολόγος καὶ πατὴρ τῆς Χριστιανοσύνης, δηλαδὴ ὅ,τι εἲναι διὰ τοὺς Ῥωμαίους οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι.
Οὕτως ἀπὸ τοῦ θ' αἰῶνος μετετράπη ἡ κεντρώα Εὐρώπη καὶ ἡ ἰταλικὴ Ῥωμανία εἰς πεδίον μάχης μεταξὺ τῆς ῥωμαϊκῆς Ὀρθοδοξίας τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων τῆς Ῥωμανίας καὶ τοῦ ἐπαρχιωτισμοὺ τοῦ νέου φραγκικοὺ Αὐγουστινιανισμού. Καὶ οἱ μὲν ἐκτὸς τῆς κυριαρχίας τῶν Φραγκογερμανὼν Σλαύοι γενόμενοι Ὀρθόδοξοι διετήρησαν τὴν ἐθνικὴν τῶν ἐλευθερίαν καὶ ἀκεραιότητα, ἐνῶ οἱ Ῥωμαῖοι τῆς περιοχῆς τῆς Ῥώμης ἠγωνίσθησαν σκληρὼς ἀλλὰ τελικὼς εἰς μάτην ἐπὶ δυο αἰῶνας ἔναντι τῶν Φράγκων. Οἱ ὀλίγοι ἐναπομείναντες ἀμιγεῖς Ῥωμαῖοι τῆς περιοχῆς τῆς Ῥώμης εἶχον ἀποστροφὴν πρὸς τοὺς κατακτητὰς καὶ συνεχῶς ἐπανεστάτουν κατὰ τῆς κυριαρχίας αὐτῶν καὶ κατὰ τῶν ὑπὸ τῶν Φράγκων ἐνίοτε ἐπιβαλλομένων παπὼν καὶ οὕτω τῇ βοηθείᾳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης, μέσῳ τῶν ἐλευθέρων ῥωμαϊκῶν ἐπαρχιῶν τῆς κάτω Ἰταλίας, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μέχρι τὸ 1009 ἐπεκράτουν Ῥωμαῖοι Ὀρθόδοξοι παπαῖ.
Ἀξιοσημείωτον εἲναι τὸ γεγονὸς ὅτι κατὰ τὸν ἰ' καὶ ἰᾷ' αἰῶνα ὕπηρχον, κατὰ πληροφορίας ἴσως ὑπερδολικάς, περίπου 1.500 ῥωμαίικα μοναστήρια καὶ ἠσυχαστήρια κατεσπαρμένα ἀπὸ τάς ἑλληνοφώνους ἐπαρχίας τῆς κάτω ἰταλικῆς Ῥωμανίας μέχρι καὶ Ῥώμης, ἀσκοῦντα μεγάλην πνευματικὴν καὶ ἐθνικὴν ἐπιδρᾶσιν ἐπὶ τῶν λατινοφώνων καὶ ἑλληνοφώνων Ῥωμαίων ὡς φορεῖς τῆς θεολογίας καὶ πνευματικότητος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Χαρακτηριστικὼς οἱ ἑλληνόφωνοι Ῥωμαῖοι μοναχοὶ οὔτοι τῆς ἰταλικῆς Ῥωμανίας ὠνομάσθησαν ὑπὸ τῶν Λατίνων Βασιλειανοί, δηλαδὴ ὀπαδοὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Εἰς τὰ ἐγχειρίδια τῶν Λατίνων καὶ Προτεσταντὼν ἡ ἐκλογὴ τοῦ πάπα Ῥώμης ὑπὸ τοῦ κλήρου καὶ τῇ ἐπιδοκιμασίᾳ τοῦ λαοῦ τῆς τότε ὀρθοδόξου καὶ ῥωμαίικης πόλεως τῆς Ῥώμης περιγράφεται ὡς «αἰχμαλωσία τῆς Ἐκκλησίας», ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀπηλλάγη ἡ Ἐκκλησία τῇ ἐπεμβάσει ἁγίων Φράγκων αὐτοκρατόρων.
Ἐξ ἴσου παράδοξον εἲναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ὡς ἀνηθικοὶ παπαῖ ἐμφανισθέντες εἲναι περιέργως πάντοτε Ὀρθόδοξοι καὶ ἀφωσιωμένοι εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη Ῥωμαῖοι, ἐνῶ οἱ φραγκόφιλοι καὶ Φράγκοι παπαῖ εἲναι πάντοτε οἱ καλοί. Φαίνεται ὅτι προκεῖται περὶ μιᾶς ἐκ συστήματος συκοφαντικῆς τακτικῆς τῶν Φράγκων, ἥτις καὶ ὕπηρξε τὸ τρίτον σκέλος τῆς ἐπεκτατικὴς τῶν πολιτικῆς.
Ὡς τέταρτον σκέλος τῆς ἐπεκτατικὴς ταύτης πολιτικῆς οἱ Φράγκοι εἰς ἀπόδειξιν τῆς κατωτερότητος τοῦ κλήρου τῶν Ῥωμαίων ἐχρησιμοποίησαν τὴν φραγκικὴς προελεύσεως ὑποχρεωτικὴν ἀγαμίαν τοῦ κλήρου, ἥτις εὑρίσκει δικαίωσιν μόνον εἰς τάς προϋποθέσεις τῆς αὐγουστινείου θεολογίας περὶ ἁμαρτίας, χάριτος καὶ ἐλευθερίας. Οἱ Φράγκοι διεκήρυττον ὅτι μόνον οἱ ἄγαμοι δύνανται να εὑρίσκωνται εἰς τοιαύτην κατάστασιν χάριτος, ὥστε να ἐπιτρέπεται να τελοῦν μυστήρια καὶ να ὁδηγοὺν πνευματικὼς τὸν λαόν. Ἐφαρμόζοντες τάς ἀντιλήψεις αὐτὰς οἱ προερχόμενοι ἐκ τοῦ φραγκικοὺ μοναχισμοὺ καὶ διὰ τῆς βίας ἐν Ῥώμῃ ἐγκαθιστάμενοι τὸν ἴα' αἰῶνα Φράγκοι παπαῖ ἐπέβαλλον τὴν ποινὴν τοῦ ἀφορισμοὺ εἰς τοὺς λαϊκοὺς τοὺς κοινωνοῦντας ἀπὸ τάς χεῖρας ἐγγάμων Ῥωμαίων ἱερέων.
Οἱ ἑλληνόφωνοι καὶ λατινόφωνοι Ὀρθόδοξοι Ῥωμαῖοι εἰς τὰ ἐναπομείναντα τέσσαρα πατριαρχεῖα τῶν Ῥωμαίων, ὑπερήσπισαν τάς ὀρθοδόξους παραδόσεις καὶ κατεδίκασαν τάς φραγκικὰς ταύτας διδασκαλίας ὡς αἱρετικάς.
Τὸ 1075 ὁ Φράγκος πάπας Γρηγόριος ὁ Ζ' (1073 1085) ἐκήρυξεν ἐπανάστασιν κατὰ τῆς ἐπὶ τοῦ θρόνου τῆς Ῥώμης κυριαρχίας τῶν Τευτονοφράγκων αὐτοκρατόρων, οὐχὶ ὅμως τῇ βοηθείᾳ τῶν ἀνατολικῶν Ῥωμαίων, οἵτινες ἐπὶ δύο αἰῶνας ἐστήριζον καὶ ἐνίσχυον τὸ ῥωμαϊκὸν πατριαρχεῖον τῆς Ῥώμης κατὰ τῶν Φράγκων. Μόλις πρὸ τεσσάρων ἐτῶν, τὸ 1071 οἱ Νορμανδοὶ εἶχον ὁλοκληρώσει τὴν κατάκτησιν τῶν ῥωμαϊκῶν ἐπαρχιῶν τῆς κάτω Ἰταλικῆς Ῥωμανίας καὶ οἱ Σελτζούκοι Τούρκοι εἶχον παγιώσει τὴν εἰσβολὴν τῶν εἰς τάς ἀνατολικὰς ἐπαρχίας τῆς Ῥωμανίας, τῆς Μικρὰς Ἀσιάς. Δεν ἦσαν οἱ Ῥωμαῖοι πλέον εἰς θέσιν να ἐπηρεάσουν τὰ ἐν τῇ Πρεσβύτερᾳ Ῥώμῃ πράγματα. Οἱ Νορμανδοί, ὅμως, ὡς κληρονόμοι τῆς ἐκκλησιαστικῆς περὶ Ῥώμης πολιτικῆς τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ῥώμῃ Ῥωμαίων συνεμάχησαν μετὰ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ζ' κατὰ τῶν Τευτονοφράγκων αὐτοκρατόρων.
Ἀλλὰ ὁ Γρηγόριος ὁ Ζ' δεν ὕπηρξεν, ὡς οἱ πρὸ τοῦ ἴα' αἰῶνος παπαῖ Ῥωμαῖος, ὀπαδὸς τῆς τῶν Ῥωμαίων πατερικὴς θεολογίας, ἀλλὰ Φράγκος καὶ γέννημα τοῦ φράγκικου μοναχισμού, καὶ δὴ ὡς ἐνεφανίσθη καὶ διεμορφώθη μόλις τὸν προηγούμενον αἰῶνα εἰς τὴν γαλατικὴν Φραγκίαν, ὅταν ἐξηκολούθει ὁ ῥωμαίικος μοναχισμός, ὅπως εἴδομεν, να εἲναι πανίσχυρος, ἀπὸ τὴν Πρεισβυτέραν Ῥώμην μέχρι τὴν Σικελίαν. Ὁ Γρηγόριος ὁ Ζ' ὠλοκλήρωσε τὴν ἐπικράτησιν τοῦ φραγκικοὺ Χριστιανισμοῦ εἰς Ἰταλίαν. Οὕτως ἡ Φραγκοσύνη ἀντικατέστησεν ὁριστικῶς πλέον τὴν Ῥωμαιοσύνην εἰς τὴν Πρεσβυτέραν Ῥώμην καὶ τάς ῥωμαϊκὰς ἐπαρχίας τῆς ἰταλικῆς Ῥωμανίας.
Ἡ ἐπελθοῦσα συγχώνευσις τῶν φραγκικὼν καὶ ῥωμαϊκῶν παραδόσεων ὠδήγησεν εἰς ἀμοιβαίας ὑποχωρήσεις καὶ ἐπιδράσεις. Οἱ Φράγκοι τελικὼς ἐδέχθησαν τὴν Ζ' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τὸν ἴα' αἰώνα. Ἐπειδὴ ἡ ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου Ἡ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοῦ 879 κατεδίκασε τὸ Filioque, οἱ Φράγκοι ὑποκατέστησαν αὐτὴν μὲ τὴν καθαιρέσασαν τὸν Μέγαν Φώτιον Σύνοδον τοῦ 869. Ἦτο φυσικὸν να παραμείνουν εἰς τὴν νέαν φραγκολατινικὴν συνθέσιν οἱ Ῥωμαῖοι Πατέρες οἱ ἀκμάσαντες πρὸ τῆς περὶ Filioque διαμάχης. Ὅμως ἡ θεολογία τῶν ἑλληνοφώνων Ῥωμαίων Πατέρων, παρ’ ὅτι παρέμεινεν εἰς τὴν νέαν συνθέσιν, δεν ἡρμηνεύετο πλέον, ὡς συνέβαινε προηγουμένως εἰς τοὺς λατινοφώνους Ῥωμαίους, ἐντὸς τῶν πλαισίων τῆς ῥωμαίικης πατερικὴς μεθοδολογίας καὶ πνευματικότητος, ἀλλὰ ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῶν θεολογικῶν προϋποθέσεων, τῆς μεθοδολογίας καὶ τῆς πνευματικότητος τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου.
4) Θεμελιώδεις παρανοήσεις, ἐκ μέρους τοῦ Αὐγουστίνου καὶ τῶν Εὐρωπαίων.
Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας καὶ προφανῶς κατὰ μίμησιν τῆς νεοπλατωνικῆς κατηχητικῆς μεθόδου ὁ Αὐγουστίνος ἐπίστευεν ὅτι ὁ Χριστιανὸς ὀφείλει πρῶτον να δεχθῇ τὰ δόγματα τῆς πίστεως καὶ ἀφοῦ τὰ δεχθῇ, τότε ἔχει τὸ καθῆκον να καταβάλῃ προσπάθειαν να τὰ καταλάβῃ καὶ να ἀφομοίωση λογικώς. Τὴν μέθοδον ταύτην μετέφερεν ὁ Αὐγουστίνος ἀπὸ τὸν πιστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὥστε ὄχι μόνον ὁ πιστὸς προοδεύει εἰς κατανόησιν τῶν δογμάτων ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ἐντεῦθεν ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἡ προσθήκη τοῦ Filioque ἀποτελεῖ πρόοδον.
Ἐπειδὴ ὁ Αὐγουστίνος, ἐν ἀντιθέσει πάλιν πρὸς τοὺς Ῥωμαίους Πατέρας, νομίζει ὅτι εἰς ἐκ τῶν σκοπῶν τῆς θεολογίας εἲναι καὶ ἡ διερεύνησις τῆς οὐσίας τοῦ Θεού, ἐπεδόθησαν οἱ Φραγκολατίνοι σοβαρῶς εἰς τοιαύτην προσπαθειαν καὶ ἐδημιούργησαν τὴν σχολαστικὴν θεολογικὴν παράδοσιν, τὴν ὁποίαν ἐθεώρησαν ὡς ἀνωτέραν τῆς πατερικὴς θεολογίας τῶν Ῥωμαίων.
Ἡ ἀναπτυσσόμενη σχολαστικὴ θεολογία ὅμως δίηλθεν ὀξεῖαν κρίσιν κατὰ τὸν ἰγ' αἰῶνα διὰ τῆς ἐπικρατήσεως μιᾶς ἀραβικῆς μορφῆς τῆς φιλοσοφίας τοῦ Ἀριστοτέλους. Μέσῳ τοῦ Αὐγουστίνου εἶχεν ἐπικρατήσει ἡ ἄποψις τῶν Νεοπλατωνικῶν ὅτι μεταξὺ Πλάτωνος καὶ Ἀριστοτέλους δεν ὑπάρχει διαφορά. Διὰ τῆς γνώσεως τοῦ Ἀριστοτέλους ἐκλονίσθη τὸ ἐπὶ τῆς νεοπλατωνικῆς γνωσιολογίας καὶ μεταφυσικῆς ἐρειδόμενον οἰκοδόμημα. Πρὸς περισωσιν τῆς φραγκολατινικὴς θεολογίας ὁ Ἀριστοτέλης, συμμερισθεὶς τὴν τύχην τῶν Ῥωμαίων Πατέρων, ἐφραγκοποιήθη, δηλαδὴ κατεσκευάσθη τοιαύτη ἑρμηνεία αὐτοῦ, ἥτις παρουσίαζεν αὐτὸν διδάσκοντα πᾶν ὅ,τι ἐχρειάζετο διὰ τὴν στήριξιν τῆς φραγκολατινικὴς θεολογίας. Σημειωτέον ὅτι, ἂν καὶ ἡ φιλοσοφικὴ μέθοδος τῆς δυτικῆς θεολογίας προσηρμόσθη εἰς τὰ δεδομένα τοῦ ἐκκλησιαστικοποιηθέντος Ἀριστοτέλους, ὅμως τὰ δόγματα τῶν Φραγκολατίνων, ὡς διεμορφώθησαν ὑπὸ τοῦ Αὐγουστίνου καὶ τῶν ὀπαδῶν αὐτοῦ, ἔμειναν κατ' οὐσίαν ἀναλλοίωτα. Ἡ αὐθεντία τοῦ Αὐγουστίνου ἦτο τόσον μεγάλη, ὥστε οὔτε ἡ φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλους, οὔτε ἡ μεταφυσικὴ ἐπανάστασις τοῦ Νομιναλισμού, οὔτε ἡ δογματικὴ ἐπανάστασις τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἠδυνήθησαν να τὴν κλονίσουν. Ἀντιθέτως μάλιστα οἱ Προτεστάνται θεολόγοι κατὰ τὴν μεγίστην αὐτῶν πλειοψηφίαν ἀρύονται ἐκ τοῦ Αὐγουστίνου τάς διδασκαλίας τῶν. Προβαίνοντες δὲ οὔτοι ἔτι περαιτέρω ἀπεκήρυξαν τὰ συμπεράσματα τοῦ κατὰ τὸ 529 γενομένου ἐν γαλλικῇ Ῥωμανία συμβιβασμοῦ μεταξὺ τῆς θεολογίας τοῦ Αὐγουστίνου καὶ τοῦ Χρυσοστόμου (δηλ. τοῦ Κασσιανού), ἰσχυρισθέντες ὅτι μόνος ὁ Αὐγουστίνος ἐκ τῶν Πατέρων κατενόησεν ὀρθῶς τάς διδασκαλίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου περὶ χάριτος, προορισμοῦ, ἁμαρτίας καὶ ἐλευθερίας. Οἱ Διαμαρτυρόμενοι, ἀκόμη καὶ καθηγηταὶ πανεπιστημίων, δεν ἔπαυσαν μέχρι σήμερον να διακηρύττουν ὅτι οἱ κατ' αὐτοὺς Γραικοὶ Πατέρες οὐδέποτε κατενόησαν τὸν ἀπόστολον Παύλον.
α) Ἔχων ὑπ’ ὄψιν τοὺς ἰσχυρισμοὺς τούτους, ὁ Ὀρθόδοξος μελετητὴς τῆς ἱστορίας ἐκπλήσσεται, ὅταν ἐξετάζῃ τὰ περὶ ἀποστόλου Παύλου ἔργα τοῦ Αὐγουστίνου καὶ τὰ συγκρίνῃ μὲ τ' αὐτὰ τῶν «Γραικὼν» Πατέρων.
Οἱ Ῥωμηοὶ Πατέρες ἔγραψαν πολλὰ ἐρμηνευτικὰ ἔργα εἰς ὅλας τάς ἐπιστολὰς τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
Ὁ Αὐγουστίνος ἔγραψε πλήρη ἑρμηνείαν εἰς μίαν μόνον ἐκ τῶν 14 ἐπιστολῶν τοῦ ἀποστόλου Παύλου, εἰς τὴν πρὸς Γαλατάς. Πρεσβύτερος ὢν ἔγραψεν ἀπαντήσεις εἰς ἐρωτήματα περὶ τῆς πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολής. Ἤρχισε να γράφῃ καὶ ἑρμηνείαν εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολὴν ἀλλὰ ἐκ τῶν 433 στίχων ἐτελείωσε μόνον τοὺς πρώτους 7. Ὁ ἴδιος ὁ Αὐγουστίνος ἐξηγὼν διατὶ ἐσταμάτησε, γράφει ὅτι ἔπραξε τοῦτο ἐξ αἰτίας τῶν δυσκολιῶν, ἂς συνήντα ἑρμηνεύων τὴν ἐπιστολήν.
Αὐτὸς εἲναι ὁ μέγας καὶ μόνος πραγματικὸς γνώστης καὶ ἑρμηνευτὴς τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
6) Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος ἦτο μετριοφρονέστερος τῶν ὀπαδῶν τοῦ καί, ἂν ἐγνώριζε καλῶς τὰ ἑλληνικά, ἀσφαλῶς θὰ διεπίστωνεν, ὅτι οἱ ἑλληνόφωνοι Πατέρες δεν ἐδίδασκον αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἐνόμιζε καὶ ἀσφαλῶς θὰ τοὺς ἠκολούθει. Πάντοτε ὁμιλεῖ μὲ πολὺν σεβασμὸν διὰ τοὺς ἑλληνοφώνους Ῥωμαίους Πατέρας καὶ ἐπικαλεῖται τὴν αὐθεντίαν αὐτῶν διὰ να ἀποδείξῃ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα νομίζει ὅτι διδάσκουν καὶ συγχρόνως ὁμολογεῖ ὅτι δεν τοὺς κατανοεῖ πλήρως, ἐφ' ὅσον τοὺς γνωρίζει ἀπὸ ὀλίγας μεταφράσεις. Μάλιστα δῆλοι ὅτι εὐχαρίστως δέχεται ὑποδείξεις διὰ διορθωσιν.
γ) Παρὰ τοὺς ἰσχυρισμοὺς περὶ τῆς ὑπεροχῆς τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου ἔναντι τῶν «Γραικὼν» Πατέρων, ἡ ἀληθὴς ἀξιολόγησις τῶν πραγμάτων φαίνεται καὶ εἰς τὸ ζήτημα τοῦ Filioque.
Τὸ 393, πρεσβύτερος ὤν, ἐκλήθη ὁ Αὐγουστίνος να ἀναπτυξη ἐνώπιον τῆς συνόδου τῆς Ἀφρικῆς τὴν διδασκαλίαν τοῦ πρὸ 12 ἐτῶν τελειοποιηθέντος εἰς τὴν Β' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον συμβόλου τῆς πίστεως πρὸς πληροφορίαν τῶν ἐπισκόπων. Εἰς τὴν ὁμιλίαν αὐτὴν ὁ Αὐγουστίνος δίδει δυο βασικὰς ἐσφαλμένας πληροφορίας.
1) Ἰσχυρίζεται ὅτι συζητείται ὑπὸ τῶν θεολόγων ἡ ἔναντι τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ προσωπικὴ ἰδιότης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλ’ ἄνευ ἀκόμη τελικοῦ ἀποτελεσματος
Ἀλλὰ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἰσχυρισμὸν τοῦτον τοῦ Αὐγουστίνου, ἡ Β' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος προσέθεσεν εἰς τὸ σύμβολον τῆς Νικαίας ὡς ὑποστατικὴν ἰδιότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν «ἐκπόρευσιν» αὐτοῦ ἐκ τοῦ Πατρός.
Ὅλοι οἱ Ῥωμαῖοι Πατέρες ἐδίδασκον ὄτι ἡ ἀκοινώνητος ὑποστατικὴ ἰδιότης τοῦ Πατρὸς εἲναι ἡ «πατρότης» ἢ τὸ «ἀγέννητον» καὶ σημαίνει ὅτι ὁ Πατὴρ ἔχει τὴν ὑπαρξὶν τοῦ ἐξ οὐδενός. Ἡ ἀκοινώνητος ὑποστατικὴ ἰδιότης τοῦ Υἱοῦ εἲναι τὸ .«γεννητὸν» καὶ σημαίνει ὅτι ὁ Υἱὸς ἔχει τὴν ὑπαρξὶν τοῦ ἐκ τοῦ Πατρὸς «γεννητώς», δηλαδὴ διὰ τῆς «γεννήσεως». Ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὴν ὑποστατικὴν ἰδιότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅλοι οἱ Ῥωμαῖοι Πατέρες ἐδίδασκον, ὅτι καὶ αὐτό, ὡς ὁ Υἱὸς ἔχει τὴν ὑπαρξὶν τοῦ ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλὰ «οὐχὶ γεννητώς». Εἰς αὐτὸ τὸ «οὐχὶ γεννητὼς» προσέθετον (ὁρισμένοι Ῥωμαῖοι Πατέρες τὸ «ἐκπορευτώς», τὸ ὁποῖον, τῇ πρωτοβουλίᾳ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, τῶν ἐξ Αἰγύπτου ἐπισκόπων μαθητῶν τοῦ Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ, καὶ τῶν Ἀντιοχέων ἐπισκόπων, καθιερώθη εἰς τὴν Β' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον.
Κατὰ τοὺς Ῥωμαίους Πατέρας τὸ κύριον γνώρισμα ἑκάστης ὑποστατικῆς ἰδιότητος εἲναι ὅτι ἀνηκεῖ εἰς ἒν μόνον πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι δηλαδὴ εἲναι ἀκοινώνητος. Τὰ ἄλλα πάντα, ὡς ἡ οὐσία, ἡ θεότης, ἡ ἐνέργεια, ἡ βασιλεῖα, ἡ δόξα, ἡ γνῶσις, ἡ θέλησις, ἡ ἀγάπη, κ.τ.λ., εἲναι κατὰ πάντα κοινὰ καὶ ἀνήκουν καὶ εἰς τάς τρεῖς ὑποστάσεις ἢ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
2) Εἰς τὴν αὐτὴν ὁμιλίαν ὁ Αὐγουστίνος παραδόξως ὡς διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας ἐμφανίζει τὴν ὑπὸ τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου καταδικασθεῖσαν ἄποψιν, ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἲναι ἡ κοινὴ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ θεότης καὶ ἀγάπη. Ἀντιθέτως ὅμως οἱ Πατέρες τῆς συνόδου διδάσκουν ὅτι ὅ,τι κοινὸν ὑπάρχει τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ ἀνηκεῖ καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Παραδόξως αὐτὴ ἡ ὀρθόδοξος ἄποψις ὑπάρχει ἰσχυρῶς τονιζομένη εἰς τὸν Ἀμβρόσιον, ὅστις ἐβάπτισε τὸν Αὐγουστίνον.
Ὁ Αὐγουστίνος ἐπεδόθη εἰς τὴν ἀνεύρεσιν τῆς ὑποστατικῆς ἰδιότητος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπέθανε χωρὶς να μάθῃ ὅτι ὁ ὅρος «ἐκπόρευσις» εἰς τὸ σύμβολον εἶχε τερματίσει πλέον τὴν συζήτησιν. Γνωρίζοντες καλῶς οἱ ἐν τῇ Πρεσβυτέρᾳ Ῥώμῃ Ῥωμαῖοι ὅτι ἐτερματίσθη ἡ συζήτησις, οὐδέποτε προσέθεσαν τὶ εἰς τὸ σύμβολον. Οἱ Φράγκοι, ὅμως, ἔχοντες ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν Αὐγουστίνον, ἐπίστευσαν εἰς τὸν ἰσχυρισμὸν τοῦ καὶ οὕτως ἐβελτίωσαν τὸ σύμβολον μὲ τὴν προσθήκην τῆς ἐπὶ τοῦ θέματος διδασκαλίας τοῦ Αὐγουστίνου. Ἡ ἐντύπωσις αὔτη τῶν Φράγκων ὅτι ὁ Αὐγουστίνος ἔλυσεν ἄλυτον διὰ τὴν Β' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον πρόβλημα, ἐδημιούργησεν ἔτι περισσότερον τὴν ἐΟνικην πεποιΟησιν καὶ ὑπερηφάνειαν ὅτι ἀνεκάλυψαν Θεολόγον ἀσυγκρίτως καλύτερον ἀπὸ τοὺς ἑλληνοφώνους Ῥωμαίους ἢ κατ' αὐτοὺς «Γραικούς».
δ) 0ι Καππαδόκαι Πατέρες Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ Γρηγόριος Νύσσης, ἔχοντες σύμφωνον καὶ τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον, ἔκαμαν διάκρισιν μεταξὺ οὐσίας καὶ ὑποστάσεων ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι, προκειμένου να ἀποφευχθὴ ἡ ὑπὸ πολλῶν τότε γενομένη σύγχυσις τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐξ αἰτίας τῆς περὶ ὁμοουσίου τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα διδασκαλίας τῆς Ἃ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος ἀναφέρει εἰς τὸ περὶ Ἁγίας Τριάδος ἔργον τοῦ τὴν διάκρισιν αὐτὴν μεταξὺ οὐσίας καὶ ὑποστάσεων, ἀλλ' ὁμολογεῖ, ὅτι δεν τὴν κατανοεῖ καὶ δεν δύναται να ἐξηγήσῃ διατὶ οἱ γράψαντες ἑλληνιστὶ κάμνουν τὴν διάκρισιν αὐτήν. Σημειωθήτω ὅτι τὸ ἔργον αὐτὸ τὸ ἐπεράτωσε 47 ὅλα ἔτη μετὰ τὴν Β' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον καὶ ἀπέθανεν, χωρίς ποτε να μάθῃ τὴν σημασίαν τῆς διακρίσεως. Τὴν ἄγνοιαν ταύτην ἐκληρονόμησαν οἱ Φράγκοι καὶ τὴν διατηροῦν οἱ ἀπόγονοι αὐτῶν ὡς «θησαυρόν». Σημειωτέον ὅτι ἡ διάκρισις αὐτὴ καθιστᾲ ἀδύνατον τὴν ἐκ μέρους ἡμῶν τῶν Ῥωμαίων ἀποδοχὴν τοῦ Filioque, ὅπερ συνεπάγεται καὶ προϋποθέτει τὴν σύγχυσιν τῶν ὑποστατικῶν ἰδιοτήτων.
ε) Εἰς τὸ ἔργον τοῦ περὶ 'Ἁγίας Τριάδος μας πληροφορεῖ ὁ Αὐγουστίνος ὅτι θὰ ἐρευνήσῃ τὴν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ, τὴν γέννησιν τοῦ Υἱοῦ καὶ τὴν ἐκπόρευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ θὰ ἐξηγήσῃ διατὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δεν εἲναι Υἱός. Ὅμως πρὶν προλάβῃ να φθάσῃ εἰς τὸ τελευταῖον θέμα, οἱ φίλοι τοῦ ἀνυπομονοῦντες τοῦ ἀφήρεσαν ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ καὶ ἐδημοσίευσαν ὅσα εἶχε μέχρι τότε γράψει. Οὕτως ἡ ὑπόσχεσίς του, ὅτι θὰ ἐξηγήσῃ διατὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δεν λέγεται ἢ δεν εἲναι καὶ αὐτὸ Υἱὸς παρέμεινεν εἰς τὸ ἔργον, Προβαίνων ὅμως περαιτέρω, εἰς τὸ αὐτὸ ἔργον του, ὁ Αὐγουστίνος ὁμολογεῖ ὅτι ἡ ἐν λόγῳ ὑπόσχεσις ἦτο ἁπλῶς εὐσεβὴς πόθος προωρισμένος να μείνῃ ἀνεκπλήρωτος. Συμπεραίνει δὲ ὅτι ἡ ἀπάντησις θὰ δοθῇ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν.
Ὁ Ὀρθόδοξος ἐκπλήσσεται μὲ τὸ ἄλυτον τοῦ προβλήματος τούτου, ἐφ’ ὅσον οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δεν εἲναι Υἱός, ἁπλούστατα διότι δεν γεννᾶται ἀλλὰ ἐκπορεύεται. Ὁ Αὐγουστίνος ὅμως συγχέει τάς προαιωνίους ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν γέννησιν καὶ ἐκπόρευσιν. Διὰ τοῦτο δεν γνωρίζει διατὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δεν εἲναι Υἱός. Διὰ τὸν ἴδιον λόγον ὅμως τὸ Filioque εἶναι ἀπαραίτητον διὰ τὸν Αὐγουστίνον, διὰ να μὴ συγχέωνται τὰ πρόσωπα τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διὰ τὸν Αὐγουστίνον λοιπὸν ἡ γέννησις καὶ ἐκπόρευσις διακρίνονται, ἐφ' ὅσον ἡ γέννησις σημαίνει ἐξ ἑνὸς καὶ ἡ ἐκπόρευσις ἐκ δύο.
Ἡ σύγχυσις αὔτη τῶν προαιωνίων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ (ὡς τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀγάπης) μετὰ τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προέρχεται ἀπὸ τὴν ἔρευναν περὶ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Παραδόξως ὅμως κατέβαλλον παρομοίαν προσπάθειαν εἰς τὴν Ἀνατολὴν οἱ αἱρετικοὶ Εὐνομιανοί, τοὺς ὁποίους ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος προκαλεῖ λέγων «Τις οὖν ἡ ἐκπόρευσις; Εἶπε σὺ τὴν ἀγεννησίαν τοῦ Πατρός, κἀγὼ τὴν γέννησιν τοῦ Υἱοῦ φυσιολογήσω, καὶ τὴν ἐκπόρευσιν τοῦ Πνεύματος, καὶ παραπληκτίσομεν ἄμφω εἰς Θεοῦ μυστήρια παρακύπτοντες».
Πάντως ἡ πλέον παράδοξος διὰ τὴν Ῥωμαιοσύνην ἐξέλιξις τῆς εὐρωπαϊκὴς παραδόσεως εἲναι ὁ ἰσχυρισμὸς τῶν Φραγκολατίνων, ὅτι οἱ «Γραικοὶ» δεν ἔμειναν πιστοὶ εἰς τὸ πνεῦμα τῶν «Γραικὼν» Πατέρων καὶ τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, καὶ ὅτι μόνον αὐτοί, οἱ Φραγκολατίνοι δηλαδή, κατενόησαν ὀρθῶς τοὺς «Γραικοὺς» Πατέρας. Ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸν μέγαν σεβασμὸν τοῦ Αὐγουστίνου καὶ τῶν δυτικῶν Ῥωμαίων Πατέρων διὰ τοὺς ἀνατολικοὺς Ῥωμαίους Πατέρας ὡς καὶ ἀπὸ τὴν πεποίθησιν, αὐταπάτην, τοῦ Αὐγουστίνου ὅτι ἀκολουθεῖ πιστῶς τὴν «γραικικὴν» παράδοσιν παρεσύρθησαν οἱ Φραγκολατίνοι εἰς τὸ συμπέρασμα, ὅτι δεν δύναται παρὰ να ὑπάρχῃ ἀπόλυτος συμφωνία μεταξὺ τοῦ Αὐγουστίνου καὶ τῶν «Γραικὼν» Πατέρων. Οὕτω παρουσιάζουν τοὺς «Γραικοὺς» Πατέρας ὡς κήρυκας καὶ ὀπαδοὺς τοῦ Filioque. Σημειωτέον μάλιστα ὅτι περὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὅστις συνοψίζων τὴν διδασκαλίαν τῶν Ῥωμαίων Πατέρων γράφει ῥητῶς, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ὁ Θωμὰς ὁ Ἀκινάτης, ὁ μέγιστος τῶν Φράγκων θεολόγων, γράφει ὅτι εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο ὁ Δαμασκηνὸς δεν ἀκολουθεῖ τοὺς Πατέρας, ἀλλὰ παρεσύρθη ἀπὸ κάποιον ἀρχαῖον αἱρετικόν. Ἴσως δεν πρέπει να λησμονήσωμεν ὅτι τὸ 1054 οἱ Φραγκολατίνοι ἀφώρισαν τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης Μιχαὴλ Κηρουλάριον μὲ τὴν κατηγορίαν, ὅτι «ἀπέκοψαν» οἱ «Γραικοὶ» τὸ Filioque ἀπὸ τὸ σύμβολον τῆς πιστεως.
5) 0ι ἔναντι τῆς Ῥωμηοσύνης ἰσχυρισμοὶ τῶν ΙΙροτεσταντών.
Ἄλλη ἐξ ἴσου ἐπιβλαβὴς διὰ τὸ ἔθνος ἡμῶν θεωρία Διαμαρτυρομένων καθηγητῶν σοβαρῶν πανεπιστημίων, ὡς τοῦ Βερολίνου, ἡ ὁποία ὑπάρχει μέχρι σήμερον εἰς ἐν χρήσει διδακτικὰ ἐγχειρίδια, δηλητηριάζουσα οὕτω μέλλοντας ἡγέτας εἰς βάρος τῶν «Γραικὼν» εἲναι ὁ ἰσχυρισμός, ὅτι ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν γνήσιον αὐγουστίνειον Προτεσταντισμόν, ἡ Ὀρθοδοξία τῶν «Γραικὼν» Πατέρων εἲναι μία ἐξελληνισθεῖσα καὶ ἄρα εἰδωλολατρικὴ μορφὴ τοῦ Χριστιανισμού. Αὔτη εἲναι ἡ ἄλλη ὄψις τοῦ ἰσχυρισμού, ὅτι οἱ «Γραικοὶ» Πατέρες οὐδέποτε κατενόησαν τὸν ἀπόστολον Παῦλον, τὸν ὁποῖον, ὡς λέγουν, ἡρμήνευσαν ὀρθῶς μόνον ὁ Αὐγουστίνος καὶ οἱ ἵδρυται τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὁ Λούθηρος καὶ ὁ Καλβίνος.
Δηλαδὴ ἰσχυρίζονται οἱ ἀκολουθοῦντες κατὰ γράμμα τὸν Αὐγουστίνον Διαμαρτυρόμενοι οὔτοι ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει δῆθεν ὅτι 1) τὴν ἐνοχὴν τοῦ Ἀδὰμ ἐκληρονόμησαν ὅλοι οἱ ἀπόγονοι αὐτοῦ, καὶ οὕτως ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ κατεδίκασεν εἰς κόλασιν ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἐπέβαλεν εἰς αὐτὴν τὴν ποινὴν τοῦ θανάτου. 2) Κατὰ τὴν ἀξίαν τῆς κληρονομικὴς ταύτης ἐνοχῆς ἀξίζει εἰς ὅλους ἡ κόλασις. 3) Ὁ Θεός, ὅμως, ἐπειδὴ ἤθελεν, ἐξέλεξεν ἐκ τῶν ἀνθρώπων μίαν ὁμάδα καὶ προώρισεν αὐτὴν διὰ τὴν σωτηρίαν. 4) Οἱ μὴ ἐκλεγέντες δεν πρέπει να παραπονοῦνται, ἀφοῦ ὡς συνένοχοι διὰ τὴν ἁμαρτίαν τοῦ Ἀδὰμ τιμωροῦνται δικαίως. 5) Οὔτε δύνανται οἱ σεσῳσμένοι να ὑπερηφανεύωνται ὡσὰν να ἀπολαμβάνουν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα τοὺς ἀξίζουν, ἀφοῦ ἀξίζει εἰς αὐτοὺς ὡς καὶ εἰς τοὺς ἀπολωλότας ἡ κόλασις. 6) Ἁπλῶς πρέπει να εὐχαριστήσουν τὸν Θεόν, διότι τοὺς ἐδόθη ἡ σωτηρία ἀπολύτως δωρεάν, ἂν καὶ δεν τοὺς ἄξιζε. 7) Τὰ ἀπαραίτητα πρὸς σωτηρίαν καλὰ ἔργα δεν εἲναι τῶν σεσῳσμένων ἀλλὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ ἄνθρωπος χωρὶς χάριν ὄχι μόνον δεν δύναται να καμεὶ καλὰ ἀξιομισθα ἔργα, ἀλλὰ οὔτε ἠμπορεῖ να θέλει να κάμνει καλὰ ἔργα. 8) Δία τοῦτο ἡ σωστικὴ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ ἀκαταγωνίστως καὶ δίδεται μόνον εἰς τοὺς προορισμένους, οἱ ὁποῖοι ἔχοντες τὴν πεποίθησιν τῆς σωτηρίας τῶν ὑπερβαίνουν τὸν φόβον τῆς κολάσεως. 9) Ἑπομένως ἡ σωτηρία δεν εἲναι συνεργασία μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἀλλὰ ἐνέργεια τὸν Θεοῦ ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου. 10) Ὅπου δὲ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀναφέρει ὅτι ὁ Χριστὸς ἀγαπᾷ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἐσταυρώθη διὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ θέλει τὴν σωτηρίαν τῶν ἁμαρτωλῶν, δεν ἐννοεῖ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀλλὰ μόνον τοὺς προωρισμένους διὰ τὴν σωτηρίαν ἁμαρτωλούς.
Αὐτὴ ἡ θεολογία τοῦ Αὐγουστίνου ὕπηρξε μαζὶ μὲ τὴν βαρβαρότητα τῶν Φράγκων ἡ ὅλη προϋπόθεσις τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως τῆς Φραγκοσύνης.
6) Σχέσεις Ἀμβροσίου καὶ Αὐγουστίνου
Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον προξενεῖ ἐντύπωσιν εἰς τὸν Ὀρθόδοξον μελετητὴν εἲναι τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς τάς Ἐξομολογήσεις τοῦ ὁ Αὐγουστίνος δίδει ζωηρὼς τὴν ἐντύπωσιν ὅτι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὑπεύθυνος διὰ τὴν ἀποσπασὶν τοῦ ἀπὸ τὸν Μανιχαϊσμὸν καὶ διὰ τὴν εἰς Χριστὸν μεταστροφὴν τοῦ ἦτο ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, θὰ ἀνέμενε τίς, ὅτι ὡς ὁ Ἀμβρόσιος οὕτω καὶ ὁ Αὐγουστίνος θὰ ἦτο ὀπαδὸς τῆς θεολογίας τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ δεν θὰ ἤρχετο εἰς ῥῆξιν μὲ τὰ ἐν τῇ δυτικῇ Ῥωμανία πνευματικὰ τέκνα τοῦ Χρυσοστόμου.
Ὁ Αὐγουστίνος πληροφορεῖ ὅτι ἐξ αἰτίας τῶν κηρυγμάτων τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, τὰ ὁποῖα παρηκολούθει καθ’ ἑκάστην Κυριακὴν εἰς Μεδιόλανα, ἐκλονίσθησαν αἱ περὶ Παλαιὰς Διαθήκης μανιχαϊκαὶ προκαταλήψεις τοῦ καὶ ἔμαθε να ἐκτιμᾷ τὴν ὀρθόδοξον ἑρμηνείαν τῶν Προφητών. Ὅταν ὅμως ὁ Ἀμβρόσιος ἀνεύθεσεν εἰς τὸν Αὐγουστίνον, προπαρασκευαζόμενον διὰ τὸ βάπτισμα, να μελετήσῃ τὸν προφήτην Ἠσαίαν, ὁ Αὐγουστίνος ἄφησε τὴν μελέτην εἰς τὴν μέσην, διότι, ὡς μας πληροφορεῖ εἰς τάς Ἐξομολογήσεις τοῦ, δεν τὸν κατενοησεν. Ἀντ’ αὐτοῦ ἠσχολήθη μὲ τὴν φιλοσοφίαν, μὲ ἀποτέλεσμα να προσέλθῃ εἰς τὸ βάπτισμα τοῦ, ἔχων σχηματίσει τὴν γνώμην, ὡς γράφει εἰς τὸ Contra academicos, ὅτι δεν ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ τῶν Πλατωνικῶν καὶ τῆς Ἁγίας Γραφής.
Τὸ παράδοξον ἐκ τῆς ἱστορίας ταύτης εἲναι ὅτι ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ὄχι μόνον ὅμου μετὰ τῶν ἄλλων Ῥωμαίων Πατέρων ἀποῤῥίπτει ῥητῶς τὸ ἐπὶ ὑπερβατικὼν ἀμεταβλήτων ἰδεῶν βασιζόμενον νεοπλατωνικὸν σύστημα, τὸ ὁποῖον ὁ Αὐγουστίνος οὐδέποτε ἠμφεσβητησεν, ἀλλὰ ἀκολουθεῖ τὴν ὀρθόδοξον διδασκαλίαν περὶ ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς προφήτας καὶ ἀποστόλους, ἐνῶ ὁ Αὐγουστίνος δημιουργεῖ μίαν ἀσθενεστάτην συνδεσιν, ἡ ὁποία ἐπεκράτησεν εἰς τὴν φραγκολατινικὴν παραδοσιν καὶ ἡ ὁποία ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ἐκ Καλαβρίας Βαρλαὰμ κατεδικάσθη ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ῥώμῃ τὸ 1341.
Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν θεολογίαν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ὁ Αὐγουστίνος διδάσκει ὅτι μόνον οἱ σεσῳσμένοι θὰ ἴδουν διὰ τῆς χάριτος καὶ διὰ τῆς λογικῆς τῶν τὸν Θεὸν καὶ τὰ ἐν αὐτῷ ἀρχέτυπα τῶν ὄντων. Διὰ τῆς ὁράσεως ταύτης τῆς θείας οὐσίας θὰ ἁπαλλαγοὺν αἱ ψυχαὶ ἀπὸ τὸ ἐπιθυμητικόν, τὸ θυμοειδὲς καὶ τὰ μεταβλητὰ καὶ οὕτω θὰ γίνουν ἀμεταβλήτως εὐδαίμονες. Ἐρειδόμενος ἐπὶ τῶν νεοπλατωνικῶν τούτων προϋποθέσεων παραδέχεται, ὅτι δύναται τὶς ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ να φθάσῃ εἰς ἐνόρασιν τῶν ἐν τῇ θείᾳ οὐσίᾳ ἀρχετύπων διὰ τῆς ἐκστάσεως ἢ ὀφείλει να γνωρίσῃ αὐτὰ διὰ τοῦ φωτισμού.
7) Παράδεισος, κόλασις καὶ ἀποφατικὴ θεολογία.
Αἱ προϋποθέσεις αὐταὶ ἐν συνδυασμῷ μὲ τάς περὶ ἁμαρτίας καὶ προορισμοῦ διδασκαλίας τοῦ Αὐγουστίνου ὠδήγησαν εἰς τὰ περὶ κολάσεως καὶ καθαρτηρίου πυρὸς δόγματα τῶν Φράγκων τὰ τόσον γνωστὰ μέσῳ τῶν Dante καὶ John Milton, ἀλλὰ ἀπαράδεκτα εἰς τοὺς Ῥωμαίους Πατέρας. Ἀφοῦ οἱ ἀκολουθοῦντες τὸν Αὐγουστίνον Φράγκοι ἐπίστευσαν ὅτι οἱ κολαζόμενοι δεν βλέπουν τὸν Θεόν, ἐξέλαβον τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὡς κτιστόν. Συνεπεία τούτου οἱ Φραγκολατίνοι, ὡς καὶ οἱ ἀρχαῖοι, ἐφαντάσθησαν τὸν κόσμον τριώροφον, ἀποτελούμενον ἀπὸ τὸν ἀμετάβλητον διὰ τοὺς εὐδαίμονας οὐρανόν, τὴν μεταβλητὴν διὰ τὴν δοκιμασίαν τῶν ἀνθρώπων γῆν καὶ τὰ μεταβλητὰ διὰ τοὺς κολαζομένους καὶ καθαριζόμενους καταχθόνια.
Ὁ Αὐγουστίνος βλεπῶν ὅτι οἱ προφῆται καὶ οἱ ἀπόστολοι δεν παρουσιάζουν κατὰ τάς πρὸς αὐτοὺς θεοφάνειας καὶ ἀποκαλύψεις τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου καὶ τῆς δόξῃς αὐτοῦ φαινόμενα καὶ κατάστασιν ἀνάλογον πρὸς τὴν νεοπλατωνικὴν ἔκστασιν, κατέληξεν εἰς τὸ συμπέρασμα, ὅτι οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ προφῆται δεν εἶδον τὸν ἄκτιστον Λόγον ἐν τῇ ἀκτίστω δόξῃ αὐτοῦ, ἀλλὰ μόνον γινόμενα καὶ ἀπογινόμενα κτίσματα συμβολίζοντα τὸν Θεὸν καὶ χρησιμεύοντα διὰ τὴν μετάδοσιν μηνυμάτων αὐτοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ὁ Αὐγουστίνος διαφέρει τῶν Ὀρθοδόξων Ῥωμαίων Πατέρων, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ Ἀμβροσίου, καὶ κατ' οὐσίαν συμφωνεῖ μὲ τάς γνωσιολογικὰς προϋποθέσεις τῶν Ἀρειανὼν καὶ τῶν Εὐνομιανων.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὀρθῶς τονίζουν, ὅτι κατὰ τὸν ἀπόστολον Παῦλον ἡ καταλλαγὴ καὶ συμφιλίωσις οὐδέποτε εἲναι του Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον. Ὁ Θεὸς παραμένει πάντοτε φίλος ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ καταλλάσσει τὸν κόσμον πρὸς τὸν ἑαυτὸν τοῦ. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ αὐτὸς βλέπει τὸν Θεὸν ὡς ὀργὴν καὶ ἐχθρόν, Αἱ προϋποθέσεις τῆς ἀνσελμίου διδασκαλίας περὶ ἀνάγκης ἰκανοποιήσεως τῆς δῆθεν προσβληθείσης θείας δικαιοσύνης διὰ τῆς σταυρικὴς θυσίας τοῦ Χριστοῦ δεν εἲναι ὀρθόδοξοι. Οἱ Ῥωμαῖοι Πατέρες σαφῶς ἀποῤῥίπτουν τὴν αὐγουστίνειον βάσιν τῆς διδασκαλίας ταύτης, δηλαδὴ τὴν κληρονομικὴν μετάδοσιν τῆς ἐνοχῆς τοῦ Ἀδάμ. Ἀντιθέτως πρὸς τὸν Αὐγουστίνον οἱ Ῥωμαῖοι Πατέρες διδάσκουν ὅτι ὁ Θεὸς μὴ θέλων τὸν θάνατον ἐπέτρεψεν αὐτὸν ἀπὸ ἀγάπην, ἵνα μὴ τὸ κακὸν καὶ ἡ ἁμαρτία ἀθάνατα γένονται καὶ ἵνα διὰ τῆς ἀναστάσεως ἀναπλαση τὸν ἄνθρωπον. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ καὶ τελειοποιεῖ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὅλοι δεν τελειοποιούνται κατὰ τὸν ἴδιον ῥυθμὸν καὶ βαθμόν.
Οἱ μὴ θέλοντες να ἐξέλθουν ἐκ τῆς ἐγωπάθειας τῶν καὶ να συνεργασθοὺν μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ παραμενοῦν ἰδία βουλήσει ξένοι πρὸς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ ἐχθροί. Μαζὶ μὲ τοὺς σεσῳσμένους θὰ ἰδοὺν καὶ αὐτοὶ τὸν Θεόν, οὐχὶ ὅμως ὡς φῶς ἀλλ' ὡς πῦρ τὸ αἰωνιον.
Οἱ ἐργαζόμενοι τάς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ φόβον κολάσεως («δοῦλοι») καὶ οἱ ἐργαζόμενοι ἐπὶ μισθῶ («μισθωτοὶ») θὰ ἰδοὺν τὸν Θεὸν ὡς φῶς, ἐφ' ὅσον συνεχίσουν τὴν πορείαν τῶν πρὸς τὴν ἀνιδιοτελὴ ἀγάπην καὶ τὴν μετὰ τοῦ Θεοῦ φιλίαν.
Ὁ Θεὸς δεν ἐπλασε τὸν ἄνθρωπον διὰ συμφεροντολογικήν τινα ὑπακοὴν καὶ δουλοπρέπειαν μιᾶς στατικῆς καὶ ἀμεταβλήτου εὐδαιμονίας, ἀλλὰ ἀντιθέτως τὸν ἐπλασε διὰ συνεργασίαν, φιλίαν, υἱοθεσίαν καὶ συμβασιλείαν. Ἡ ὑπακοὴ τοῦ πιστοῦ εἰς τὸν Θεὸν δεν εἲναι δουλοπρέπεια ἀλλὰ ὑπακοὴ μέχρι θανάτου, τὴν ὁποίαν ἔθεσεν ὁ Θεὸς ὡς τὸ ἀπαραίτητον μέσον πνευματικῆς ἐκγυμνάσεως πρὸς ἐπιτευξιν τῆς φιλίας καὶ ἀγάπης, ἡ ὁποία κατὰ τὸν ἀπόστολον Παῦλον «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς». Ἡ ὑπακοὴ αὐτὴ εἲναι τὸ μέσον διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος τῇ βοηθείᾳ τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει ὡς νικητὴς τὸν φόβον καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ ἐρειδομένην συμφεροντολογίαν καὶ μεταμορφούται εἰς φίλον καὶ συμβασιλέα τοῦ Χριστοῦ καὶ γίνεται κατὰ χάριν Θεός. Ἀποκτᾷ δὲ καὶ παῤῥησίαν παρὰ τῷ Θεῷ ὑπὲρ τῶν συνανθρώπων τοῦ καὶ εἲναι πρόθυμος να θυσιάση τὴν προσωπικὴν τοῦ σωτηρίαν διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἄλλων, ὡς συνέβη μὲ τὸν Μωϋσέα καὶ τὸν ἀπόστολον Παύλον.
Ὡς θεατὴς τῆς δόξῃς τοῦ Θεοῦ ὁ φίλος τοῦ Θεοῦ παγιούται οὐχὶ ἐν στατικῇ καὶ ἀμεταβλήτῳ τίνι καταστάσει εὐδαιμονίας, ὡς πιστεύει ἡ αὐγουστίνειος λατινικὴ παράδοσις, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἐν ἀτελευτήτῳ πορείᾳ πρὸς ἀνώτερα στάδια τελειότητος ἄνευ τέρματος.
Τέρμα καὶ στατικότης εἰς τὴν πνευματικὴν ἐξέλιξιν ὑπάρχουν μόνον εἰς τοὺς παραμείναντας ἴδια βουλήσει καὶ ὀκνηρία ἰδιοτελεὶς καὶ ἐγωκεντρικούς. Εἰς αὐτοὺς ἡ ἰδία ἐν Χριστῷ δόξᾳ καὶ βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ ἐμφανίζεται αἰωνίως ὡς πῦρ τὸ αἰώνιον καὶ σκότος τὸ ἐξώτερον.
Κατὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας ὁ γενόμενος κατὰ χάριν φίλος τοῦ Θεοῦ καὶ συμβασιλεὺς τοῦ Χριστοῦ εἴτε προφήτης, εἴτε ἀπόστολος, εἴτε ἅγιος, βλέπει καὶ γνωρίζει ὡς ἄνθρωπος ὁλόκληρος, ψυχή τε καὶ σώματι, ἀλλὰ συγχρόνως ὑπεραισθητὼς καὶ ὑπερνοητώς, οὐχὶ τὴν ἀμέθεκτον, ἀπρόσιτον καὶ παντελῶς ἄγνωστον οὐσίαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ «καθὼς δύναται» τὴν φυσικὴν καὶ αἴδιον δόξαν ἐν ἢ κατοικεῖ καὶ ὑφ' ᾖς περιβάλλεται ἀπεριορίστως ὁ ἀναβαλλόμενος τὸ φῶς αὐτὸ τῆς βασιλείας ὡς ἱμάτιον.
Διὰ να τονίσουν ὅτι ἡ ἀποκαλυφθεῖσα εἰς τοὺς φίλους τοῦ Χριστοῦ θεία δόξα καὶ θεότης οὐδεμίαν σχέσιν ἔχει μὲ τὸν νοητὸν κόσμον τῶν Πλατωνικῶν οἱ Ῥωμαῖοι Πατέρες κατεδίκασαν ἐπισήμως τὴν περὶ ἀρχετύπων ἰδεῶν διδασκαλίαν τοῦ Πλατωνος. Τοῦτο διότι μεταξὺ τῆς θείας δόξῃς καὶ τῶν κτισμάτων οὐδεμία ὁμοιότης ὑπάρχει. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀποδίδει καὶ ὀνόματα ἀντιθέσεων εἰς τὸν Θεὸν διὰ να τονίση ὄχι ὅτι πράγματι ὑπάρχουν ἀντιθέσεις ἐν τῷ Θεῷ, ἀλλ' ὅτι ὁ Θεὸς ὑπερβαίνει ὅλας τάς κατηγορίας τοῦ κόσμου καὶ τῆς φυσικῆς ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας, τῆς αἰσθητὴς καὶ τῆς λογικῆς. Οὕτως ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν ὀνομάζεται μὲ τάς ἀντιθέσεις φῶς γνόφος καὶ πῦρ σκότος ὡς καὶ μὲ τὰ παράλληλα δόξα νεφέλη καὶ ἀστραπὴ καπνός. Οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ βλέπουν τὸν Θεὸν ἐν φωτὶ γνόφῳ ἢ ἐν δόξῃ νεφέλῃ, ἐνῶ οἱ ἰδιοτελεὶς βλέπουν τὸν Θεὸν κριτήν, ὡς ἀστραπὴν καπνὸν ἢ πῦρ σκότος.
Ἡ ἀποφατικὴ αὐτὴ θεολογία τῆς Ὀρθοδοξίας εἲναι σαφῶς ἡ θεολογία τῆς Ἁγίας Γραφής.
Οἱ ἀγνοοῦντες ἐξ αἰτίας τοῦ Αὐγουστίνου τὴν ἀποφατικὴν ταύτην γλῶσσαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς Εὐρωπαίοι ὠδηγήθησαν ὄχι μόνον εἰς τάς δεισιδαιμονικὰς τῶν περὶ κολάσεως ἀντιλήψεις ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν ἐγκατάλειψιν τῆς ὑφ’ ὅλων τῶν ἀρχαίων ταυτίσεως τῆς βασιλείας καὶ δόξῃς τοῦ Θεοὺ καὶ εἰς υἱοθέτησιν τῆς ὑπὸ τοῦ Αὐγουστίνου ταυτίσεως τῆς βασιλείας μετὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ οὕτως εἰς τάς ἀτέρμονας περὶ ἀνυπάρκτου προβλήματος συζητήσεις τῶν νεωτέρων Δυτικῶν, ἐκ τῶν ὁποίων ὅμως ἀρκετοὶ ἐγκατέλειψαν πλέον τὴν ἄποψιν αὐτὴν τοῦ Αὐγουστίνου. Ἐπίσης οἱ Δυτικοὶ ἡρμήνευσαν τάς θεοφάνειας τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης ὡς να ἐπρόκειτο περὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ θαμβώσεως κατωτέρας νοήσεως ἀνθρώπων μέσῳ γινομένων καὶ ἀπογινομένων καὶ εἰς τάς αἰσθήσεις ὑποπιπτόντων καταπληκτικῶν φυσικο-ὑπερφυσικῶν φαινομένων. Ἐπειδὴ τοιαῦται ἑρμηνεῖαι ἀπομακρύνουν πολλοὺς ἀπὸ τὸν Χριστιανισμόν, ἀνέλαβόν τινες να ἀπομυθεύσουν τὴν Ἁγίαν Γραφὴν ἀπὸ τὰ δῆθεν μυθικὰ καὶ δεισιδαιμονικὰ αὐτῆς στοιχεῖα, διὰ να γίνουν τὰ ὑπόλοιπα ἀποδεκτὰ ἀπὸ τὸν σύγχρονον ἄνθρωπον. Ὅμως δεν εἲναι ἡ Ἁγία Γραφὴ ἡ χρῄζουσα ἀπομυθεύσεως, ἀλλὰ ἡ αὐγουστίνειος ἐρμηνευτικὴ παράδοσις, ἥτις ἐγκαταλείψασα τὴν θεολογίαν τῶν Ῥωμαίων Πατέρων ἐπέβαλεν ἐπὶ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν μίαν ξένην πρὸς αὐτὴν εἰδωλολατρικὴν κοσμοθεωρίαν.
8) Εὐρωπαϊκὴ καὶ Ῥωμαίικη θεολογία σήμερον.
Ὑπὸ τὴν πίεσιν τῶν συγχρόνων ἐξελίξεων εἰς τὴν γνωσιολογίαν καὶ πολιτικὴν φιλοσοφίαν, εἰς τὴν ψυχολογίαν, κοινωνιολογίαν, ἱστοριογραφίαν, εἰς τάς θετικὰς ἐπιστήμας καὶ εἰς τὴν ἀνθρωπολογίαν καὶ παλαιοντολογίαν, ἡ μεσαιωνικὴ πεποίθησις τῶν Φραγκολατίνων περὶ τῆς ὑπάρξεως ἀμεταβλήτων εἰδῶν ἐγκατελείφθη ἀμετακλήτως ὑπὸ ἑκατομμυρίων τῶν ἀπογόνων αὐτῶν καὶ ὡς ἐκ τούτου διαμφισβητείται ἡ ὑπαρξις ἀμεταβλήτου κριτηρίου τῆς ἠθικῆς, τοῦ νόμου καὶ τῆς ἀληθείας, ὡς καὶ ἡ δυνατότης ἐκπληρώσεως τῆς ἐπιθυμίας τοῦ ἀνθρώπου δι' εὐδαιμονίαν εἰς ὑπερβατικὴν στατικὴν καὶ ἀμετάβλητον δουλοπρεπῆ κατάστασιν. Τὸ παράδοξον εἲναι ὅτι πολλοὶ ἐκ τῶν κληρονόμων τοῦ φραγκολατινικοὺ αὐγουστινείου πολιτισμοῦ ἀπομακρύνονται σήμερον ἀπὸ τὸν Χριστιανισμόν, ἐπειδὴ δεν δύνανται πλέον να πιστεύσουν εἰς διδασκαλίας, τάς ὁποίας ἀπεκήρυξεν ἡ Ῥωμαιοσύνη πρὸ τόσων αἰώνων γνωρίζουσα τὸν Χριστόν.
Οὐδέποτε ἀπεδέχθησαν οἱ Ῥωμαῖοι Πατέρες ἠθικόν, φιλοσοφικὸν ἡ κοινωνικὸν σύστημα βασιζόμενον ἐπὶ μιᾶς δῆθεν ἀμεταβλήτου μεταφυσικῆς. Τὸ κριτήριον τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς ἦτο πάντοτε ὄχι ἀμετάβλητον κριτήριον ἀλλὰ ὁ περιφρονήσας τὸν θάνατον καὶ τὰ προσωπικὰ συμφέροντα ἡρωισμὸς τοῦ φίλου καὶ τοῦ συνεργάτου τοῦ Θεοῦ, ὅστις ἐξελίσσεται χωρὶς τέρμα εἰς ἀνώτερα στάδια τελειότητος.
Τὸ δρᾶμα τῆς Ῥωσίας ἤρχισε κυρίως ἐπὶ Μεγάλου Πέτρου, ὅτε διεδόθησαν αἱ ἀρχαὶ τῆς σχολαστικῆς ἢ φραγκικὴς θεολογίας τόσον ὥστε να καταντήσουν οἱ Ῥώσοι θεολόγοι να γράφουν καὶ να διδάσκουν μὲ ὅλας τάς συνεπείας λατινιστί. Δηλαδὴ ἡρμήνευον τοὺς «Γραικοὺς» Πατέρας μέσῳ τῆς φραγκολατινικὴς θεολογίας. Κατὰ τὰ τέλη τοῦ παρελθόντος αἰῶνος ἤρχισε μία ἰσχυρὰ ἐπάνοδος εἰς τὴν θεολογίαν τῆς Ῥωμαιοσύνης, ἀλλὰ δεν ἦτο ἐγκαίρως ἀρκετὰ ἀνεπτυγμένη, ὥστε να ἀντιμετώπιση τὰ προκύψαντα προβλήματα μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς ῥωμαίικης πατερικὴς θεολογίας καὶ πνευματικότητος.
Σήμερον ὁ Ἀλέξανδρος Σολζενίτζιν καλεῖ τὴν Ῥωσίαν εἰς ἐπάνοδον ὄχι εἰς τὴν φραγκευμένην ῥωσικὴν Ὀρθοδοξίαν τοῦ Μεγάλου Πέτρου ἀλλὰ τῶν ἡσυχαστῶν Πατέρων τῆς Ῥωμηοσύνης.
Αὐτὸ πρέπει να ἀποτελέσῃ δι' ἡμᾶς δίδαγμα.
Ἡ ἐπάνοδος, ὅμως, εἰς τὴν θεολογίαν καὶ πνευματικότητα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν δεν εἲναι μόνον προσωπικὸν καὶ ἐθνικὸν συμφέρον, ἀλλὰ καὶ καθῆκον ἡμῶν τῶν Ῥωμαίων πρὸς τὸν ὑπόλοιπον κόσμον. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι εἲναι οἰκουμενικοὶ διδάσκαλοι, διότι ἡ θεολογία τῶν ὡς καὶ ἡ θεολογία ὅλων τῶν Ῥωμαίων Πατέρων εἲναι αὐτὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, ὡς καὶ τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τῶν Ῥωμαίων. Ἡ ἕνωσις αὐτὴ τῶν ἀρχαίων ἐκκλησιῶν διεσπάσθη διὰ τῆς βιαίας καθυποτάξεως τῆς θεολογίας τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ τῶν λατινοφώνων μαθητῶν αὐτῶν εἰς τὸν αὐγουστίνειον ἐπαρχιωτισμὸν τῶν Φράγκων. Πρέπει να δώσωμεν μεγάλην προσοχὴν εἰς τὴν διακήρυξιν τοῦ πατριάρχου Σερβίας ὅτι ὁ πραγματικὸς Οἰκουμενισμὸς δύναται να πραγματοποιηθὴ μόνον ἐπὶ τῇ βάσει τῶν οἰκουμενικῶν διδασκάλων, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου Χρυσοστόμου.
Ὅμως διὰ να τεθοὺν αἱ βάσεις πρὸς ἐφαρμογὴν τοῦ ἀληθοῦς τούτου οἰκουμενισμοὺ χρειάζεται μία ἀπαραίτητος προεργασία. Ὡς ἀπηλευθερώθη εἰς τὴν Εὐρώπην ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἀπὸ τὴν δουλικὴν ἐξυπηρέτησιν τῆς φραγκολατινικὴς θεολογίας, κατὰ τὸν ἴδιον ἀκριβῶς τρόπον πρέπει να ἀπελευθερωθοὺν καὶ οἱ Ῥωμαῖοι Πατέρες ἀπὸ τὸν ἀνύπαρκτον «Γραικισμὸν» τῶν Φράγκων, διὰ να φανῇ ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ θέλων να ἐγκύψη εἰς τὴν δύναμιν ἐκείνην, ἥτις διεμόρφωσε τὴν ψυχὴν τῆς Ῥωμηοσύνης καὶ διετήρησεν αὐτὴν ἀπὸ τὴν δουλείαν τοῦ πνεύματος καὶ ἥτις δύναται να ὁδήγηση τὴν σημερινὴν Ῥωμηοσύνην εἰς μεγαλουργήματα, ἂς προσέξη εἰς τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου μὲ τὰ ὁποῖα κατακλείομεν τὸ κεφάλαιον τοῦτο.
«Ὁ τὸν θάνατον δεδοικώς, δοῦλός ἐστι, καὶ πάντα ὑφίσταται ὑπὲρ τοῦ μὴ ἀποθανεῖν... ὁ γὰρ θάνατον μὴ δεδοικώς, ἔξω τῆς τυραννίδος ἐστὶ τοῦ διαβόλου... Οὐδένα δέδοικεν, οὐδένα φοβεῖται, πάντων ἐστὶν ἀνώτερος καὶ πάντων ἐλευθεριώτερος... Ὁ γὰρ περὶ ἀναστάσεως μύρια φιλοσοφεῖν εἰδώς, πῶς δέδοικε θάνατον; Πῶς φρίττει λοιπόν; Μὴ τοίνυν ἀσχάλλετε λέγοντες· διὰ τὶ τὰ καὶ τὰ πεπόνθαμεν; Οὕτω γὰρ λαμπρότερα ἡ νίκη γίνεται· οὐκ ἂν δὲ ἢν λαμπρά, εἰ μὴ θανάτῳ τὸν θάνατον ἔλυσεν... Μὴ δὴ προδῶμεν τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν δωρεάν. Οὐ γὰρ ἐλάβομεν, φησί, Πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ Πνεῦμα δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ. Στῶμεν οὖν γενναίως καταγελῶντες τὸν θάνατον».
Ταὐτὸν
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ' ΕΞ ΕΠΟΨΕΩΣ ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗΣ
1) Ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς καὶ ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς σήμερον.
Ἀπὸ τὰ ἐν τῷ δοκιμίῳ τούτῳ λεχθέντα φαίνεται σαφῶς ὅτι ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς εἲναι ἱστορικὸν φαινόμενον κατακτήσαν τὴν πόλιν κράτος Πρεσβυτέραν Ῥώμην ἡ ὁποία ἔγινεν ἐκπρόσωπος καὶ φορεὺς καὶ διαπρύσιος κῆρυξ καὶ διαδότης τοῦ πολιτισμοῦ τούτου. Ἀφ' ἑνὸς μὲν οἱ Ῥωμαῖοι ἔγιναν Ἕλληνες ἀφ' ἑτέρου δὲ οἱ Ἕλληνες ἔγιναν Ῥωμαῖοι. Ἀκολουθοῦν πως τὸ παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τὸ ἔθνος τῶν Χριστιανῶν ἐταυτίσθη μὲ τὸ ἔθνος τῶν Ῥωμαίων, ἰδίως δὲ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, καὶ οὕτως ἐγεννήθη ἢ ἐτελειοποιήθη ἡ Ῥωμαιοσύνη ἢ ὁ ἑλληνοχριστιανικὸς πολιτισμὸς μὲ κέντρον τὴν Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ῥώμην.
Προκαλεῖ συγκίνησιν εἰς κάθε Ῥωμηὸν τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ῥώμῃ Ῥωμαῖος αὐτοκράτωρ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης ἔκαμε τὴν τελευταίαν προσπάθειαν να διασώσῃ ὡς θρησκείαν τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ῥωμαίων τὴν ἑλληνικὴν εἰδωλολατρείαν. Πάντως ἡ προσπάθεια τοῦ ἦτο καταδικασμένη εἰς ἀποτυχίαν μὲ ἀποτέλεσμα ἡ Ὀρθοδοξία να ἐπικρατήσῃ ὡς ἡ καρδία τῆς Ῥωμαιοσύνης, ἀφοῦ εἶχεν ἀφομοιώσει ὅ,τι καλὸν καὶ μόνιμον ὕπηρχεν εἰς τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμόν.
Ὁ δῆθεν τερματισμὸς τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ τὸν ζ' αἰῶνα καὶ ἡ δῆθεν ἀντικατάστασις αὐτοῦ ὑπὸ τίνος βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ εἲναι κακοήθης μῦθος καὶ κατασκεύασμα τῶν Ῥώσων καὶ Φράγκων καὶ τῶν Εὐρωπαίων ἀπογόνων αὐτῶν, ὡς εἴδομεν. Πολὺ μεγαλύτερα ὁμοιότης ἢ ταυτότης ὑπάρχει μεταξὺ τῶν Ῥωμαίων Ὀρθοδόξων σήμερον καὶ τῶν Ῥωμαίων Ὀρθοδόξων τῆς ἐποχῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἀπὸ ὅ,τι ὑπάρχει μεταξὺ τῶν Φράγκων ἰδρυτὼν τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῶν σημερινῶν Εὐρωπαίων.
Οἱ Τευτονοφράγκοι (Γερμανοί), οἱ Λατινοφράγκοι (Φραντσέζοι), οἱ Ἰταλοφράγκοι καὶ λοιποὶ Εὐρωπαίοι προσεπάθησαν ἐπὶ αἰῶνας να ἐπιτύχουν τὴν ἑνότητα τοῦ πολιτισμοῦ τῶν μέσῳ τῆς λατινικῆς γλώσσης καὶ τῆς φραγκικὴς τῶν Χριστιανοσύνης μὲ κέντρον τὴν ὑπ' αὐτῶν κατακτηθεῖσαν καὶ μεταβληθεῖσαν εἰς φραγκικὴν Παπωσύνην ἐν τῇ παλαιᾷ πρωτευούσῃ τῆς Ῥωμαιοσύνης, τῇ Πρεσβύτερᾳ Ῥώμῃ. Οὐδέποτε ὅμως ἐπέτυχον οἱ Εὐρωπαίοι ν' ἀναδημιουργήσουν τὴν προτέραν ἕνωσιν τῆς Ῥωμαιοσύνης εἰς τάς ὑπ' αὐτῶν κατακτηθήσας ἐπαρχίας τῆς Ῥωμανίας. Ἀπὸ τοῦ θανάτου τοῦ Καρόλου, τοῦ λεγομένου ὑπὸ τῶν Εὐρωπαίων Μεγάλου, μέχρι σήμερον αἱ προσπάθειαι τῶν Εὐρωπαίων παραμενοῦν ἄκαρποι ἐξ ἐπόψεως τῶν ἀλλεπαλλήλων ἐνεργειῶν τῶν να πραγματοποιήσουν τὰ παλαιὰ περὶ ἑνότητος ὄνειρα τοῦ Καρλομάγνου.
Ἡ λατινικὴ γλῶσσα διετηρήθη μόνον ὡς λειτουργικὴ γλῶσσα τῶν παραμεινάντων μετὰ τὴν προτεσταντικὴν ἐπανάστασιν πιστῶν εἰς τὴν φραγκολατινικὴν Παπωσύνην. Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Δάντε ἤρχισε να ἐγκαταλείπεται ἡ γλῶσσα αὔτη ὡς ἀκατανόητος καὶ ἀπρόσιτος εἰς τὸν λαὸν καὶ οὐχὶ ἱκανὴ να ἐπιφέρῃ τὴν ἀφύπνισιν τῆς Εὐρώπης ἀπὸ τὸν λήθαργον τοῦ δυτικοῦ Μεσαίωνος.
Ἐξ ἐπόψεως τῆς ἐσωτερικῆς μορφῆς τῆς θρησκείας ἡ λατινικὴ ἢ φραγκικὴ Χριστιανοσύνη διεσπάσθη εἰς δύο, Παπωσύνην καὶ Προτεσταντισμόν, καὶ ὁ Προτεσταντισμὸς παραμένει διῃρημένος εἰς πολλὰς παραφυάδας μὲ πoλλὰς λειτουργικὰς γλώσσας.
Ἐξ ἐπόψεως τῆς ἐσωτερικῆς μορφῆς τῆς θρησκείας, δηλαδὴ τῶν δογμάτων, τῆς θεολογίας καὶ τῆς πνευματικότητος, ὁλόκληρος ὁ δυτικὸς Χριστιανισμὸς ἔπῃρε τὸν κατήφορον ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῆς πρώτης ἀναπτύξεως καὶ ἀνευρέσεως τῶν πρώτων ἀρχῶν, αἵτινες ὠδήγησαν εἰς τὴν σύγχρονον ἐπιστήμην. Ἐκ τῆς ἐπόψεως ταύτης ἔχομεν μίαν ῥιζικήν, ἂν καὶ βαθμιαίαν, ἀποκοπὴν τῆς σημερινῆς Εὐρώπης, ὡς καὶ τῆς φραγκευμένης Ῥωσίας, ἀπὸ τὴν θεολογίαν καὶ πνευματικότητα ὄχι μόνον τῶν Φραγκολατίνων σχολαστικῶν τοῦ μεσαίωνος ἀλλὰ καὶ τῶν παπικὼν καὶ προτεσταντὼν θεολόγων ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῆς προτεσταντικὴς ἐπαναστάσεως κατὰ τῆς Παπωσύνης τὸν ἰστ' αἰῶνα.
Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κατάστασιν ταύτην τῆς λατινικῆς καὶ προτεσταντικὴς θεολογίας καὶ πνευματικότητος ἡ θεολογία καὶ πνευματικότης τῆς Ῥωμαιοσύνης παραμένει ἡ ἰδία ὄχι μόνον ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν καὶ οὐδόλως θίγεται ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξιν καὶ τὰ πορίσματα τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν καὶ οὔτε ὑπεχρεώθη να ἀλλάξῃ ποτέ, διὰ να ἐπιβιώση, ὡς ἠναγκάσθη ἡ λατινικὴ καὶ προτεσταντικὴ θεολογία,
Πρὶν ἐξηγήσωμεν τοὺς λόγους τῶν παρατηρήσεων τούτων, θέλομεν να τονίσωμεν τὸ ἐκ τῶν ἀνωτέρω συμπέρασμα ὅτι ὁ ἑλληνοχριστιανικὸς πολιτισμὸς τῆς Ῥωμαιοσύνης ὑπάρχει σήμερον ὡς ἡ ἰδία γλωσσική, θεολογικὴ καὶ πνευματικὴ πραγματικότης ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ συνδυασμοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ῥωμανίας ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Πῶς λοιπὸν δεν ὑπάρχει ἀκόμη ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς τῶν Ῥωμαίων καὶ μάλιστα μετὰ τὸν ζ' αἰῶνα ὡς διατείνεται ὁ Toynbee;
Θὰ ἠδύνατο κανεὶς ἀντιθέτως να εἴπῃ ὅτι δεν ὑπάρχει πλέον ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς ἐφ’ ὅσον ταυτίσωμεν αὐτὸν μὲ τὸν πολιτισμὸν τῶν Φράγκων τοῦ μεσαίωνος. Παρ' ὅλας τάς ἀλλαγὰς ὅμως τάς θεολογικὰς καὶ τάς ἐπιστημονικὰς καὶ τάς γλωσσικὰς καὶ παρὰ τὸ πλῆθος τῶν γλωσσῶν καὶ τῶν θρησκειῶν τῆς Εὐρώπης ἐπιμενοῦν οἱ Εὐρωπαίοι ἱστορικοὶ ὅτι ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς εἲναι εἷς καὶ ἑνιαῖος ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῆς μεγάλης Φραγκιὰς τοῦ Καρλομάγνου μέχρι σήμερον.
Καλά! Οἱ Εὐρωπαίοι ἔχουν τὸ δικαίωμα να ὀνειρεύονται τὴν ἱστορίαν τοῦ πολιτισμοῦ ἢ τῶν πολιτισμῶν τῶν ὅπως θέλουν, ἀλλὰ δεν τοὺς δίδομεν τὸ δικαίωμα να ὀνειρεύωνται τὴν ἱστορίαν τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ῥωμαιοσύνης ὅπως θέλουν καὶ ὅπως τοὺς συμφέρει.
Εἲναι γεγονὸς ὅτι ἐξευρωπαΐσθησαν ἐν πολλοῖς οἱ Ῥώσοι ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Μεγάλου Πέτρου, καὶ διὰ τοῦτο εὑρίσκονται σήμερον εἰς ὄχι ζηλευτὴν θέσιν ἐξ ἐπόψεως πολιτισμοῦ. Εἲναι γεγονὸς ὅτι κάτι παραπλήσιον ἔγινε μὲ τοὺς δουλοπρεπεῖς Νεογραικύλους. Ἀλλὰ τὸ Ῥωμαίικον ὄχι μόνον δεν ἔσβησεν, ἀλλὰ ὑποβόσκει ἰσχυρῶς εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ Ῥωμηοὺ παρ' ὅλας τάς προσπαθείας τῶν Νεογραικὼν να καταστρέψουν τὴν Ῥωμαιοσύνην διὰ τῆς ὑποδουλώσεως τῆς εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ τὴν ἐξευρωπαϊσθείσαν Ῥωσίαν.
Ὅπως ὁ Καραγκιόζης, παρ' ὅλην τὴν ἀγραμματωσύνην, πτωχείαν, καὶ ἀσχημίαν τοῦ, εἶχε τόσον μεγάλην πεποίθησιν εἰς τὴν Ῥωμαιοσύνην τοῦ, ὥστε να μὴ τὸν δελεάζῃ ὁ πλοῦτος καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῆς Τουρκιὰς καὶ τῆς Φραγκιάς, οὕτω καὶ ὁ σημερινὸς Ῥωμηὸς δεν γίνεται ὁ Γραικύλος τῆς Εὐρώπης, τῆς Ἀμερικὴς καὶ τῆς Ῥωσίας.
2) Ἐπιστημονικὴ πρόοδος ἐν σχέσει πρὸς τὴν Φραγκοσύνην καὶ τὴν Ῥωμαιοσύνην.
Ἡ Φραγκοσύνη τοῦ μεσαίωνος κατεστράφη μὲ τὴν ἐπιστημονικήν, οἰκονομικήν, κοινωνικήν, πολιτικὴν καὶ φιλοσοφικὴν ἀφύπνισιν τῆς Εὐρώπης.
Ἡ Ῥωμαιοσύνη ὅμως ὄχι μόνον δεν θίγεται ἀλλὰ ἐνισχύεται ἀπὸ τὴν ἀφύπνισιν αὐτὴν τῆς Εὐρώπης καὶ ἐν συνεχείᾳ τῆς Ἀμερικὴς καὶ τῆς Ῥωσίας.
Οἱ Νεογραικύλοι ὄχι μόνον δεν τὰ ἀντιλαμβάνονται αὐτά, ἀλλὰ καὶ θυμώνουν, ὅταν τὰ ἀκούουν, διότι τὸ βασικὸν δόγμα τῶν εἶναι ὅτι τὰ φῶτα εὑρίσκονται ἢ εἰς τὴν Εὐρώπην ἢ εἰς τὴν Ἀμερικὴν ἢ εἰς τὴν Ῥωσίαν, πιστεύουν δὲ ὅτι μόνον οἱ ἀποδεχθέντες τὰ φῶτα ταῦτα Ἕλληνες φωτίζονται.
Ἐνῶ ὁ Ῥωμηὸς διακρίνει τὴν ἐπιστημονικὴν πρόοδον τῶν Εὐρωπαίων, Ἀμερικανὼν καὶ Ῥώσων ἀπὸ τάς θρησκείας καὶ ἀθεΐας τῶν καὶ δέχεται να μιμῆται τὴν ἐπιστημονικὴν τῶν πρόοδον μόνον, ὁ Γραικύλος τοὺς μιμεῖται εἰς ὅλα. Τοῦτο, διότι ὁ Γραικύλος συγχέει τὴν ἐπιστημονικὴν πρόοδον μὲ τάς θρησκευτικὰς ἢ ἀθεϊστικὰς πεποιθήσεις τῶν ξένων καὶ θεωρεῖ αὐτοὺς «προηγμένους» λαοὺς εἰς ὅλα.
Ἂν καὶ ὁ Ῥωμηὸς δεν γνωρίζει τὴν ἱστορικὴν καὶ ἐπιστημονικὴν ἐξήγησιν τῶν αἰσθημάτων τοῦ, παρὰ ταῦτα διακρίνει σαφῶς τὴν θρησκείαν ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴν πρόοδον καὶ γνωρίζει ὅτι ὁ ἴδιος κατέχει τὴν θρησκευτικὴν ἀλήθειαν, ἂν καὶ μανθάνει τὴν ἀλήθειαν τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν ἀπὸ ἀλλόθρησκους, οἱ ὁποῖοι ὅμως δεν κατέχουν τὴν θρησκευτικὴν ἀλήθειαν.
Ὁ Γραικύλος ἀντιθέτως ἔχει τὴν πεποίθησιν ὅτι οἱ κατέχοντες ἀληθείας τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν κατέχουν καὶ τάς ἀληθείας τῆς θρησκείας ἢ τῆς ἀθεΐας.
Ἐξ ἐπόψεως θεολογίας καὶ φιλοσοφίας ὁ Ῥωμηὸς οὗτος εἲναι ὁ βέρος Ῥωμηὸς καὶ ὁ Γραικύλος βέρος Φραγκογραικὸς ἀφοῦ καὶ οἱ δύο ἀντιπροσωπεύουν τάς ἀπὸ τοῦ μεσαίωνος παραδόσεις τῆς Φραγκοσύνης καὶ τῆς Ῥωμαιοσύνης, καὶ ἂς μὴ εἲναι ἐντριβεῖς εἰδήμονες εἰς τάς θεολογικὰς καὶ φιλοσοφικὰς διαφορὰς μεταξὺ τῶν δύο τούτων πολιτισμῶν.
Ὅπως εἴδομεν εἰς τὸ προηγούμενον κεφάλαιον οἱ Ῥωμαῖοι Πατέρες διδάσκουν ἐκ τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, δηλαδὴ τῆς θεοπτίας, ὅτι μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν κτισμάτων δεν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότης, ἂν καὶ τὰ κτίσματα ἐδημιουργήθησαν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν Θεόν. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ περὶ Θεοῦ ἀλήθεια καὶ ἡ περὶ τῆς φύσεως τοῦ σύμπαντος ἀλήθεια δεν ταυτίζονται, ἂν καὶ ἡ μία ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἄλλην.
Ὁ θεοπτης γνωρίζει τὸν Θεόν. Ὁ φιλόσοφος ἢ ὁ ἐπιστήμων ἐρευνᾷ τὰ κτίσματα. Οὔτε ὁ φιλόσοφος, οὔτε ὁ ἐπιστήμων δύναται να ἔχῃ τὴν περὶ Θεοῦ γνῶσιν τοῦ θεοπτου προφήτου, ἀποστόλου καὶ ἁγίου, ἐφ' ὅσον ὁ Θεὸς δεν ὁμοιάζει μὲ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποῦ ἐρευνᾷ μέσῳ τῆς ἐπιστημονικῆς τοῦ μεθόδου ἢ τῆς φιλοσοφικῆς τοῦ φαντασίας. Ἀντιθέτως ὁ θεοπτης δύναται να εἲναι ἢ να γίνη ἐπιστήμων, ἀλλὰ ὄχι ὅμως μέσῳ τῆς θεοπτίας. Ὁ θεόπης γνωρίζει πως να ἑτοιμάσῃ τοὺς ἀνθρώπους διὰ τὴν θεοπτίαν. Ὁ ἐπιστήμων γνωρίζει πῶς να διδάξῃ τὴν ἐπιστημονικὴν τοῦ μέθοδον εἰς τοὺς μαθητὰς τοῦ. Ὁ θεοπτης δύναται να γνωρίζῃ τὸν τρόπον ἐρεύνης τῶν φυσικῶν φαινομένων, ὄχι ὅμως ἀπὸ τὴν θεοπτίαν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἐπιστήμονα. Καὶ ὁ ἐπιστήμων δύναται να γίνη θεοπτης, ἀλλὰ ὄχι μέσῳ τῆς ἐπιστήμης τοῦ, ἀλλὰ μόνον μέσῳ τοῦ θεοπτου. Ὁ θεοπτης δύναται να εἲναι κατὰ κόσμον ἐγγράμματος ἡ ἀγράμματος. Ὁ ἐπιστήμων δύναται να εἲναι κατὰ Θεὸν ἐγγράμματος ἡ ἀγράμματος.
Ὁ θεοπτης εἲναι θεόπνευστος καὶ ὁμιλεῖ ἀπλανὼς περὶ Θεοῦ καὶ ὁδηγεῖ ἀλαθήτως πρὸς τὸν Θεόν, ἀλλὰ δεν εἲναι ἀλάθητος εἰς τὰ ἀφορῶντα τάς θετικὰς καὶ ἄλλας ἐπιστήμας θέματα, περὶ τῶν ὁποίων δύναται να γνωρίζῃ μόνον ὅσα γνωρίζουν οἱ σύγχρονοι τοῦ ἐπιστήμονες.
Ὁ ἐπιστήμων ὅμως ἠμπορεῖ να συγχέη τὰ περὶ τῆς φύσεως τοῦ κόσμου πορίσματά του μὲ τάς περὶ Θεοῦ ἀπόψεις τοῦ καὶ να λέγῃ ἀνεύθυνα πράγματα, ἀλλὰ μόνον φιλοσοφῶν, ἐφ' ὅσον ἐκφεύγει τῆς αὐστηρὰς τοῦ ἐπιστημονικῆς μεθόδου.
Παρομοίως καὶ ὁ «θεολόγος» δύναται να ἰσχυρίζεται ἐπιστημονικὰς ἀνοησίας, ἀλλὰ μόνον φιλοσοφῶν, ἐφ' ὅσον ἐκφεύγει τῆς αὐστηρὰς θεολογικῆς μεθόδου τῶν θεοπτών.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶχον τὴν ἰδίαν περίπου περιφρόνησιν πρὸς τὴν φιλοσοφίαν, ἥτις παρατηρεῖται σήμερον εἰς τάς θετικὰς ἐπιστήμας. Ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ἐγνώριζον ὅτι μεταξὺ Θεοῦ καὶ κόσμου δεν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότης, παρεδέχοντο ὡς τὴν μόνην ἀπλανῆ γέφυραν εἰς τὴν περὶ Θεοῦ γνῶσιν τὸν θεοπτην προφήτην, ἀπόστολον καὶ ἅγιον, οὐδέποτε τὴν φαντασίαν τοῦ φιλοσόφου. Δηλαδὴ ἡ θεολογία τῆς Ῥωμαιοσύνης βασίζεται ἀποκλειστικὼς εἰς τὴν ἐμπειρίαν τῆς θεώσεως ἢ τῆς θεοπτίας τῶν θεουμένων. Εἰς τοῦτο ἀκριβῶς συνίσταται ἡ καταπληκτικὴ ἑνότης καὶ ταυτότης εἰς τὴν θεολογίαν τῶν Πατέρων τῆς Ῥωμαιοσύνης. Οἱ ἔχοντες τὴν ἰδίαν περὶ Θεοῦ ἐμπειρίαν ἔχουν τὴν ἰδίαν θεολογίαν μὴ συγχέοντες αὐτὴν μὲ τάς φαντασιώσεις τῶν φιλοσόφων καὶ μὲ τάς περὶ τῆς φύσεως τοῦ κόσμου γνώσεις.
Οὕτως ἡ Ῥωμαιοσύνη οὐδόλως θίγεται ἀπὸ τὴν σύγχρονον ἐπιστημονικὴν πρόοδον, ἀλλὰ ἀπεναντίας ἐνισχύεται, ἀφοῦ αἱ σταθεραὶ ἱστορικαὶ ἀπόψεις τῆς περὶ τῆς ἀνυπαρξίας τῶν φιλοσοφικῶν μεταφυσικῶν συστημάτων ἀπεδείχθησαν πλέον ὀρθαί.
Παρασυρθεῖσα ὅμως ἡ Φραγκοσύνη ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνον, ἀπεδέχθη ὡς φορέα τῆς βασικὴς ἀληθείας τοῦ Χριστιανισμοῦ τὸν Πλάτωνα. Ὅταν ὁ Πλάτων ὑπέκυψε τὸν ἰγ' αἰῶνα ἐν τῇ Φραγκία εἰς τὸν ἐκ τῶν Ἀράβων τῆς Ἰσπανίας ὁρμώμενον Ἀριστοτέλην, ἔγινε σχετικὴ ἀναπροσαρμογὴ τῆς φραγκικὴς θεολογίας, διὰ να διασωθή. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἐμφάνισιν ἑκάστου νέου φιλοσοφικοῦ ῥεύματος ἠναγκάζετο ἡ Φραγκοσύνη να ἀμύνεται ὑποστηρίζουσα τὰ ἀριστοτελικὰ τῆς θεμέλια. Ὁ συνδυασμὸς αὐτὸς μεταξὺ τῆς φραγκικὴς θεολογίας καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους ἔπῃρε τὸν κατήφορον ἀπὸ τὸν Ἰδ' αἰῶνα καὶ ἐγελοιοποιήθη, ὅταν οἱ Φράγκοι θεολόγοι ἐχρησιμοποίησαν τὴν αὐθεντίαν τοῦ Ἀριστοτέλους, διὰ να ἀποδείξουν ἐσφαλμένα τὰ εὐρήματα τῶν Κοπερνίκου (1473 - 1543), Ἰορδάνου Μπροῦνο (1548 - 1600), Γαλιλαίου (1564 - 1642) κλπ. Τὸν Μπροῦνο μάλιστα κατεδίκασεν ἡ φραγκικὴ ἐν Ῥώμῃ ἐκκλησίᾳ εἰς θάνατον διὰ πυρός, διότι ἐτόλμησε να διαφωνήσῃ φιλοσοφικὼς καὶ ἐπιστημονικὼς μὲ τὸν Ἀριστοτέλη καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων να συμφωνήσῃ μὲ τὸν Κοπέρνικον ὅτι ἡ γῆ περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιον καὶ ὄχι ὁ ἥλιος γύρω ἀπὸ τὴν γῆν. Ὁ Γαλιλαῖος ἐσώθη ἀπὸ παρομοίαν θανατικὴν ποινήν, διότι φοβηθεὶς ἐδήλωσε μετάνοιαν καὶ ἀνάκλησιν τῶν θεωριῶν τοῦ Κοπερνίκου, τάς ὁποίας εἶχεν ἀποδείξει ὡς ὀρθὰς διὰ τῶν ὑπ’ αὐτοῦ τελειοποιηθέντων καὶ κατασκευασθέντων τηλεσκοπιῶν τοῦ.
Εἰς τάς βάσεις τοῦ προβλήματος περὶ τῶν σχέσεων μεταξὺ ἐκκλησιαστικοῦ δόγματος καὶ ἐπιστημονικῆς ἀληθείας ἐν τῇ Φραγκία ἦτο ἡ ἀφελὴς ὑπὸ τῶν ἀγραμμάτων Φράγκων τοῦ μεσαίωνος ταύτισις τῆς περὶ Θεοῦ ἀληθείας μετὰ τῆς ἀνυπόστατου μεταφυσικῆς τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ τῆς περὶ τῆς φύσεως ἀντιλήψεως αὐτῶν. Δηλαδὴ ἐπίστευσαν μετὰ τῶν φιλοσόφων ὅτι ἡ ἀλήθεια τῶν φυσικῶν φαινομένων καὶ ἡ ἀλήθεια περὶ τοῦ Θεοῦ εἲναι μία ἑνιαία ἀλήθεια, ὥστε μέσῳ τῶν ἀληθειῶν τῆς φύσεως ὁδηγείται κανεὶς εἰς τάς περὶ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ ἀληθείας.
Τὰ τοιαῦτα ἐν συνδυασμῷ μὲ μίαν ἀφελῆ θεωρίαν ὅτι ὁ Θεὸς ὑπηγόρευσε τάς λέξεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἰς τάς δῆθεν ὑπ' αὐτοῦ δημιουργηθείσας γλώσσας (ἰδὲ π. χ. Δάντε) καὶ μὲ μίαν μυθικὴν κοσμοθεωρίαν περὶ κολάσεως καὶ καθαρτηρίου πυρὸς ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς καὶ περὶ παραδείσου εἰς τὸν οὐρανὸν (ἰδὲ πάλιν π.χ. Δάντε) κατέστησαν γελοίαν τὴν Φραγκοσύνην ἐνώπιον τῶν ἀλλεπαλλήλων εὐρημάτων τῶν θετικῶν καὶ ἱστορικῶν ἐπιστημῶν. Τελικὼς ἡ ἐμπειρικὴ γνωσιολογία τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ ἡ περὶ ἐξελίξεως τῶν εἰδῶν θεωρία ἔδωσαν τὰ καίρια πλήγματα εἰς τὴν λατινικὴν καὶ προτεσταντικὴν θεολογίαν τοῦ παρελθόντος καὶ οὕτως ἔπεσαν ἀδόξως καὶ αἱ βάσεις τῆς παλαιᾶς εὐρωπαϊκὴς ἀντιλήψεως περὶ νόμου, ἠθικῆς καὶ ἀληθείας. Τὸ τραγικὸν εἲναι ὅτι οἱ μὴ γνωρίζοντες πλέον τὴν Ῥωμαιοσύνην καὶ συγχέοντες τὴν Ὀρθοδοξίαν μὲ τάς θρησκευτικὰς παραδόσεις τῶν Εὐρωπαίων νομίζουν ὅτι, ὅ,τι ἰσχύει κατὰ ἢ ὑπὲρ τοῦ εὐρωπαϊκοὺ Χριστιανισμοῦ, ἰσχύει καὶ κατὰ ἢ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἰς τοῦτο συντελεῖ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ θεολογία τῶν Νεογραικών, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τῶν Νεογραικών, εἲναι δάνεια ἢ κατ' εὐθεῖαν ἀπὸ τὴν Εὐρώπην ἢ μέσῳ τῶν φραγκευμένων Ῥώσων. Ἐνῶ εἰς τὴν πραγματικότητα συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον.
3) Τὰ δόγματα καὶ οἱ κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Σννόδων τῆς Ῥωμαιοσύνης εἰς τὴν Φραγκοσύνην.
Οἱ Φράγκοι υἱοθέτησαν τὰ δόγματα καὶ τοὺς κανόνας τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων τῆς Ῥωμανίας, τὰ ὁποῖα τῇ ὑπογραφῇ τοῦ βασιλέως τῶν Ῥωμαίων ἐγένοντο μέρος τοῦ ῥωμαϊκοῦ νόμου καὶ δικαίου, ἀλλὰ τὰ υἱοθέτησαν τυπικὼς μόνον. Οὐδέποτε μέχρι σήμερον κατενόησαν οἱ Φράγκοι καὶ οἱ ἀπόγονοι αὐτῶν τάς προϋποθέσεις τῶν ἀποφάσεων τῶν οἰκουμενικῶν τούτων συνόδων. Τοῦτο, διότι, ὡς εἴδομεν, υἱοθέτησαν ὡς ἐθνικὸν τῶν θεολόγον τὸν Αὐγουστίνον, ὁ ὁποῖος παρενόησε κατὰ ῥιζικὸν καὶ οὐσιαστικὸν τρόπον τὴν θεολογίαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Πατέρων καὶ τῶν μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ οἰκουμενικῶν συνόδων, ὡς εἴδομεν ἐν ὀλίγοις εἰς τὸ προηγούμενον κεφάλαιον.
Ἀφοῦ δὲ ἀντικατέστησαν τάς προϋποθέσεις τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας μὲ ἄλλας προϋποθέσεις, ἦτο μοιραῖον ἡ πτῶσις τῶν φραγκικὼν προϋποθέσεων εἰς τὸν σύγχρονον δυτικὸν κόσμον να ὁδηγήση εἰς τὴν πτῶσιν τῶν δογμάτων καὶ κανόνων τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, ὄχι καθ' ἑαυτά, ἀλλ' ὡς οἱ Φράγκοι εἶχον αὐτὰ κατανοήσει. Οἱ δυτικοὶ θεολόγοι δεν γνωρίζουν εἰσέτι τάς θεολογικὰς προϋποθέσεις τῶν δογμάτων τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων τῆς Ῥωμαιοσύνης ἀκόμη καί, ὅταν δέχωνται αὐτὰ τυπικώς.
Προσθέτομεν εἰς τὰ ἥδη ἀναφερθέντα ἐν τῷ δοκιμίῳ τούτῳ παραδείγματα τὸ ἑξῆς·
Ἡ θεοπτία ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ ἐκφράζεται συνήθως συμβολικὼς ὡς δρᾶσις ὑπὸ τοῦ προφήτου τῆς δόξῃς ἢ τοῦ γνόφου, ἐν ὢ κατοικεῖ ὁ Θεός. Ἡ δόξα αὔτη ἢ ὁ γνόφος εἲναι ἡ φυσικὴ ἄκτιστος ἐνέργεια καὶ θεότης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία οὐδεμίαν ὁμοιότητα ἔχει μὲ τὰ κτίσματα, ὡς εἴδομεν, καὶ διὰ τοῦτο ἐκφράζεται ἀποφατικῶς μὲ ἀντιθέσεις. Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἀποκαλύπτει τὴν προαιώνιον θεότητα αὐτοῦ ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει αὐτοῦ ὄχι μόνον μέσῳ τῶν ἔργων καὶ τῶν λόγων αὐτοῦ, ἀλλὰ μέσῳ καὶ τῆς θεοπτίας, τὴν ὁποίαν χαρίζει εἰς τοὺς ἀποστόλους φανερώνων τὴν ἄκτιστον φυσικὴν αὐτοῦ δόξαν ἢ θεότητα, ἡ ὁποία ταυτίζεται μὲ τήν του Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὔτη ἡ ἀποκάλυψις εἲναι μία ἐκ τῶν βασικὼν προϋποθέσεων τῶν δογμάτων ὅλων τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων τῆς Ῥωμαιοσύνης.
Ἀκολουθοῦντες τὸν Αὐγουστίνον οἱ Φράγκοι παρενόησαν πλήρως τὸ θέμα τοῦτο, ἀφοῦ τὴν ἀποκαλυφθείσαν ἄκτιστον δόξαν, θεότητα καὶ βασιλείαν μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Υἱοῦ ἐθεώρησαν ὡς γινόμενον καὶ ἀπογινόμενον κτίσμα. Οὕτως οἱ Φράγκοι ἐδέχθησαν τὰ δόγματα τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων χωρὶς να ἐννοήσουν ὅτι εἶχον ἀπαρνηθῇ τὰ οὐσιαστικὰ θεμέλια τῶν ἐν λόγῳ δογμάτων ἀποδεχθέντες τὸν Αὐγουστίνον ὡς ἐθνικὸν θεολόγον.
Διὰ τοῦτο ἡ πλέον φυσικὴ καὶ μοιραία ἐξέλιξις διὰ τοὺς ἀπογόνους τῶν Φράγκων εἲναι να καταντήση πλέον ὁ Χριστὸς να γίνη ἐν ἁπλοῦν ἱστορικὸν «ἀνθρωπάκι» τῶν θεολογικῶν ῥευμάτων τύπου «Ἰησοῦ Χριστοῦ Σούπερσταρ». Ἄλλως, μόνον μὲ τὴν βοήθειαν τῆς ἀστυνομίας δύνανται να στηριχθοὺν τὰ δόγματα τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ὡς τάς παρηνόησαν οἱ Φράγκοι καὶ οἱ πνευματικοὶ ἀπόγονοι αὐτῶν.
4) Ἡ ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας εἰς τὴν Εὐρώπην.
Οὐδαμοῦ φαίνεται τόσον ἰσχυρὰ ἡ ἐπιδρᾶσις τοῦ Αὐγουστίνου μέσῳ τῶν Φράγκων, ὅσον εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς φιλοσοφίας, ὡς τὴν γράφουν οἱ Εὐρωπαίοι.
Ὁ Αὐγουστίνος ἐγνώριζε μόνον τὴν νεοπλατωνικὴν φιλοσοφίαν, διὰ τὴν ὁποίαν εἶχε τόσην μεγάλην ἐκτίμησιν, διότι ἐνόμιζεν ὅτι εἰς τὰ δόγματα περὶ Ἁγίας Τριάδος καὶ ἀνθρώπου δεν ὑπάρχουν διαφοραὶ μεταξὺ τῶν Πλατωνικῶν καὶ τῶν Χριστιανών.
Οἱ Φράγκοι ἐγνώριζον μόνον τὸν Αὐγουστίνον καὶ ὀλίγα τίνα περὶ τῶν ἄλλων Πατέρων, τοὺς ὁποίους καθυπέταξαν εἰς τὸν Αὐγουστίνον, ὅπως εἴδομεν.
Γράφοντες τὴν ἱστορίαν τῆς φιλοσοφίας οἱ Εὐρωπαίοι μέχρι πρὸ τίνος ἐτελείωνον τὴν ἑλληνικὴν φιλοσοφίαν μὲ τοὺς Νεοπλατωνικούς, καὶ χωρὶς να ἀσχοληθοὺν μὲ κανένα ἄλλον Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μετέβαινον εἰς τὸν Αὐγουστίνον ἀπὸ δὲ τὸν Αὐγουστίνον εἰς τὸν Διονύσιον τὸν Ἀρεοπαγίτην ὡς ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν δυτικῶν καί, μετά, κατ' εὐθεῖαν εἰς τοὺς πρώτους θεολόγους τῶν Φράγκων. Ἐν ἄλλαις λέξεσι κατ' αὐτοὺς οἱ φιλόσοφοι εἲναι οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτραι Ἕλληνες, ὁ Αὐγουστίνος καὶ οἱ Φράγκοι. Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας τῆς Ῥωμηοσύνης οὐσιαστικὰ δεν ὑπάρχει διὰ τοὺς Εὐρωπαίους.
Φαίνεται σαφῶς, ὅτι οἱ Εὐρωπαίοι ταυτίζουν τὴν ἀντίληψιν τῶν περὶ τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπίνης διανοήσεως μὲ τὴν ἱστορικὴν ἐμπειρίαν τῆς Φραγκοσύνης. Μάλιστα ἡ φιλοσοφία τῶν Ἀράβων καὶ τῶν Ἰουδαίων τοῦ μεσαίωνος ἔχει σημασίαν μόνον ἐν σχέσει μὲ τὴν ἀνάπτυξιν τῆς ἱστορίας τῆς εὐρωπαϊκὴς φιλοσοφίας.
Κατὰ τὸν τρόπον αὐτὸν οἱ λατινόφωνοι καὶ οἱ ἑλληνόφωνοι Ῥωμαῖοι Πατέρες καὶ διανοούμενοι τῆς Ῥωμαιοσύνης ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνας μέχρι τῆς ἁλώσεως καὶ μέχρι σήμερον ἀκόμη ἁπλῶς δεν ὑπάρχουν εἰς τὴν εὐρωπαϊκὴν ἀντίληψιν περὶ τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπίνης διανοήσεως. Οὔτε κἀν προσπαθοὺν να περιγράψουν τὴν ῥωμαίικην γέφυραν, διὰ τῆς ὁποίας ἐπέρασεν ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία εἰς τοὺς Ἄραβας καὶ μέσῳ αὐτῶν εἰς τοὺς Φράγκους.
Ἀλλ' ὅμως αὐτὸς ὁ ῥωμαίικος κορμὸς τῆς διανοήσεως οὔτε εἰς τοὺς Νεογραικοὺς δεν ὑπάρχει, ἀφοῦ οὔτοι ἔχουν ἐμβολιασθὴ εἰς τὸν φραγκευρωπαϊκὸν κορμόν.
5) Ἡ Ἱστορία τῆς κλασσικὴς Φιλολογίας.
Ἐξ ἐπόψεως τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ἢ τῆς Ῥωμαιοσύνης ἡ ἱστορία τῆς κλασσικὴς φιλολογίας πρέπει να διαιρῆται εἰς ἑλληνικὴν καὶ ῥωμαϊκήν. Ἡ ἑλληνικὴ καλύπτει τὴν κλασσικὴν φιλολογίαν μέχρι τῆς ῥωμαϊκῆς ἐποχῆς καὶ ἡ ῥωμαϊκὴ τὴν λατινόφωνον φιλολογίαν μέχρι τοῦ ζ' αἰῶνος, ὅτε ἐξέλιπον οἱ λατινιστὶ γράψαντες Ῥωμαῖοι, καὶ τὴν ἑλληνόφωνον μέχρι τῆς ἁλώσεως τουλάχιστον, ἐὰν ὄχι μέχρι σήμερον. Τοῦτο προϋποθέτει τὴν ἐπιβίωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης ὡς κέντρου τῆς Ῥωμαιοσύνης καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ αὐτῆς καὶ τὴν ταύτισιν τοῦ πολιτισμοῦ τούτου μὲ ὅλον τὸν κλασσικὸν κόσμον.
Ἀλλὰ πάλιν βλέπομεν τὴν ἰσχυρὰν ἐπιδρᾶσιν τῆς Φραγκοσύνης, ἥτις παρέσυρεν ὄχι μόνον τοὺς Νεογραικοὺς ἀλλὰ καὶ τοὺς Νεοέλληνας.
Οἱ Εὐρωπαίοι διαιροῦν τὴν ἱστορίαν τῆς κλασσικὴς φιλολογίας εἰς γραικικὴν καὶ λατινικήν, ὅπως ἀκριβῶς κάμνουν διαιροῦντες τοὺς Ῥωμαίους Πατέρας εἰς Λατίνους καὶ Γραικοὺς καὶ τὸν Χριστιανισμὸν εἰς λατινικὸν καὶ γραικικὸν ἀναλόγως πρὸς τὴν χρησιμοποιουμένην γλῶσσαν, καὶ ὄχι εἰς ἑλληνικήν, ῥωμαϊκὴν καὶ φραγκολατινικὴν (δηλαδὴ εὐρωπαϊκήν), ἀναλόγως τῆς ἐθνικότητος καὶ τοῦ πολιτισμοῦ.
Οὕτω βλέπομεν τὸ παράδοξον φαινόμενον οἱ λατινιστὶ γράψαντες Ἕλληνες να ἀνήκουν εἰς τοὺς «Λατίνους» συγγραφεῖς καὶ οἱ ἑλληνιστὶ γράψαντες Ῥωμαῖοι εἰς τοὺς «Γραικοὺς» συγγραφεῖς. Οἱ Ῥωμαῖοι ὅμως ὡς πόλις κράτος εἶχον γίνει δίγλωσσοι καὶ οὐδέποτε ἐταύτισαν τὸν ἑαυτὸν τῶν οὔτε μὲ τοὺς Λατίνους οὔτε μὲ τὴν λατινικὴν γλῶσσαν, ὡς εἴδομεν. Οἱ γράψαντες ἑλληνιστὶ καὶ λατινιστὶ Ῥωμαῖοι τὶ εἴναι; Μάλιστα ἦσαν τοιούτων αἰσθημάτων ὥστε τὸ 92 π.Χ., ὅπως ἐξηγήσαμεν, ἔκλεισαν τὰ λατινικὰ σχολεῖα διὰ να ὑποχρεώσουν τὴν φοίτησιν τῶν Ῥωμαίων νέων εἰς μόνον τὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα. Πῶς λοιπὸν εἲναι δυνατὸν να ὑπαχθοὺν τοιούτων ἀπόψεων Ῥωμαῖοι εἰς λατινικὴν γραμματολογίαν; Οἱ Ἀμερικανοὶ ὁμιλοῦν ἀγγλικά. Ὅμως δεν ὑπάγονται εἰς τὴν ἀγγλικὴν γραμματολογίαν, ἀλλὰ εἰς τὴν ἀμερικανικήν. Οὕτω καὶ οἱ Ῥωμαῖοι ἀπ' ἀρχῆς μέχρι σήμερον πρέπει να ὑπάγονται εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς ῥωμαϊκῆς γραμματολογίας καὶ φιλοσοφίας ἀσχέτως πρὸς τὴν ὑπὸ χρῆσιν γλῶσσαν αὐτῶν.
6) Ἡ Πολιτικὴ καὶ ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία.
Ἤδη, εἴδομεν τὴν διαστροφὴν τὴν ὁποίαν κάμνουν οἱ Εὐρωπαίοι καὶ Ῥώσοι ἱστορικοὶ ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ἀποκόπτουν τοὺς Ῥωμαίους τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης ἀπὸ τὴν Ῥωμαιοσύνην μετονομάζοντες αὐτοὺς εἰς Γραικοὺς καὶ Βυζαντινούς, μὲ τὴν πρόφασιν ὅτι ἐξελληνίσθησαν καὶ ἑξανατολίσθησαν, ἐνῶ ἀπεναντίας εἶχον ἐξελληνισθὴ καὶ ἑξανατολισθὴ οἱ ἐν τῇ Πρεσβυτέρᾳ Ῥώμῃ Ῥωμαῖοι πολλοὺς αἰῶνας πρὶν μεταφερθοὺν αὐτοὶ καὶ ἡ πόλις κράτος τῶν εἰς τὴν Νέαν Ῥώμην. Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς γραμμῆς αὐτῆς εἲναι ὅτι οἱ Φράγκοι καὶ ὄχι οἱ ἀνατολικοὶ Ῥωμαῖοι ἐμφανίζονται ὡς συνεχισται τῆς ῥωμαϊκῆς πολιτικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ οἱ μετονομασθέντες εἰς Γραικοὺς καὶ Βυζαντινοὺς πραγματικοὶ Ῥωμαῖοι ἐν Ἀνατολῇ παραλείπονται ἀπὸ τὰ ἐν χρήσει ἱστορικὰ ἐγχειρίδια τῶν ἐκπαιδευτικὼν ἱδρυμάτων τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικής. Ὅταν δὲ διδάσκεται ἡ κακῶς λεγομένη βυζαντινὴ ἱστορία, δεν φαίνεται ὅτι ἀποτελεῖ περισσότερον συνέχειαν τῆς ῥωμαϊκῆς ἱστορίας ἀπὸ ὅ,τι ἡ Φραγκοσύνη, ἀφοῦ ἐπιστεύθη ὑπὸ τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ῥώσων καὶ δυστυχῶς καὶ ὑπὸ ἡμετέρων ὅτι ὁ Φράγκος ψευδοαυτοκράτωρ «τῶν Ῥωμαίων» καὶ ὁ Λατῖνος πάπας εἲναι κατὰ τὸν μεσαίωνα οἱ συνεχισταὶ τῶν παραδόσεων τῶν Ῥωμαίων.
7) Οἱ Ῥωμαῖοι Πατέρες καὶ οἱ Φραγκολατίνοι Σχολαστικοί.
Ὑπὸ τὴν ἐπιδρᾶσιν τῶν Φράγκων οἱ Ῥωμαῖοι Πατέρες διεσπάσθησαν κατὰ τὴν ὑπ' αὐτῶν χρησιμοποιηθήσαν γλῶσσαν εἰς «Λατίνους» καὶ «Γραικούς», ὥστε να φαίνεται ψευδῶς ὅτι οἱ λατινιστὶ γράψαντες ῥωμαῖοι Πατέρες εἲναι μαζὶ μὲ τοὺς λατινιστὶ γράψαντας Φράγκους Λατῖνοι. Οὕτω δίδεται ἡ ψευδὴς ἐντύπωσις ὅτι ὑπάρχει συνεχής, ἀδιάκοπος, καὶ ἑνιαία λατινικὴ παράδοσις καὶ οὕτω καλύπτεται τὸ γεγονὸς ὅτι οὔτε κἀν ὕπηρχον Φράγκοι θεολόγοι πρὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ σχίσματος τοῦ Καρλομάγνου τὸν ἡ' αἰῶνα. Οὕτω συγκαλύπτεται καὶ ἡ ἱστορικὴ διαφορὰ μειταξὺ τῆς ῥωμαϊκῆς καὶ φραγκικὴς Παπωσύνης, ὅπως εἴδομεν.
Τὰ τοιαῦτα γίνονται ἐν συνδυασμῷ πρὸς τὸν ὑπὸ τῶν Φράγκων τερματισμὸν τῆς πατερικὴς παραδόσεως τὸν ἡ' αἰῶνα, τὴν ὁποίαν ἐν τῇ Φραγκοσύνη διαδέχεται ἡ φραγκικὴ θεολογικὴ παράδοσις, γνωστὴ ὡς σχολαστική. Διὰ τοὺς Φράγκους τερματίζεται ἡ πατερικὴ περίοδος μὲ τὴν ἔναρξιν τῆς περὶ Filioque διαμάχης, ἐφ' ὅσον οἱ Ῥωμαῖοι Πατέρες ἔλαβον ἰσχυρὰς θέσεις κατὰ τῶν Φράγκων εἰς τὸ ἐν προκειμὲνφ θέμα. Δηλαδή, ἐνῶ ἡ Ῥωμαιοσύνη συνεχίζει να παράγῃ Πατέρας καὶ ἁγίους μέχρι σήμερον, καὶ διὰ τοῦτο οὐδέποτε ἔληξεν ἐν τῇ Ῥωμαιοσύνη ἡ πατερικὴ παράδοσις, οἱ Φράγκοι εἰς τὴν ἰδικὴν τῶν παράδοσιν τερματίζουν τὴν πατερικὴν παράδοσιν μὲ τὴν ἔναρξιν τῆς περὶ Filioque διαμάχης.
Τὸ παράδοξον εἲναι ὅτι δεν ἐπρόλαβαν οἱ Φράγκοι να δώσουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν οὔτε ἕνα Πατέρα πρὶν ἀποσκιρτήσουν ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξίαν. Περιέργως οἱ ἴδιοι Φράγκοι ὀνομάζουν τὴν θεολογικὴν τῶν παράδοσιν σχολαστικὴν καὶ οὐχὶ πατερικὴν καὶ οἱ ἴδιοι ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ σχολαστικοὶ θεολόγοι ὑπερέβησαν τὴν ὑπ’ αὐτῶν τερματισθείσαν πατερικὴν θεολογικὴν περίοδον. Ἐννοεῖ κανεὶς ἀμέσως ὅτι ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτός, ἐν συνδυασμῷ μὲ τὴν οὐσιαστικὴν ἀγραμματωσύνην τῶν Φράγκων θεολόγων ἀπὸ τὴν ἔναρξιν τῆς παραδόσεως τῶν τὸν ἡ' αἰῶνα μέχρι τοῦ Ἰβ' αἰῶνος, ἀποκαλύπτει τὸ ὑπεροπτικὸν ὕφος τῆς Φραγκοσύνης ἔναντι τῆς Ῥωμαιοσύνης. Ὁ Φράγκος εἲναι καλύτερος ἀπὸ τὸν Ῥωμαῖον ἢ «Γραικον» καὶ ὅταν ἀκόμη ὁ ἴδιος εἲναι ἀγράμματος καὶ ὁ «Γραικὸς» ἐγγράμματος. Διὰ τοῦτο ὁ πάπας Λέων Γ' ἐχαρακτήρισε τοὺς περὶ Filioque ἰσχυρισμοὺς τῶν Φράγκων ἀποκρισαρίων τοῦ Καρλομάγνου ὡς θρασείς.
8) Ὁ εὐρωπαϊκὸς «Φεουδαλισμός».
Ἐνῶ οἱ Ῥωμαῖοι ἐξελλήνιζον τοὺς ὑπ' αὐτῶν κατακτηθέντας εἰς τὴν Ἀνατολὴν διδόντες τελικὼς καὶ τὴν ῥωμαϊκὴν ὑπηκοότητα κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε να γίνουν βασιλεῖς τῶν Ῥωμαίων ἄνθρωποι ἀκόμη καὶ πτωχῆς καὶ μὴ ἑλληνικῆς ἡ λατινικῆς προελεύσεως, συνέβαινεν ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον μὲ τοὺς Φράγκους, Ἄραβας καὶ Τούρκους. Γενόμενοι Λατῖνοι ἢ Μουσουλμάνοι οἱ κατακτηθέντες δεν ἀπέκτων ποτὲ τοιαῦτα δικαιώματα, ὥστε να γίνουν χαλίφαι καὶ αὐτοκράτορες καὶ οὔτε κἀν ἡγέται. Τὰ ἀξιώματα προήρχοντο ἀπὸ οἰκογενειακὰ ἢ φυλετικὰ κληρονομικὰ δικαιώματα.
Ἀκριβῶς διὰ τὸν λόγον αὐτὸν εἲναι ἐσφαλμένη ἡ προσπάθεια τῶν ἱστορικῶν να ἑξαγάγουν θεωρίας περὶ τῆς προελεύσεις τῶν κοινωνικῶν τάξεων τοῦ Φεουδαλισμοὺ ἀπὸ τὴν οἰκονομικήν, πολιτικὴν καὶ κοινωνικὴν ἀκαταστασίαν τῆς Φραγκιὰς κυρίως κατὰ τὸν στ', η', καὶ θ' αἰώνα.
Ἡ Ῥωμαιοσύνη ἀνεγνώριζε τὴν ἰσότητα τῶν μελῶν τοῦ γένους καὶ τοῦ ἔθνους τῶν Ῥωμαίων μέσῳ τοῦ βαπτίσματος καὶ διὰ τὸν λόγον αὐτὸν πᾶς Ῥωμαῖος ἠδύνατο να γίνη ἐπίσκοπος, ἡγούμενος, πατριάρχης, πάπας, ὕπατος, ἔπαρχος καὶ ἀκόμη βασιλεύς. Εἰς τὴν Ῥωμαιοσύνην οὐδέποτε ὕπηρξαν ὡς εἰς τὴν Φραγκοσύνην θεολογικὰ καὶ νομικὰ ἔργα ὑποστηρίζοντα ταξικὰς διακρίσεις ὡς βασιζόμενα εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν φύσιν τῶν πραγμάτων καὶ ὡς θεῖον θέλημα. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ δουλεία καὶ ἡ δουλοπαροικία οὐδέποτε εὐρήκαν ὑποστήριξιν θεολογικὴν εἰς τὴν Ῥωμηοσύνην. Τοῦτο διότι εἰς τὴν Ῥωμαιοσύνην δεν ὕπηρχεν ἡ ἔννοια τοῦ ταξικοὺ ἢ φυλετικοῦ ἢ ῥατσιστικοὺ ἢ δυναστικοὺ κληρονομικοὺ φυσικοῦ δικαιώματος. Ἀκόμη καὶ ἡ θέσις τοῦ βασιλέως τῶν Ῥωμαίων οὐδέποτε ὕπηρξε κατὰ τὴν θεωρίαν φυσικὸν κληρονομικὸν δικαίωμα, ἀπεναντίας ἐγίνετο πάντοτε δι' ἐκλογῆς, ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, διὰ τῆς συγκλήτου, τοῦ στρατοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὅταν ἀκόμη διεδέχετο ὁ υἱὸς τὸν πατέρα, ἐγένετο ἡ κανονικὴ ἐκλογή. Ἀκόμη καὶ εἰς περιπτώσεις πραξικοπήματος ἐτηροῦντο οἱ τύποι τῆς ἐκλογής.
Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ῥωμαίικα, τὸ κράτος τῶν Φράγκων ἐθεωρεῖτο προσωπικὴ περιουσία τοῦ ῥηγός, καὶ διὰ τοῦτο τὰ ἄῤῥενα τέκνα τοῦ ἐκληρονόμουν τὴν περιουσίαν τοῦ πατρὸς τῶν. Μάλιστα ἐμοιράζετο τὸ κράτος εἰς ὅσα τεμάχια ἐχρειάζετο, ὥστε ὁ κάθε υἱὸς να κληρονομήσῃ τὴν μερίδα του. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴν αὐτὴν προῆλθεν ἡ παράδοσις τῶν Εὐρωπαίων να μοιράζουν μεταξὺ τῶν τὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη καὶ κρατίδια ὡρισμέναι μόνον οἰκογένειαι ῥηγικαί.
Εἰς τὸ ἀραβικὸν Ἰσλὰμ οἱ χαλίφαι, ὡς καὶ οἱ νεώτεροι ῥῆγες ὑποχρεωτικὼς πρέπει να ἔχουν τὴν καταγωγὴν τῶν ἀπὸ τὴν φυλὴν οἰκογένειαν τοῦ Μωάμεθ.
Ὅπως οἱ ῥαγιάδες τοῦ ἀραβικοῦ καὶ τοῦ τουρκικοὺ Ἰσλὰμ ἦσαν κατακτηθέντες Ῥωμαῖοι καὶ Πέρσαι, καὶ ἄρα δεν προῆλθον ἀπὸ καποίαν οἰκονομικήν, πολιτικὴν καὶ κοινωνικὴν θεωρίαν, οὕτω καὶ οἱ δουλοπάροικοι τοῦ εὐρωπαϊκοὺ Φεουδαλισμοὺ ἦσαν καὶ ἔδω οἱ κατακτηθέντες Ῥωμαῖοι καὶ Σλαύοι. Οἱ δὲ Γερμανοὶ κατακτηταὶ ἀπετέλεσαν τὴν τάξιν τῶν εὐγενῶν ἱπποτῶν, ἥτις ἐστήριζε τὴν ἐξουσίαν καὶ τὰ φυλετικὰ καὶ οἰκογενειακὰ δικαιώματα τοῦ στρατάρχου ῥηγὸς ὡς καὶ τῶν ἀξιωματικῶν τοῦ δουκῶν, ἀρχιεπισκόπων, κομητῶν, ἐπισκόπων, βαρώνων, ἡγουμένων, καὶ ἁπλῶν ἱπποτῶν.
Ὅτι τὰ πράγματα ἔχουν οὕτω καὶ ὄχι ὅπως τὰ περιγράφουν οἰκονομολογικὼς καὶ κοινονικὼς οἱ ἀσχολούμενοι μὲ τὰ θέματα ταῦτα φαίνεται ἀπὸ τὰ ἑξῆς·
Οἱ πρῶτοι κατακτηταὶ τῆς δυτικῆς Ῥωμανίας Γότθοι, Βουργουνδοὶ καὶ Οὐανδάλοι, ἦσαν Ἀρειανοὶ Χριστιανοὶ καταδικασθέντες ὡς αἱρετικοὶ εἰς τὴν Ἃ' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τὸ 325. Ἐπίσης οἱ μετὰ τάς ἐπανακτήσεις τοῦ Ἰουστινιανοὺ κατακτηταὶ τῆς βορείου Ἰταλικῆς καὶ κάτω ἰταλικῆς Ῥωμανίας Λογγοβάρδοι ἦσαν καὶ αὐτοὶ Ἀρειανοί. Οἱ Φράγκοι ὅμως κατακτηταὶ τῆς βορείου γαλλικῆς Ῥωμανίας ἦσαν εἰδωλολάτραι, οἱ ὁποῖοι ἐν συνεχείᾳ ἔγιναν τυπικὼς τουλάχιστον Ὀρθόδοξοι καὶ τῇ βοηθείᾳ τῶν Ὀρθοδόξων ὑποδούλων Ῥωμαίων ἐνίκησαν κατὰ τὰ τέλη τοῦ ἑ' καὶ ἀρχὰς τοῦ στ' αἰῶνος τοὺς Γότθους καὶ Βουργουνδούς, καὶ κατὰ τὰ μέσα τοῦ ἡ' αἰῶνος τοὺς Λογγοβάρδους.
Ἀλλὰ ἡ νίκη τῶν Φράγκων ἐπὶ τῶν Ἀρειανὼν τούτov ὄχι μόνον δεν ἐσήμανε τὴν ἀπελευθέρωσιν τῶν Ῥωμαίων ἀλλ' ἀπεναντίας κατήντησε να γίνη ἐν χρόνῳ ἡ ὑποδούλωσις τῶν Ῥωμαίων εἰς τοὺς Φράγκους πολὺ χειρότερα ἀπὸ τὴν προηγουμένην δουλείαν.,
Κατὰ τὴν συνύπαρξιν ἐν τῇ δυτικῇ Ῥωμανία τῶν κατακτηθέντων Ῥωμαίων καὶ κατακτητῶν Ἀρειανὼν αἱ ἐκκλησιαστικαὶ ἐθναρχίαι τῶν Ῥωμαίων τῆς γαλλικῆς, ἰταλικῆς καὶ ἀφρικανίκης Ῥωμανίας ἐλειτούργησαν κανονικώς, ἀφοῦ οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Ἀρειανοὶ δεν εἶχον μεταξὺ τῶν μυστηριακὴν κοινωνίαν καὶ διετήρουν χωριστὰς ἐκκλησίας μὲ χωριστὴν ἱεραρχίαν. Οἱ Ῥωμαῖοι ἦσαν ὠργανωμένοι ὑπὸ τάς ἐθναρχίας τῶν τοπικῶν συνόδων καὶ τοῦ πάπα, δηλαδὴ τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ῥώμῃ βασιλέως τῶν Ῥωμαίων, ὡς ἀκριβῶς ἦσαν μετέπειτα οἱ Ῥωμαῖοι ὑπὸ ἀραβικὴν κυριαρχίαν εἰς τὰ πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων καὶ ὡς τελικὼς οἱ ὑπὸ τοὺς Τούρκους Ῥωμαῖοι τοῦ πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης.
Τυπικὼς τουλάχιστον ὄντες Ὀρθόδοξοι οἱ Φράγκοι κατήργησαν, ὅπως θὰ ἴδωμεν τὴν ῥωμαϊκὴν ἱεραρχίαν ἐν τῇ Φραγκία, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι ἔλαβον διὰ τὸν ἑαυτὸν τῶν τάς διοικητικὰς θέσεις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ἡ συνύπαρξις ὅμως ῥωμαϊκῆς καὶ φραγκικὴς ἱεραρχίας διετηρήθη εἰς τὴν ῥωμαϊκὴν Παννονίαν, δηλαδὴ τὴν φραγκικὴν Βαυαρίαν μέχρι τουλάχιστον τῆς ἐποχῆς τῆς ἐκεῖ ποιμαντορίας τοῦ ἁγίου Μεθοδίου, τέλη τοῦ θ' αἰῶνος, ὅπως εἴδομεν εἰς τὸ κεφ. β'. Ὁ Ῥωμαῖος ἀρχιεπίσκοπος οὗτος ἦτο διὰ τοὺς Ῥωμαίους καὶ Σλαύους, οἱ Φράγκοι διὰ τοὺς Γερμανούς.
Πάντως οἱ Φράγκοι κατήργησαν ἀφ' ἑνὸς μὲν τὴν ἱεραρχίαν καὶ τὰ ἠγουμενεία τῶν Ῥωμαίων, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἐπέτρεψαν εἰς τοὺς κατακτηθέντας Ῥωμαίους να ἔχουν τὸν ἰδικὸν τῶν κατώτερον κλῆρον διὰ τάς θρησκευτικὰς τῶν ἀνάγκας.
Οὕτως ἐπεκράτησεν οἱ εὐγενεῖς κατακτηταὶ να ἔχουν ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους, ἡγουμένους, διακόνους καὶ μοναχοὺς ἀπὸ τὴν ἰδικὴν τῶν τάξιν, ἐνῶ ἡ τάξις τῶν δουλοπαροίκων εἶχε μόνον πρεσβυτέρους, διακόνους καὶ μοναχοὺς ἀλλὰ ὄχι ἐπισκόπους, ἡγουμένους καὶ προϊσταμένους εἰς πλουσίας ἐνορίας.
Ἡ ἐκκλησία τῶν Ῥωμαίων εἶχε μεγάλην καὶ πλουσίαν περιουσίαν, τὴν ὁποίαν ἀπέκτησεν ὁ κλῆρος τῶν Φράγκων μὲ τὴν καταργησιν αὐτὴν τῶν Ῥωμαίων ἀπὸ τάς διοικητικὰς ἐκκλησιαστικὰς θέσεις. Οὕτως ἐπεκράτησεν ἡ παράδοσις αἱ οἰκογένειαι τῶν εὐγενῶν να προσφέρουν μὲ ζῆλον τὸν νεώτερον υἱὸν εἰς τὸν κλῆρον, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι γενόμενος ἐπίσκοπος, ἡγούμενος, πρωτοπρεσβύτερος, κ.τ.λ. θὰ ἀποκτήσῃ μεγάλα οἰκονομικὰ ὀφέλῃ καὶ πλοῦτον ἴσως μεγαλύτερον ἀπὸ τὸν οἰκογενειακόν. Ἐνῶ οἱ Ῥωμαῖοι ἐθεώρουν τὴν ἐκκλησιαστικὴν περιουσίαν ὡς ἀνήκουσαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ τάς ἀνάγκας καὶ τὸ ἔργον αὐτῆς, οἱ Φράγκοι εἶχον ἰσχυρὰν τάσιν να τὴν θεωροῦν προσωπικῶς ἐκμεταλλεύσιμον, ὡς ἦσαν ἐκμεταλλεύσιμοι καὶ ἡ προσωπικὴ περιουσία καὶ ἐργατικὴ ἱκανότης τῶν κατακτηθέντων Ῥωμαίων δουλοπαροίκων καὶ τεχνιτῶν.
Ὅπως ἔζων οἱ στρατιωτικοὶ εὐγενεῖς καλὴν ζωὴν παρασιτικὼς εἰς βάρος τῶν δουλοπαροίκων, οὕτω καὶ οἱ εὐγενεῖς κληρικοὶ ἔζων ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον παρομοίαν ζωὴν παρασιτικὼς εἰς βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας.
Βάσει τῶν τοιούτων ἐξηγεῖται καὶ τὸ γεγονός, πὼς οἱ εὐγενεῖς ὡς τὰ μόνα καὶ μοναδικὰ ἔργα τῆς ζωῆς τῶν εἶχον να εἲναι στρατιωτικοὶ καὶ κληρικοί. Μάλιστα μόνον ὡς κληρικοὶ ἀπέκτων καποίαν μόρφωσιν, ἐνῶ ὡς στρατιωτικοὶ παρέμεναν συνήθως ἀγράμματοι τόσον ὥστε να μὴ γνωρίζουν οὔτε ἁπλὴν ἀνάγνωσιν καὶ γραφήν, ἐφ' ὅσον ὅλα τὰ γράμματα ἦσαν εἰς τὴν μὴ ὁμιλουμένην ὑπὸ τῶν εὐγενῶν λατινικήν. Ὡς ἀπόγονοι τῶν κατακτητῶν ἀπετέλουν μίαν στρατιωτικὴν ὄχι ἀριστοκρατίαν, ὡς συνήθως περιγράφονται εἰς ἐν Ἑλλάδι ἐγχειρίδια, ἀλλὰ ὠργανομένην ἀλητείαν εἰς τὴν ὁποίαν ἀνῆκε καὶ ὁ πτωχότερος ἱππότης. Ὅπως δεν ἐπετρέπετο ὁ μὴ εὐγενὴς δουλοπάροικος καὶ τεχνίτης να γίνη εὐγενής, ἀσχέτως ἐὰν εἶχε πλοῦτον, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ὁ πτωχὸς ἱππότης δεν ἐξέπιπτεν ἀπὸ τὴν τάξιν τῶν κατωτέρων εὐγενῶν.
Οὕτω τὰ βαθέα αἰσθήματα μίσους μεταξὺ τῶν δουλοπαροίκων καὶ τῶν εὐγενῶν δεν ἐξηγοῦνται καθόλου ἀπὸ μίαν ἁπλὴν σχέσιν μεταξὺ πτωχῶν καὶ πλουσίων, ἀλλὰ ἔχουν τάς ῥίζας τῶν εἰς τὴν ἐποχὴν τῆς ὑποδουλώσεως τῶν Ῥωμαίων, Γότθων καὶ Σλαύων εἰς τοὺς Φράγκους καὶ τῶν ἐκρωμαϊσθέντων Σαξώνων καὶ Κελτὼν τῆς Ἀγγλίας εἰς τοὺς Νορμανδούς. Ἡ ἐπιζήσασα περιφρόνησις, ἂν ὄχι καὶ ἔχθρα, τῶν σημερινῶν ἐργατικῶν τάξεων τῆς Εὐρώπης πρὸς τοὺς πλουσίους ἀπογόνους τῶν εὐγενῶν τοῦ μεσαίωνος ἔχει ἐντεῦθεν τὴν κυρίαν ῥίζαν τῆς.
Οὕτως ἐξηγεῖται, πῶς ἦτο δυνατὸν οἱ Χριστιανοὶ «εὐγενεῖς» θεολόγοι τῆς Φραγκοσύνης καὶ μετέπειτα τοῦ Προτεσταντισμοῦ να ὑποστηρίζουν καὶ θεολογικὼς τὴν ὑπαρξιν τῶν τάξεων ὡς καὶ τὴν θανατικὴν ποινὴν ὄχι μόνον τῶν πολιτικῶν ἀλλὰ καὶ τῶν θεολογικῶν ἢ θρησκευτικῶν ἐχθρῶν ἢ ἀντιτιθεμένων πρὸς τὰ ἰδανικὰ τῆς Φραγκοσύνης καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ.
9) Τὰ φεουδαρχικὰ θεμέλια τῶν ἰσχυρισμὼν τῶν Φράγκων ὅτι ὑπερέβησαν τοὺς Πατέρας τῆς Ῥωμαιοσύνης.
Βασικὴ προϋπόθεσις τῆς φραγκικὴς ἐθνικῆς ἰδεολογίας, ἥτις ἀπετέλεσε τὸ θεμέλιον τοῦ φεουδαλισμού, ἦτο ἡ ἰδέα τῆς φυσικῆς καὶ θεόθεν ὑπεροχῆς τῆς φραγκικὴς ἢ γερμανικὴς φυλῆς ἔναντι τῶν ἄλλων φυλῶν, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως τῆς Ῥωμαιοσύνης ἢ τῆς «Γραικοσύνης». Ἐν χρόνῳ ἡ ἰδεολογία αὔτη μετεβλήθη εἰς τὴν φυσικὴν καὶ θεόθεν ὑπεροχὴν τῆς τάξεως τῶν εὐγενῶν ἔναντι τῶν δουλοπάροικων.
Ἡ ῥατσιστικὴ ἰδεολογία τῶν Ναζιστὼν τοῦ Χίτλερ ἔχει ἐντεῦθεν τὴν ἱστορικὴν τῆς ῥίζαν.
Δεν δύναται παρὰ ἡ ἰδεολογικὴ αὔτη πεποίθησις περὶ φυλετικῆς καὶ ἐθνικῆς καὶ ταξικὴς ὑπεροχῆς να ἐκδηλωθὴ εἰς ὅλας τάς πνευματικὰς ἐκφάνσεις. Ἐφ' ὅσον δὲ ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ θεολογία μαζὶ μὲ τὸ στρατιωτικὸν στάδιον ἀπετέλουν τὰ μόνα ἐνδιαφέροντα τῶν εὐγενῶν, ἦτο φυσικὸν να πιστεύουν ὅτι ἡ φραγκικὴ λατινικὴ Χριστιανοσύνη καὶ ἡ θεολογία αὐτῆς δεν δύναται παρὰ να εἲναι ἀνωτέρα τῆς «γραικικὴς» Χριστιανοσύνης καὶ θεολογίας.
Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς δεν ἠρκέσθησαν οἱ Φράγκοι εἰς τὸν ἁπλοῦν τερματισμὸν τῆς πατερικὴς θεολογίας τὸν ἡ' αἰῶνα, ἀφοῦ οἱ μετέπειτα Ῥωμαῖοι Πατέρες κατεπολέμησαν καὶ κατεδίκασαν τὸ φραγκικὸν Filioque, ἀλλὰ ἐπροχώρησαν ἀγράμματοι ὄντες τότε καὶ εἰς τὸν ἰσχυρισμὸν ὅτι ὑπερέβησαν τοὺς Πατέρας τῆς Ῥωμαιοσύνης.
Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἀποκρύπτεται ἀπὸ τὰ ὄμματα τῶν δυτικῶν ἱστορικῶν, διότι οἱ Φράγκοι κατὰ τὴν κρίσιμον περίοδον τῆς ἐνάρξεως τῆς φραγκικὴς θεολογικῆς παραδόσεως τὸν ἡ' αἰῶνα ἠσχολοῦντο μὲ τὸ θέμα τῆς κατακτήσεως τοῦ πατριαρχείου τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης. Ὡς κυρίαρχοι δὲ τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης καὶ βέβαιοι ὄντες ὅτι ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἐπιτύχουν να ἐγκαταστήσουν μονίμως πλέον μὴ Ῥωμαίους ἀλλὰ Φράγκους πάπας, ἀνέπτυξαν ὅλας ἐκείνας τάς θεωρίας περὶ τῆς ὑπεροχῆς καὶ ἐξουσίας τοῦ πάπα, αἱ ὁποῖαι ἔγιναν τὰ θεμέλια τῆς φραγκικὴς Παπωσύνης μὲ ὅλας τάς ἀξιώσεις τῆς ἔναντι τῶν μετονομασθέντων εἰς «Γραικικὰ» πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς. Ὡς δὲ ἦτο φυσικόν, διετήρησαν ὡς μονοπώλιον διὰ τὸν ἑαυτὸν τῶν τὸ ὄνομα «ῥωμαϊκὴ» ἐκκλησία καὶ ὠνόμασαν τάς πραγματικὰς ῥωμαϊκὰς ἐκκλησίας τῶν ἀνατολικῶν πατριαρχείων «γραικικάς».
10) Ἡ Ἐκκλησία τῶν Ῥωμαίων ὡς τὸ κατ’ ἐξοχὴν φραγκικὸν μέσον καθυποτάξεως τῶν δυτικῶν ἀλλὰ καὶ ἀνατολικῶν Ῥωμαίων εἰς τὴν Φραγκοσύνην.
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω φαίνεται σαφῶς πως οἱ Φράγκοι κατήργησαν τὴν ῥωμαϊκὴν ἐθναρχίαν τῆς γαλλικῆς Ῥωμανίας γενόμενοι οἱ ἴδιοι οἱ ἐπίσκοποι καὶ ἡγούμενοι τῶν Ῥωμαίων καὶ οὕτω κατήργησαν οὐσιαστικὼς καὶ τὴν ἐθναρχίαν τοῦ Ῥωμαίου ἀκόμη πάπα τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης, ἐφ' ὅσον τυπικὼς μόνον ἐδέχοντο τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἐντὸς τῆς Φραγκιάς.
Ἐπειδὴ ἡ σκέψις ὅτι ὕπηρχον ἀκόμη Ῥωμαῖοι ἐντὸς τῆς Φραγκιὰς τὸν θ' καὶ τοὺς μετέπειτα αἰῶνας, θὰ εἲναι διὰ μερικοὺς παράδοξος, ἀφοῦ ἅπαξ κατακτηθῇ ἔνας λαὸς παύει να ὑπάρχῃ διὰ τοὺς Εὐρωπαίους καὶ Ἀμερικανοὺς ἱστορικούς, διὰ τοῦτο παραπέμπομεν τὸν ἀναγνώστην εἰς τὴν νομοθεσίαν τοῦ Καρλομάγνου τοῦ ἔτους 798 ὅπου κατὰ τρόπον συστηματικὸν βλέπει κανεὶς ὅτι τὰ πρόστιμα εἰς βάρος τῶν Ῥωμαίων εἲναι συνήθως τὰ διπλᾶ καὶ αἱ ποιναὶ πολὺ βαρυτεραι ἀπὸ ὅ,τι εἲναι διὰ τοὺς Φράγκους διὰ τὰ ἴδια ἀκριβῶς παραπτώματα καὶ ἐγκλήματα. Τὸ γεγονὸς μόνον ὅτι ἡ φραγκικὴ νομοθεσία ἔκαμε τόσον σαφῆ διάκρισιν μεταξὺ Φράγκων καὶ Ῥωμαίων σημαίνει ὅτι ἡ ἐθνικὴ συνείδησις ἦτο ἀκόμη ἀκμαία μεταξὺ τῶν Ῥωμαίων. Πρέπει να γίνουν συστηματικαὶ ἔρευναι διὰ να ἑξακριβωθὴ πότε καὶ πῶς μετεβλήθη καὶ περιωρίσθη αὐτὴ ἡ ἐθνικὴ συνείδησις εἰς θρησκευτικήν, ὥστε ἀντὶ να λέγωνται Ῥωμαῖοι να λέγονται Ῥωμαιοκαθολικοὶ πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἔλεγον οἱ εὐγενεῖς ἀπόγονοι τῶν Φράγκων. Ἐπίσης ἐγένετό ποτε ἀποδεκτὸν πρὸ τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως να λέγωνται Φράγκοι καὶ οἱ δουλοπάροικοι, τεχνῖται καὶ ἀστοί; Εἲναι γεγονὸς γενικὼς ἀποδεκτὸν ὅτι ὕπηρχε πολὺ ἐντονωτέρα ἡ συνείδησις τῆς ταυτότητος καὶ ἀλληλεγγύης τῶν εὐγενῶν ὅλων τῶν εὐρωπαϊκὼν κρατῶν μεταξὺ τῶν καὶ οὐδεμία ταυτότης ἐθνικῆς συνειδήσεως μεταξὺ τῶν κατὰ τόπους εὐγενῶν καὶ δουλοπάροικων. Φαίνεται ὅτι ἡ σχέσις μεταξὺ τῶν εὐγενῶν καὶ τῶν δουλοπάροικων ἦτο παράλληλος μὲ τὴν σχέσιν μεταξὺ Τούρκων καὶ κατακτηθέντων Ῥωμαίων ἢ Ἀράβων καὶ κατακτηθέντων Ῥωμαίων.
Ἀπαραίτητος πάντως διὰ τὴν ἐπιτυχῆ κυριαρχίαν τῶν Φράγκων ἐπὶ τῶν κατακτηθέντων Ῥωμαίων ἦτο ἡ διατήρησις τῆς ἰδέας ὅτι οἱ Φράγκοι ὑπακούουν ἀπολύτως εἰς τὸν πάπαν τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης ὡς καὶ εἰς τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς νόμους τοῦ αὐτοκράτορος τῶν Ῥωμαίων. Τοῦτο, διότι βασικὸν θεμέλιον τῆς Χριστιανοσύνης ἦσαν αἱ ἀποφάσεις τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων τῆς Ῥωμανίας. Ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ῥώμῃ βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων συνεκάλεσε καὶ συνεκάλει ὅλας τάς οἰκουμενικὰς συνόδους τῆς ἐκκλησίας τῶν Ῥωμαίων καὶ μὲ τὴν ἐκ μέρους τοῦ ὑπογραφὴν τῶν πρακτικὼν ἐγένοντο αἱ ἀποφάσεις αὐτῶν νόμοι τοῦ ἔθνους τῶν Ῥωμαίων καὶ γενικώτερα ὁλοκλήρου τῆς Χριστιανοσύνης.
Οὕτω γενόμενοι Ὀρθόδοξοι τυπικὼς τουλάχιστον, ἀπέκτησαν οἱ Φράγκοι αἴσθησιν καὶ γνῶσιν τῆς σπουδαιότητος τῆς ῥωμαϊκῆς ἰδέας, πρὸ πάντων εἰς τὴν συνείδησιν τῶν κατακτηθέντων ἐν τῇ Φραγκία Ῥωμαίων δουλοπάροικων.
Οἱ Φράγκοι διοικηταὶ εὐγενεῖς ἐν τῷ κρατεῖ καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ ἦσαν πολὺ ὀλίγοι ἐν συγκρίσει μὲ τὸ πλῆθος τῶν κατακτηθέντων Ῥωμαίων. Τοῦτο φαίνεται σαφῶς ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ τάξις τῶν εὐγενῶν ἀπετέλει περίπου τὰ 2% μόνον τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Φραγκιὰς κατὰ τὴν Γαλλικὴν Ἐπανάστασιν τὸ 1789. Ἡ ἀναλογία μεταξὺ Ῥωμαίων καὶ Φράγκων τὸν στ' - θ' αἰῶνα θὰ ἦτο ἡ ἰδία.
Ὅταν ἔχῃ τὶς τὰ τοιαῦτα ὑπ' ὄψιν, ἐξηγοῦνται κάλλιστα αἱ ἀντιφάσεις εἰς τὰ συνταγέντα Βιβλία τοῦ Καρόλου τοῦ Μεγάλου (Libri Carolini) καὶ εἰς τὰ πρακτικὰ καὶ κανόνας τῆς ἐν Φραγκφούρτη συνόδου τῶν Φράγκων τὸ 794. Ἀφ' ἑνὸς μὲν ὑβρίζεται τὸ γένος τῶν Ῥωμαίων ὡς ἀνηθικὸν καὶ εἰδωλολατρικόν καὶ καταδικάζεται ἡ διδασκαλία τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἀναγνωρίζεται ὁ πάπας καὶ ἡ ῥωμαϊκὴ ἐκκλησία τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης ὡς ἡ ἀνωτάτη καὶ μοναδικὴ αὐθεντία τῆς Χριστιανοσύνης, μὲ τὴν ὁποίαν οἱ Φράγκοι πάντοτε δῆθεν συμφωνούν. Μάλιστα εἰς τὴν ἐν λόγῳ σύνοδον τῶν Φράγκων ἦσαν παρόντες ἐκπρόσωποι τοῦ πάπα Ἀδριανοὺ Ἃ' (772 795).
Ὁ πάπας οὗτος ὅμως, ὄχι μόνον ἦτο καὶ αὐτὸς μέλος τοῦ γένους τῶν ὑβριζομένων Ῥωμαίων, ἀλλ' ἐν ἄκρα ἀντιθέσει πρὸς τοὺς Φράγκους ἦτο καὶ ἔνθερμος ὑπαστηρίκτης τῆς διδασκαλίας τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἐπὶ πλέον ἔλαβε μέρος εἰς αὐτὴν μέσῳ τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ, ὑπογράψας μάλιστα τὰ πρακτικά.
Αἱ ἀντιφάσεις αὖται, αἵτινες δημιουργοῦν σοβαρὰ προβλήματα εἰς τοὺς δυτικοὺς ἱστορικούς, ἐξηγοῦνται, κάλλιστα ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν καὶ τὴν ἀνάγκην τῶν Φράγκων να φαίνωνται ὡς πάντοτε σύμφωνοι μὲ τὴν ἐκκλησίαν τῶν ὑποδούλων Ῥωμαίων. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ τάξις τῶν εὐγενῶν τῆς Φραγκιὰς ἀπετέλει τὰ 2% μόνον τοῦ ὅλου πληθυσμοῦ, δύναται κανεὶς να εἰκάση ὅτι ὀλίγοι Φράγκοι ἐκυβέρνων πλῆθος πολὺ μεγαλύτερον ἀπὸ αὐτούς. Ἀσφαλῶς τοῦτο κατέστη δυνατὸν μόνον διὰ τῆς ὑπ' αὐτῶν ὑπερφαλαγγίσεως τῆς ἐθναρχίας τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης ἐν τῇ Δύσει διὰ διαβρώσεις καὶ κατακτήσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως ἀλλὰ καὶ τῆς δημιουργίας σταθερὰς εἰκόνος τοῦ ἑαυτοῦ τῶν ὡς πιστῶν τέκνων τῆς πνευματικῆς Ῥωμαιοσύνης.
Τὸ ὅτι ἅλλῃ ἦτο ἡ εἰκὼν τῶν δῆθεν πιστῶν εἰς τὴν ῥωμαϊκὴν ἐκκλησίαν Φράγκων καὶ ἅλλῃ ἡ πραγματικότης φαίνεται σαφῶς καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Φράγκοι πρῶτον προσέθεσαν τὸ Filioque εἰς τὸ σύμβολον τῆς πίστεως, ἐν συνεχείᾳ ἐδογμάτισαν αὐτὸ τὸ 809 καὶ μετὰ ἐπληροφόρησαν τὸν πάπαν. Ὅταν ὁ πάπας ἐπέμεινε να ἀφαιρέσουν οἱ Φράγκοι τὴν προσθήκην, οὔτοι δεν τὸ ἔπραξαν. Οὔτε ὅμως κατεδίκασάν ποτε τὴν ἐν τῇ Πρεσβύτερη Ῥώμῃ ῥωμαϊκὴν ἐκκλησίαν διὰ τὴν ἀντίστασιν τῆς εἰς τὸ Filioque.
Ὅμως ἐστράφησαν ἀγρίως κατὰ τῶν ἑλληνοφώνων ἀνατολικῶν Ῥωμαίων. Ἀλλὰ πάλιν, διὰ να διατηρήσουν τὸν μῦθον τῆς ἀπολύτου ὑποταγῆς τῶν εἰς τὴν Ῥωμαιοσύνην, ἦτο ἀδύνατον να στραφοὺν κατὰ τῶν ἐκκλησιῶν τῶν ἐν τῇ Ἀνατολῇ Ῥωμαίων. Ἑπομένως διὰ να πολεμήσουν ἐκκλησιαστικῶς καὶ δογματικὼς τοὺς ἀνατολικοὺς Ὀρθοδόξους ἤλλαξαν τὸ ἐθνικὸν καὶ κρατικὸν ὄνομα τῶν ἀπὸ Ῥωμαίους εἰς «Γραικούς». Οὕτω ἀκινδύνως ἔγραφαν ἔργα κατὰ τῶν πλανῶν τῶν «Γραικών», καὶ ὄχι τῶν «Ῥωμαίων».
Οὕτως ἐξηγεῖται, πὼς τὸ μέγα πλῆθος τῶν ἐχόντων ῥωμαϊκὰ αἰσθήματα ἀπογόνων τῶν κατακτηθέντων δυτικῶν Ῥωμαίων ἐστράφησαν ἐν καιρῷ ἐναντίον τῶν «Γραικὼν» καὶ τοῦ «Γραικοὺ» ἐν Κωνσταντινουπόλει βασιλέως.
Ἑπομένως, ὅπως εἰς τὸ θέμα τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οὕτω καὶ εἰς τὸ Filioque οἱ Φράγκοι δημιουργοῦν τὸν ἡ' καὶ θ' αἰῶνα τὴν ἐντύπωσιν ὅτι συμφωνοῦν ἀπολύτως μὲ τὴν ῥωμαϊκὴν ἐκκλησίαν ἀλλὰ ὄχι μὲ μίαν «γραικικὴν» ἥτις ἀρχίζει τότε να ἐμφανίζεται εἰς τὴν ἱστορικὴν φαντασίαν τῶν Εὐρωπαίων.
Αἱ ἐνέργειαι αὐταὶ τῶν Φράγκων δηλώνουν τὴν ἀνησυχίαν τῶν ὡς πρὸς τὴν ἱκανότητα τῶν να ἐπιβαλοῦν τελικὼς τὴν ἐξουσίαν τῶν ἐπὶ τῶν κατακτηθέντων δυτικῶν Ῥωμαίων.
Ἀλλὰ δηλώνουν ἐπίσης ὅτι τὴν ἐποχὴν αὐτὴν ἀπώλεσάν πως τὴν ἰδέαν ὅτι δύνανται κάποτε, ἀργὰ ἢ γρήγορα, να κατακτήσουν τὸ ἀνατολικὸν μέρος τῆς Ῥωμανίας καὶ ἤθελον ἀποτελεσματικὰ πλέον να ἀποκόψουν τὴν συνδεσιν μεταξὺ τῶν ὑποδούλων δυτικῶν καὶ ἐλευθέρων ἀνατολικῶν Ῥωμαίων.
Ἡ δύναμις τῆς ἀνατολικῆς Ῥωμανίας φαίνεται τὴν ἐποχὴν αὐτὴν μὲ τὴν ἐπιτυχῆ ἔναρξιν τῆς ῥωμαϊκῆς ἐπανακτήσεως τῆς κάτω ἰταλικῆς Ῥωμανίας ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς τὸ 867. Συνέφερε λοιπὸν εἰς τοὺς Φράγκους να ἐμφανίσουν τοὺς οὕτω ἐπανακάμψαντας εἰς τὴν κάτω Ἰταλίαν Ῥωμαίους καὶ συνορεύοντας τώρα μάλιστα μὲ τὴν ἐν Ἰταλίᾳ Φραγκίαν ὡς αἱρετικοὺς «Γραικούς», διὰ να μὴ γίνη συμμαχία μεταξὺ τῶν ὑποδούλων καὶ ἐλευθέρων Ῥωμαίων. Δεν εἲναι τυχαῖον λοιπὸν ὅτι κατὰ τὰ χρόνια αὐτὰ κάμουν τὴν πρώτην ἐμφάνισιν τῶν τὰ φραγκικὰ ἔργα κατὰ τῶν «Γραικών».
Ἐπίσης δηλώνουν αἱ ἐνέργειαι αὐταὶ ὅτι οἱ Φράγκοι ἀπέκλεισαν τὴν ἰδέαν ὅτι θὰ ἠδύναντο να ἔχουν δύο ἐπισήμους γλώσσας, τὴν λατινικὴν καὶ τὴν ἑλληνικήν, ὅπως εἶχον οἱ πραγματικοὶ Ῥωμαῖοι καὶ οὕτως ἐταύτισαν τὴν ῥωμαϊκότητα ἀποκλειστικὼς μὲ τὴν λατινικὴν γλῶσσαν. Διὸ καὶ ἐπικρατεῖ τόσον ἰσχυρῶς μέχρι σήμερον εἰς τοὺς Εὐρωπαίους ἀλλὰ καὶ Ῥώσους καὶ Νεοέλληνας ἡ ἰδέα ὅτι τὸ ῥωμαϊκὸν εἲναι μόνον τὸ λατινικὸν ἢ ὅτι πᾶν τὸ λατινικὸν μόνον ἢ φραγκολατινικὸν εἲναι ῥωμαϊκόν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε' ΕΤΕΡΑ ΤΙΝΑ ΕΞ ΕΠΟΨΕΩΣ ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗΣ
1) Τινὰ ἐπὶ πλέον περὶ ῥωμαϊκῶν ἐθναρχῶν καὶ φεουδαλισμού.
Ἡ ὑπὸ τῶν Φράγκων ἁρπαγὴ τῆς κατὰ τόπους ἐν τῇ γαλλικῇ καὶ ἰταλικὴ Ῥωμανία ἐκκλησιαστικῆς ἐθναρχίας τῶν Ῥωμαίων ἢ ἡ ἀνάληψις τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ μοναστικῆς ἡγεσίας, ὡς τὴν χαρακτηρίζουν οἱ Εὐρωπαίοι, εἲναι γνωστὴ εἰς τοὺς δυτικοὺς ἱστορικούς. Ὅμως δεν ἀντιλαμβάνονται τὸ ῥωμαίϊκον νόημα τῆς ἐθναρχίας διὰ τοὺς Ῥωμαίους, διότι δεν δύνανται, ὡς ἔχοντες τὴν νοοτροπίαν ἀπογόνων κατακτητῶν, να ἀναγνωρίσουν ὅτι ὕπηρχεν ἐκ μέρους τῶν κατακτηθέντων Ῥωμαίων ἐθνικὴ συνείδησις πατριωτικὴ καὶ ἐθνικὸς πόθος διατηρήσεως τῆς ῥωμαϊκότητος τῶν καὶ τῶν ῥωμαϊκῶν παραδόσεων τῶν, ὡς καὶ τοῦ συνδεσμοῦ τῶν μὲ τὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ῥώμῃ βασιλέα τῶν καὶ μὲ τὸν ἐν τῇ Πρεσβυτέρᾳ Ῥώμῃ «ἐθνάρχην», πατριάρχην πάπαν τῶν.
Τοῦτο διότι οἱ Εὐρωπαίοι ἀπόγονοι τῶν Φράγκων, Γότθων, Βουργουνδών, Σαξώνων, Νορμανδὼν καὶ Λογγοβάρδων φαντάζονται τὴν ἱστορίαν τῶν ὑπὸ τὴν μορφὴν τοῦ μύθου ὅτι οἱ δυτικοὶ Ῥωμαῖοι 1) ἦσαν εὐχαριστημένοι μὲ τὴν δῆθεν ἀπελευθέρωσιν τῶν ἀπὸ τοὺς «Γραικοὺς» ἢ «Βυζαντινοὺς» τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ 2) ἀνεδείχθησαν τόσον εὐτυχεῖς διότι μαζὶ μὲ τοὺς Γερμανοὺς κατακτητὰς τῶν καὶ ὡς συνεργάται πλέον ἔθεσαν τὰ θεμέλια τοῦ νέου δυτικοῦ πολιτισμού. Διατὶ να προτιμήσουν τοὺς «Γραικοὺς» ἢ «Βυζαντινούς», ἀφοῦ τοὺς παρουσιάζεται ἡ εὐκαιρία να ἐξυπηρετήσουν τὴν ἔνδοξον καὶ θεοκλητὸν καὶ περιούσιον φυλὴν τῶν Φράγκων καὶ Γερμανών;
Οἱ ἴδιοι ὅμως Ῥωμαῖοι ἐν τῇ γαλλικῇ καὶ τῇ ἰταλικῇ Ῥωμανία περιγράφουν τοὺς Φράγκους καὶ τοὺς Λογγοβάρδους καὶ τὴν κατὰ φύσιν εὐγένειαν τῶν ὡς μίαν ὠργανωμένην ἀλητείαν. Τὰ γεγονότα ὁμιλοῦν ἀφ' ἑαυτῶν.
Κατὰ τὴν ὁλοκλήρωσιν τῆς ὑπὸ τῶν Φράγκων κατακτήσεως τῆς γαλλικῆς Ῥωμανίας (ἐξαιρέσει τῆς ὑπὸ γοτθικὴν κατοχὴν μικρὰς ἐπαρχίας τῆς Σεπτιμανίας) τὸ 536 ἡ ἱεραρχία τῶν Ῥωμαίων κατώρθωσε να ἀποσπάσῃ ἀπὸ τοὺς Φράγκους τὴν ἀναγνώρισιν τοῦ δικαιώματος τῶν Ῥωμαίων να ζήσουν κατὰ τὰ ῥωμαϊκὰ ἤθη καὶ ἔθιμα καὶ κατὰ τὸν ῥωμαϊκὸν νόμον. Ἐφ' ὅσον οἱ ῥυθμίζοντες τὴν ὀργάνωσιν τῆς ῥωμαϊκῆς ἐθναρχίας ἐκκλησιαστικοὶ κανόνες ἦσαν ἀναπόσπαστον μέρος τοῦ ῥωμαϊκοῦ δικαίου, ἦσαν ὑποχρεωμένοι οἱ Φράγκοι να σεβαστοὺν τὸ δικαίωμα τοῦ ῥωμαϊκοῦ κλήρου καὶ λαοῦ να ἐκλέγουν διὰ ψήφου τὸν κλῆρον τῶν καὶ εἰδικῶς τὴν ἱεραρχίαν τῶν ἐπαρχιακὼν συνόδων. Τὰ τοιαῦτα ἐθεσπίσθησαν σαφῶς εἰς δύο ἐν γαλλικῇ Ῥωμανία συνόδους (533 καὶ 538) καὶ ἐγένοντο ἀποδεκτὰ ὑπὸ τῶν Φράγκων. Τοῦτο ἐξησφάλιζεν εἰς τοὺς Ῥωμαίους αὐτοκυριαρχίαν, αὐτοδιάθεσιν καὶ ἀπόλυτον ἐλευθερίαν εἰς τὴν ἐκλογὴν τῆς ῥωμαϊκῆς ἡγεσίας. Ἐλλείψει ῥωμαϊκῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἡ Ἐκκλησία ἔγινεν ἡ πολιτικὴ ἐξουσία διὰ τοὺς Ῥωμαίους, καὶ οὕτως οἱ Ῥωμαῖοι ἀπετέλουν κράτος ἐν κρατεῖ. Ἐπίσης οἱ ἐκκλησιαστικοὶ κανόνες ἐξησφάλιζον καὶ τὸν προσωρινὸν τουλάχιστον ἀποκλεισμὸν τῶν Φράγκων ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἡγεσίαν, ἐφ' ὅσον οἱ Ῥωμαῖοι εἶχον τὴν συντριπτικὴν πλειοψηφίαν καὶ ἐφ' ὅσον δεν ἤθελον κατ' οὐδένα τρόπον να ἀφήσουν ἀγραμμάτους καὶ ἀπλήστους βαρβάρους κατακτητὰς να καταλάβουν τὴν ῥωμαϊκὴν ἐκκλησιαστικὴν ἡγεσίαν.
Ἐνώπιον ὅμως τῆς ἐθνικῆς ταύτης ἑνότητος τῶν Ῥωμαίων οἱ Φράγκοι δεν ἔμειναν ἀδρανεῖς.
Μάλιστα τὰ ἐκ Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης ῥωμαϊκὰ στρατεύματα, ὑπὸ τὸν στρατηγὸν τοῦ Μεγάλου Ἰουστινιανοὺ Βελισσάριον καὶ μετέπειτα τοῦ Ναρσή, ἐπανεμφανίσθησαν εἰς τὴν Δύσιν καὶ ἀπηλευθέρωσαν τὴν δυτικὴν ἀφρικανίκην, τὴν δαλματικήν, τὴν ἰταλικήν, καὶ τὴν κάτω ἱσπανικὴν Ῥωμανίαν μαζὶ μὲ τὴν Σικελίαν, τὴν Σαρδηνίαν καὶ τὴν Κορσικήν. Οὕτως εὑρέθησαν καὶ οἱ Φράγκοι ἀντιμέτωποι τοῦ ῥωμαϊκοῦ τούτου στρατεύματος. Μάλιστα ἐθίγησαν ὅταν ὁ Ἰουστινιανὸς προσέλαβε τοὺς τίτλους «Φραγκικὸς» καὶ «Ἀλαμανικός». Ἀσφαλῶς ἡ δυναμικὴ αὔτη ἐπάνοδος εἰς τὴν δυτικὴν Ῥωμανίαν τοῦ ῥωμαϊκοῦ στόλου καὶ στρατοῦ ἐνέπνευσεν ἐλπίδα εἰς τάς ψυχὰς τῶν ὑποδούλων Ῥωμαίων καὶ τῆς γαλλικῆς Ῥωμανίας ἀλλὰ καὶ μεγάλας ἀνησυχίας μεταξὺ τῶν Φράγκων.
Τὸ ἁπλοῦν ἄκουσμα περὶ πιθανῆς ἐκστρατείας ἤγειρε τὸ 533 τοὺς Ῥωμαίους τῆς δυτικῆς ἀφρικανίκης Ῥωμανίας εἰς ἐπαναστάσεις κατὰ τῶν Οὐανδάλων κατακτητῶν τῶν καὶ τοῦτο ἔκαμε τὸν ἀμφιταλαντευόμενον Ἰουστινιανὸν να ἀποφασίση τελικὼς τὴν ἀναχώρησιν τοῦ στρατοῦ ὑπὸ τὸν Βελισσάριον. Ἐπανακατεκτήθη ἡ ἀφρικανίκη Ῥωμανία καὶ ἐν συνεχείᾳ ἐπανεκτήθη ἡ Σικελία καὶ ἤρχισεν ἡ ἐπανακτῆσις τῆς ἰταλικῆς Ῥωμανίας κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς ὁποίας οἱ Φράγκοι ἐπωφελούμενοι τῆς συγκεχυμένης καταστάσεως ἐπενέβησαν κατὰ σειρὰν τὸ 539 (δύο φοράς), τὸ 551 καὶ τὸ 553 κατὰ τῶν Ῥωμαίων καὶ κατέκτησαν ἀλλεπαλλήλως ἀρκετὰ μέρη τῆς βορείου ἰταλικῆς Ῥωμανίας, ἰσχυρισθέντες ὅτι ἦσαν κληρονόμοι τῶν δικαιωμάτων τῶν Γότθων ἐφ' ὅλης τῆς ἐπαρχίας τῆς Ἰταλίας. Οἱ στρατηγοὶ τοῦ Ἰουστινιανού, ὁ Βελισσάριος καὶ ἐν συνεχείᾳ ὁ Ναρσής, κατετρόπωσαν καὶ τελικὼς κατέστρεψαν τὰ στρατεύματα τῶν Φράγκων τὸ 554 μὲ τὴν νίκην τοῦ Ναρσὴ εἰς τὴν Κάπουαν καὶ οὕτως ἀπηλευθερώθησαν ἐντὸς ὀλίγου καὶ τὰ ὑπὸ τῶν Φράγκων κατεχόμενα τότε ἐδάφη τῆς βορείου ἰταλικῆς Ῥωμανίας.
Ἡ ἐπίσημος μεταβολὴ τῶν Φράγκων ἀπὸ φίλων καὶ συμμάχων τῶν Ῥωμαίων καὶ ἀπὸ προστατῶν τῆς ἐν Γαλλία Ῥωμαιοσύνης εἰς ἀσπόνδους ἐχθροὺς φαίνεται σαφῶς ἀπὸ τὰ γεγονότα τοῦ 539.
Εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ἐν Ἰταλίᾳ πολέμου μεταξὺ τῶν ἐκ Νέας Ῥώμης ἀπελευθερωτῶν Ῥωμαίων καὶ τῶν κατακτητῶν Γότθων οἱ Φράγκοι διετήρησαν ἐπισήμως τὴν φιλίαν καὶ συμμαχίαν τῶν μὲ τὸν βασιλέα τῶν Ῥωμαίων, τὸν Ἰουστινιανόν, τὸν ὁποῖον ὁ Φράγκος ἡγεμὼν ἀπεκάλει «Πατέρα». Συγχρόνως ὅμως ὁ Φράγκος ἡγεμὼν οὗτος συνεμάχησε ἀνεπισήμως μὲ τοὺς Γότθους μέσῳ τῶν ὑποτελῶν εἰς τοὺς Φράγκους Βουργουνδὼν ἰσχυρισθεὶς ὅτι οἱ Βουργουνδοὶ ἐνεργοὺν ἀνεξαρτήτως τῶν Φράγκων. Οἱ Βουργουνδοὶ ἐπολιόρκησαν μὲ τοὺς Γότθους τὰ Μεδιόλανα (Μιλάνο) καὶ τὰ κατέλαβον. Ἔσφαξαν ὅλους τοὺς ἄῤῥενας Ῥωμαίους ἐκ 300.000 καὶ μετέφερον ὅλας τάς Ῥωμαίϊσσας εἰς τὴν Φραγκίαν ὡς δούλας. Μετέπειτα κατὰ τὸ ἴδιον ἔτος κατέβη ὡς εἰσβολεὺς ὁ ἴδιος ὁ ῥὴξ τῶν Φράγκων μὲ 100.000 Φράγκους καὶ ἔκτοτε οἱ Φράγκοι ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς πλέον ἀπὸ τὸ 539 μέχρι τὸ 1204 πολεμοῦν τοὺς Ῥωμαίους, μέχρις ὅτου καταλάβουν αὐτὴν ταύτην τὴν Βασιλεύουσαν. Ὁ Ῥωμαῖος ἱστορικὸς καὶ αὐτόπτης μάρτυς πολλῶν ἐν Ἰταλίᾳ ἀπελευθερωτικὼν ἀγώνων Προκόπιος τονίζει ὅτι οἱ Φράγκοι εἲναι (κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ) μόνον κατ' ὄνομα Χριστιανοί, ἀφοῦ παρέμειναν εἰς τάς πεποιθήσεις καὶ συνηθείας τῶν εἰδολωλάτραι οἱ ὁποῖοι προσήρμοσαν τὴν θρησκείαν τῶν Ῥωμαίων εἰς τάς φραγκικὰς εἰδωλολατρικας δεισιδαιμονίας.
Ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῶν ἀνωτέρω γεγονότων πρέπει να ἑρμηνευθῇ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὸ 549 ἀπεφάσισαν οἱ Φράγκοι να ἀνατρέψουν τὴν προαναφερθείσαν συμφωνίαν τοῦ 533 καὶ 538 μὲ τὴν ἐν Γαλλία ῥωμαϊκὴν ἐθναρχίαν καὶ να ἐπιβαλοῦν εἰς τοὺς κατακτηθέντας Ῥωμαίους τῆς γαλλικῆς Ῥωμανίας τὴν ἀρνησικυρίαν εἰς τάς ἐκλογὰς τῶν ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτών. Οἱ ῥῆγες τῶν Φράγκων ἤσκησαν τὴν ἀρνησικυρίαν ταύτην κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε ἐπέτυχον τὴν ἐκλογὴν τῶν πρώτων συνεργάσιμων Ῥωμαίων ἱεραρχών.
Κατὰ τὰ τέλη τοῦ στ' αἰῶνος ἐμφανίζονται ἀρκετοὶ Φράγκοι ἐπίσκοποι ὄχι ὅμως μὲ κανονικὴν ἐκλογὴν ἀλλὰ μὲ ῥηγικὸν διορισμόν, διὰ τοὺς ὁποίους ἐξησφαλίσθη ἡ χειροτονία ἀπὸ τοὺς προαναφερθέντας συνεργάσιμους Ῥωμαίους ἐπισκόπους. Ἐπεκράτησε μάλιστα κατὰ διαστήματα να πωλοῦν οἱ ῥῆγες τάς ἐπισκοπικὰς καὶ μητροπολιτικὰς θέσεις. Οὕτω κατὰ τὸ πρῶτον ἥμισυ τοῦ ζ' αἰῶνος ηὐξήθη σημαντικὼς ὁ ἀριθμὸς τῶν Φράγκων ἱεραρχών. Μέχρι δὲ τὰ τέλη τοῦ ζ' αἰῶνος οἱ Ῥωμαῖοι ἀπετέλουν πλέον μικρὰν μειοψηφίαν τῆς Ἱεραρχίας. Ἡ ἐκτόπισις τῶν Ῥωμαίων ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴν διοίκησιν ὠλοκληρώθη κατὰ τὸν ἡ' αἰώνα.
Μάλιστα ἀπὸ τὸ 683 μέχρι τὸ 743 ἔπαυσαν να συνέρχωνται αἱ σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας, διότι οἱ εὐγενεῖς Φράγκοι ἐπίσκοποι συνήρχοντο ὡς μέλῃ τοῦ ὅλου σώματος τῶν εὐγενῶν εἰς τάς ἐθνικὰς συνάξεις ὅπου ἐψηφίζοντο οἱ ἐκκλησιαστικοὶ νόμοι μαζὶ μὲ τοὺς πάσης ἄλλης φύσεως νόμους ὑφ' ὅλων τῶν εὐγενῶν (κληρικὼν καὶ λαϊκῶν).
Ὁ ἀφανισμὸς αὐτὸς τῶν Ῥωμαίων ἀπὸ τάς διοικητικὰς ἐκκλησιαστικὰς θέσεις συμπίπτει ἀκριβῶς μὲ τὴν ἐμφάνισιν εἰς τὴν Φραγκίαν τοῦ φεουδαλισμού. Εἲναι ἀποδεκτὸν ὅτι ὕπηρχε πλέον ἀρκετὰ ἀνεπτυγμένος ὁ φεουδαλισμὸς κατὰ τὸν ἡ' αἰώνα. Κατὰ τὴν ἐποχὴν αὐτὴν ἐξηφανίσθησαν καὶ τὰ μεγάλα ῥωμαϊκὰ ἀστικὰ κέντρα, τὰ ὁποῖα ἦσαν καὶ αἱ ἕδραι τῶν ἐπισκοπῶν καὶ μητροπόλεων, ἀφοῦ μετεβλήθησαν εἰς γεωργικὰ χωρία σχεδὸν χωρὶς ἐμπόριον καὶ ἐμπόρους καὶ ἐμπορεύσιμον βιοτεχνίαν. Παρέμειναν κυρίως αἱ ἕδραι τῶν ἐπισκόπων. Ἐμφανίζεται ἔκτοτε ὡς ἐπικρατῶν ἐν Φραγκία τρόπος ζωῆς ὁ ἄνευ πολλῶν ἀστικῶν κέντρων καὶ μεγαλοπόλεων γεωργικὸς φεουδαλισμός. Ἐξηφανίσθησαν συγχρόνως οἱ Ῥωμαῖοι ἐγγράμματοι, ἔμποροι καὶ βιοτέχναι καὶ περιωρίσθη εἰς σχεδὸν ἀφανισμὸν ἡ πρότερα νομισματικὴ βάσις τοῦ πολιτεύματος τῶν Ῥωμαίων, ἀφοῦ ὁ φεουδαλισμὸς βασίζεται σχεδὸν ἀποκλειστικὼς εἰς δοῦναι λαβεῖν μέσῳ εἰδῶν καὶ ὑπηρεσιών, ἀκόμη καὶ εἰς τὴν φορολογίαν.
Ἀφοῦ οἱ Ῥωμαῖοι ἀπετέλουν τὴν συντριπτικὴν πλειοψηφίαν τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Φραγκιάς, πῶς ἐξηφανίσθη ὁ ῥωμαϊκὸς τρόπος ζωῆς καὶ τὸ ῥωμαϊκὸν πολίτευμα;
Φαίνεται σαφῶς ὅτι ἡ ἐμφάνισις τοῦ φεουδαλισμοὺ κατὰ τὴν διαρκειαν τοῦ ἀφανισμοῦ τοῦ ῥωμαϊκοῦ πολιτεύματος μέσῳ τῆς ὑπὸ τῶν Φράγκων καταλήψεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐθναρχίας τῶν Ῥωμαίων εἲναι αὐτὴ αὔτη ἡ ὑποδούλωσις τῶν Ῥωμαίων διὰ τῆς μετατροπῆς τῶν εἰς δουλοπαροίκους τῆς Φραγκιάς. Δηλαδὴ πρῶτον ἐνεφανίσθησαν οἱ Φράγκοι ὡς ἀπελευθερωταὶ καὶ σωτῆρες τῶν Ῥωμαίων ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανοὺς Γότθους, Βουργουνδοὺς καὶ Λογγοβάρδους. Ἐν συνεχείᾳ ἀφήνουν τοὺς Ῥωμαίους εἰς τάς προτέρας διοικητικὰς τῶν ἐκκλησιαστικὰς θέσεις. Τελικὼς λαμβάνουν διὰ τὸν ἑαυτὸν τῶν τάς διοικητικὰς αὐτὰς θέσεις μετατρέποντες τὴν ἐκκλησίαν τῶν Ῥωμαίων εἰς μέσον διὰ τοῦ ὁποίου κυβερνοὺν καὶ ὑποδουλώνουν τοὺς Ῥωμαίους μεταβάλλοντες αὐτοὺς εἰς δουλοπάροικους καὶ θεωροῦντες ἑαυτοὺς ὡς κατὰ φύσιν «εὐγενεῖς». Τρανὴ μαρτυρία περὶ τούτου εἲναι ἡ διάκρισις τῶν «εὐγενῶν» εἰς ἀνωτέρους καὶ κατωτέρους. Οἱ ἀνώτεροι εἲναι οἱ δοῦκες, κομῆτες, ἐπίσκοποι, ἡγούμενοι, βαρώνοι κλπ., ἐνῶ οἱ κατώτεροι εἲναι οἱ ἁπλοῖ στρατιῶται ἱππόται καὶ οἱ προϊστάμενοι πρεσβύτεροι. Δηλαδὴ δεν προκεῖται περὶ ἀριστοκρατικῆς εὐγενοῦς τάξεως τῶν πλουσίων καὶ ἐγγραμμάτων. Ἁπλῶς ὅλοι οἱ ἐλεύθεροι κατακτηταὶ ἀποτελοῦν τὴν τάξιν τῶν «εὐγενῶν», ὡς ἀκριβῶς συνέβη ἐν Ἀγγλίᾳ μὲ τὴν Νορμανδικὴν κατάκτησιν τὸ 1066.
Πάντως ἡ ἐκδίωξις τῶν Ῥωμαίων ἀπὸ τὴν διοίκησιν μαρτυρεῖ περὶ τοῦ ψεύδους τῆς θεωρίας περὶ εὐτυχοῦς συμμίξεως Ῥωμαίων καὶ Φράγκων δι' εὐτυχὲς κοινὸν μέλλον. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει θὰ εἶχεν ἐπικρατήσει ὄχι μόνον ἡ γλῶσσα τῶν Ῥωμαίων, ὡς ἐν πολλοῖς ἐπεκράτησεν, ἀλλὰ θὰ εἶχον ἀφομοιωθὴ οἱ Φράγκοι γενόμενοι Ῥωμαῖοι κατὰ τὸ ἐθνικὸν τῶν αἴσθημα καὶ θὰ ἐσυνέχιζεν ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς να κατευθύνῃ τὴν ἐθνικὴν ζωήν. Μόνον ἡ σκληρότης τῆς νομοθεσίας τῶν Φράγκων εἰς βάρος τῶν ὑποδούλων Ῥωμαίων θὰ ἤρκει διὰ τὴν γελοιοποίησιν τῶν ἐν προκειμένῳ ἰσχυρισμὼν περὶ εὐτυχοῦς συμμίξεως Φράγκων καὶ Ῥωμαίων. Ἀντιθέτως ἡ πολεμικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ τάξις τῶν λεγομένων εὐγενῶν τῆς Φραγκιὰς πάντοτε ὀνομάζονται καὶ ἐμφανίζονται ὡς Φράγκοι καὶ εἲναι Φράγκοι. Ἡ δὲ γαλλικὴ Ῥωμανία μετωνομάσθη Φραγκιὰ ὡς μέρος τῆς Μεγάλης Φραγκιὰς τοῦ Καρλομάγνου καὶ οὕτως ὀνομάζεται εἰς ὅλας τάς γλώσσας τοῦ κόσμου μέχρι σήμερον ἐκτὸς τῆς νεοελληνικῆς εἰς τὴν ὁποίαν λέγεται Γαλλία. Τὸ να λέγονται οἱ Φραντσέζοι Γάλλοι εἲναι ὡς να λέγονται οἱ Τούρκοι Πόντιοι ἢ Καππαδόκαι.
Κατὰ τὸν ζ' καὶ ἡ' αἰῶνα οἱ Φράγκοι ἀπεφάσισαν να μὴ μοιράσουν τάς κατακτήσεις τῶν μὲ τοὺς ἐπικινδύνους Ῥωμαίους καὶ οὔτε να γίνουν Ῥωμαῖοι κατὰ τὸν πολιτισμὸν καὶ να ἀφανιστοὺν ὡς φυλὴ διὰ συγχωνεύσεως τῶν μὲ τοὺς Ῥωμαίους. Ὁ Θεὸς ἔδωκεν εἰς τοὺς Φράγκους τοὺς Ῥωμαίους ὡς δούλους. Ὅπως οἱ Φράγκοι ἀρχιζουν να δημιουργοῦν θεολογίαν καὶ ἐκκλησίαν ἀσυγκρίτως «καλυτέραν» ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους, κατὰ τὸν ἴδιον ἀκριβῶς τρόπον ἐνόμιζον ὅτι ὁ φεουδαλισμὸς τῶν «ὑπερβαίνει» τὸν πολιτισμὸν τῶν Ῥωμαίων. Τὰ ἀστικὰ κέντρα καὶ αἱ μεγαλοπόλεις τῶν Ῥωμαίων ἦσαν ἀκατανόητα καὶ ἐπικίνδυνα διὰ τοὺς Φράγκους. Πλέον ἡσύχους εἶχον τάς ἁπλοϊκὰς τῶν κεφαλὰς μετατρέποντες τὸν ἀστικὸν κόσμον εἰς γεωργικοὺς ἐργάτας μὲ δοῦναι λαβεῖν εἰς εἴδη καὶ ὑπηρεσίας. Τὶ ὠφελεῖ τὸ νομισματικὸν σύστημα τῶν Ῥωμαίων, ὅταν ὁ κατακτητῆς «εὐγενὴς» ἁρπάζῃ ὅσα χρειάζεται ἀπὸ τοὺς κατακτηθέντας; Πῶς εἰς ἐπαρχίαν τῆς Ῥωμανίας ἀρχιζουν οἱ φεουδάρχαι να λαμβάνουν εἴδη καὶ ὑπηρεσίας χωρὶς να πληρώνουν μὲ χρήματα, ἐὰν δεν ἦσαν κατακτηταί; Ποῖος ἐλεύθερος Ῥωμαῖος θὰ ἔδιδε τὰ εἴδη καὶ τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ, χωρὶς να πληρωθῇ μὲ χρήματα; Τὸ ὅτι ἦτο κανεὶς τυπικὼς ἐλεύθερος μὲ κτήματα δεν σημαίνει ὅτι παύει να εἲναι δουλοπάροικος τὸν «εὐγενῶν» κατακτητῶν. Οἱ πρῴην ἐλεύθεροι Ῥωμαῖοι καὶ οἱ ἀπόγονοι αὐτῶν διετήρησαν κληρονομικὼς ὡς φαίνεται τοὺς τίτλους τῶν ἐλευθέρων, χωρὶς να εἲναι εἰς τὴν πραγματικότητα ἐλεύθεροι, ἀφοῦ ἔγιναν ἁπλῶς μία τάξις τῶν δουλοπαροικων.
Τὸ γεγονὸς τῆς ἐκ μέρους τῶν Φράγκων ἐκμεταλλεύσεως τῆς θεολογίας καὶ ἱεραρχίας διὰ τὴν πειθαρχίαν καὶ χαλιναγώγησιν κατακτηθέντος λαοῦ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν διαστροφὴν τοῦ ἱεροῦ καὶ ἀποῤῥήτου μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως εἰς τὴν φραγκικὴν παράδοσιν τῶν Sends.
Κατ’ αὐτὴν οἱ ἐπίσκοποι συνεκρότουν μίαν φορὰν τὸ ἔτος εἰς κάθε τόπον πνευματικὸν δικαστήριον. Ἕκαστον μέλος τῆς ἐνορίας ὑπεχρεοῦτο να καταδώσει τάς γνωστὰς εἰς αὐτὸν ἁμαρτωλὰς καὶ ἐγκληματικὰς πράξεις τῶν ἄλλων. Διὰ τὴν περισυλλογὴν τῶν σχετικῶν πληροφοριῶν διωρίζοντο εἰς κάθε ἐνορίαν ἑπτὰ ἀπολύτως ἔμπιστα πρόσωπα μὲ τὸν τίτλον Decani. Μερικὰς ἡμέρας πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ ἐπισκόπου κατέφθανον οἱ ἀρχιδιάκονοι, διὰ να ἀναγγείλουν καὶ ἐτοιμάσουν τά του δικαστηρίου. «Ἀφικνούμενος ὁ ἐπίσκοπος ὥρκιζε τοὺς Decani ὅτι δεν θὰ παρακινηθοὺν ἀπὸ καμμίαν αἰτίαν να ἀποκρύψουν οὔτε ἒν εἰς αὐτοὺς γνωστὸν ἁμάρτημα, ἀδίκημα ἡ ἔγκλημα πραχθὲν κατὰ τοῦ θείου νόμου. Ἐν συνεχείᾳ τοὺς ὑπέβαλλεν εἰς λεπτομερεῖς ἀνακρίσεις «περὶ τηρήσεως εἰδωλολατρικὼν ἐθίμων ἐὰν ἕκαστος γονεὺς διδάσκῃ τὸν υἱὸν τοῦ τὸ «Πιστεύω» καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν»· καὶ κυρίως περὶ τῆς διαπράξεως τοιούτων ἐγκλημάτων τὰ ὁποῖα ἐπεκράτουν προηγουμένως μεταξὺ τοῦ λαοῦ τούτου καὶ δεν ἀνεγνωρίζοντο ὡς ἐγκλήματα ἐξ αἰτίας τοῦ βασιλεύοντος ἀνηθικοῦ πνεύματος». Αἱ ὁριζόμεναι ὑπὸ τοῦ νόμου τιμωρίαι, ἐν μέρει σωματικαί, ἐπεβάλλοντο πάραυτα. Πρὸς ἐκτέλεσιν τούτων, αἱ πολιτικαὶ ἀρχαὶ ὑπεχρεοῦντο ἐν ἀνάγκῃ να ὑποστηρίξουν τοὺς ἐπισκόπους μὲ τάς ὑπὸ τάς διαταγὰς τῶν δυνάμεις... Τὸ ἐκκλησιαστικὸν βῆμα τὸ ὁποῖον κατὰ τὸν ἀρχικὸν τοῦ προορισμὸν θὰ ἔδει να εἲναι πνευματικόν, ἐπιβάλλον πνευματικὰς κυρώσεις, ἔλαβε τὴν μορφὴν πολιτικοῦ δικαστηρίου».
Τὰ τοιαῦτα πρέπει να ἐρμηνευθοὺν ἐντὸς τῶν πλαισίων τῶν ἀναφορῶν τοῦ ἐκρωμαϊσθέντος ἀγγλοσάξωνος ἁγίου Βονιφατίου πρὸς τὸν Ῥωμαῖον πάπαν Ζαχαρίαν τὸ 742 περὶ τῆς ἐν Φραγκία ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως καθ' ὅτι Φράγκοι ἐπίσκοποι «χύνουν αἷμα Χριστιανῶν καὶ εἰδωλολατριῶν ἀδιακριτως18α».
Εἲναι δυνατὸν τοιαῦται σχέσεις μεταξὺ ποιμένος καὶ λαοῦ, πνευματικοῦ πατρὸς καὶ πνευματικῶν τέκνων, να εἲναι σχέσεις μεταξὺ ὁμογενῶν καὶ ὁμοεθνῶν; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ὀφείλονται σαφῶς εἰς τὸν φόβον τῶν ὀλίγων «εὐγενῶν» κατακτητῶν ἔναντι τῆς μεγάλης πλειοψηφίας τῶν κατακτηθέντων, οἵτινες θὰ ὑπέθαλπον ἐπαναστατικὰ κινήματα τὰ ὁποῖα εἶχον κατὰ διαστήματα ἐκδηλωθή, ἐκτὸς βεβαίως ἐὰν οἱ Ῥωμηοὶ τῆς γαλλικῆς Ῥωμανίας διέφερον ἀπὸ τοὺς συνεχῶς ἐν ἐξεγέρσει κατὰ κατακτητῶν εὐρισκομένους Ῥωμαίους ἄλλων ἐπαρχιῶν.
Τὸ ὅτι ἐπέζησαν τίνες ἀπόγονοι τῶν συνεργάσιμων Ῥωμαίων προυχόντων μὲ τάς μεγάλας κτηματικὰς τῶν ἐκτάσεις, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ Καρλομάγνος διώρισε μερικοὺς ὡς κομήτας, δεν ἀλλάσσει τὴν γενικὴν εἰκόνα τοῦ καταντήματος τῶν Ῥωμαίων μετὰ τὸν ζ' καὶ ἡ' αἰῶνα.
Αἱ ἀσχολούμεναι μὲ τὴν δρᾶσιν τῶν Φράγκων πηγαὶ μαρτυροῦν περὶ τῆς καταῤῥεύσεως τῆς ἱεραρχίας καὶ τῶν ἠγουμενείων ἐξ ἐπόψεως μορφωτικῆς, πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς, ὅταν οἱ Φράγκοι ἔγιναν ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία. Κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ Καρόλου Μαρτέλ, πάππου τοῦ Καρλομάγνου, ἐσυνηθίζετο ὁ Φράγκος ἐπίσκοπος καὶ ἡγούμενος να εἲναι τυπικὼς μόνον ἄγαμος ἀσκητὴς καὶ να φέρῃ ἀντὶ τῆς ἱερατικῆς τοῦ στολῆς τὴν πολεμικήν. Μάλιστα ὁ Καρλομάγνος δεν ἐπέτρεψεν εἰς τάς θυγατέρας τοῦ να ὑπανδρευθούν, μὲ ἀποτέλεσμα να ἀποκτήσουν νόθα τέκνα, ἡ μία κόρη μάλιστα ἔκαμε δύο υἱοὺς μὲ μέγαν ἡγούμενον τῆς αὐλῆς, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ εἷς διεδέχθη τὸν πατέρα τοῦ ὡς ἡγούμενος τῆς ἰδίας μονής. Ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτωρ εἶχε 9 γυναίκας, ἄλλας παλλακίδας καὶ 15 περίπου νόθα τέκνα.
2) Ἡ ὑπὸ τῶν Φράγκων κατάληψις τῆς Ἐθναρχίας τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης.
Λησμονήσαντες οἱ Νεογραικοὶ τὴν ῥωμαϊκότητα τῶν προγόνων τῶν δεν δύνανται να προσφέρουν ῥωμαϊκὴν ἑρμηνείαν περὶ τοῦ λεγομένου παπικοὺ κράτους τοῦ ἡ' μέχρι τοῦ ἴα' αἰῶνος καὶ οὕτω ἐπικρατοῦν εἰς τάς ἱστορικὰς μελετᾷς αἱ ἀπόψεις ἃ) τῶν Φραγκολατίνων, οἵτινες προβάλλουν μίαν δῆθεν ἔνδοξον συνεργασίαν μεταξὺ τῶν Φράγκων καὶ Ῥωμαίων παπὼν κατὰ τῆς ἀνατολικῆς Ῥωμαιοσύνης, τὴν ὁποίαν ὅμως μετονομάζουν Βυζαντινισμὸν ἢ Γραικισμόν, διὰ να καλύψουν τὰ ψεύδη καὶ β) τῶν ΙΙροτεσταντών, οἵτινες εἰς αὐτὰ προσθέτουν τὴν καταπτῶσιν τοῦ πατριαρχείου τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης μεταβληθέντος εἰς κοσμικὴν ἐξουσίαν.
Ἐξ ἐπόψεως ὅμως Ῥωμαιοσύνης οἱ Ῥωμαῖοι παπαῖ ἐπέμενον εἰς τὴν ἐδαφικὴν ἀκεραιότητα τοῦ παπικοὺ κράτους, διὰ να προστατεύσουν τὴν ἐλευθερίαν τῶν Ῥωμαίων, ὥστε να μὴ ὑποδουλωθοὺν ὅπως οἱ ἀδελφοὶ τῶν εἰς ὅλα τὰ μέχρι τότε κατακτηθέντα ὑπὸ τῶν Φράγκων ἐδάφη τῆς Ῥωμανίας.
Τὸ 774 ὁ Καρλομάγνος ὑπεσχέθη εἰς τὸν πάπαν Ἀδριανὸν ὅτι θὰ τοῦ ἐπέστρεφε τὰ ἐδάφη τῆς καταλυθείσης ὑπὸ τῶν Λογγοβάρδων ῥωμαϊκῆς Ἑξαρχίας μὲ πρωτεύουσαν τὴν Ῥαβένναν, ἀλλὰ καθυστεροῦσε. Τὸ 781 ὁ Καρλομάγνος ἐπρότεινε συμβιβαστικὴν λύσιν. Ὁ πάπας ἐπέμενε να ἐπιστραφοὺν ὅλα τὰ ἐδάφη. Τελικὼς τὸ 787 ὁ Καρλομάγνος ἐπέστρεψε ἀρκετὰ ἀλλ' ὄχι ὅλα τὰ ἐδάφη. Δεν ἔδωσεν ὅμως εἰς τὸν Ἀδριανὸν τὴν κυριαρχίαν ἐπὶ τοῦ λαοῦ τῶν ἐδαφῶν τούτων. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ ῥωμαϊκὸς λαὸς ἀπώλεσε τὴν ἐλευθερίαν τοῦ καὶ ὑπεδουλώθη. Ὁ ἐν λόγῳ πατὴρ τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου πάπας Ἀδριανὸς διεμαρτυρήθη πικρώς, ἀφοῦ ὁ μόνος τότε σκοπὸς τῆς ὑπάρξεως τοῦ παπικοὺ κράτους ἦτο ἡ ἑξασφάλισις τῆς ἐλευθερίας τῆς Ῥωμηοσύνης καὶ ὄχι ὁ ἐμπλουτισμὸς τοῦ πάπα καὶ ἡ ἁπλῆ αὔξησις τῆς κοσμικῆς τοῦ ἐξουσίας. Οὐσιαστικὼς δεν ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ τοῦ τότε ῥωμαϊκοῦ παπικοὺ κράτους καὶ τοῦ σημερινοῦ ῥωμαϊκοῦ ἢ ῥωμαίικου κυπριακοὺ κράτους.
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω φαίνεται σαφῶς ὅτι οἱ Φράγκοι ἐξηπάτησαν τοὺς Ῥωμαίους, διὰ να ἰδρύσουν ὑποτελὲς εἰς αὐτοὺς κράτος εἰς τὸ ὁποῖον ὁ ῥωμαϊκὸς λαὸς δεν θὰ εἲναι κυρίαρχος.
Πάντως ἐντὸς ἑνὸς αἰῶνος ἀπὸ τῆς πλήρους καταργήσεως τῆς ἐν Φραγκία ῥωμαϊκῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως εὑρέθησαν οἱ Φράγκοι ὑπὸ τὸν Καρλομάγνον κυρίαρχοι τῆς βορείου καὶ μέσης ἰταλικῆς Ῥωμανίας ὅπου ἐνεκαινίασαν τὴν συνέχειαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ταύτης πολιτικῆς, κυρίως δὲ διὰ τὴν κατάληψιν τοῦ πατριαρχείου τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης.
Αὐτὴν τὴν φορὰν ὅμως οἱ Ῥωμαῖοι εἶχον ἐτοιμασθὴ καλύτερον διὰ να ἀντιμετωπίσουν τὸν φραγκικὸν τοῦτον κίνδυνον. Ἐνῶ εἰς τὴν γαλλικὴν Ῥωμανίαν οἱ Φράγκοι κατέκτησαν τὴν ῥωμαϊκὴν ἐκκλησιαστικὴν διοίκησιν μέσα εἰς 180 περίπου ἔτη, ἀπὸ τὸ 511 μέχρι τὸ 683, ἡ κατάληψις τῆς ἐθναρχίας τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης ἐγένετο ἔπειτα ἀπὸ πολιορκίαν 255 ἐτῶν, ἀπὸ τὸ 754 μέχρι τὸ 1009.
Τοῦτο ὠφείλετο εἰς τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐπαρχιακὴ σύνοδος τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης ἦτο ὠργανωμένη βάσει τῶν κανόνων κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε να καταστήσῃ πολὺ δυσκόλα τὰ πρὸς κατάληψιν σχέδια τῶν Φράγκων, ἔστω καὶ μὲ τὴν ἀπόκτησιν ἀρνησικυρίας ἐπὶ τῶν παπικὼν ἐκλογῶν. Ἡ σύνοδος ἀπετελεῖτο ἀπὸ ἑπτὰ ἐπισκόπους, μὲ πρόεδρον τὸν πάπαν. Ἀπηγορεύετο ἀπολύτως ἡ μετάθεσις ἐπισκόπων. Ἐπίσης ὡς φαίνεται ἀπὸ τὴν πικρὰν πεῖραν τῆς ὑπὸ τοῦ Καρόλου Μαρτὲλ ἀναδείξεως τῆς φραγκικὴς λαϊκῆς ἀλητείας εἰς τὸν ἐπισκοπικὸν βαθμόν, ἀπηγορεύθη ἐν Ῥώμῃ ἡ ἐκλογὴ λαϊκῶν εἰς ἐπισκόπους. Τοῦτο ἐγένετο τὸ 769 εἰς σύνοδον τῆς Ῥώμης παρουσία 13 Φράγκων ἐπισκόπων. Ἀπεφασίσθη ὅτι μόνον ὅσοι εἲναι Ῥωμαῖοι τὸ ἔθνος καὶ εἶχον φθάσει τουλάχιστον τὸν βαθμὸν τοῦ καρδιναλίου διακόνου δύνανται να εἲναι ὑποψήφιοι. Ἡ ἐκλογὴ ἐγίνετο ὑπὸ τοῦ κλήρου καὶ διὰ να εἲναι ἔγκυρος ἔπρεπε να ἐπικυρωθῇ «ὑπὸ τοῦ ῥωμαϊκοῦ λαοῦ μόνον». Δηλαδὴ ἀπηγορεύετο αὐστηρῶς να ἔχουν σχέσιν μὲ τὴν ἐκλογὴν μὴ Ῥωμαῖοι εἴτε κληρικοὶ εἴτε λαϊκοί.
Ἑπομένως ὁ πάπας ἐξελέγετο ἔκτοτε μόνον ἀπὸ τοὺς καρδιναλίους διακόνους καὶ πρεσβυτέρους, δηλαδὴ ἔκτοτε οἱ ὑποψήφιοι ἦσαν μόνον οἱ καρδινάλιοι (δηλαδὴ προϊστάμενοι) τῶν ἐνοριὼν τῆς πόλεως, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλουν μίαν τρόπον τινὰ μοναχικὴν ἀδελφότητα. Ἐψήφιζεν δὲ τὸν πάπαν ὁ κλῆρος καὶ ἐπευφήμει ὁ λαὸς καὶ ἐχειροτόνουν τὸν ἐκλεγέντα μὲ τὴν ἔγκρισιν τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ῥώμῃ βασιλέως τῶν Ῥωμαίων οἱ ἑπτὰ ἐπίσκοποι τῆς Συνόδου. Τὸ δικαίωμα ἐγκρίσεως καὶ ἀρνησικυρίας ἐπὶ τῶν παπικὼν ἐκλογῶν ἐσφετερίσθη τελικὼς καὶ ἀποφασιστικὼς διὰ τῆς βίας ὁ ψευδοῤῥωμαῖος αὐτοκράτωρ Ὄθων Ἃ' τὸ 963 καὶ ἔκτοτε ἔχασαν οἱ Ῥωμαῖοι κατὰ τρόπον ὁριστικὸν τὸν ἔλεγχον ἐπὶ τῶν παπικὼν ἐκλογῶν, ὡς καὶ αὐτὸν τοῦτον τὸν παπικὸν θρόνον τὸ 1009. Μετὰ τὸ 1054 οἱ Φράγκοι πλέον ἐπίσκοποι τῆς συνόδου τῆς Ῥώμης ἔγιναν καὶ αὐτοὶ καρδινάλιοι.
Παρόμοιον σύστημα ἐφηρμόσθη καὶ εἰς τὸ πατριαρχεῖον τῶν Ἱεροσολύμων.
Ὅμως ὅπως κατὰ τὸν στ' αἰῶνα οὕτω καὶ νῦν ὁ Καρλομάγνος καὶ οἱ διάδοχοι τοῦ εἰς τὴν δυτικὴν (γαλλικὴν) καὶ ἀνατολικὴν (γερμανικὴν) Φραγκίαν ἀπῄτουν τὴν ἀρνησικυρίαν ἐπὶ τῆς ἐκλογῆς τῶν πάπων. Διὰ τῆς βίας τὴν ἐπέτυχον ἀλλὰ μόνον κατὰ διαστήματα ἀναλόγως τῆς ἰσχῦος τοῦ ἐκ Κωνσταντινουπόλεως ῥωμαϊκοῦ στρατεύματος εἰς τὴν ἐλευθέραν νότιον ἰταλικὴν Ῥωμανίαν.
Ὁ στενὸς συνδεσμὸς καὶ ἡ ἐθνικὴ ταυτότης μεταξὺ τῶν Ῥωμαίων τῆς ἰταλικῆς Ῥωμανίας καὶ τῆς ἐν Ἀνατολῇ Ῥωμανίας περὶ τὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ῥώμῃ βασιλέα τῶν Ῥωμαίων φαίνεται σαφέστατα εἰς τὴν Ἡ' ἐν Κωνσταντινουπόλει Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τοῦ 879. Εἰς τὴν σύνοδον ταύτην, ὡς εἴδομεν, τὰ πέντε ῥωμαϊκὰ πατριαρχεῖα, Πρεσβυτέρας Ῥώμης, Νέας Ῥώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων, κατεδίκασαν τοὺς Φράγκους διὰ τὴν ἐκ μέρους τῶν προσθήκην τοῦ αἱρετικοῦ Filioque εἰς τὸ σύμβολον τῆς πίστεως καὶ διὰ τὴν ἐκ μέρους τῶν καταδίκην τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἄξιον μεγάλης προσοχῆς εἲναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πάπας τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης Ἰωάννης Ἡ' ἔκαμε πρότασιν εἰς τὴν ἐν λόγῳ σύνοδον να ἐγκρινοῦν δύο κανόνες διὰ τὴν καλυτέραν προστασίαν τοῦ πατριαρχείου τοῦ ἀπὸ τὴν ἐκ μέρους τῶν Φράγκων διάβρωσίν του. Μόλις τὸ 867, μὲ τὸν θάνατον τοῦ Νικολάου Ἅ', εἶχεν ἐκτοπισθὴ ἐκ Ῥώμης τὸ φραγκόφιλον κόμμα, κυρίως δὲ διὰ τῆς μεταβολῆς τοῦ διατελέσαντος ἀντιπαπα τοῦ φραγκοφίλου κόμματος Ἀναστασίου Βιβλιοθηκάριου εἰς ἔνθερμον ὑποστηρικτὴν τοῦ ἀφωσιωμένου εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὀρθοδόξου ῥωμαϊκοῦ κόμματος. Τῇ ὑποδείξει φαίνεται τοῦ Ἀναστασίου ὁ πάπας Ἰωάννης Ἡ' ἐπρότεινε 1) να μὴ γίνωνται εἰς τὸ ἑξῆς οἱ πατριάρχαι τῶν ἀνατολικῶν πατριαρχείων ἐκ λαϊκῶν κατ' εὐθεῖαν, ἀφοῦ ἡ παράδοσις αὔτη ἀπετέλει μέσον διὰ τοῦ ὁποίου οἱ Φράγκοι ἥρπασαν τὴν ἱεραρχίαν τῆς γαλλικῆς Ῥωμανίας, καὶ 2) ὑποψήφιοι πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης να εἲναι μόνον οἱ καρδινάλιοι (δηλαδὴ προϊστάμενοι) τῶν ἐνοριὼν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Δηλαδὴ ἐπροτάθη ἡ Νέα Ῥώμη να ἀκολουθήσῃ τὸ παράδειγμα τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης.
Ὁ πάπας δεν ἤθελε να ἐπιβάλῃ αὐθαιρέτως τὴν πρᾶξιν τῆς Ῥώμης ἐπὶ τῆς Νέας Ῥώμης, ὡς ἐμφανίζουν τὴν ὑπόθεσιν ταύτην οἱ ἱστορικοί. Οἱ Φράγκοι καὶ φραγκόφιλοι Ῥωμαῖοι ἐπεκαλοῦντο φαίνεται τὴν πρᾶξιν τῆς Ἀνατολῆς περὶ ἀναδείξεως λαϊκῶν εἰς πατριάρχας καὶ μεταθέσεως πρεσβυτέρων ἀπὸ ἄλλην ἐκκλησίαν εἰς τὸ πατριαρχεῖον τῆς Νέας Ῥώμης, τῆς πρώτης πρωτευούσης τῆς Ῥωμανίας, ὡς π.χ. τῶν ἐξ Ἀντιοχείας Χρυσοστόμου καὶ Νεστορίου. Ὁ πάπας ἤθελε προφανῶς να θεσπισθοὺν οἱ ἐν λόγῳ προταθέντες κανόνες, διότι, ἐὰν ἐγίνοντο νόμοι τῶν Ῥωμαίων τῇ ὑπογραφῇ τῶν πρακτικὼν τῆς συνόδου ἐκ μέρους τοῦ βασιλέως τῶν Ῥωμαίων, θὰ ὑπεχρεοῦντο οἱ Φράγκοι καὶ οἱ φραγκόφιλοι να τοὺς σεβασθούν. Ὅμως δεν ἐγένοντο ἀποδεκτοὶ καὶ ἀντ' αὐτῶν ἐθεσπίσθη κανὼν διαφυλάττων τὰ περὶ τῶν ἐν λόγῳ θεμάτων κατὰ τόπους ἔθιμα. Δηλαδὴ ἔγιναν νόμοι τῶν Ῥωμαίων τὰ ἔθιμα τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης ἀλλὰ μόνον διὰ τὴν Πρεσβυτέραν Ῥώμην.
Σημειωτέον ὅτι ὁ διάδοχος τοῦ Ἰωάννου Ἡ' ὁ Μαρίνος Ἃ' ἔγινε τὸ 881 ὁ πρῶτος εἰς τὴν ἱστορίαν δι' ἀντικανονικῆς μεταθέσεως ἀπὸ ἄλλην ἐπισκοπὴν πάπας. Διὰ τοῦτο δεν ἀνεγνωρίσθη ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Ῥωμαίων Βασιλείου Α' καὶ τῶν πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολής.
Πάντως μετὰ τὴν ἐκδίωξιν τῶν Ἀράβων ἀπὸ τὴν κάτω ἰταλικὴν Ῥωμανίαν τὸ 867 ἡ θέσις τῶν ἐν Ῥώμῃ Ῥωμαίων ἔναντι τῶν Φράγκων ἦτο ἰσχυροτάτη. Κατηργήθησαν ἐντὸς ὀλίγου ὅλαι αἱ γενόμεναι ὑπὸ τοῦ Λέοντος Γ' τὸ 800 εἰς τοὺς Φράγκους παραχωρήσεις. Τὸ 962 ὅμως οἱ Τευτονοφράγκοι ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τοῦ Ὄθωνος Ἃ' εἰσέβαλον εἰς τὴν ἰταλικὴν Ῥωμανίαν ἐκ τῆς ἀνατολικῆς Φραγκίας (μετέπειτα Γερμανίας), ἐνεσωμάτωσαν τὴν βόρειον καὶ μέσην ἰταλικὴν Ῥωμανίαν εἰς τὴν ἀνατολικὴν Φραγκίαν καὶ ἐπέβαλον κατὰ διαστήματα Φράγκους καὶ φραγκοφίλους Πάπας. Ἅμα τῇ ἀναχωρήσει τοῦ Ὄθωνος, ἀφοῦ ἐστέφθη ὑπὸ τοῦ πάπα imperator, ἐπανεστάτησαν οἱ ἐν Ῥώμῃ Ῥωμαῖοι τῇ ἡγεσίᾳ τοῦ ἰδίου τοῦ πάπα καὶ ἀνέτρεψαν τὰ συμπεφωνημένα. Τὸ 963 ἐπάνηλθεν ὁ Ὄθων καὶ πάλιν καὶ κατέκτησε τὴν Ῥώμην. Ἔπειτα ἀπὸ καιρὸν ἀντέδρασαν πάλιν μὲ φανατισμὸν οἱ Ῥωμαῖοι καὶ μάλιστα μὲ τὴν ἰσχυρὰν συμπαράστασιν τοῦ ἐκ Κωνσταντινουπόλεως ἐν κάτω ἰταλικῇ Ῥωμανία ῥωμαϊκοῦ στρατοῦ. Μάλιστα ὁ ἐκ Νέας Ῥώμης ῥωμαϊκὸς αὐτὸς στρατὸς ἔφτασε μέχρι τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης πρὸς κατάληψιν αὐτῆς, ἀλλὰ τελικὼς ἠναγκάσθη να ὑποχωρήση, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ὑποταγὴν τοῦ πατριαρχείου τῆς Ῥώμης εἰς τοὺς Φράγκους μὲ τὴν ἐκθρόνισιν τοῦ τελευταίου πιστοῦ εἰς τὴν Ῥωμαιοσύνην Ῥωμαίου πάπα τὸ 1009.
Φαίνεται ὅτι συντελεῖ εἰς τὴν συγκάλυψιν τῆς πραγματικῆς ἱστορίας τῶν σχέσεων μεταξὺ Ῥωμαίων καὶ Φράγκων τὸ γεγονὸς ὅτι οὐδέποτε πρὸ τοῦ ἴα' αἰῶνος χαρακτηρίζουν οἱ Ῥωμαῖοι τοὺς Φράγκους ὀνομαστὶ ὡς αἱρετικούς, ἐνῶ οἱ Φράγκοι ἤδη ἀπὸ τοῦ 794 χαρακτηρίζουν τοὺς «Γραικοὺς» ὡς αἱρετικούς, ὡς εἴδομεν.
Τὸ φαινόμενον τοῦτο ἐξηγεῖται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εὑρίσκοντο ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν τῶν Φράγκων πάμπολλα ἑκατομμύρια ὑποδούλων Ῥωμαίων καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ πατριαρχεῖον τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης, δηλαδὴ τῆς παπικὴς Ῥωμανίας ἢ τὸ παπικὸν κράτος ἀπὸ τὸ 774.
Εἲναι γνωστὸν τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Φράγκοι ἔσφαζον ἀδιστάκτως τοὺς ὑπ' αὐτῶν θεωρουμένους αἱρετικοὺς ὡς ἐχθροὺς τῆς Φραγκοσύνης. Ἡ Ἱερὰ Ἐξέτασις εἲναι ἡ ἀπ' ἀρχῆς γραμμὴ τῶν Φράγκων καὶ ὄχι μεταγενέστερα μόνον ἐξέλιξις. Διὰ τοῦτο ἀσφαλῶς ἐγένετο ἀποδεκτὴ ἡ πρότασις τοῦ πάπα Ἰωάννου Ἡ' πρὸς τὸν Μέγαν Φώτιον καὶ τὴν Ἡ' Οἰκουμενικὴν Σύνοδον να χρησιμοποιηθὴ διπλωματία διὰ τὴν ἀπάλειψιν τοῦ Filioque.
Ἀκολουθοῦντες λοιπὸν τὴν γραμμὴν αὐτὴν τοῦ πάπα Ἰωάννου Η' καὶ τοῦ Μεγάλου Φωτίου οἱ Ῥωμαῖοι παπαῖ μέχρι τοῦ τελευταίου αὐτῶν τὸ 1009 δεν ἔπαυσαν τὴν προσπάθειαν τῶν να διοικοῦν ὀρθοδόξως κυρίως τοὺς Λατινοφράγκους (Φραντσέζους) καὶ ὡς ἐκ τούτου εὑρίσκοντο εἰς μυστηριακὴν κοινωνίαν μετ' αὐτῶν ἐλπίζοντες ἀφ' ἑνὸς μὲν ὅτι ἐν καιρῷ θὰ συμμορφωθοὺν καὶ ἀφ' ἑτέρου δὲ φοβούμενοι ὅτι διακοπὴ μυστηριακῆς κοινωνίας θὰ ἐθεωρεῖτο ὡς διακήρυξις ὅτι οἱ ἐν τῇ Δύσει Ῥωμαῖοι θεωροῦν τοὺς Φράγκους ὡς αἱρετικούς. Ὅμως ἡ γραμμὴ αὔτη ἀπέτυχεν ἐξ αἰτίας τῆς σκληρότητος τῶν Τευτονοφράγκων (Γερμανὼν) οἵτινες κατέλαβον τὴν παπικὴν Ῥωμανίαν τὸ 962, ἐξεδίωξαν τοὺς Ῥωμαίους ἀπὸ τὴν παπικὴν ἐθναρχίαν τῶν τὸ 963 καὶ ὁριστικῶς τὸ 1009, καὶ οὕτω ἐπέβαλον εὐθὺς καὶ τὸ Filioque εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν Ὀρθόδοξον Πρεσβυτέραν Ῥώμην.
Ταῦτα πάντα διαστρέφονται εἰς τὰ εὐρωπαϊκὰ καὶ νεοελληνικὰ ἐγχειρίδια, διότι ἐμφανίζονται οἱ ἐξ ἀνατολικῆς καὶ κάτω ἰταλικῆς Ῥωμανίας Ῥωμαῖοι ὡς «Γραικοὶ» ἢ «Βυζαντινοὶ» καὶ ἑπομένως ὡς ἀποικιοκράται καὶ ξένοι πρὸς τοὺς ἐν Ῥώμῃ ἀγωνιζομένους κατὰ τῶν Φράγκων Ῥωμαίους.
Μάλιστα οἱ Εὐρωπαίοι ἐμφανίζουν τοὺς ἐν Ῥώμῃ Ῥωμαίους ὡς ξένους πρὸς τὸν πολιτισμὸν τῶν «Γραικὼν» ἢ «Βυζαντινῶν» καὶ ὡς ἀνήκοντας εἰς τὸν «λατινικὸν» πολιτισμὸν τῶν Φράγκων.
Χαρακτηριστικὸς ἐν προκειμένῳ εἶναι ὁ ἑξῆς ἰσχυρισμὸς τοῦ Φραντσέζου ἱστορικοῦ Fernand Mourret περὶ τῆς μετὰ τὸν Ἡράκλειον περιόδου· «Εἰς τὸ ἑξῆς οἱ παπαῖ εὗρον ἑαυτοὺς ἐνώπιον ὄχι τόσον μιᾶς ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας τῆς Ἀνατολῆς ὅσον μιᾶς γραικικὴς αὐτοκρατορίας, καὶ ὄχι τόσον μιᾶς γραικικὴς αὐτοκρατορίας ὅσον μιᾶς γραικικὴς ἐκκλησίας».
Μάλιστα εἰς τάς γενομένας εἰς τὴν ἀγγλικὴν μεταφράσεις τῶν ἔργων τοῦ ἀκμάσαντος κατὰ τὸν Ἰδ' αἰῶνα μεγάλου Ἄραβος ἱστορικοῦ Ibn Khaldum τὸ ὄνομα «Ῥοὺμ» ἀποδίδεται μὲ τὸ Ῥωμαῖος μέχρι τοῦ Ἡρακλείου καὶ μετὰ τὸν Ἡράκλειον τὸ ἴδιον ὄνομα «Ῥοὺμ» μεταφράζεται εἰς ὅλον τὸ ὑπόλοιπον ἔργον μὲ τὸ «Βυζαντινός».
Καλά, ἀλλὰ διατὶ οἱ ἀνατολικοὶ Ῥωμαῖοι μετὰ τὸν Ἡράκλειον ἐμφανίζονται ὡς «Γραικοὶ» καὶ «Βυζαντινοὶ» καὶ οἱ ἐν τῇ Δύσει Ῥωμαῖοι ὑπὸ φραγκικὴν κυριαρχίαν παραμενοῦν Ῥωμαῖοι;
Ἀσφαλῶς διότι οἱ Γερμανοὶ ψευδοαυτοκράτορες τῶν Ῥωμαίων πρέπει να ἔχουν Ῥωμαίους ὑπηκόους καὶ ἰδικὴν τῶν Ῥωμανίαν (τὸ Παπικὸν Κράτος), ἀλλὰ κυρίως διότι οὐδαμοῦ εἰς τὸν κόσμον ὑπάρχουν τόσον ἀντικειμενικοὶ ἱστορικοὶ ὡς εἰς τὴν Εὐρώπην, πρὸ πάντων εἰς τὰ θέματα περὶ Ῥωμηοσύνης.
3) Ἡ Ῥωμαιοσύνη καὶ ὁ Γερμανισμός, τὸ ὑπόβαθρον τῆς διασπάσεως τῆς θρησκευτικῆς Φραγκοσύνης.
Εἲναι φαινόμενον περίεργον ὅτι κατὰ τὴν πολιτικὴν καὶ θρησκευτικὴν ἐπανάστασιν τῶν Διαμαρτυρομένων τὸν ἰστ' αἰῶνα σχεδὸν ὅλα τὰ παλαιὰ ἐδάφη τῆς ἐν Εὐρώπῃ Ῥωμανίας ἔμειναν ἠνωμένα μὲ τὸν λεγόμενον Ῥωμαῖον πάπαν τῆς Ῥώμης καὶ τὸν λεγόμενον αὐτοκράτορα τῶν Ῥωμαίων τῆς Γερμανίας, ἐνῶ ἀπεσπάσθησαν ἀπὸ τὴν ἕνωσιν αὐτὴν οἱ ἐθνικὼς γνησιώτεροι Γερμανοί, οἱ Σκανδιναυοί, καὶ οἱ Νορμανδοὶ τῆς Ἀγγλίας. Οἱ ἀντιτιθέμενοι πρὸς τοὺς Γερμανοὺς Σλαύοι τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης ἔμειναν καὶ αὐτοὶ πιστοὶ εἰς τὴν ῥωμαϊκὴν ἰδέαν. Ὅμως πιστοὶ εἰς τὴν ῥωμαϊκὴν ἰδέαν ἔμειναν καὶ οἱ γερμανόφωνοι κάτοικοι τῶν πρῴην ἐπαρχιῶν τῆς Ῥωμανίας, ὡς αἱ περιοχαὶ τοῦ Ῥήνου ποταμοῦ, Σουηβίας, τῆς Βαυαρίας καὶ τῆς Αὐστρίας. Τοῦτο διότι οὔτοι εἲναι γερμανόφωνοι Ῥωμαῖοι κατὰ τὴν ἐθνικὴν τῶν καταγωγὴν καὶ ὄχι Γερμανοί, ὡς εἲναι καὶ οἱ τουρκόφωνοι καὶ ἀραβόφωνοι Ῥωμαῖοι. Τὸ ῥωμαϊκὸν ἰδεῶδες παρέμεινεν εἰς αὐτοὺς παρὰ τὴν γλωσσικὴν ἐκγερμάνισιν αὐτῶν. Τὸ ἴδιον φαίνεται ἰσχύει εἰς τὴν περίπτωσιν τῆς Οὐγγαρίας, ἥτις καλύπτει κυρίως μέρος τῆς ῥωμαϊκῆς Παννονίας.
Μεταξὺ τῶν πρῴην ἐκρωμαϊσθέντων Κελτὼν ἔμειναν πιστοὶ εἰς τὸ ῥωμαϊκὸν ἰδεῶδες μόνον οἱ Ἰρλανδοί. Οἱ Οὐαλλοὶ (Βλάχοι) καὶ Σκώτοι τῆς Μεγάλης Βρεταννίας ἐστράφησαν κατὰ τῆς ῥωμαϊκῆς ἰδέας, ἀφοῦ συνεδύασαν αὐτὴν μὲ τὴν μεσαιωνικὴν τυραννίαν τοῦ φεουδαλισμοὺ τῶν Νορμανδὼν καὶ Φράγκων. Κάτι παρόμοιον συνέβη μὲ τοὺς Ἐλβετοὺς οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν φραντσέζικα, γερμανικὰ καὶ ἰταλικὰ τῶν κατακτητῶν τῶν ἀλλὰ δεν ἀπέκτησαν τὴν ἐθνικὴν συνείδησιν τῶν γερμανικὼν τούτων φυλῶν. Ἀπώλεσαν ὅμως τὴν ῥωμαϊκὴν συνείδησιν, ἐφ' ὅσον ἐταυτίσθη δι' αὐτοὺς ἡ Ῥωμαιοσύνη μὲ τὸν Φράγκον πάπαν καὶ τὸν Γερμανὸν ψευδοαυτοκράτορα τῶν Ῥωμαίων.
Τὸ φαινόμενον αὐτὸ τοῦ τρόπου διασπάσεως τῆς Εὐρώπης πρέπει φαίνεται να ἑρμηνευθῇ ὡς ὀφειλόμενον εἰς τὴν ἀρχικὴν ὑπὸ τῶν Φράγκων διάβρωσιν τῆς ῥωμαϊκῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐθναρχίας βάσει τοῦ μύθου τῆς πιστότητος τῶν Φράγκων εἰς τὸ ῥωμαϊκὸν ἰδεῶδες καὶ τῆς ἐν χρὸνφ ἀφομοιώσεως αὐτῶν τούτων τῶν Λατινοφράγκων καὶ Ἰσπανογότθων, ὑπὸ τοῦ ἰδεώδους τούτου. Οἱ ἐκτὸς τῶν συνόρων τῆς Ῥωμανίας Γερμανοί, ὡς οἱ ἱστορικοὶ ἐχθροὶ τῆς Ῥώμης ἀπὸ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους, δεν ἀπέκτησαν εἰς τὸν ἴδιον βαθμὸν τὰ αἰσθήματα τῶν ἐκρωμαϊσθέντων Γότθων, Φράγκων καὶ Λογγοβάρδων καὶ οὕτως ἀπεσπάσθησαν ἀπὸ τὴν λεγομένην Ῥωμαϊκὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἀπὸ τὸν λεγόμενον αὐτοκράτορα τῶν Ῥωμαίων καὶ ἀπετέλεσαν τὸν πυρῆνα τοῦ προτεσταντικοὺ κόσμου.
Μάλιστα οἱ γερμανικὴς προελεύσεως Προτεστάνται ἐσυνήθισαν ὡς ἱστορικοὶ ἐχθροὶ τῶν Ῥωμαίων να ἀποδίδουν τὰ εἰς αὐτοὺς δυσάρεστα τῆς φραγκικὴς Παπωσύνης εἰς τὸ ῥωμαϊκὸν παρελθὸν τῆς λεγομένης Ῥωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε να ἀποδοθοὺν εἰς τοὺς Γερμανοὺς Φράγκους, ἀφοῦ οἱ Φράγκοι διεμόρφωσαν τὴν μεταῤῥωμαϊκὴν Παπωσύνην καὶ ἀφοῦ ἡ μόνη πραγματικὴ Ἐκκλησία τῶν Ῥωμαίων εἲναι ἡ Ὀρθόδοξος τῶν τεσσάρων ἐναπομεινάντων πραγματικῶν ῥωμαϊκῶν πατριαρχείων, τὰ ὁποῖα μόνον ὑπὸ τῶν Φράγκων λέγονται «Γραικικά».
Οὐδαμοῦ φαίνεται τόσον ἐπιτυχημένη ἡ περὶ «Γραικὼν» προπαγάνδα τῶν Φράγκων ὅσον εἰς τὸ ὡς ἄνω περιγραφὲν γεγονὸς ὅτι τὰ πρῴην δυτικὰ ἐδάφη τῆς Ῥωμανίας ἔμειναν πιστὰ εἰς τὴν ἰδέαν τῆς Ῥωμαιοσύνης παρ' ὅτι εἶχον εἰς τὴν πραγματικότητα μίαν φραγκευμένην μορφὴν αὐτῆς, ἐνῶ ἔμαθον να μισοῦν τὴν πραγματικὴν καὶ ἀνόθευτον Ῥωμαιοσύνην τῆς Ἀνατολῆς, ἥτις μέχρι σήμερον ἐμφανίζεται εἰς τοὺς Εὐρωπαίους ὑπὸ τὴν μορφὴν τοῦ φραγκικὴς προελεύσεως «Γραικισμοὺ» ἢ «Βυζαντινισμού».
Τὸ παράδοξον ὅμως εἲναι ὅτι καὶ οἱ Νεογραικοί, ὡς μεταπηδήσαντες πνευματικὼς καὶ ἐπιστημονικὼς εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ ἔχοντες πατροπαράδοτον ἀποστροφὴν πρὸς τὴν λατινικὴν ἐκκλησίαν, υἱοθέτησαν ὡς ἰδικὴν τῶν τὴν γερμανικὴν προτεσταντικὴν γραμμὴν ὅτι τὰ κακὰ τῆς ΙΊαπωσύνης ὀφείλονται εἰς τὸ «ῥωμαϊκὸν» παρελθόν, δηλαδὴ εἰς τὴν Ῥωμαιοσύνην καὶ ὄχι εἰς τὴν γερμανικὴν Φραγκοσύνην.
Παραλλήλως πρὸς τὰ τοιαῦτα κυρίως οἱ Γερμανοὶ ἐξύψωσαν τὸ κῦρος τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ἔναντι τῶν Ῥωμαίων. Οὕτως οἱ Νεογραικοι λησμονήσαντες μετὰ τῶν Εὐρωπαίων ὅτι οἱ Ῥωμαῖοι εἶχον γίνει Ἕλληνες, προσπαθοὺν να ἀποδώσουν τὴν ἀνωτερότητα τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι τῆς Παπωσύνης εἰς τὴν ἑλληνικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι τῆς ῥωμαϊκότητος τῆς Παπωσύνης λησμονήσαντες πάλιν ὅτι προκεῖται περὶ φραγκικὴς καὶ ὄχι ῥωμαίικης ἢ ῥωμαϊκῆς Παπωσύνης.
Εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως ἡ Ῥωμαιοσύνη εἲναι ἡ γνήσια Ῥωμαϊκὴ Ὀρθοδοξία μὲ ἑλληνοχριστιανικὸν πολιτισμὸν καὶ ἡ σημερινὴ Παπωσύνη εἲναι ἡ σύγχρονος μορφὴ τῆς μεσαιωνικὴς Φραγκοσύνης, ἥτις κατέστρεψε τὰ ἐν τῇ δύσει ῥωμαϊκὰ στοιχεῖα καὶ ἀντικατέστησεν αὐτὰ μὲ τὸν φεουδαλισμόν.
4) Ὁ Φεουδαλισμός, καὶ ὄχι ἡ Ῥωμαιοσύνη, εἰς τὰ θεμέλια τῆς φραγκικὴς Παπωσύνης.
Ἡ Ἐκκλησία τῶν Ῥωμαίων ἦτο ὠργανωμένη βάσει τῶν ἀποστολικῶν ἀρχῶν καὶ τοῦ ῥωμαϊκοῦ νόμου, δηλαδὴ τῶν κανόνων τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, εἰς τοπικὰς αὐτοκεφάλους καὶ αὐτονόμους ἐκκλησίας περὶ τὰ πέντε ῥωμαϊκὰ πατριαρχεῖα Πρεσβυτέρας Ῥώμης, Νέας Ῥώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων. Εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συστήματος εἲναι τὸ συνοδικὸν σύστημα μὲ προέδρους πατριάρχας, ἀρχιεπισκόπους, καὶ μητροπολίτας. Ἀπὸ τὰ ῥωμαϊκὰ πατριαρχεῖα λείπει ἀπὸ τὸ 1009 τὸ καταληφθὲν ὑπὸ τῶν Φράγκων πατριαρχεῖον τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης.
Εἰς τὴν φραγκικὴν ΙΙαπωσύνην ἀντιθέτως κατηργήθη τὸ πρὸ τῶν Φράγκων ῥωμαϊκὸν συνοδικὸν σύστημα καὶ ἀντικατεστάθη μὲ μίαν ἐκκλησιαστικὴν μορφὴν τοῦ Φεουδαλισμού. Ὁ Φράγκος πάπας ἐν τῇ Φραγκοσύνη ἔγινε θεωρητικῶς τουλάχιστον ὅ,τι ἦτο ὁ φεουδάρχης ἡγεμὼν ἢ ῥὴξ ἢ αὐτοκράτωρ. Ἐπεκράτησε μεταξὺ τῶν Φράγκων να διορίζεται ἡ ἱεραρχία ἀπὸ τὸν ῥήγα ἢ τὸν αὐτοκράτορα, ἀφοῦ ἡ ἱεραρχία ἀπετέλει πλέον τὸ σπουδαιότερον μέρος τῆς φραγκικὴς διοικήσεως τοῦ ἀπέραντου πλήθους τῆς τάξεως τῶν δουλοπάροικων, ὅπως εἴδομεν. Ὁ Φράγκος πάπας δεν ἔπῃρε τὴν θέσιν τοῦ βασιλέως τῶν Ῥωμαίων, ἀλλὰ τὴν θέσιν τοῦ Φράγκου αὐτοκράτορος ἢ ῥηγός.
Θεωρητικῶς ὅλα τὰ φέουδα ἦσαν κτήματα τῶν ῥηγὼν καὶ παρεχωροῦντο ἰσοβίως εἰς τοὺς Φράγκους ἢ εὐγενεῖς πολεμάρχους δοῦκας, κομήτας, βαρώνους καὶ κατωτέρους ἱππότας. Ἐν καιρῷ τὰ φέουδα ἀνεγνωρίζοντο, ἂν ὄχι θεωρητικῶς, ἐν τοῖς πράγμασι τουλάχιστον, ὡς κληρονομικὰ οἰκογενειακὰ δικαιώματα. Διὰ τοῦτο ἐσυνηθίζετο εἰς τοὺς ῥήγας καὶ αὐτοκράτορας να δίδουν φέουδα εἰς ἱεράρχας, διότι δεν προέκυπτε μὲ αὐτοὺς πρόβλημα κληρονομίας, ἀφοῦ οἱ ἐπίσκοποι δεν εἶχον «νομίμους» συζυγοῦς καὶ «νόμιμα» τέκνα. Οὔτε ὑπελείποντο οἱ Φράγκοι ἐπίσκοποι εἰς πολεμικὴν ἱκανότητα καὶ δεινότητα. Ὡς εὐγενεῖς ἦσαν ἀναπόστατον μέρος τῆς ἰπποτικὴς στρατιωτικῆς εὐγενοῦς τάξεως. Οὕτως ἀνεπτύχθη ἡ παράδοξος παράδοσις μεταξὺ τῶν Φράγκων, να μὴ διαφέρουν οἱ ἐπίσκοποι σχεδὸν διόλου ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς δοῦκας, κομήτας, κ.τ.λ. ἐξ ἐπόψεως κοσμικῆς ἐξουσίας ἀλλὰ καὶ τρόπου ζωῆς. Ἀπὸ τὴν παράδοσιν αὐτὴν ἐπεκράτησεν ἡ ἰδέα ὅτι ὁ ἱεράρχης εἲναι διοικητὴς καὶ ὄχι πνευματικὸς πατήρ. Ἀπὸ τὴν ἰδίαν ἰπποτικὴν παράδοσιν ἐσχηματίσθησαν τὰ εὐγενικὰ μοναχικὰ τάγματα τῶν πολεμιστῶν μοναχῶν, τὰ ὁποῖα κατέπληξαν τοὺς Ὀρθοδόξους Ῥωμαίους κατὰ τάς ἐν Ἀνατολῇ «ἁγίας» σταυροφορίας διὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς ἀνατολικῆς Ῥωμανίας ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους καὶ «Γραικούς».
Οὕτω διὰ τῆς ἱεραρχίας ὁ ῥὴξ ἢ ὁ αὐτοκράτωρ συνεκέντρωνεν ἀσφαλέστερον τὴν κρατικὴν δύναμιν εἰς χεῖρας τοῦ, καὶ ἀπεφεύγετο ἀποτελεσματικώτερον ἡ ἀποκέντρωσις τῆς στρατιωτικῆς καὶ οἰκονομικῆς ἰσχῦος, ἥτις ἦτο τὸ φυσικὸν ἀποτέλεσμα τῶν κληρονομικὼν οἰκογενειακὼν δικαιωμάτων.
Εἰς τὴν περίπτωσιν παραχωρήσεως φέουδων εἰς ἱεράρχας ἐκ μέρους τοῦ ῥηγὸς ἐτηροῦντο οἱ κανονικοὶ τελετουργικοὶ τύποι, μὲ τὴν διαφορὰν ὅτι ἀντὶ να χρησιμοποιηθὴ σπαθὶ ἢ ἀκόντιον ἢ ἀσπίδα παρέδιδεν ὁ ῥὴξ εἰς τὸν ἱεράρχην τὸ ἀρχιερατικὸν ὠμοφόριον (pallium). Τὸ ἀποτέλεσμα ὅλης αὐτῆς τῆς καταστάσεως ἦτο ἡ τελεία καταπτῶσις τῆς ἱεραρχίας ἐξ ἐπόψεως πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς, ἥτις ὅμως εἶχεν ἐπικρατήσει ἀφ' ὅτου οἱ Φράγκοι ἔγιναν οἱ ἐπίσκοποι καὶ ἡγούμενοι τῶν κατακτηθέντων Ῥωμαίων ὅπως εἴδομεν.
Ἠγέρθησαν τὰ γνωστὰ κινήματα διὰ τὴν κάθαρσιν τῆς φραγκικὴς Ἐκκλησίας ἀπὸ τάς ἀρχὰς τοῦ θ' αἰῶνος, ἀλλὰ Φράγκοι ὄντες οἱ ἡγέται αὐτῶν καὶ μὴ γνωρίζοντες τὴν ῥωμαϊκὴν ὀργάνωσιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ ἀποστολικὰ δογματικὰ θεμέλια αὐτῆς, συνέλαβον τὰ σχέδια καθάρσεως βάσει τῆς φεουδαρχικὴς κοινωνίας, ἀφοῦ μόνον αὐτὴν ἐγνώριζον. Ἐπειδὴ δὲ ἐπίστευσαν ὅτι ἡ πτῶσις τῆς Ἐκκλησίας ὠφείλετο εἰς τὸν διορισμὸν τῶν ἐπισκόπων ὑπὸ τοῦ ῥηγὸς ἢ τοῦ αὐτοκράτορος, ἐκαλλιέργησαν μίαν θεολογικὴν γραμμὴν πολὺ ἁπλῆν. Ἁπλῶς ἔθεσαν τὸν πάπαν τῆς Ῥώμης εἰς τὴν θέσιν τοῦ αὐτοκράτορος ἢ ῥηγὸς καὶ ἰσχυρίσθησαν 1) ὅτι ὄχι ὁ αὐτοκράτωρ ἀλλὰ ὁ πάπας διορίζει τοὺς ἐπισκόπους καὶ παραδίδει τὸ ὠμοφόριον καὶ 2) ὅτι τοῦτο ἀποτελεῖ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας παραδοθὲν ἀπὸ τὸν Χριστὸν τὸν ἴδιον, ὅστις εἶπεν εἰς τὸν ἀπόστολον Πέτρον «Σῦ εἰ Πέτρος καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν», ὥστε ὁ ἐν Ῥώμῃ τάχα μόνος διάδοχος τοῦ Πέτρου να διοικήσῃ τὴν Ἐκκλησίαν ὡς ἀπόλυτος φεουδάρχης μονάρχης.
Μεταξὺ τῶν Φράγκων ἐχωρίσθη ἡ χειροτονία τοῦ κλήρου ἀπὸ τὴν ἐγκατάστασιν αὐτοῦ εἰς ὡρισμένην θέσιν κατὰ μίμησιν πάλιν τοῦ φεουδαρχικοὺ ἰδεώδους. Ὅπως ὁ ῥὴξ ἦτο ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ κράτους καὶ οἱ εὐγενεῖς ἐγίνοντο κατ' ἀνάθεσιν κάτοχοι καὶ ἐκμεταλλευταὶ τοῦ κτήματος τοῦ ἰδιοκτήτου ῥηγός, οὕτω καὶ οἱ ἐπίσκοποι εἶχον τὴν ἰδίαν θέσιν ἔναντι τοῦ ἰδίου ῥηγός. Μέσῳ τῆς χειροτονίας ἀνήκαν εἰς τὴν τάξιν τοῦ «εὐγενοῦς» κλήρου, ἀλλὰ κάτειχον κατ' ἀνάθεσιν τὰ κτήματα τοῦ ῥηγός. Ὅταν οἱ Φράγκοι ἥρπασαν τελικὼς τὸ πατριαρχεῖον τῆς Ῥώμης, οἱ ἡγέται τῶν θρησκευτικῶν κινημάτων ἀντικατέστησαν θεωρητικῶς καὶ δογματικὼς τὸν κτήτορα ῥήγα ἢ αὐτοκράτορα μὲ τὸν πάπαν. Οὕτω μέχρι σήμερον ἕκαστος ἱεράρχης τῆς φραγκοπαπικὴς ἐκκλησίας διορίζεται (θεωρητικῶς τουλάχιστον) ὑπὸ τοῦ πάπα, λαμβάνει ἀπὸ τὸν πάπαν τὸ ὠμοφόριον κατὰ τὸ φεουδαρχικὸν τυπικόν, ἐγκαθίσταται εἰς τὴν θέσιν τοῦ διὰ μίαν πενταετίαν μόνον, καὶ ὁ διορισμὸς ἀνανεούται ἀνὰ πενταετίαν, ἀλλ' ἑκάστην φορὰν κατὰ τὴν ἀπόλυτον κρίσιν καὶ διάθεσιν τοῦ πάπα.
Ἡ θεωρία ὅμως περιωρίσθη σοβαρῶς εἰς τὴν πρᾶξιν,
160
ἀφοῦ μέσῳ κογκορδάτων ἀπέκτησαν οἱ ῥῆγες τῆς Εὐρώπης τὸ δικαίωμα να διορίζουν αὐτοὶ τοὺς ἐπισκόπους τῶν. Μάλιστα ὁ Γερμανὸς ψευδοαυτοκράτωρ «τῶν Ῥωμαίων» ἀπέκτησε δικαίωμα ἀρνησικυρίας — καὶ οὕτως ἐλέγχου — ἐπὶ τῆς ἐκλογῆς τῶν παπών. Ἡ δὲ παράδοσις αὐτὴ διεσώθη μέχρι καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ αἰῶνος.
Ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴν τελετὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ῥώμῃ τῆς στέψεως τοῦ βασιλέως τῶν Ῥωμαίων ὑπὸ τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου, τὴν ὁποίαν εἰσήγαγον εἰς τὴν Πρεσβυτέραν Ῥώμην οἱ Φράγκοι, διὰ να δικαιολογήσουν τὸν ὑπ' αὐτῶν σφετερισμὸν τοῦ τίτλου «αὐτοκράτωρ τῶν Ῥωμαίων», οἱ Φράγκοι ἡγέται τῶν κινημάτων διὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς ἱεραρχίας ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα συνήγαγον τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ πάπας εἲναι αὐθέντης ὄχι μόνον τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ τῶν κρατικὼν ἐξουσιῶν καὶ ἀκόμη αὐτοῦ τούτου τοῦ αὐτοκράτορος, τὸν ὁποῖον στέφει. Δηλαδὴ ὅπως ὁ αὐτοκράτωρ ἔδιδε τὰ φέουδα εἰς ἱεράρχην, οὕτω τώρα ὁ πάπας δίδει, ὡς ἰσχυρίζεται, ἐξουσίαν εἰς τὸν αὐτοκράτορα ὡς φέουδον. Οὕτω βλέπομεν τὸ παράδοξον φαινόμενον να ἀγωνίζονται εἰς τὴν Φραγκίαν ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξις «τῶν εὐγενῶν» καὶ ἡ ἰπποτικὴ τάξις «τῶν εὐγενῶν» διὰ τὸν ἀπόλυτον ἔλεγχον ὅλων τῶν ἐξουσιῶν.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ῥωμανίας οὐδέποτε εἶχεν εἰς τὰ θεμέλια τοῦ διοικητικοῦ τῆς συστήματος τοιαῦτα φεουδαρχικὰ στοιχεῖα. Ἀπεναντίας ἡ χειροτονία καὶ ἡ ἐγκατάστασις εἰς ἐπισκοπὴν (τῶν ὁποίων προηγεῖτο ἡ ἐκλογὴ τοῦ ὑποψηφίου ὑπὸ τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ κλήρου τῆς ἐπισκοπῆς ἢ μητροπόλεως τῇ συναινέσει τῆς ἱεραρχίας τῆς αὐτοκεφάλου ἢ αὐτονόμου συνόδου εἰς ἢν ἀνῇκεν ὁ ὑποψήφιος) ἦσαν πάντοτε ταὐτὸν καὶ εἶχον τόσον τὸν ἰσόβιον χαρακτῆρα, ὥστε να θεωρῶνται καὶ πνευματικὸς γάμος ἄλυτος. Διὰ τοῦτο δεν ἐπιτρέπονται αἱ μεταθέσεις. Μόνον εἰς τὴν περίπτωσιν τῶν πατριαρχῶν ὁ βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων ἐλάμδανε μέρος εἰς τὴν ἐκλογήν, ἀφοῦ πρῶτον οἱ ὑποψήφιοι ἐξελέγοντο ὑπὸ τοῦ κλήρου καὶ λαοῦ.
Ἐκτὸς τούτου ἡ οὐσιαστικὴ ἰσότης τῶν ἐπισκόπων εἲναι βασικὸν δόγμα τῶν Ῥωμαίων Ὀρθοδόξων, διότι ἕκαστος ἱεράρχης δεν ἔχει μέρος τῆς ἀρχιερωσύνης ἀλλὰ ὁλόκληρον τὴν ἀρχιερωσύνην, ἀφοῦ ὅμως εὑρίσκεται ἐν κοινωνίᾳ ἀγάπης καὶ ἀπολύτου συνεργασίας μετὰ τῶν συναδελφῶν τοῦ ὡς μέλος τῆς κατὰ τόπον ἱερὰς συνόδου. Ὁ πρόεδρος ἑκάστης συνόδου εἲναι ὁ πρῶτος μεταξὺ ἴσων καὶ ὁ πρῶτος πατριάρχης εἲναι πάλιν ὁ πρῶτος μεταξὺ ἴσων, διότι αἱ σύνοδοι εἲναι ἴσαι μεταξὺ τῶν, ἀφοῦ οἱ ἐπίσκοποι πάντες εἲναι ταὐτὸν ἐν τῇ ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, ἔχοντες ἕκαστος ἐξ αὐτῶν ὁλόκληρον τὴν ἱερωσύνην, ἥτις μερίζεται ἀμερίστως.
Ἐν ἄκρα ἀντιθέσει πρὸς τὰ τοιαῦτα ὁ Φράγκος πάπας ὄχι μόνον δεν δέχεται να εἲναι ὁ πρῶτος μεταξὺ ἴσων ἐντὸς τοῦ δυτικοῦ πατριαρχείου, ἀλλὰ οὔτε ἐν σχέσει μὲ τὰ τέσσαρα πρεσβυγενὴ ῥωμαϊκὰ πατριαρχεῖα τῆς ἀνατολικῆς Ῥωμανίας, ἀφοῦ διατείνεται ὅτι εἲναι μοναδικός. Τὸ καταπληκτικὸν εἲναι ὅτι οἱ Φράγκοι ἐθεώρουν τοὺς ἀνατολικοὺς πατριάρχας ὄχι μόνον κατωτέρους τοῦ πάπα ἀλλὰ καὶ κατωτέρους τῶν περὶ τὸν πάπαν καρδιναλίων ἐπισκόπων.
5) Τὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου τῆς Φραγκοσύνης.
Οὐδαμοῦ ἴσως φαίνεται σαφέστερον ἡ ῥιζικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν πολιτισμῶν τῆς Φραγκοσύνης καὶ τῆς Ῥωμαιοσύνης ὅσον εἰς τὸ θέμα τοῦτο.
Οἱ Φράγκοι σαφῶς διέκριναν μεταξὺ τῶν φυσικῶν δικαιωμάτων ἑκάστης τάξεως. Αὐτὰ ἦσαν διὰ τοὺς Φράγκους ἐκ γενετῆς φυσικὰ δικαιώματα, τὰ ὁποῖα συμπεριελάμβανον καθήκοντα καὶ ὑποχρεώσεις ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἀνωτέρου κλήρου, τοῦ κατωτέρου κλήρου, τῶν εὐγενῶν καὶ τῶν δουλοπάροικων. Ταῦτα μάλιστα ὑπεστήριζον καὶ οἱ «εὐγενεῖς» θεολόγοι τῆς Φραγκοσύνης. Ἐξ ἀπόψεως ταξικὴς ἡ κοινωνία τῶν Φράγκων εἶχε λεπτομερῆ ὀργάνωσιν, κατ' οὐσίαν στρατιωτικήν. Φαίνεται ὅτι αἱ ἀνάγκαι τῆς συνεχοῦς καθυποτάξεως καὶ πειθαρχίας τῆς τεραστίας κατωτέρας τάξεως, ὡς καὶ αἱ δεισιδαιμονίαι τῆς εἰδωλολατρικὴς προελεύσεως τῶν Φράγκων, μαζὶ μὲ τὴν ἀπόλυτον πεποίθησιν αὐτῶν περὶ τῆς φυσικῆς ἀνωτερότητος τῶν «εὐγενῶν» Φράγκων καὶ τῆς κατωτερότητος τῶν ἄλλων, συνετέλεσαν εἰς τὴν ἐκ μέρους τῶν ἀποδοχὴν τῆς διδασκαλίας τοῦ Αὐγουστίνου περὶ ἀπολύτου προορισμοῦ, μὲ τὸν τονισμόν, εἰς τὴν θεολογίαν αὐτοῦ, τῆς ἰδέας ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ μόνον τοὺς προωρισμένους διὰ τὴν σωτηρίαν. Τοῦτο συμφωνεῖ μὲ τὴν βασικὴν πεποίθησιν ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ τοὺς «εὐγενεῖς» καὶ διὰ τοῦτο ἐγεννήθησαν «εὐγενεῖς», ἐνῶ οἱ κατὰ φύσιν δουλοπάροικοι δεν τυγχάνουν τῆς ἰδίας ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ εὐμενείας. Ἄλλως θὰ ἦσαν καὶ αὐτοὶ κατὰ φύσιν εὐγενεῖς!
Οὕτως οἱ Φράγκοι υἱοθέτησαν μίαν στατικὴν ἀντίληψιν περὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ἐδέχθησαν τὴν αὐγουστίνειον διδασκαλίαν ὅτι ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου εἲναι ἡ εὐδαιμονία μέσῳ τῆς ἰκανοποιήσεως τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς ὁράσεως τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν. Ἑπομένως ἡ ἐπιθυμία διὰ τὴν εὐδαιμονίαν εἲναι φυσικὸν ἐκ Θεοῦ δικαίωμα διὰ τοὺς προορισμένους. Παραλλήλως πρὸς αὐτὴν τὴν ὑπερβατικὴν καὶ ὑπερχρόνον καὶ ἐξωϋλικὴν ἀντίληψιν περὶ εὐδαιμονίας ἀνεπτύχθη καὶ ἡ ἐνδοκοσμικὴ ἀντίληψις περὶ τοῦ φυσικοῦ δικαιώματος τοῦ ἀνθρώπου να ἀναζήτα καὶ να ἐπιτυχῆ μίαν σχετικὴν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ εὐδαιμονίαν. Αὔτη ὅμως ἡ ἐνδοκοσμικὴ ἀντίληψις δεν εἶχε τὴν ἀπόλυτον εὐλογίαν τῆς μεσαιωνικὴς φραγκικὴς θεολογίας. Ἦτο ἁπλῶς μία ἁμαρτωλὸς μεταφορὰ τῆς ἀναζητήσεως τῆς εὐδαιμονίας ἀπὸ τὰ ἀμετάβλητα εἰς τὰ μεταβλητά.
Καὶ εἰς τάς δύο αὐτὰς περιπτώσεις ἡ ἰδιοτελὴς ἢ φίλαυτος ἀγάπη ἐθεωρεῖτο φυσική, καὶ ἡ ἰκανοποίησις αὐτῆς ποθητὴ καὶ δικαιωματική.
Τόσον ῥιζωμένη ἦτο ἡ ἰδέα περὶ τῆς φυσικότητος τῆς ἰδιοτελοὺς ἢ φιλαύτου ἀγάπης, ὥστε ἐφαντάσθησαν οἱ Φράγκοι ὅτι διὰ τὴν σωτηρίαν, ὅπως διὰ τὴν ἀπόκτησιν οἰουδήποτε ἀντικειμένου, χρειάζεται ὡρισμένον ποσὸν καλῶν ἔργων. Ὅταν χάριτι Θεοῦ ἀποκτήσῃ κανεὶς τὸ ἀπαιτούμενον ποσόν, δικαιοῦται να σωθῇ. Τὰ ὑπὲρ τὸ ἀπαιτούμενον ποσὸν γενόμενα ὑπὸ τῶν ἁγίων ἔργα εἲναι ὑπερτακτα καὶ δύνανται οἱ μὴ ἔχοντες ἀρκετὰς ἀξιομισθίας να ἀντλήσουν διὰ τὸν ἑαυτὸν τῶν ἀπὸ τὰ περισσεύματα τῶν ὑπερτάκτων τούτων ἔργων τῶν ἁγίων.
Τὰ τοιαῦτα συνεδυάσθησαν μὲ τάς δεισιδαιμονίας τῶν Φράγκων περὶ καθαρτηρίου πυρός, ὅπου μεταβαίνουν αἱ ψυχαί, διὰ να τιμωρηθοὺν καὶ καθαρισθούν, πρὶν μεταβοῦν εἰς τὸν παράδεισον. Τοῦτο διότι ὁ φραγκόπαπας εἰς τὴν ἐξομολόγησιν δίδει ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, ὄχι ὅμως ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τὴν τιμωρίαν διὰ τάς ἁμαρτίας αὐτάς. Δύναται τὶς να ἐκφύγῃ τῆς τιμωρίας μόνον διὰ τῶν ἀξισμίσθων ἔργων. Ἀπὸ τὰ θεολογικὰ αὐτὰ θεμέλια προέκυψεν ἡ παράδοσις να πωλοῦν οἱ Φράγκοι συγχωροχάρτια διὰ να συνάγῃ
ὁ «εὐγενὴς» κλῆρος χρήματα διὰ τάς ἀνάγκας τῆς «Ἐκκλησίας» καὶ διὰ να ἑξαγόραση ὁ λαὸς τὴν ἐπικειμένην τιμωρίαν τοῦ καθαρτηρίου πυρός. Ἂν καὶ αἱ καταχρήσεις ἔχουν σήμερον περιορισθῇ, ἡ διδασκαλία καὶ ἡ πρᾶξις παραμενοῦν. Οὕτω βλέπει κανεὶς εἰς τὰ προσευχητάρια τῶν Κατολικῶν να καταγράφωνται μετὰ τάς προσευχὰς καὶ τὸ ποσὸν τῶν ἡμερῶν ἐλαττώσεως τῆς τιμωρίας εἰς τὸ καθαρτήριον πῦρ. Π.χ. κάθε φορά που ὁ πιστὸς λέγει τὸ «Πάτερ ἡμῶν», ἐλαττοῦται ὁ χρόνος τῆς παραμονῆς τοῦ εἰς τὸν τόπον καθάρσεως... κατὰ 300 ἡμέρας! Ὅταν δὲ μετὰ τὴν θείαν λειτουργίαν προσεύχεται διὰ τὴν Ῥωσίαν τότε ἑλλατούται... κατὰ 10 χρόνια.
Δεν χωρεῖ καμμία ἀμφιβολία ὅτι εἰς τὰ θεμέλια τῆς θεολογίας τῶν Φράγκων ὑπάρχει ἡ διάθεσις τῶν «εὐγενῶν» να χρησιμοποιοὺν τὰ δόγματα διὰ τὴν πειθαρχίαν καὶ ἐκμετάλλευσιν κατακτηθέντος λαοῦ.
Πρέπει να σημειωθὴ ὅτι ἡ σημερινὴ Εὐρώπη εἲναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀπελευθερώσεως τῶν Εὐρωπαίων ἀπὸ τὸν φραγκικὸν μεσαίωνα. Ἡ ἐπανάστασις τῶν ἀστῶν, τεχνιτῶν καὶ δουλοπαροίκων κατὰ τῆς τάξεως τῶν εὐγενῶν ἔγινε βάσει τῆς θεωρίας περὶ ἴσων φυσικῶν δικαιωμάτων τῶν ἀνθρώπων καὶ περὶ τῆς ἀνυπαρξίας τῶν ἀνίσων φυσικῶν δικαιωμάτων τῶν τάξεων τῶν εὐγενῶν καὶ τῶν μὴ εὐγενῶν. Οἱ εὐγενεῖς ὅμως ὑπάρχουν ἀκόμη, ἀλλὰ ἔχουν ἀντικατασταθῇ εἰς τὴν δύναμιν μὲ τὴν κατὰ καιροὺς ὁμάδα τῶν πλουσίων. Ὅλοι, ἀνεξαρτήτως οἰκογενειακὴς καὶ φυλετικῆς προελεύσεως, ἔχουν τώρα θεωρητικῶς ἴσα φυσικὰ δικαιώματα! Ὅλοι θεωρητικῶς εἲναι ἴσοι! Ἀλλὰ ὡρισμένοι ἔχουν βεβαίως περισσότερα ἴσα δικαιώματα καὶ εἲναι περισσότερον ἴσοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους!
Εἰς τὴν πραγματικότητα τὰ δικαιώματα, τὰ ὁποῖα φαντάζεται ἕκαστος ὅτι ἔχει, εἲναι τὰ προσωπικὰ τοῦ συμφέροντα. Τὰ δικαιώματα τὰ ὁποῖα θεωρητικῶς ἔχει εἶναι τὰ συμπεφωνημένα μεταξὺ τῶν ἐχόντων τὴν ὁμαδικὴν δύναμιν, δηλαδὴ τῶν εὐγενῶν, τῶν πλουσίων, τῶν ἐργατῶν, τῶν ἰδεολόγων καὶ τῶν στρατιωτικῶν. Τώρα ἐμφανίζονται μὲ τὴν δύναμιν να ἀπαιτοῦν τὰ δικαιώματα τῶν ἡ σπουδάζουσα φοιτητικὴ νεολαία καὶ οἱ ὑπερήλικες, οἵτινες εἰς τὴν Ἀμερικὴν τουλάχιστον ὀργανούνται.
Δυστυχῶς εἰς τὸν δυτικὸν πολιτισμὸν τὰ καθήκοντα καὶ αἱ ὑποχρεώσεις τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τῶν Φράγκων ἔχουν ὑποταγὴ εἰς τὴν ἀρχὴν περὶ τῶν φυσικῶν δικαιωμάτων τῶν τάξεων καὶ ἐν συνεχείᾳ εἰς τὰ πολὺ θεωρητικὰ ἴσα δικαιώματα ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Ἐν ἄλλαις λέξεσιν ἡ κοινωνία τῆς Εὐρώπης, ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ μεσαίωνος, ἔχει παραμείνει μία προσπάθεια ἐναρμονίσεως τῆς θεωρουμένης ὡς φυσικῆς συμφεροντολογίας, ἰδιοτέλειας καὶ φιλαυτίας τῶν ἀνθρώπων.
6) Τὰ καθήκοντα καὶ αἱ ὑποχρεώσεις εἰς τὴν Ῥωμαιοσύνην, ἤτοι τὸ ῥωμαίικον φιλότιμον.
Οἱ ἐκχριστιανισθέντες Ῥωμαῖοι πολῖται τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης, υἱοθετήσαντες τὴν ὀρθόδοξον ἀντίληψιν περὶ ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου διὰ τοῦ βαπτίσματος, δεν εἶχον καμμίαν στατικὴν ἀντίληψιν περὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, οὔτε ἑπομένως διδασκαλίαν περὶ φυσικῶν δικαιωμάτων τῶν τάξεων, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἰδεαλιστικὴν ἀντίληψιν περὶ τῶν μέχρι σήμερον ἀκόμη ἀνυπάρκτων ἴσων δικαιωμάτων τῶν ἀνθρώπων.
Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς Φράγκους οἱ περὶ τὴν Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ῥώμην Ῥωμαῖοι ἐπίστευον εἰς τὴν ἀρχὴν τῶν καθηκόντων καὶ ὑποχρεώσεων, ὄχι ὅμως ὑποτεταγμένην εἰς τὴν ἀτομικὴν συμφεροντολογίας ἰδιοτέλειαν, καὶ φιλαυτίαν, ἀλλὰ εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ.
Ἡ κοινωνία τῶν Ῥωμαίων εἲναι μία ἀριστοκρατία τοῦ πνεύματος καὶ ὄχι μία ἀπατηλὴ λαοκρατία θεωρητικῶν μόνον δικαιωμάτων. Ἀπὸ μιᾶς ἐπόψεως ὁμοιάζει μὲ τὴν ἀμερικανικὴν ἰδέαν τοῦ δικαιώματος τῶν ἴσων εὐκαιριῶν προόδου, ἀλλὰ μὲ τὴν βασικὴν διαφορὰν τοῦ σκοποῦ τῆς προόδου. Ἐνῶ οἱ Ἀμερικανοὶ εἲναι ὀπαδοὶ τῆς φραγκικὴς ἰδέας ὅτι ἡ πρόοδος συνίσταται εἰς τὴν εὐδαιμονίαν διὰ τῆς ἰκανοποιήσεως τῶν θεωρουμένων ὡς φυσικῶν φιλαύτων ἐπιθυμιῶν τοῦ ἀνθρώπου, οἱ Ῥωμαῖοι ὡς πρόοδον ἐννοοῦσαν τὴν μεταβολὴν τῆς φιλαυτίας καὶ ἰδιοτελείας εἰς τὴν ἠρωϊκὴν ἐλευθερίαν τοῦ θυσιάζοντος τὸν ἑαυτὸν τοῦ διὰ τὴν θρησκείαν τοῦ, τὴν πατρίδα τοῦ καὶ τὴν οἰκογένειάν του, τὰ ὁποῖα ὅλα μαζὶ λέγονται Ῥωμαιοσύνη.
Ἥρωες τοῦ πνεύματος εἲναι ὅσοι φθάνουν μέσῳ τῆς ἀσκήσεως εἰς τὴν ἀγάπην, ἡ ὁποία «οὗ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς». Προτυπα τοῦ ἠρωϊκοὺ τούτου πνεύματος εἲναι οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν εἰς τοιαῦτα ὕψη ἐκριζώσεως τῆς φιλαυτίας τῇ βοηθείᾳ τοῦ Θεοῦ, ὥστε να εἲναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν ἀκόμη καὶ τὴν σωτηρίαν τῶν καὶ να ὑπάγουν οἱ ἴδιοι εἰς τὴν κόλασιν προκειμένου να σώσουν καὶ να βοηθήσουν τοὺς ἀδελφοὺς τῶν. Ἐπειδὴ οἱ τοιοῦτοι εἲναι φίλοι τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο ἔχουν τὴν παῤῥησίαν τοῦ φίλου καὶ ἀκόμη ἐρίζουν μὲ τὸν Θεὸν προκειμένου να σώσουν τοὺς ἀδελφοὺς τῶν ἀπὸ τὴν πρόθεσιν τοῦ Θεοῦ να ἐγκαταλείψῃ προδότας τοῦ θελήματος τοῦ εἰς τὴν τύχην τῶν. Ἀπὸ τὴν παράδοσιν ταύτην τῆς παῤῥησίας τῶν ἁγίων ἀνεπτύχθη ἡ παράδοσις να ἐπιτρέπεται καὶ να θεωρῆται καθῆκον να ὁμιλῇ ὁ Ῥωμηὸς μὲ παῤῥησίαν ἀκόμη καὶ εἰς αὐτὸν τοῦτον τὸν βασιλέα.
Ἀλλὰ οἱ ἥρωες αὐτοὶ δεν κάμνουν τὰ ὑπερτακτα καλὰ ἔργα τῶν Φράγκων ἁγίων, τὰ ὁποῖα εἲναι περισσεύματα ἄνω τοῦ ἀπαιτουμένου ποσοῦ, μέσῳ τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος δικαιοῦται τῆς σωτηρίας. Ἀπεναντίας οἱ ἅγιοι ἁπλῶς ἐκτελοὺν καθήκοντα καὶ ὑποχρεώσεις, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἐπλασε τὸν ἄνθρωπον μὲ τὸν σκοπὸν αὐτόν, δηλαδὴ να ἀποκτήσῃ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία «οὗ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς».
Ἑπομένως, ὅσον τέλειος καὶ ἂν γίνεται ὁ Ῥωμηός, ἁπλῶς κάμνει τὸ καθῆκον τοῦ, διότι εἲναι ὑποχρέωσίς του ν' ἀσκῆται μὲ καλὰ ἔργα καὶ να γίνη τέλειος.
Ἡ τελειότης λοιπὸν αὔτη δεν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ φυσικὰ δικαιώματα καὶ φυσικὰς καταστάσεις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τὰ ὁποῖα, ὅταν ὑπερβῂ κανείς, κάμνει κάτι παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι χρειάζεται.
Ἐκτὸς τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν οἱ μισθωτοί, οἵτινες ἐργάζονται ἐπὶ μισθῶ καὶ οἱ ἐργαζόμενοι ἀπὸ φόβον δοῦλοι. Αὐτοὶ ὅμως δεν εἲναι ἀπόβλητοι, ἀλλὰ ἀντιθέτως εἲναι καὶ αὐτοὶ τέλειοι, ἀλλὰ εἰς κατωτέρας καταστάσεις τελειότητος. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ ὅλους ἀνεξαιρέτως χωρὶς προσωποληψίαν μὲ τὴν ἀγάπην, ἡ ὁποία «οὗ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς». Ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ ἀκόμη καὶ τὸν διάβολον.
Τὸ καθῆκον καὶ ἡ ὑποχρέωσις ὅλων τῶν Ῥωμαίων εἲναι να ἀγωνισθοὺν να ἀνέλθουν τὰ στάδια τῆς τελειώσεως καὶ να γίνουν μέλῃ τῆς πνευματικῆς ἀριστοκρατίας τῆς Ῥωμαιοσύνης. Ὁ Ῥωμηὸς δεν πιστεύει εἰς καμμίαν στατικὴν ἰδέαν περὶ ταξικὼν ἢ λαοκρατικὼν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ λεγόμενα δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ἀμερικανὼν εἲναι εἰς τὴν Ῥωμηοσύνην κατώτερα ἀλλὰ μὴ στατικὰ στάδια, τὰ ὁποῖα ἑξασφαλίζονται εἰς τὰ ἄτομα ἀπὸ τὸ πολὺ ἀνώτερον στάδιον τῶν καθηκόντων καὶ ὑποχρεώσεων τῆς Ῥωμηοσύνης.
Πάντα τὰ ἀνωτέρω περὶ ἡρωισμοῦ καὶ τελειότητος καὶ περὶ καθηκόντων καὶ ὑποχρεώσεων εἲναι τὰ θεμέλια τοῦ ῥωμαίικου φιλοτιμοῦ.
Τὸ δουλοπρεπὲς ὅμως εἰς τὴν Φραγκιὰν καὶ εἰς τὴν φραγκευμένην Ῥωσίαν νεογραικικὸν πνεῦμα ἔχει ἐγκαταλείψει αὐτὰ τὰ ῥωμαίικα καὶ νομίζει ὅτι ἐξυπηρετεῖ τὸ ἔθνος, ὅταν συντελῇ εἰς τὴν ὑποταγὴν τῶν Ῥωμαίων εἰς τὰ κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ συστήματα τῶν ξένων.
Ἀλλὰ ὅπως ἡ Ῥωμαιοσύνη ὁλόκληρος εἲναι μία ἀριστοκρατία τοῦ πνεύματος, οὕτω καὶ ἡ ἡγεσία τῆς Ῥωμαιοσύνης ἀντλείται ἀπὸ τὸ ἀνώτερον μέρος τῆς ἀριστοκρατίας αὐτῆς. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ φαίνεται σαφῶς ἀπὸ τὸν τίτλον «φίλος τοῦ Θεοῦ». Ὁ τίτλος «θεοφιλέστατος» ἦτο ὁ ἀνώτερος τίτλος εἰς τὴν ἱεραρχίαν, ἀλλὰ ἀνῆκε καὶ εἰς τὸν βασιλέα τῶν Ῥωμαίων.
Διὰ τοῦτο δεν ἀρκεῖ κάποιο δικαίωμα φυσικὸν τοῦ ἀνθρώπου να ἐπιλέγῃ τοὺς ἡγέτας. Ὁ Θεὸς ἀναθέτει εἰς τοὺς φίλους τοῦ τὴν ἡγεσίαν τοῦ ἔθνους αὐτοῦ, ἀλλὰ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ὀφείλει να γνωρίζῃ τὰ κριτήρια ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα θὰ ἀποκαλύψουν εἰς αὐτόν, ποῖος εἲναι αὐτὸς ὁ χαρισματοῦχος ἥρωας καὶ λεβέντης φίλος τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον θὰ ἐκλέξῃ ὡς ἡγέτην τοῦ.
Ὁ Ῥωμηὸς γνωρίζει τὰ κριτήρια καὶ ἀπὸ τὴν Ῥωμαιοσύνην θὰ ἐκλέξῃ τὴν ἡγεσίαν τοῦ.
Ὁ Νεογραικὸς δεν γνωρίζει τὰ κριτήρια ταῦτα καὶ διὰ τοῦτο εἲναι ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τῆς ὑποδουλώσεως τῆς Ῥωμαιοσύνης εἰς ἔξωθεν αὐτῆς ἰδεολογίαν καὶ ἡγεσίαν καὶ οὕτω δέχεται ἡγεσίαν μὴ προερχομένην ἀπὸ τὴν Ῥωμαιοσύνην τοῦ!
Ὁ Ῥωμηὸς ὅταν χρειάζεται, κάμνει καὶ τὸν Καραγκιόζην, διότι εἲναι ὁ ἀριστοκράτης τοῦ πνεύματος Καραγκιόζης, ἔστω καὶ ἂν δεν φαίνεται τοῦτο εἰς τὸν ξένον, ποῦ νομίζει ὅτι τὸν ἔχει δοῦλον!
Ὁ Νεογραικὸς νομίζει ὅτι εἲναι καλύτερος ἀπὸ τὸν Καραγκιόζην, διότι ἔχει γίνει ταπεινὸν καὶ εἰλικρινὲς τέκνον τῶν ξένων καὶ φορεὺς τῶν πολιτισμῶν τῶν «προηγμένων», «πολιτισμένων», «φωτισμένων», καὶ «ἀνεπτυγμένων» λαῶν τοῦ κόσμου. Ἡ Ἑλλαδίτσα τῶν Γραικύλων εἲναι πλημμυρισμένη μὲ τὰ συνθήματα αὐτὰ τῆς δουλείας εἰς «πολιτισμένους λαούς».
Διὰ τοῦτο ὁ Νεογραικύλος νομίζει ὅτι, ὅταν ἀποκτᾷ ψυγεῖον ἀπὸ τὸν ξένον, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἀποκτᾷ πολιτισμόν.
Ὅταν ὁ Καραγκιόζης ἀποκτᾷ ἀπὸ τὸν ξένον ἒν ψυγεῖον, γνωρίζει ὅτι ἀπέκτησεν ἁπλῶς ἐν ψυγεῖον.
Πρὸ τῆς ἁλώσεως καὶ μετὰ τὴν ἅλωσιν οἱ τότε Νεογραικοὶ ἔγιναν Φράγκοι καὶ Τούρκοι. Οἱ μὲν κατέφυγαν εἰς τὴν Εὐρώπην διὰ να ζήσουν ὡς Φράγκοι ἐλεύθερα, οἱ δὲ ἔγιναν Τούρκοι διὰ να ζήσουν ἐλεύθερα. Αὐτὰ εἲναι τὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Καραγκιόζης ὅμως ἔμεινεν ὁ σκληρὸς Ῥωμηὸς εἰς τὸν τόπον τοῦ μὲ τὰ γονικὰ τοῦ, διότι ἡ ῥωμαίικη ψυχὴ τοῦ ἐγνώριζεν, ὅτι πολὺ ἀνώτερον ἀπὸ τὸ δικαίωμα τοῦ να γίνει ἔνας ὑψηλός, ὡραῖος, πλούσιος καὶ ἐγγράμματος Τοῦρκος ἢ Εὐρωπαῖος ἦτο τὸ καθῆκον τοῦ καὶ ἡ ὑποχρέωσίς του να μείνῃ Ῥωμηός, εἰς τὸν τόπον τοῦ, δηλαδὴ κατὰ πνεῦμα ἐλεύθερος καὶ ἀδούλωτος, ὡσὰν τὸν χρυσοῦν δικέφαλον ἀετὸν τῆς Ῥωμαιοσύνης τοῦ.
7) Τὸ φιλότιμον τῶν Νεογραικών.
Ἐκ τῆς ῥωμαίικης παραδόσεως οἱ Νεογραικοὶ ἐκληρονόμησαν τὸ ῥωμαίικον φιλότιμον.
Ἐκ τῆς νεοελληνικῆς παιδείας ἐπίστευσαν οἱ Γραικύλοι ὅτι οἱ Εὐρωπαίοι καὶ Ἀμερικανοὶ εἲναι «προοδευμένοι», «προηγμένοι», «πολιτισμένοι», «ἐξευγενισμένοι» καὶ «φωτισμένοι» λαοί, τοὺς ὁποίους ὀφείλουν να μιμοῦνται ὄχι μόνον εἰς τὴν τεχνολογίαν ἀλλὰ εἰς ὅλα.
Χωρὶς να μελετήσῃ τὸ θέμα ὁ Γραικὸς ὑποθέτει ὅτι, ἐφ' ὅσον οἱ λαοὶ αὐτοὶ εἲναι «καλύτεροι» ἀπὸ ἡμὰς εἰς πολιτισμόν, πρέπει να ἔχουν εἰς ὑψηλότερον βαθμὸν τὸ φιλότιμον ἀπ' ὅ,τι τὸ ἔχομεν ἡμεῖς, ἀφοῦ τὸ φιλότιμον εἲναι ἡ ὑψηλότερα ἔκφρασις τοῦ πολιτισμοῦ.
Ἐκτὸς τῆς ὑποθέσεως ταύτης ὁ Γραικὸς καὶ ὁ Ῥωμηὸς βομβαρδίζονται συνεχῶς μὲ τὴν προπαγάνδαν τῶν Νεογραικὼν ὅτι ὅλος ὁ κόσμος καὶ κυρίως ἡ Εὐρώπη καὶ ἡ "Ἀμερικὴ εἲναι πλήρης ἀπὸ φιλέλληνας, οἱ ὁποῖοι θαυμάζουν τόσον πολὺ τοὺς σημερινοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας, ὥστε ζητοῦν οἱ ἴδιοι εὐκαιρίαν να βοηθήσουν τὴν μικρὰν ἀλλὰ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον Ἑλλαδίτσαν να προοδεύση καὶ να γίνη πάλιν ἔνδοξος.
Ἀλλὰ οἱ Εὐρωπαίοι καὶ οἱ Ἀμερικανοὶ οὔτε ἔχουν οὔτε γνωρίζουν τι εἲναι τὸ ῥωμαίικον φιλότιμον. Οὔτε ὑπάρχουν οἱ φιλέλληνες τῆς νεογραικικὴς μυθολογίας καὶ ὀνειροπολήσεως. Διὰ κάθε Ἄγγλον φιλέλληνα π.χ. ὑπάρχουν 5 Ἄγγλοι φιλοτουρκοι, 5 Ἄγγλοι φιλοβούλγαροι, 5 Ἄγγλοι φιλογιουγκοσλαύοι, 5 Ἄγγλοι φιλοαλβανοὶ καὶ 15 Ἄγγλοι φιλοϊταλοί, ἀκριδὼς τὸ ἴδιον ἰσχύει μὲ τοὺς Ἀμερικανούς, Ῥώσους, Φραντσέζους, κ,τ.λ. Φαίνεται κάποιος εἶπεν εἰς τοὺς Νεογραικύλους ὅτι τὴν διπλωματίαν κάμνουν μόνον οἱ ὑπάλληλοι τῶν πρεσβειῶν καὶ προξενείων καὶ τὸ ἐπίστευσαν.
Δυστυχῶς ὁ μῦθος περὶ ξένων φιλελλήνων εἲναι μία ψυχολογικὴ ἀνάγκη τοῦ Γραικύλου, ὁ ὁποῖος φοβεῖται να εἲναι κράτος χωρὶς μανούλαν καὶ πατερούλην. Ὁ Γραικύλος θέλει ὄχι συμμάχους ἀλλὰ γονεῖς μὲ ἀπέραντον καὶ ἀπεριόριστον φιλότιμον διὰ τὴν προστασίαν τοῦ νηπίου Ἕλληνος.
Ὁ Γραικύλος οὔτε θέλει ν' ἀκούσῃ τὸν ἰσχυρισμὸν τοῦ Ῥωμηοὺ ὅτι ἡ Ῥωμηοσύνη εἲναι ἀνώτερος πολιτισμὸς ἀπὸ τὸν δυτικόν. Ποῦ να ὁμολογήσῃ ὁ Γραικὸς ὅτι ἐπρόδωσε χρυσοῦν ἀετὸν γενόμενος δουλοπρεπὴς ὀπαδὸς γυπὸς ποῦ τόσους αἰῶνας κατασπαράσσει τὰ πτώματα τῆς Ῥωμηοσύνης!
Πάντως τὸ ῥωμαίικον φιλότιμον μετετράπη εἰς γραικυλιστικὴν ἀφέλειαν ἐξ αἰτίας τῆς ἐσφαλμένης ὑψηλῆς ἐκτιμήσεως καὶ τῆς ἀβασίμου ἐμπιστοσύνης τοῦ Γραικοὺ εἰς τὸν δυτικὸν πολιτισμόν.
Ὁ Γραικύλος μὲ τὴν ἐμπιστοσύνην τοῦ εἰς τὸ ἀνύπαρκτον φιλότιμον καὶ τὸν ἀνύπαρκτον φιλελληνισμὸν τῶν ξένων ἔχει τὴν πνευματικὴν δομὴν τοῦ προδότου. Ἀρκεῖ να τοῦ δοθῇ ἡ εὐκαιρία να συνάψῃ φιλίαν μὲ «φιλότιμον φιλέλληνα». Ἀπὸ πατριωτικὸν ἐνθουσιασμὸν να ὠφελήσῃ καὶ να σώσει τὴν Ἑλλαδίτσαν τοῦ καὶ να ἑξασφάλιση τὴν ὑποστήριξιν τοῦ φιλέλληνος τούτου, τοῦ τὰ λέγει ὅλα. Ἀλλὰ ἀντὶ να ἀποκτήσῃ ὄργανον, γίνεται ὄργανον. Δεν ἀρκεῖ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ πιστεύει ἀκραδάντως ὅτι ἡ προδοσία τοῦ αὐτὴ εἲναι ὁ ὕψιστος πατριωτισμός.
Οἱ ἔχοντες σχέσεις μὲ τοὺς Γραικύλους Εὐρωπαίοι καὶ Ἀμερικανοὶ βλέπουν σαφῶς τὸ φιλότιμον, ἀλλὰ δυστυχῶς ἐν τῇ δουλοπρεπεῖ αὐτοῦ μορφῇ, καὶ τὸ ἐκλαμβάνουν ὀρθῶς ὡς δουλοπρέπειαν ἀδυνάτου καὶ ὡς μορφὴν φαινομενικὴς μεγαλοψυχίας. Τὸ δουλοπρεπὲς φιλότιμον τοῦ Γραικύλου ἐν συνδυασμῷ μὲ ἐπίδειξιν συμμαχικῆς ἀφοσιώσεως ἐμποιεῖ μᾶλλον ἀνησυχίαν παρὰ ἐμπιστοσύνην.
Ἡμεῖς γνωρίζομεν ὅτι τὸ ῥωμαίικον φιλότιμον δεν εἲναι δουλοπρέπεια καὶ ἐπίσης γνωρίζομεν ὅτι τὸ γραικικὸν φιλότιμον εἲναι πάντοτε ἔναντι τῶν ξένων δουλοπρέπεια. Ἐφ' ὅσον δὲ ὁ Γραικύλος εἲναι ὁ προσφερῶν ἐκδούλευσιν εἰς τοὺς ξένους, οἱ ξένοι ἐκμεταλλεύονται τὸ φιλότιμον τοῦ Γραικύλου, ἀλλὰ τοῦτο δεν σημαίνει ὅτι ἔχουν ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν συμμαχικὴν ἱκανότητα τοῦ Γραικύλου. Ποῖος σοβαρὸς ἄνθρωπος ἔχει ἐμπιστοσύνην εἰς δουλοπρεπῆ σύμμαχον;
Εἰς τὴν οὐσίαν ὁ Γραικὸς καὶ ὁ Ῥωμηὸς ἔχουν τὸ ἴδιον φιλότιμον καὶ ἑπομένως τὸν ἴδιον ἠρωϊσμὸν καὶ τὴν ἰδίαν ἀνδρείαν. Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν εἶναι ὅτι ὁ Γραικὸς ἔχει αἰσθήματα κατωτερότητος ἔναντι τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ἀμερικανών, διότι ὑπεδουλώθη πολιτιστικὼς δεχόμενος τὸν Γραικισμόν, ἐνῶ ὁ Ῥωμηὸς τουναντίον γνωρίζει τὴν ἀνωτερότητα τῆς Ῥωμηοσύνης τοῦ καὶ οὐδέποτε ἐδέχθη να γίνη ὁ Γραικύλος ξένου πολιτισμοῦ.
Διὰ τὸ καλὸν καὶ διὰ τὴν ἀσφάλειαν τῶν ἐθνικῶν θεμάτων ὁ Γραικύλος πρέπει να γίνη πάλιν Ῥωμηὸς καὶ να ἴδῃ πῶς εἲναι οἱ Εὐρωπαίοι καὶ Ἀμερικανοὶ εἰς τὴν πραγματικότητα. Δεν ἔχουν οὔτοι τὸ ῥωμαίϊκον φιλότιμον. Ἑπομένως δεν ἐπιτρέπεται να φερώμεθα εἰς αὐτοὺς μὲ τὸ φιλότιμον μας, ὡς να ἔχουν καὶ αὐτοὶ φιλότιμον. Εἰς τάς διεθνεὶς σχέσεις πρέπει να ἀφήσωμεν τὸ φιλότιμον κατὰ μέρος. Ὁ Γραικύλος ὀφείλει συνειδητὼς να ἀποβάλῃ τὴν ἀφέλειάν του καὶ να σταματήση να νομίζῃ ὅτι, ἐπειδὴ αὐτὸς ἔχει τὴν διάθεσιν να θυσιασθὴ διὰ τὸν δυτικὸν πολιτισμόν, τοῦτο σημαίνει ὅτι οἱ «φιλότιμοι» σύμμαχοι θὰ θυσιασθοὺν διὰ τὴν «ἔνδοξον» Ἑλλαδίτσαν τῶν σημερινῶν «ἀρχαίων Ἑλλήνων». Πολὺ ἀφελὴς εἲναι ὁ σκεπτόμενος οὕτω Γραικύλος, διότι οἱ σύμμαχοι δεν εἲναι μία ῥωμαίικη οἰκογένεια, διὰ να θυσιάζεται ὁ ἔνας διὰ τὸν ἄλλον.
Συμμαχία εἲναι συνεργασία πολιτική, οἰκονομικὴ καὶ στρατιωτική, μέσῳ τῆς ὁποίας κάθε κράτος προστατεύει τὰ ἰδικὰ τοῦ συμφέροντα καὶ τὰ συμφέροντα τῶν συμμάχων, ἐφ' ὅσον τὰ συμφέροντα αὐτὰ ταυτίζονται μὲ τὰ ἰδικὰ τοῦ συμφέροντα. Ἡ συμμαχία βασίζεται εἰς συμπεφωνημένα καὶ τίποτε πέραν τῶν συμπεφωνημένων, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται εἰς τὸ ἐμπόριον. Ἐὰν γίνη κάτι πέραν τῶν συμπεφωνημένων, εἲναι ἀνοησία να περιμένῃ ὁ Γραικύλος να ἐνεργήσουν οἱ σύμμαχοι ἀπὸ φιλότιμον, ἐφ' ὅσον δεν ἔχουν φιλότιμον. Διὰ τοῦτο ἐκ τῶν προτέρων πρέπει να ἑξασφάλιση τάς ἀναγκαίας κυρώσεις δι' ἐνδεχομένην μὴ τήρησιν τῶν συμπεφωνημένων, διότι ἄλλως θὰ λαβὴ μόνον ἠθικὴν ἰκανοποίησιν ἀπὸ τοὺς συμμάχους, δηλαδὴ ἐν «εὖγε δοῦλε ἀφωσιωμένε καὶ ταπεινὲ» καὶ τίποτε ἄλλο, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται μὲ τὸ Κυπριακόν.
Δυστυχῶς ὅμως τὸ θέμα περὶ συμμαχιῶν τίθεται ἐν Ἑλλάδι ἐπὶ ἰδεολογικοῦ ἐπιπέδου ἐξ αἰτίας τῶν Γραικύλων, ποῦ εἲναι διῃρημένοι μεταξὺ τῶν ὡς ἀκριβῶς τὰ ξένα ἀφεντικὰ τῶν, καὶ οὕτω θαμμένη παραμένει ἡ ῥωμαίικη γραμμή, ἡ ὁποία εἲναι τὸ μόνον δυνατὸν θεμέλιον ἑνιαίας καὶ ὀρθῆς ἐσωτερικῆς καὶ ἐξωτερικῆς, ἀνεξαρτήτου καὶ ἀδεσμεύτου, ἐθνικῆς πολιτικῆς, ἰδεαλιστικὴς καὶ συγχρόνως ἄκρως ῥεαλιστικῆς.
Ἐν ἄκρα ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἄποψιν τῶν Γραικύλων ἡ Ῥωμηοσύνη ὡς πολιτισμὸς οὔτε εἰς τὴν Ἀνατολὴν ἀνηκεῖ οὔτε εἰς τὴν Δύσιν. Ὡς ἱστορικὴ πηγὴ πολιτισμοῦ, δεν ἀνηκεῖ εἰς κανένα. Ἄλλοι ἀνήκουν εἰς αὐτήν.
Ἑπομένως ἡ Ῥωμαιοσύνη δεν εἲναι ὑποχρεωμένη ἐξ ἐπόψεως πολιτισμοῦ να ἀνηκῆ κατὰ φύσιν εἰς κανένα συνασπισμόν. Δύναται να ἀνηκῆ ὀποῦ τῆς συμφέρει καὶ ὅσον χρόνον συμφέρει.
Τὰ ἰδεολογικὰ θεμέλια τῆς Ῥωμηοσύνης δεν ὑποτάσσονται οὔτε εἰς τὸν καπιταλισμὸν οὔτε εἰς τὸν κομμουνισμὸν οὔτε εἰς τὸν σοσιαλισμόν, τὰ ὁποῖα εἲναι ὅλα καρποὶ τοῦ εὐρωπαϊκοὺ πολιτισμοῦ ποῦ ὡς ξεκίνημα εἶχε 1) τὸν εὐρωπαϊκὸν φεουδαλισμὸν μὲ τὴν ταξικὴν καὶ ῥατσιστικὴν τοῦ φιλοσοφίαν καὶ ὀργάνωσιν καὶ 2) τάς ἐπαναστάσεις κατὰ τῶν ταξικὼν τούτων διακρίσεων μὲ βάσιν τὸ δικαίωμα ὁ καθεὶς να ἀγωνισθῇ διὰ τὴν εὐδαιμονίαν.
Ὁ εὐρωπαϊκὸς φεουδαλισμὸς ἦτο κάτι τὸ τελείως ξένον πρὸς τὴν ἱστορικὴν ἐμπειρίαν τῆς Ῥωμηοσύνης ὡς θὰ ἔπρεπε να εἲναι καὶ οἱ ἀναφερθέντες «ἰσμοὶ» (καπιταλισμός, κομμουνισμός, σοσιαλισμός), διὰ τοὺς ὁποίους οἱ διῃρημένοι μεταξὺ τῶν Γραικύλοι εἲναι ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν ἕτοιμοι να θυσιασθούν. Οὐδέποτε ὕπηρχεν εἰς τὴν Ῥωμηοσύνην τάξις ἐκ γενετῆς εὐγενῶν καὶ τάξις ἐκ γενετῆς δουλοπάροικων, ὥστε να ἦτο κανεὶς καταδικασμένος δογματικὼς ἡ θεολογικὼς ἐκ τῆς φύσεώς του να εἲναι δοῦλος καὶ ἀντικείμενον ἐκμεταλλεύσεως.
Οἱ Γραικύλοι ὅμως μὴ γνωρίζοντες τὴν ἱστορίαν τῆς Ῥωμηοσύνης νομίζουν ὅτι ὅ,τι ἰσχύει ὡς ἱστορική, κοινωνική, θεολογικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἐξήγησις τῶν εὐρωπαϊκὼν καταστάσεων ἰσχύει καὶ διὰ τὴν Μεγάλην Ῥωμανίαν καὶ τὴν Τουρκοκρατίαν. Ὑπάρχει τάσις μάλιστα να ἐμφανίζεται ὁ κλῆρος ἀκόμη τῆς Ῥωμηοσύνης ὡς να ἦτο τὸ ἴδιον μὲ τὸν ταξικὸν καὶ «εὐγενῆ» κλῆρον τοῦ εὐρωπαϊκοὺ φεουδαλισμοὺ ποῦ κατεδυνάστευε καὶ ἐξεμεταλλεύετο τοὺς δουλοπάροικους ὄχι μόνον ἐκ μέρους τῆς τάξεως τῶν εὐγενῶν ἀλλὰ καὶ ὡς ἐκ γενετῆς μέλος τῆς τάξεως τῶν εὐγενῶν. Ποῖος πατριάρχης, μητροπολίτης, ἐπίσκοπος ἢ ἡγούμενος τῆς Ῥωμηοσύνης ὕπηρξέ ποτε μέλος εὐγενοῦς τίνος τάξεως, ἥτις κατεδυνάστευε δουλοπάροικους; Πότε ἡ Ῥωμηοσύνη ἐξέλεξε τοὺς ἐπισκόπους καὶ ἡγουμένους ἀπὸ τάξιν ἐκ γενετῆς καὶ κατὰ φύσιν εὐγενῶν, ἀφοῦ τοιαύτη τάξις οὐδέποτε ὕπηρχεν;
Ποῦ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ῥωμηοσύνης ὕπηρχε τοιοῦτος δεσμὸς ὥστε να δικαιολογήται ἡ ταύτισις τῆς μεσαιωνικὴς ἱστορίας τῆς Ῥωμηοσύνης μὲ τὴν μεσαιωνικὴν ἱστορίαν καὶ οἰκονομίαν τῆς Εὐρώπης; Οἱ Γραικύλοι τῆς Ἑλλαδίτσας ἔχουν τόσον ἐμβολιασθὴ εἰς τὸν κορμὸν τοῦ εὐρωπαϊκοὺ πολιτισμοῦ, ὥστε θεωροῦν πλέον τὴν ἱστορίαν τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ῥωσίας ὡς ἰδικὴν τῶν ἱστορίαν καὶ τὰ αἰσθήματα καὶ ὄνειρα τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ῥώσων ὡς ἰδικὰ τῶν.
Θὰ ἔπρεπεν ἡ Ῥωμηοσύνη βάσει τῆς ἱστορικῆς ἐμπειρίας τῆς καὶ βάσει τῶν ἰδικὼν τῆς ἰδανικῶν καὶ στόχων να ἐκπονήση τὰ θεμέλια τῆς κοινωνίας τῆς, ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τάς πολιτικὰς καὶ οἰκονομικὰς θεωρίας τῶν Εὐρωπαίων, Ἀμερικανὼν καὶ Ῥώσων.
Διατὶ εἲναι ὑποχρεωμένοι να διαιροῦνται οἱ Γραικοὶ μεταξὺ τῶν εἰς τάς παρατάξεις ἢ τοὺς ἀναφερθέντας «ἰσμοὺς» τῶν Εὐρωπαίων, Ῥώσων καὶ Ἀμερικανών; Καὶ διατὶ να μὴ εἲναι ἠνωμένοι ὡς Ῥωμηοὶ ἐντὸς τῆς μιᾶς παρατάξεως τῆς Ῥωμηοσύνης μὲ κοινωνικὴν ὀργάνωσιν συμφωνοῦσαν μὲ τάς ἀρχὰς καὶ τοὺς στόχους τῆς ῥωμαίικης ἀντιλήψεως περὶ φιλοτίμου;
Τὸ ῥωμαίικον φιλότιμον καὶ ὁ εὐρωπαϊκός, ἀμερικανικός, ῥωσικὸς καὶ ἰσλαμικὸς εὐδαιμονισμὸς εἲναι ἄκρως ἀντίθετα θεμέλια πολιτισμῶν.
Ὁ εὐδαιμονισμὸς ἀποβαίνει δύναμις αὐτοκαταστροφική, διότι εἲναι ἰδιοτελής, συμφεροντολογικὴ καὶ ἐγωιστική. Οἱ ὀπαδοὶ αὐτοῦ φθείρονται ἐκ τῶν ἔσω καὶ οὐδέποτε ὑπερβαίνουν τὴν πρωτόγονον καὶ ζῳώδη κατάστασιν τῆς ἰδιοτελοὺς καὶ ἐγωιστικὴς συμφεροντολογίας. Ὅπως ἐκμεταλλεύεται ὁ ἔνας τὸν ἄλλον πρὸς ἴδιον ἐγωκεντρικὸν ὄφελος, οὕτω καὶ ἡ σεξουαλικὴ ζωὴ τῶν σημερινῶν Εὐρωπαίων καὶ Ἀμερικανὼν εἲναι ὄχι ἔκφρασις ἀγάπης, ἀλλὰ ἠδονιστικὴ ἐκμετάλλευσίς που οὔτε εἰς τὸν κόσμον τῶν ζῴων παρατηρεῖται.
Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν εὐδαιμονισμὸν τοῦ εὐρωπαϊκοὺ καὶ τοῦ ἰσλαμικοὺ πολιτισμοῦ τὸ ῥωμαίικον φιλότιμον ἔχει ὡς θεμέλιον τὰ καθήκοντα καὶ τάς ὑποχρεώσεις που συντείνουν εἰς τὴν ὑπέρβασιν τῆς ἰδιοτέλειας καὶ συμφεροντολογίας καὶ εἰς τὴν ἄνοδον πρὸς τὰ ποικίλα στάδια τῆς ἀνιδιοτελείας. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ Ῥωμαίισσα εἲναι πάντοτε βασίλισσα εἰς τὴν οἰκογένειαν τῆς, διότι ἀρνεῖται ἡ Ῥωμηοσύνη να τὴν ὑποβιβάσῃ εἰς ἐκμεταλλεύσιμον ἀντικείμενον εὐδαιμονισμού. Ὁ Γραικύλος ὅμως εἲναι εὐδαιμονιστὴς καὶ ἠδονιστὴς ὡσὰν τὰ ἀφεντικὰ τοῦ.
Οὐδέποτε εἰς τὴν ἱστορίαν ἐφάνη ἔθνος μὲ τόσην ἑνότητα καὶ ἱκανότητα να ἀναστείλῃ καὶ να συγκρατήση ἐπὶ 1500 χρόνια τὴν πολιτικὴν καὶ ἐθνικὴν διάλυσιν καὶ ἀποσύνθεσιν τῇ ἰσχυροτάτῃ θελήσει τῶν πολιτῶν τοῦ ὡς ἡ Ῥωμηοσύνη, ἥτις καὶ ὑπὸ βάρβαρον ζυγὸν ἀκόμη κρατεῖ μὲ πεῖσμα τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἐθνικὴν τῆς ταυτότητα ὡς καὶ τὴν ῥωμαίικην ἠθικήν.
Ὅταν κανεὶς συγκρίνῃ τὴν ἱστορίαν τῆς Ῥωμηοσύνης μὲ τὴν διαλυτικὴν καὶ ἀποσυνθετικὴν δραστηριότητα τῶν Νεογραικύλων, βλέπει σαφῶς πῶς μέσῳ τοῦ Γραικισμοὺ κατεκερματίσθη ἡ Ῥωμηοσύνη κατὰ μίμησιν τῶν κρατῶν τῆς Εὐρώπης, τὰ ὁποῖα οὐδέποτε κατώρθωσαν να ἐνωθοὺν καὶ οὔτε φαίνεται ὅτι θὰ τὸ κατωρθώσουν ποτέ, διότι τὸ θεμέλιον τοῦ εὐρωπαϊκοὺ πολιτισμοῦ εἲναι ὁ εὐδαιμονισμός. Ἀπὸ τὸν ἴδιον εὐδαιμονισμὸν δύναται να πάθη ἀποσύνθεσιν καὶ ὁ ἀραβικὸς κόσμος.
Ὁ ὀπαδὸς τοῦ εὐδαιμονισμοὺ Γραικύλος δεν δύναται παρὰ να γίνη δοῦλος τῆς πηγῆς τῆς εὐδαιμονίας τοῦ εἴτε ἔσωθεν εἴτε ἔξωθεν τοῦ Γραικισμοὺ τοῦ.
Ὁ ἀποκηρύξας τὸν εὐδαιμονισμὸν φιλότιμος Ῥωμηὸς δεν ὑποδουλώνεται εἰς κανένα, οὔτε εἰς τὸν Θεὸν παραμένει δοῦλος, ἀφοῦ πέραση τὰ στάδια τοῦ δούλου καὶ μισθωτοῦ καὶ φθάσῃ να εἲναι φίλος καὶ συνεργάτης τοῦ Θεοῦ καὶ να ἔχῃ παῤῥησίαν παρὰ τῷ Θεῷ. Ὁ φίλος τοῦ Θεοῦ Ῥωμηὸς ἀκόμη καὶ μὲ τὸν Θεὸν ἐρίζει, ὄχι ὅμως διὰ τὰ ἰδικὰ τοῦ συμφέροντα ἀλλὰ διὰ τὰ τῶν ἄλλων.
8) Τὸ Βορειοηπειρωτικόν, τὸ Κυπριακὸν καὶ ἡ Ἀρχαιολατρεία τῶν Νεογραικών.
Ἡ μέχρι τοῦδε πολιτικὴ τῶν Νεογραικὼν διὰ τὴν ἕνωσιν πρῴην ἐπαρχιῶν τῆς Μεγάλης Ῥωμανίας μὲ τὴν σημερινὴν Ἑλλάδα εἲναι ἐκ τῶν προτέρων καταδικασμένη εἰς πολιτικὴν ἀποτυχίαν. Μόνον στρατιωτικὼς δύνανται να ἐπιτευχθοὺν οἱ ἐδαφικοὶ πόθοι τῶν Νεογραικών, οἱ ὁποῖοι κατὰ τρόπον φυσιολογικὸν καὶ ὀρθὸν ταυτίζουν τὸν ἑαυτὸν τῶν μὲ τὴν Μεγάλην Ῥωμανίαν, δηλαδὴ τὸ σήμερον λεγόμενον Βυζάντιον.
Μέσῳ τῆς Ῥωμηοσύνης ὅμως ὄχι ἐπανακτῆσις ἀλλὰ ὁμοσπονδιακὴ ἡ ἀμφικτυονικὴ ἕνωσις τῶν ἐναπομεινασὼν ῥωμαϊκῶν ἐπαρχιῶν, δηλαδὴ τῆς Ἑλλάδος, Ῥουμανίας, Ἀλβανίας καὶ Κύπρου εἲναι ἀπολύτως φυσιολογική. Δύνανται μάλιστα να ὀνομαστοὺν Βόρειος Ῥωμανία, Δυτικὴ Ῥωμανία (Ἀλβανία), Νότιος Ῥωμανία (Ἑλλὰς) καὶ Ἀνατολικὴ Ῥωμανία (Κύπρος).
Μέσῳ τοῦ Νεογραικισμοὺ προκύπτει μόνον θέμα στρατιωτικῆς ἰσχῦος, ἀφοῦ συμφώνως μὲ τὴν εὐρωπαϊκὴν καὶ ῥωσικὴν ἀντίληψιν περὶ τῆς μονογλωσσίας τοῦ «Βυζαντίου» προκεῖται περὶ στρατιωτικῆς προσαρτήσεως εἰς τὴν Ἑλλάδα τῶν ἑλληνοφώνων ἐδαφῶν. Ἀλλὰ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ἀκριβῶς τὰ ἴδια δικαιώματα ἔχουν ἐπὶ τῶν βλαχοφώνων καὶ ἀρβανιτοφώνων ἐδαφῶν τῆς Ἑλλάδος ἡ Ἀλβανία καὶ ἡ Ῥουμανία.
Ἡ ἕνωσις τῶν Ῥωμαίων βάσει τῆς ῥωμαίικης καὶ τῆς ῥωμαϊκῆς διγλωσσικὴς παραδόσεως εἲναι ἀπολύτως φυσιολογική, χωρὶς ἡ μία γλωσσικὴ ὁμὰς να ἐπιβουλεύεται τὴν ἄλλην, ἀφοῦ τὰ ῥωμαίικα καὶ ῥωμαϊκὰ εἲναι ἐξ ἴσου ἐπίσημα εἰς τὴν ἱστορικὴν Ῥωμηοσύνην. Μάλιστα θὰ ἔπρεπεν ὡς γλωσσικὸν ἰδανικὸν να ἔχουν ὅλοι οἱ Ῥωμαῖοι τὴν διγλωσσίαν τῶν Ῥωμαίων τῆς ἀρχαιότητος, τοῦ μεσαίωνος καὶ τῆς τουρκοκρατίας.
Ἡ ἰδέα ὅτι εἰς τὸ λεγόμενον Βυζάντιον ὕπηρχεν ἑλληνικὴ μονογλωσσία καὶ πρακτικὴ πολυγλωσσία εἲναι εὐρωπαϊκὸς καὶ ῥωσικὸς μῦθος. Οἱ βλαχόφωνοι, οἱ ἀρβανιτόφωνοι καὶ οἱ ἑλληνόφωνοι Ῥωμαῖοι ἀνήκουν εἰς τὴν παραδοσιακὴν δίγλωσσον Ῥωμαιοσύνην. Ἡ βλαχικὴ εἲναι ἡ ῥωμαϊκὴ καὶ ἡ ἑλληνικὴ εἲναι ἡ ῥωμαίικη καὶ ἡ ἀρβανίτικη εἲναι ἡ ὡραιότατη συνθέσις τῶν δύο. Τὸ ὅτι ἐπεκράτησεν ὡς μόνη ἐπίσημος γλῶσσα ἡ ῥωμαίικη δεν σημαίνει ὅτι ἠχρηστεύθη ἡ ῥωμαϊκή.
Εἲναι ἀδιανόητον διὰ τὸν Ῥωμηὸν να ἰσχυρισθὴ κανεὶς ὅτι οἱ ἐν Ἑλλάδι βλαχόφωνοι, ἀρβανιτόφωνοι καὶ ἑλληνόφωνοι δεν εἲναι εἷς λαός. Ἐάν ποτε ἀφαιρεθοὺν οἱ Ἀρβανίται καὶ Βλάχοι ἀπὸ τὸν κατάλογον τῶν ἡρῴων τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, θὰ φύγῃ τὸ ἥμισυ τουλάχιστον τῶν ὀνομάτων καὶ μάλιστα ὀνόματα πατριωτῶν ποῦ δεν ἐγνώριζον κἀν ἢ καλῶς τὰ ῥωμαίικα. Πρῶτα πρῶτα αἱ Ῥωμαίισσες Σουλιώτισσες δεν ὡμίλουν κἀν τὰ ἑλληνικά, ἀλλὰ μόνον τὰ ἀρβανίτικα, ὄχι διότι ἔχασαν τὴν ἑλληνικὴν οἱ πρόγονοι τῶν, ἀλλὰ διότι συνεχωνεύθησαν τὰ ῥωμαίικα καὶ τὰ ῥωμαϊκὰ τῶν διγλώσσων προγόνων τῶν καὶ οὕτως ἐγεννήθησαν τὰ ἀρβανίτικα.
Ἐκ τῆς ἐπόψεως ταύτης οἱ Ῥωμαῖοι ἀριθμοῦνται σήμερον περὶ τὰ 35 ἑκατομμύρια εἰς τὰ Βαλκάνια καὶ περὶ τὰ 2 ἑκατομμύρια εἰς τὴν Κύπρον καὶ λοιπὴν Μέσην Ἀνατολήν. Ὅταν δὲ ὑπολογισθῇ πόσοι ἑλληνόφωνοι, βλαχόφωνοι καὶ ἀρβανιτόφωνοι Ῥωμαῖοι ἔχουν ἀφομοιωθὴ μὲ Σλαύους, διὰ να δημιουργηθοὺν τὰ δύο ἐν μέσῳ Ῥωμαίων κράτη τῆς Βουλγαρίας καὶ Σερβίας φαίνεται ἀμέσως ὅτι οἱ σλαυόφωνοι ἦσαν κατὰ τὴν τουρκοκρατίαν μία μικρὰ μειονότης εἰς τὰ Βαλκάνια. 0ι δὲ ἰσχυρισμοὶ περὶ σλαυικοὺ κατακλυσμοῦ εἰς τὸν χῶρον τοῦτον ἀπὸ τὸν στ΄ αἰῶνα εἲναι μῦθος, ὡς εἲναι πλαστογραφία οἱ χάρται τῶν Ἰβ' ἰὲ' αἰώνων ποῦ δημοσιεύονται εἰς τάς λεγομένας βυζαντινὰς ἱστορίας, ὅπου φαίνεται ὡσὰν οἱ Σλαύοι να ἐξετόπισαν σχεδὸν τελείως τοὺς «Βυζαντινοὺς» ἢ «Γραικοὺς» ἀπὸ τὰ Βαλκάνια, ἐνῶ οὐδαμοῦ φαίνονται οἱ λατινόφωνοι καὶ δίγλωσσοι Ῥωμαῖοι, ὡσὰν να μὴ ἦσαν τὸ ἴδιον ἔθνος μὲ τοὺς ἑλληνοφώνους Ῥωμαίους. Εἲναι ἐνδεικτικὸν ὅτι ἡ δημοσιευθεῖσα τὸ 1830 θεωρία τοῦ Fallmerayer ὅτι ἐξηφανίσθη ἡ γνησιότης τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς διὰ τῆς σλαυοποιήσεως αὐτῆς τὸν στ' αἰῶνα, ἀπέφυγε να ἀσχοληθὴ μὲ τὸ ἱστορικὸν γεγονὸς τῆς συμμίξεως τῶν Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐγεννήθη τὸ ἑλληνικὸν εἰς πολιτισμὸν ἔθνος τῶν Ῥωμαίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης.
Ἀσφαλῶς δεν προεβλήθη τοιαύτη θεωρία, διότι θὰ συνετέλει εἰς τὴν ἐπικράτησιν ὄχι τοῦ «Γραικισμοὺ» ἀλλὰ τῆς Ῥωμηοσύνης εἰς τὴν Ἑλλάδα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δεν ἤθελον κατ' οὐδένα τρόπον οἱ Εὐρωπαίοι καὶ Ῥώσοι.
Ἐὰν δὲ ἀπεδεικνύετο ὅτι οἱ ἐν τῇ Νέᾳ Ἑλλάδι Γραικοὶ εἲναι Σλαύοι, τότε οἱ γερμανικὴς καταγωγῆς Εὐρωπαίοι θὰ ἐστρέφοντο ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ οἱ Γερμανοὶ μισοῦν τοὺς Σλαύους.
Ὑπεχρεώθησαν λοιπὸν οἱ Νεοέλληνες να καταπολεμήσουν τὴν θεωρίαν αὐτὴν τοῦ Fallmerayer ὑποστηρίζοντες τὴν γνησιότητα καὶ τὸ ἀνόθευτον τῆς ἀρχαίας ἑλληνικότητος ἢ γραικικότητος τῶν καὶ τοῦτο συνετέλεσε τὰ μέγιστα εἰς τὸν ἐπίσημον ἐνταφιασμὸν τῆς ἐν Ἑλλάδι Ῥωμηοσύνης.
Ἀφοῦ οἱ Εὐρωπαίοι ἐπιᾷσαν τοὺς Νεοέλληνας ἐπάνω εἰς τὸ ἀγκίστρι αὐτό, καὶ ἐδημιουργήθη κλίμα να θεωρῆται ἐθνικὴ προδοσία τὸ να μὴ ὑποστηρίζουν οἱ ἐν Ἑλλάδι πολῖται τὸ ἀνόθευτον τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ αἵματος, ἐνεφανίσθη δευτέρα μορφὴ τῆς θεωρίας τοῦ Fallmerayer τὸ 1836 εἰς τὴν ὁποίαν ὑπεστηρίζετο ὅτι ἡ σλαυοποιηθεῖσα τὸν στ' αἰῶνα ἑλληνικὴ φυλὴ ἀρβανιτοποιείται ἀπὸ τὸν Ἰδ' αἰῶνα μὲ τὴν κάθοδον τῶν Ἀρβανιτὼν εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἀφοῦ οὔτοι ἐξετοπίσθησαν ἐκ τῆς πατρίδος τῶν ὑπὸ τῶν Σλαύων.
Φαίνεται ὅτι οἱ Γρακύλοι ἐζαλίσθησαν τόσον πολὺ ἀπὸ τὴν ἐπίθεσιν αὐτὴν κατὰ τῆς ἑλληνικότητας τῶν καὶ ἐφοβήθησαν τόσον πολὺ ὅτι θὰ χάσουν τὴν νέαν ἔνδοξον θέσιν τῶν εἰς τὴν κοινωνίαν τῶν εὐρωπαϊκὼν κρατῶν, ὥστε οὔτε ἐσκέφθησαν να ἐπανέλθουν εἰς τὴν Ῥωμηοσύνην καὶ να ἐγκαταλείψουν τὴν ἐπακολουθήσασαν συζήτησιν μεταξὺ τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ῥώσων περὶ τοῦ βαθμοῦ νοθεύσεως καὶ γνησιότατος τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς. Ἄλλοι ὑπεστήριζον τὸν Fallmerayer, ἄλλοι τὸν ἀπέῤῥιπτον καὶ ἄλλοι προέτεινον μεσάζουσαν θεωρίαν.
Περιέργως οἱ πάντες ἀπέφευγον να ἐκθέσουν τὴν ῥωμαίικην ἄποψιν περὶ τοῦ θέματος. Ἤδη ἦτο γνωστὸν ὅτι ἡ ἀρβανίτικη γλῶσσα εἲναι λατινικὰ καὶ ἑλληνικὰ καὶ ἡ βλαχικὴ γλῶσσα λατινικά. Ἦτο ἐπίσης γνωστὸν ὅτι οἱ Χριστιανοὶ κάτοικοι τῶν Βαλκανίων καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς λέγονται Ῥωμαῖοι.
Οἱ Γραικύλοι ὅμως ἔπαιζαν τὸ παιχνίδι ἀκριβῶς κατὰ τὰ συμφέροντα τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ῥώσων, μὲ ἀποτέλεσμα να διαλυθῇ ἡ Μεγάλη Ῥωμηοσύνη. Οἱ Ἀρβανίται καὶ Βλάχοι δεν εἴχαν μορφωτικὴν παράδοσιν, ὥστε να ἠμπορέσουν να ἀμυνθοὺν κατὰ τῆς ξένης προπαγανδιστικὴς ἱστορικῆς ἐπιστήμης. Ἑπομένως τὸ κρῖμα ἀνηκεῖ ἀποκλειστικὼς εἰς τοὺς Γραικύλους.
Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐγκαταλείψεως τῆς Ῥωμηοσύνης ἐκ μέρους τῶν Γραικύλων εἲναι τὸ δρᾶμα τῆς νεοελληνικῆς ἀμηχανίας εἰς τὴν ὀρθὴν ἱστορικὴν ἀνάλυσιν τῶν λόγων τῆς σμικρύνσεως καὶ τοῦ ἀφανισμοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς ῥωμαίικης γλώσσης ἀπὸ ὅλα τὰ ἐδάφη τῶν Βαλκανίων καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ἐντὸς τόσου μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος ἀπὸ τὸ 1821 μέχρι σήμερον. Οὔτε εἲναι εἰς θέσιν να καταλάβουν τὸ παιχνίδι που παίζουν οἱ Εὐρωπαίοι καὶ Ῥώσοι μὲ τὴν Ἑλλάδα ἐπάνω εἰς τὰ ἐθνικὰ καὶ γλωσσικὰ θέματα.
Ἂς ἴδωμεν πόσον διαφορετικὰ χρησιμοποιοὺν δύο θέσεις οἱ ξένοι καὶ οἱ Νεογραικοί.
(α') Ὅλοι ἀναγνωρίζουν ὅτι τὰ Βαλκάνια καὶ ἡ Μέση Ἀνατολὴ ἦσαν ἐδάφη τῆς λεγομένης βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
(β') Ὅλοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ γλῶσσα αὐτῆς ἤιο ἡ ἑλληνικὴ καὶ ὁ πολιτισμὸς αὐτῆς αὐτὸς περίπου ποῦ ὑπάρχει ἀκόμη εἰς τὴν Ἑλλάδα.
Οἱ Νεογραικοὶ πιστεύουν ἀφελῶς ὅτι αἱ δυο αὖται θέσεις ἀποδεικνύουν ὅτι τὰ ἐδάφη αὐτά, ἡ τουλάχιστον ἐκεῖνα εἰς τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν ἑλληνόφωνοι ἀπόγονοι τῶν «Βυζαντινῶν», ἀνήκουν φυσιολογικὼς εἰς τὴν Ἑλλάδα.
Τοῦτο διότι ἡ μεγάλη πλειοψηφία τῶν Νεογραικὼν ταυτίζει ὀρθῶς τὸν ἑαυτὸν τῆς μὲ τοὺς «Βυζαντινούς», ἂν καὶ τὸ ὄνομα «Βυζαντινὸς» ἔχει σκοπὸν 1) να μὴ ταυτίσουν τὸν ἑαυτὸν τῶν μὲ τοὺς «Βυζαντινοὺς» οἱ Γραικοὶ Ἕλληνες, Ῥουμάνοι, Ἀρβανίται, καὶ Ῥοὺμ καὶ 2) να ἀντικαταστήσῃ τὸ Ῥωμαῖος μὲ τὸ ὁποῖον ὅλοι αὐτοὶ ἱστορικὼς ταυτίζονται.
Ἔδω εἶναι τὸ ἐπικέντρον τῆς διαφορᾶς ἀπόψεων ξένων καὶ Νεογραικών. Ἡ διαφορὰ αὔτη δεν ὑπάρχει πλέον μεταξὺ τῶν ἄλλων Ῥωμαίων (Ῥουμάνων, Ἀρβανιτὼν καὶ Ῥοὺμ) καὶ τῶν ξένων, διότι μόνον οἱ Ἕλληνες ὡς ἔχοντες ἀδιάκοπον μορφωτικὴν παράδοσιν δεν ἐλησμόνησάν ποτε ὅτι εἲναι ὁ ἴδιος λαὸς μὲ αὐτὸν ποῦ εἶχε τὴν Κωνσταντινούπολιν πρωτεύουσαν καὶ ἐν αὐτῇ βασιλέα, ἂν καὶ ἡ συνείδησις αὐτὴ διασῴζεται ἀκόμη μεταξὺ πολλῶν Ῥούμ.
Ἀλλὰ ἀντὶ οἱ Ἕλληνες να ταυτίσουν ὡς Ῥωμαῖοι τὸν ἑαυτὸν τῶν μὲ τοὺς Ῥωμαίους προγόνους τῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης, ταυτίζουν ὡς Ἕλληνες τὸν ἑαυτὸν τῶν μὲ τοὺς ἀνυπάρκτους Βυζαντινοὺς καὶ Γραικοὺς τῶν Εὐρωπαίων.
Οἱ ξένοι ὅμως δεν κάμνουν τὴν ταύτισιν αὐτήν. Οὔτοι προβάλλουν τὴν μεσαιωνικὴν ἀντίληψιν τῶν Φράγκων (ἰδὲ ἑπόμενον κεφάλαιον) ὅτι οἱ κατακτηθέντες ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων Γραικοὶ οὐδέποτε ἔγιναν Ῥωμαῖοι. Οὕτως οἱ Εὐρωπαίοι καὶ τίνες Γραικύλοι προβάλλουν τὴν σκέψιν ὅτι οἱ σημερινοὶ ἐν Ἑλλάδι ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦσαν ὑπόδουλοι εἰς τοὺς Ῥωμαίους, τοὺς Βυζαντινούς, τοὺς Φράγκους καὶ τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὸ 146 π.Χ. μέχρι τοῦ 1821. Καὶ διὰ τοῦτο μάλιστα ὑποβόσκει μεταξὺ τῶν δυτικῶν ἱστορικῶν τὸ αἴσθημα ὅτι οἱ ἀπὸ τὸ 146 π.Χ. ὑπόδουλοι Γραικοὶ ἔχουν γίνει πλέον φύσει δοῦλοι.
Ἐκ τῆς θέσεως ταύτης οἱ ξένοι τονίζουν ὅτι οὔτε ἡ Ἀλβανία οὔτε ἡ Κύπρος ἀπετέλουν ποτὲ μέρος ἑνὸς ἑλληνικοῦ κράτους, παρὰ τὸ ὅτι ἦσαν κάποτε ἢ εἲναι ἀκόμη ἑλληνικαὶ κατὰ τὸν πολιτισμὸν ἢ τὴν γλῶσσαν. Πρὸ τῆς ῥωμαϊκῆς περιόδου ὕπηρχον πολλὰ ἑλληνικὰ ἢ ἑλληνόφωνα κρατίδια.
Τὸ ὅτι οἱ Κύπριοι καὶ οἱ Βορειοηπειρῶται ὁμιλοῦν ἑλληνικὰ καὶ ἔχουν τὸν ἴδιον πολιτισμὸν μὲ τὴν Ἑλλάδα δεν σημαίνει ὅτι κρατικὼς καὶ πολιτικὼς ἀνήκουν δικαιωματικὼς εἰς τὴν Ἑλλάδα. Οἱ Ἐλβετοὶ ἐπισήμως μάλιστα ὁμιλοῦν ὡς ἐθνικὰς γλώσσας τὴν φραντσέζικην, τὴν γερμανικὴν καὶ τὴν ἰταλικήν, ἀλλὰ οὔτε Φραντσέζοι, οὔτε Γερμανοί, οὔτε Ἰταλοὶ εἴναι. Εἲναι φανατικοὶ ἐθνικισταὶ Ἐλβετοί. Οἱ Ἀμερικανοί, οἱ Καναδοί, οἱ Αὐστραλοί, οἱ Νεοζηλανδοὶ καὶ ἀκόμη οἱ Ἰνδοὶ ὁμιλοῦν ἐπισήμως τὰ ἀγγλικά, ἀλλὰ Ἄγγλοι δεν εἴναι. Οἱ Αὐστριακοὶ ὁμιλοῦν γερμανικά, ἀλλὰ Γερμανοὶ δεν εἴναι, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐξ αὐτῶν πολλοὶ ἔχουν γερμανικὰ αἰσθήματα.
Πρέπει σαφῶς να ἀναγνωρισθῇ τὸ ἱστορικὸν γεγονὸς ὅτι τὰ αἰσθήματα τῶν ἑλληνοφώνων ὅτι εἲναι εἷς λαὸς ἑνὸς κράτους δεν προέρχονται ὡς τείνουν να πιστεύουν οἱ Νεογραικοὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαίαν ἱστορίαν τῆς φυλῆς. Ἀλλὰ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἔντονον αἰσθηματικὴν ἐθνικὴν ταύτισιν τῶν ἑλληνοφώνων τούτων μὲ τὴν Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ῥώμην. Καὶ μάλιστα οἱ ἑλληνόφωνοι δεν ταυτίζονται ἐθνικὼς ὡς Ἕλληνες ἀλλὰ ὡς Ῥωμαῖοι, ἐφ' ὅσον τὸ ἑλλαδικὸς ἦτο ὄχι ἐθνικὸν ἀλλὰ ἐπαρχιακὸν ὄνομα καθ' ὅλον τὸ διάστημα τοῦ μεσαίωνος καὶ ἴσως μέχρι τοῦ 1821. Δηλαδὴ ἡ Ῥωμηοσύνη εἲναι ἡ μόνη καὶ μοναδικὴ πηγὴ τῆς ἐθνικῆς καὶ κρατικὴς ταυτότητος τῶν ἑλληνοφώνων ἀλλὰ καὶ τῶν λατινοφώνων Ῥωμαίων.
Βάσει τῶν ἱστορικῶν δεδομένων εἶναι ἀδύνατον μέσῳ τοῦ Γραικισμοὺ ἢ τοῦ μὴ ῥωμαϊκοῦ Ἑλληνισμοὺ να διεκδικούνται τὰ ἱστορικὰ δικαιώματα τοῦ ἔθνους. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐγκατελείφθη ἡ Ῥωμηοσύνη ὡς θεμέλιον τῆς ἐθνικῆς σκέψεως ἔχομεν εἰς τὴν πραγματικότητα μίαν Ἑλλαδίτσαν τῆς Ἑλλαδίτσας, ἐφ' ὅσον θὰ πρέπει να ἀφαιρεθοὺν ἀπὸ τὴν σημερινὴν Ἑλλάδα αἱ ἀρβανίτικαι καὶ βλάχικαι περιοχαί.
Ἀντιθέτως ὅμως πρὸς τάς ἀρχὰς τοῦ εὐρωπαϊκοὺ Γραικισμοὺ ἢ τοῦ μὴ ῥωμαϊκοῦ Ἑλληνισμού, ὄχι μόνον ἡ Ἀλβανία καὶ ἡ Κύπρος, ἀλλὰ ὅλα τὰ Βαλκάνια καὶ ὁλόκληρος ἡ Μέση Ἀνατολὴ καὶ ὁλόκληρος ἀκόμη ἡ Μεσόγειος ἦσαν ἐδάφη τῆς Ῥωμανίας καὶ οἱ πολῖται ἦσαν ἠνωμένοι μεταξὺ τῶν περὶ τὴν Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ῥώμην ὡς Ῥωμαῖοι.
Τὸ περίεργον εἲναι ὅτι ἀντὶ ὡς Ῥωμαῖοι να εἴμεθα οἱ κατακτηταὶ τῶν Γραικὼν ἢ Ἑλλήνων ἔχομεν γίνει οἱ Γραικοὶ κατακτηθέντες ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων. Εἲναι ὡσὰν να ἀσχολούμεθα μὲ τὸ θέμα ἐὰν εἴμεθα οἱ Θηβαῖοι κατακτηταὶ τῶν Ἀθηναίων ἢ οἱ κατακτηθέντες ὑπὸ τῶν Θηβαίων Ἀθηναῖοι, ἢ οἱ νικήσαντες τοὺς Ἀθηναίους Σπαρτιᾶται ἢ οἱ ἡττηθέντες Ἀθηναῖοι. Ὅσον ἀνόητον εἲναι τὸ θέμα τοῦτο καθ' ἑαυτό, τόσον ἀνοητότερον ἐξ ἐπόψεως ἐθνικῶν συμφερόντων, εἲναι τὸ θέμα ἐὰν εἴμεθα οἱ κατακτηταὶ Ῥωμαῖοι ἢ οἱ κατακτηθέντες Μακεδόνες, Ἀθηναῖοι, Κορίνθιοι, κ.τ.λ.
Ὁ πατέρας μας εἲναι Ῥωμαῖος καὶ ἡ μητέρα μας Ἑλληνίδα. Πρὶν συζευχθοὺν ὁ πατέρας εἶχε γίνει ἀπὸ τὸν προπάππον τοῦ Ἕλλην κατὰ τὸν πολιτισμὸν καὶ τὴν γλῶσσαν. Ἀπὸ τὸν πατέρα μας ἔχομεν τὸ ἐθνικὸν μας ὄνομα, ἀπὸ τὴν μητέρα τὸν πολιτισμὸν μας. Εἴμεθα ἑπομένως Ῥωμαῖοι μὲ ἑλληνικὸν πολιτισμόν.
0ι Γραικοὶ ποῦ ἰσχυρίζονται ὅτι ἔχουν μόνον μητέρα, διότι δεν ἀναγνωρίζουν τὸν γάμον τῆς Ἑλληνίδος μητρὸς τῶν μὲ τὸν Ῥωμαῖον πατέρα τῶν, δεν γίνονται οὕτω ἀμιγεῖς ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ἀλλὰ νόθα τέκνα.
Ὄχι μόνον τοῦτο ἀλλὰ οἱ Γραικύλοι οὔτε τοῦ πατρὸς οὔτε τῆς μητρὸς εἲναι νόμιμοι κληρονόμοι. Διὰ τοῦτο οἱ Νεογραικοὶ ἔχουν πλήρη σύγχυσιν ἰδεῶν, διότι οὔτε τὴν περιουσίαν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ἠμποροὺν να κληρονομήσουν οὔτε τῶν Ῥωμαίων. Νόθα τέκνα δεν ἔχουν τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ ἑπομένως δεν κληρονομοῦν. Μόνον οἱ φέροντες νομίμως τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς τὸν κληρονομοῦν.
Ἐκ τῆς ἐπόψεως αὐτῆς ἡ Τουρκία διεκδικεῖ δικαιώματα ἐπὶ τῆς Κύπρου ἔναντι τῶν Γραικών. Ἡ Κύπρος ἐξ ἐπόψεως τῶν ξένων ἦτο ἑλληνική, κατεκτήθη ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων, ἐκρατεῖτο ὑπὸ τῶν Βυζαντινῶν, κατεκτήθη ὑπὸ τῶν Φράγκων, ἐν συνεχείᾳ ὑπὸ τῶν Τούρκων, ἐδόθη εἰς τὴν Ἀγγλίαν καὶ τώρα ἔγινε κράτος. Ἡ Κύπρος ἦτο μέρος τῆς Τουρκίας ἀλλὰ οὐδέποτε μέρος τῆς Ἑλλάδος. Μόνον τὰ τελευταῖα δέκα χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου ἦτο μέρος τῆς Μακεδονίας. Μόνον ἐξ ἐπόψεως πολιτισμοῦ καὶ τῆς ἑλληνοφώνου κυπριακὴς πλειοψηφίας ἔχουν καποίαν βάσιν αἱ ἑλληνικαὶ ἀξιώσεις ἐπὶ τῆς νήσου.
Ὡς Ῥωμαῖοι ὅμως οἱ Κύπριοι, οἱ Ἑλλαδικοὶ καὶ οἱ Ἠπειρῶται ἔχουν κάθε ἱστορικὸν δικαίωμα ὡς ἐπαρχίαι τῆς Ῥωμανίας να γίνουν πάλιν Ῥωμανία, ὡς ἦσαν ἀπὸ τὸν β' αἰῶνα π.Χ. μέχρι τοῦ ἰὲ' αἰῶνος. Καὶ οὔτε χρειάζεται ἡ Κωνσταντινούπολις διὰ να γίνη αὐτό. Ὅπως ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μετέφερε τὴν Ῥώμην ἀπὸ τὴν Δύσιν εἰς τὴν Ἀνατολήν, οὕτω καὶ σήμερον ἡ Νέα Ῥώμη δύναται πάλιν να μεταφερθή.
Ἡ προσπάθεια τῶν Νεοελλήνων να ἀποδείξουν ὅτι τὰ πρῴην ἐδάφη τῆς Μεγάλης Ῥωμανίας, ὅπου τουλάχιστον ὁμιλείται ἡ ἑλληνική, ἀνήκουν ἱστορικὼς καὶ δικαιωματικὼς εἰς τὴν Ἑλλάδα εἲναι ὡσὰν να ἰσχυρίζεται κάτοικος τῆς Νέας Ὑόρκης ὅτι αἱ Η.Π.Α. εἲναι μέρος τῆς Νέας Ὑόρκης καὶ ὄχι ἡ Νέα Ὑόρκη μέρος τῶν Η.Π.Α. ἢ ὅτι ἡ πολιτεία τῆς Γεωργίας εἲναι μέρος τῆς πολιτείας τῆς Καλλιφορνίας χωρὶς να ἀνάγεται ἡ ἕνωσις τῶν εἰς τὸ κρατικὸν ὄνομα Η.Π.Α. Οὕτω καὶ αἱ ἐπαρχίαι τῆς Κύπρου, Ἑλλάδος. Ἠπείρου, Θρᾴκης, Μακεδονίας, κ.τ.λ. εἲναι ἠνωμέναι ὄχι ὡς Ἑλλὰς ἀλλ' ὡς Ῥωμανία.
Τὸ τραγικὸν εἲναι ὅτι ὁ Νεογραικὸς εἲναι τόσον πολὺ αἰχμάλωτος τῆς νεογραικικὴς παιδείας ποῦ τὸν φορτώνει 1) μὲ πλάστα συνθήματα τοῦ 1821 ὡς να ἐπρόκειτο περὶ ἐπαναστάσεως τῶν Περικλέους, Ἀριστοτέλους, καὶ Πλάτωνος, χωρὶς καμμίαν σχέσιν μὲ τοὺς Μέγαν Κωνσταντῖνον, Μέγαν Ἰουστινιανόν, Ἡράκλειον, Τσιμισκήν, Φωκαν, Ἀλέξιον Κομνηνὸν καὶ Κωνσταντῖνον Παλαιολόγον καὶ 2) μὲ πλάστην ἱστορίαν καὶ ὀρολογίαν μιᾶς πλάστης εὐρωπαϊκὴς καὶ ῥωσικὴς εἰκόνος περὶ τῆς ἱστορίας τοῦ ἔθνους, ὥστε δεν ἀντιλαμβάνεται πλέον οὔτε πῶς σκέπτονται οἱ ξένοι διὰ τὴν ἱστορίαν τοῦ, οὔτε γνωρίζει πῶς να δεφενδεύη τὰ δικαιώματα τοῦ ποῦ τώρα μόνον αἰσθηματικὼς γνωρίζει.
Οἱ ξένοι ἁπλῶς καὶ ψυχραίμως καὶ ἀδιαταράκτως πληροφοροὺν περὶ ἁπλοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος ὅτι ἡ Κύπρος καὶ ἡ Βόρειος Ἤπειρος οὐδέποτε ἀπετέλουν μέρη τῆς Ἑλλάδος καὶ ἑνὸς ἑνιαίου ἑλληνικοῦ ἔθνους. Ὁ Ἑλλαδιτσίτης Νεογραικὸς ἀμέσως μειονεκτεῖ νομίζων ὅτι προκεῖται περὶ ἀνθελληνικῆς ἐπιδόσεως ἀνθέλληνός τινος καὶ ἀμέσως καὶ αὐτομάτως ἀρχίζει τὴν τετριμμένην συνθηματικὴν ἐπιχειρηματολογίαν ἀπὸ τῆς γεννήσεως τῆς θέας Ἀφροδίτης εἰς τὰ ὕδατα τῆς Κύπρου. Τὸ νόστιμον εἲναι ὅτι ἐπικαλεῖται ὁ Νεοέλλην τὰ παλαιὰ κυπριακὰ τραγούδια καὶ ποιήματα ὅπου ἐμφανίζονται ῥωμαϊκὰ ὀνόματα (Ῥωμηός, Ῥωμηοσύνη), διὰ να ἀποδείξῃ τὴν ἀρχαίαν ἑλληνικότητα τῆς Κύπρου.
Δυστυχῶς οὔτε οἱ Ῥουμάνοι, οὔτε οἱ Ἀλβανοί, οὔτε οἱ Νεοέλληνες ἀντιλαμβάνονται πόσον παιδαριώδεις φαίνονται ἐπιστημονικὼς μὲ τὰ ἱστορικὰ πηδήματα ποῦ κάμνουν ἀπὸ τὴν θέαν Ἀφροδίτην εἰς τὴν σημερινὴν Κύπρον, ἀπὸ τὸν Περικλέα εἰς τάς σημερινὰς Ἀθήνας, ἀπὸ τὸν κατακτητὴν τῶν Δακῶν Τραϊανὸν εἰς τὴν σημερινὴν Ῥουμανίαν, ἀπὸ τὸν Μέγαν Ἀλέξανδρον εἰς τοὺς σημερινοὺς Ῥοὺμ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καὶ ἀπὸ κάποιον ἀρχαῖον λαὸν εἰς τοὺς σημερινοὺς Ἀλβανούς. Κατήντησαν ὅλοι οἱ Ῥωμαῖοι να εἲναι μόνον ἀρχαῖοι χωρὶς μεσαίωνα.
Μόνον μέσῳ τῆς Ῥωμιοσύνης δύναται να ἀποκατασταθῇ ἡ ἱστορικὴ σοβαρότης καὶ να διορθωθοὺν τὰ καταστροφικὰ σφάλματα τῆς ὑποδουλώσεως τῆς νεοελληνικῆς ἱστορικῆς κυρίως ἐπιστήμης εἰς τὴν Εὐρώπην, τὴν Ῥωσίαν καὶ τὴν Ἀμερικήν.
9) Οἱ Ῥωμαῖοι, ὁ Μωάμεθ καὶ οἱ ἐξισλαμισθέντες Πέρσαι.
Ὅπως εἴδομεν, ὁ Μωάμεθ προεφήτευσε τὸν τελικὸν θρίαμβον τῶν προσωρινὼς ἡττηθέντων ὑπὸ τῶν Περσὼν Ῥωμαίων. Ἡ προφητεία αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ λ' κεφάλαιον τοῦ Κορανίου καὶ μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Μωάμεθ ἠγάπα καὶ ἐσέβετο τοὺς Ῥωμαίους καὶ ἐταύτιζε τὴν πίστιν τοῦ μὲ τὴν πίστιν τῶν Ῥωμαίων. Τὸ Κοράνιον ἔχει πολλὰ στοιχεῖα περὶ τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν Προφητῶν κ.τ.λ. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπραγματοποιήθη ἡ προφητεία τοῦ Μωάμεθ περὶ τοῦ θριάμβου τῶν Ῥωμαίων ἐπὶ τῶν Περσὼν μὲ τὴν ἐκστρατείαν τοῦ Ἡρακλείου ἐνεποίησε χαρὰν εἰς τοὺς τότε Ἄραβας ὀπαδοὺς τοῦ ἀφοῦ ἐξεπληρώθη ἡ προφητεία του. Οὕτως ἐξηγεῖται ὁ μεγάλος σεβασμὸς καὶ θαυμασμὸς ἐκ μέρους τῶν πρώτων Ἀράβων ὀπαδῶν τοῦ Μωάμεθ διὰ τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμὸν τῶν Ῥωμαίων. Ο Ibn Khaldum (Ἰδ' αἰῶν) π.χ. περιγράφει λεπτομερῶς τὰ ὅσα ἔλαβον οἱ Ἄραβες ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμὸν τῶν Ῥωμαίων. Τοῦτο ἐξηγεῖ πως ἐντὸς ὀλίγων αἰώνων οἱ Ἄραβες ἔγιναν εἰς πολιτισμὸν σχεδὸν ἐφάμιλλοι τῶν Ῥωμαίων, ἐνῶ οἱ Φράγκοι παρέμειναν βάρβαροι ἡμιαγράμματοι φεουδάρχαι ἀπὸ τοῦ στ' αἰῶνος μέχρι τουλάχιστον τοῦ ἰγ' αἰῶνος.
Ἐν ὄψει τῶν ἀνωτέρω ὅμως πῶς ἐξηγεῖται ἡ μετατροπὴ τῆς πρὸς τοὺς Ῥωμαίους ἀγάπης τῶν Ἀράβων εἰς ἔχθραν; Ἀσφαλῶς οἱ μεταξὺ Ῥωμαίων καὶ Ἀράβων συνεχεῖς πόλεμοι ἀποτελοῦν μέρος τῆς ἀπαντήσεως εἰς τὸ ἐρώτημα, ἀλλὰ δεν ἐξηγοὺν ὅμως 1) τὴν θρησκευτικὴν καὶ θεολογικὴν στροφὴν τῶν Ἀράβων κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ῥωμαίων καὶ 2) τὴν ἐκ μέρους τῶν Ἀράβων ἐγκατάλειψιν τῶν ἀπόψεων τοῦ Μωάμεθ περὶ τῆς Ῥωμαιοσύνης.
Ἐν προκειμένῳ πρέπει να ἐρευνηθὴ ἡ ἐπιδρᾶσις τῶν ἐξισλαμισθέντων Περσὼν εἰς τὴν καλλιέργειαν τῆς ἀντιρωμαϊκῆς στροφῆς τῶν Ἀράβων, ἀφοῦ εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ Πέρσαι εἶχον ἔντονον μῖσος διὰ τοὺς ἑλληνοφώνους Ῥωμαίους ἐξ αἰτίας 1) τῶν κατακτήσεων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, 2) τῶν συνεχῶν πολέμων μὲ τοὺς Ῥωμαίους καὶ 3) κυρίως τῆς ὁλοκληρωτικῆς καταστροφῆς τοῦ κράτους τῶν ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Ῥωμαίων Ἡρακλείου ὡς προεφήτευσεν ὁ Μωάμεθ.
Ἡ ἔρευνα τῶν ἀνωτέρω θὰ εἶχε μεγάλην σημασίαν διὰ τὴν ὀρθὴν τοποθέτησιν τῶν σημερινῶν σχέσεων μεταξὺ Ῥωμαίων καὶ Ἀράβων. Αἱ ἀπόψεις τοῦ Μωάμεθ περὶ τῶν Ῥωμαίων (Ῥοὺμ) δύνανται να ἀποτελέσουν μίαν σταθερὰν βάσιν εἰς τάς σχέσεις μεταξὺ τῶν δύο λαῶν. Τὸ ἴδιον ἴσως ἰσχύει διὰ τάς σχέσεις μεταξὺ Τούρκων καὶ Ῥωμαίων.
10) Αἱ πολιτιστικαὶ ἐπιδράσεις τῆς μὲν Ῥωμηοσύνης ἐπὶ τοῦ Ἰσλὰμ τῆς δὲ Εὐρώπης ἐπὶ τῶν Νεογραικών.
Ἐπίσης πρέπει να ἐρευνηθὴ λεπτομερῶς ἡ ἐπιδρᾶσις τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ῥωμαίων ἐπὶ τῶν Ἀράβων καὶ Τούρκων. Δεν εἲναι τυχαῖον τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ῥωμαίικη γλῶσσα παρέμεινεν ἐπὶ 100 ἔτη ἡ διοικητικὴ γλῶσσα τῶν Ἀράβων μετὰ τὴν ὑπ' αὐτῶν κατάκτησιν τῆς συριακῆς καὶ αἰγυπτιακῆς Ῥωμανίας. Ὑπάρχουν πάμπολλα τὰ μαρτυροῦντα τὴν ἐπιδρᾶσιν αὐτὴν ἀπὸ τοὺς ἰδίους ἀρχαιοτέρους Ἄραβας ἱστορικούς. Ἡ ἀραβικὴ καὶ τουρκικὴ μουσικὴ π.χ. βασίζεται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς ῥωμαίικης ὀκτωήχου, ἡ ὁποία διατηρεῖται μέχρι σήμερον εἰς τὰ τραγούδια καὶ τοὺς χοροὺς τῶν Ἀράβων καὶ Τούρκων. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ Νεογραικοὶ φαντάζονται ὅτι τὸ γνήσιον ἑλληνικὸν πρέπει να ὁμοιάζη μὲ τὸ εὐρωπαϊκόν, ἀφοῦ συγχέουν τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμὸν μὲ τὸν εὐρωπαϊκόν, εἲναι ἀναπόφευκτον να πιστεύουν ὅτι κάθε ὁμοιότης μεταξὺ ῥωμαίικης καὶ τουρκικὴς ἢ ἀραβικῆς μουσικῆς ὀφείλεται εἰς καποίαν ὑποδούλωσιν τῆς ῥωμαίικης παραδόσεως εἰς τὴν ἀραβικὴν καὶ τουρκικὴν καὶ ὄχι ἀντιστρόφως.
Τὸ ἴδιον ἰσχύει καὶ εἰς τὸ θέμα τῶν χορῶν.
Πάντως ἡ δουλεία τῶν Νεογραικὼν εἰς τὸν εὐρωπαϊκὸν πολιτισμὸν φαίνεται σαφῶς εἰς τὴν μουσικήν, τοὺς χορούς, τὴν ἐνδυμασίαν, τὴν ἀρχιτεκτονικὴν καὶ τὴν εἰκονογραφίαν τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κρατιδίου μετὰ τὸ 1821.
11) Ῥωμαῖοι καὶ Ἕλληνες τὸ 1821 - 1844.
Ἔχει ἐπισημανθῇ τὸ γεγονὸς ὅτι συνετέλεσαν εἰς τὴν ὑποχώρησιν τοῦ ὀνόματος Ἕλλην ἔναντι τοῦ Ῥωμαῖος
1) ἡ ταύτισις τοῦ Ἕλλην μὲ τὸ εἰδολωλάτρης, 2) ἡ ἀπόδοσις τῆς ῥωμαϊκῆς ἰθαγενείας ἢ ὑπηκοότητος εἰς ὅλους τοὺς ἐλευθέρους κατοίκους τῆς Ῥωμανίας τὸ 212 μ.Χ., 3) ἡ ὑπὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου μεταφορὰ τῆς Ῥώμης ἀπὸ τὴν ἰταλικὴν Ῥωμανίαν εἰς τὴν ἀνατολικὴν θρακικὴν Ῥωμανίαν, τὴν Βυζαντίδα καὶ 4) ἡ ὑπὸ τῶν Τούρκων ἀναγνώρισις τῆς ὑπὸ τῶν πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, καὶ Ἱεροσολύμων διακυβερνήσεως καὶ διαποιμάνσεως τῶν Ῥωμαίων τῆς Ὀθωμανικης Αὐτοκρατορίας, ἥτις εἰς ἔκτασιν εἶχε ξεπεράσει τὰ ὅρια τῆς Ῥωμανίας τῶν διαδόχων τοῦ Μεγάλου Ἰουστινιανού.
Βεβαίως οἱ Νεογραικοὶ ἱστορικοὶ ἀναγνωρίζουν ὅτι οἱ Ῥωμαῖοι εἶχον γίνει Ἕλληνες καὶ ὅτι ἡ Ῥωμανία ἐγένετο τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, παρὰ ταῦτα ὅμως συνηθίζουν περιέργως να ψάχνουν εἰς τάς πηγὰς να εὔρουν ἀποδείξεις ὅτι οὐδέποτε ἔσβησε κυρίως εἰς τὸν χῶρον τῆς παλαιᾶς Ἑλλάδος ἡ ἑλληνικὴ ἐθνικὴ συνείδησις. Θέλουν, ὡς φαίνεται, να ἀποδείξουν ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Πελοποννήσου κυρίως εἶχον ἑλληνικήν, καὶ ὄχι ῥωμαϊκὴν ἢ βυζαντινήν, συνείδησιν. Δηλαδὴ προσπαθοὺν να εὔρουν εἰς τὴν μεσαιωνικὴν ἱστορίαν Ἕλληνας μὲ ῥατσιστικὴν ἐθνικὴν συνείδησιν ὡσὰν αὐτὴν τὴν ὁποίαν οἱ Νεογραικοὶ ἀπέκτησαν ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους.
Ἀλλὰ ὡς πραπαγανδισταὶ ποῦ ἦσαν κατὰ τῆς Ῥωμηοσύνης οἱ νέοι οὔτοι ἀρχαῖοι Ἕλληνες Γραικοὶ δεν ἠσχολοῦντο μὲ τὰ γεωγραφικὰ καὶ ἱστορικὰ πλαίσια μέσα εἰς τὰ ὁποῖα ἐχρησιμοποιοῦντο τὰ ὀνόματα Ἕλλην, Ἑλλάς, Γραικός, καὶ Γραικία.
Ἀσφαλῶς τὰ ὀνόματα αὐτὰ οὐδέποτε ἔσβησαν ἀπὸ τὴν ἱστορίαν. Οὔτε ὅμως κατὰ τὸν μεσαίωνα ἦσαν ἀντίθετα μὲ τὰ ὀνόματα Ῥωμαῖος καὶ Ῥωμανία. Τοῦτο, διότι ὁ φέρων τὸ ἐπαρχιακὸν ὄνομα Ἑλλαδικὸς ἢ Γραικός, τῆς ἐπαρχίας τῆς Ἑλλάδος, ἦτο κατὰ τὸ ἐθνικὸν τοῦ ὄνομα Ῥωμαῖος τῆς Ῥωμανίας. Μόνον εἰς τὴν περίπτωσιν τῆς ταυτίσεως τοῦ Ἕλλην μὲ τὸ εἰδωλολάτρης ὕπηρχεν ἀντίθεσις, ἀλλὰ μόνον φαινομενική, ἀφοῦ ὁ εἰδωλολάτρης Ῥωμαῖος εἲναι τότε κατ' ἐξοχὴν καὶ λέγεται Ἕλλην.
Εἰς μίαν ἐπιστολὴν τοῦ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γράφει περὶ τοπικῶν συνόδων ἐπισκόπων γενομένων εἰς «Δαλματίαν, Δαρδανίαν, Μακεδονίαν, Ἤπειρον, Ἑλλάδα, Κρήτην, Σικελίαν, Κύπρον, Παμφυλίαν, Λυκίαν, Ἰσαυρίαν, Αἴγυπτον, καὶ Λιβύην». Ἀσφαλῶς οἱ κάτοικοι τῶν ἐπαρχιῶν αὐτῶν φέρουν τὰ ἐν λόγῳ ἐπαρχιακὰ ὀνόματα χωρὶς ὅμως αὐτὰ να εἲναι ἐθνικά, ἀποκλείοντα τὸ Ῥωμαῖος καὶ τὸ Ῥωμανία. Τὸ Ἑλλὰς τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου θὰ ἀντιστοιχὴ μὲ τὸ ἑλλαδικὸν θέμα μετὰ τὸν Ἡράκλειον.
Ἐπίσης τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα διακρίνει καὶ διαχωρίζει κατὰ τὴν ἀρχαίαν παράδοσιν τὴν Μακεδονίαν, Ἤπειρον, Κρήτην, Σικελίαν, Κύπρον, καὶ τάς ἐπαρχίας τῆς Μικρὰς Ἀσιὰς δεν σημαίνει ὅτι μόνον οἱ κάτοικοι τῆς ἐπαρχίας τῆς Ἑλλάδος ὠμιλούσαν ἑλληνικὰ καὶ οἱ ἄλλοι ὠμιλούσαν μακεδονικά, ἠπειρωτικά, κρητικά, κυπριακά, κ.τ.λ. Ἀσφαλῶς ὠμιλούσαν διαλέκτους ἀλλὰ πάντοτε τῆς μιᾶς καὶ ἑνιαίας ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ πολλοὶ ἐγνώριζον καὶ τὰ λατινικά, δηλαδὴ τὰ ῥωμαϊκὰ ἢ ῥωμανικά, ἢ βλάχικα. Οὔτε ὅμως ἦσαν μόνον οἱ αὐτόχθονες τῆς Ἑλλάδος Ἕλληνες, ἀφοῦ ὡς Ῥωμαῖοι πάντες οἱ Ῥωμαῖοι ἦσαν Ἕλληνες, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δεν ἐλέγοντο Ἕλληνες. Τοῦτο διότι ἤδη ἀπὸ τὸν δ' αἰῶνα π.Χ. «πόλιν Ἑλληνίδα» ὠνόμασαν τὴν «Ῥώμην» οἱ γνωρίζοντες αὐτὴν Ἕλληνες.
Τοῦτο διότι τὸ ὄνομα Ἕλλην δεν ἦτο μόνον ἐπαρχιακὸν ἀλλὰ καὶ πολιτιστικὸν καὶ φυλετικόν. Οἱ Ῥωμαῖοι ἐγνώριζον καλῶς ὅτι ἦσαν ἀπόγονοι ὄχι μόνον τῶν πρώτων ἐξελληνισθέντων Ῥωμαίων ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τούτων τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ ἦσαν διὰ τοῦτο ὑπερήφανοι. Λοιπὸν καθ’ ὅλην τὴν ἱστορίαν τῆς Ῥωμανίας θὰ ἦτο φυσικὸν να εὔρη τις να λέγωνται ἐνίοτε τὰ ῥωμαϊκὰ καὶ ἑλληνικά.
Κατὰ τὰ χρόνια τῆς ἐν Ἀνατολῇ Φραγκοκρατίας ὅμως ηὐξήθη ἡ χρησιμοποίησις τῶν ὀνομάτων Ἕλλην, Ἑλλάς, Γραικία καὶ Γραικὸς εἰς τὸν χῶρον τῆς ἀνατολικῆς Ῥωμαιοσύνης. Μάλιστα ἀκόμη καὶ ὁλόκληρον τὸ εὐρωπαϊκὸν μέρος τῆς Ῥωμανίας (Βυζαντινὸν κράτος) λέγεται Γραικία ὑπὸ τῶν Φράγκων σταυροφόρων.
Τοῦτο ὅμως ὀφείλεται ὄχι εἰς κάθετον γραμμὴν ἀρχαιοτέρας παραδόσεως αὐτῆς ταύτης τῆς Ῥωμανίας ἀλλὰ εἰς παράλληλον παράδοσιν τῶν Φράγκων ἥτις μετεδόθη εἰς τοὺς Ῥωμαίους ἀπὸ τοὺς κατακτητὰς Φράγκους. Ὅπως εἴδομεν καὶ ὅπως θὰ ἴδωμεν εἰς τὸ ἑπόμενον κεφάλαιον, οἱ Φράγκοι ὠνόμαζον τὴν Ῥωμανίαν Γραικίαν καὶ τοὺς Ῥωμαίους Γραικούς. Ἦτο ἑπομένως φυσικὸν να αὐξηθῇ καὶ μεταξὺ τῶν Ῥωμαίων ἡ χρησιμοποίησις τῶν ὀνομάτων Ἕλλην, Γραικός, Ἑλλάς, καὶ Γραικία κατὰ τὴν ἐν Ἀνατολῇ Φραγκοκρατίαν καὶ να ἐπεκταθῇ τὸ ὄνομα Ἑλλὰς ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν τῆς Ἑλλάδος εἰς ὁλόκληρον τὴν Ῥωμανίαν. Ἡ ταύτισις αὐτὴ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Ῥωμανίας δεν ὑπάρχει εἰς παλαιοτέραν ἀπὸ τὴν Φραγκοκρατίαν ῥωμαίικην παράδοσιν, ἀλλὰ μόνον εἰς τὴν φραγκικήν.
Ἐπίσης πρέπει να ἐρευνηθὴ ἡ χρῆσις τῶν ἐν λόγῳ ὀνομάτων εἰς τὴν σλαυικὴν παράδοσιν, ἐφ' ὅσον οἱ Σλαύοι ἐπηρεάζοντο ἀμέσως ἀπὸ τοὺς γείτονας τῶν Γερμανοφράγκους, οἵτινες μας ἀπεκάλουν ὅλον τὸν μεσαίωνα μόνον Γραικοὺς καὶ ὄχι Ῥωμαίους καὶ ἐν συνεχείᾳ ἡ ἐπιδρᾶσις τῶν Σλαύων ἐπὶ τῶν Βλάχων καὶ ἡ ἐπιδρᾶσις τῶν Βλάχων ἐπὶ τῶν ἑλληνοφώνων Ῥωμαίων.
Πάντως φαίνεται ὅτι μόνον μία ἐκ τῶν ἀναφερθεισὼν παραδόσεων ἀπετέλεσε τὸ προταθὲν ἢ ἐγκριθὲν ὑπὸ τῶν Μεγάλων Δυνάμεων ἐθνικὸν θεμέλιον τῆς ἱδρύσεως τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κράτους τὸ 1821 - 1829. Αὔτη εἲναι ἡ ἀρχαιοτέρα ὅλων τῶν περὶ τοῦ ὀνόματος Ἑλλὰς παραδόσεων τῆς ταυτίσεως αὐτοῦ μὲ τὴν ἐπαρχίαν τῆς Ἑλλάδος ἢ μὲ τὸ ἑλλαδικὸν θέμα ὅπως εἴδομεν εἰς τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον καὶ μετὰ τὸν Ἡράκλειον. Προφανῶς τὸ σχέδιον τῶν Μεγάλων Δυνάμεων ἦτο ὁ περιορισμὸς τοῦ νέου κράτους εἰς τὰ σύνορα τῆς παλαιᾶς ἐπαρχίας. Δηλαδὴ ἤθελαν να μετατρέψουν μόνον τὴν ἐπαρχίαν εἰς κράτος.
Ἐνῶ οἱ ἐπαναστάται τοῦ 1821 - 1829 ἐταύτιζον τὴν Ἑλλάδα μὲ περιοχὴν πολὺ μεγαλυτέραν ἀπὸ τὴν τότε ἐλευθερωθείσαν, παρὰ ταῦτα δεν ἐταύτιζον τοὺς Ἕλληνας μὲ τοὺς Ῥωμαίους. Ἕλληνες εἲναι ὄχι ὅλοι οἱ Ῥωμαῖοι ἀλλὰ μόνον οἱ Ῥωμαῖοι τῆς ἑλλαδικὴς ἐπαρχίας αὐτόχθονες καὶ οἱ ἀνήκοντες εἰς ἐπαρχίας ποῦ ἔλαβον μέρος εἰς τὸν κατὰ τῶν Τούρκων πόλεμον ἀλλὰ ἐλθόντες εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ὁμιλοῦντες ἢ ἔχοντες πάτριον τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν.
Ἑπομένως τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος τοῦ 1821 - 1829 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ῥωμαϊκὸν ἔθνος δεν εἲναι ἔθνος ἤδη ὑπάρχον ἐκ τοῦ ὁποίου τινὲς ἐπανεστάτησαν καὶ ἄλλοι δεν ἐπανεστάτησαν. Ἕλληνες εἲναι οἱ αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς ἑλλαδικὴς ἐπαρχίας καὶ οἱ ἐπαναστατήσαντες εἰς ἄλλα μέρη. Οἱ μὴ ἐπαναστατήσαντες εἲναι οἱ Ῥωμαῖοι. Ἀσφαλῶς αὐτὴ ἡ παράδοξος διάκρισις ἦτο τεχνητὼς κατεσκευασμένη καὶ δεν ἀντεπεκρίθη τελικὼς εἰς τὴν πραγματικότητα. Ἀλλὰ ἦτο ὅμως ἡ πραγματικότης ἀπὸ τὸ 1821 μέχρι τὸ 1844. Φαίνεται ὅμως ὅτι πολὺ συνετέλεσεν εἰς τὴν γενομένην αὐτὴν παράδοξον διάκρισιν μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων 1) ἡ ἐπιθυμία τῶν αὐτοχθόνων τῆς νέας ἑλληνικῆς ἐπικρατείας να μὴ μοιράσουν τὰ ἐδάφη τῶν καὶ τάς δημοσίας θέσεις μὲ μετανάστας ἀπὸ τὰ μὴ ἐλευθερωθέντα καὶ ἐλευθερωθησόμενα ἐδάφη, ἐκτὸς ἐὰν ἦσαν πολεμισταὶ τοῦ 1821 - 1829 ἀπὸ τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα καὶ τάς νήσους καὶ 2) ἡ ἐπιθυμία τῶν Μεγάλων Δυνάμεων να μὴ ἱδρυθῇ ἐλεύθερον ῥωμαϊκὸν κράτος τὸ ὁποῖον θὰ ἠδύνατο ἐν καιρῷ να συμπεριλάβῃ ὅλους τοὺς Ῥωμαίους τῶν Βαλκανίων, τῆς Μικρὰς Ἀσιὰς καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καὶ να ἀντικαταστήσει τὴν Ὀθωμανικὴν Αὐτοκρατορίαν. Ἤθελαν τὴν διάλυσιν τῆς Ὀθωμανικὴς Αὐτοκρατορίας καὶ τὴν ἀντικατάστασιν αὐτῆς, ἀλλὰ ἀπὸ μικρὰ κράτη. Διὰ τοῦτο ἦτο ἀνάγκη ἀπόλυτος να διαλυθῇ καὶ ἡ Ῥωμαιοσύνη.
Τῇ ἀφελῆ συμπράξει τῶν ὀπλαρχηγὼν τοῦ 1821 οἱ Εὐρωπαίοι ἐθέσπισαν τὴν ἔναρξιν τῆς διαλύσεως τῆς Ῥωμαιοσύνης μέσῳ τῶν συντακτῶν τοῦ Συντάγματος τῆς Ἐπιδαύρου τῆς 1 Ἰανουαρίου 1822, κατὰ τὴν Ἃ' Ἐθνικὴν Συνέλευσιν. Οἱ συντάκται ἐθέσπισαν ἐντὸς 10 μηνῶν ἀπὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ ἀγῶνος, ὅτι:
«Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, ἓ ἰ σ ἲ ν Ἕλληνες, καὶ ἀπολαμβάνουσιν ἄνευ τινὸς διαφορᾶς ὅλων τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων».
«Ἡ Διοίκησις θέλει φροντίσει να ἐκδώσῃ προσεχῶς νόμον περὶ πολιτογραφήσεως τῶν ξένων, ὅσοι ἔχουσι τὴν ἐπηρεάζοντο ἀμέσως ἀπὸ τοὺς γείτονας τῶν Γερμανοφράγκους, οἵτινες μας ἀπεκάλουν ὅλον τὸν μεσαίωνα μόνον Γραικοὺς καὶ ὄχι Ῥωμαίους καὶ ἐν συνεχείᾳ ἡ ἐπιδρᾶσις τῶν Σλαύων ἐπὶ τῶν Βλάχων καὶ ἡ ἐπιδρᾶσις τῶν Βλάχων ἐπὶ τῶν ἑλληνοφώνων Ῥωμαίων. ἐπιθυμίαν ν ἃ γ ἲ ν ὢ σ ἰ ν Ἕλληνες»
Τὸ Σύνταγμα τῆς Β' ἐν Ἄστρει Ἐθνικῆς Συνελεύσεως τοῦ 1823 θεσπίζει παρομοίως:
«Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, ἓ ἰ σ ἲ ν Ἕλληνες, καὶ ἀπολαμβάνουσι ἄνευ τινὸς διαφορᾶς ὅλων τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων. Ὁμοίως Ἕλληνές ἑ ἰ σ ἴ, καὶ τῶν αὐτῶν δικαιωμάτων ἀπολαμβάνουσι, ὅσοι ἔξωθεν ἐλθόντες, καὶ τὴν ἑλληνικὴν φωνὴν πάτριον ἔχοντες, καὶ εἰς Χριστὸν πιστεύοντες ζητήσωσι, παῤῥησιαζόμενοι εἰς τοπικὴν Ἑλληνικῆς Ἐπαρχίας ἀρχήν, να ἐγκαταριθμηθῶσι δι' αὐτῆς εἰς τοὺς πολίτας Ἕλληνας».
«Ἡ Διοίκησις πολιτογραφεῖ ἀλλοεθνεῖς κατὰ τοὺς ἀκολούθους ὀρούς. . .».
Τὸ Σύνταγμα τῆς Γ' ἐν Τροιζήνι Ἐθνικῆς Συνελεύσεως τοῦ 1827 δογματίζει παρόμοια:
«Ἕλληνες εἴναι, ἃ' Ὅσοι αὐτόχθονες τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας, πιστεύουσιν εἰς Χριστόν. β' Ὅσοι ἀπὸ τοὺς ὑπὸ τὸν ὀθωμανικὸν ζυγόν, πιστεύοντες εἰς Χριστόν, ἤλθαν καὶ θὰ ἔλθωσιν εἰς αὐτήν. γ' Ὅσοι αὐτόχθονες καὶ μή, καὶ οἱ τούτων ἀπόγονοι, πολιτογραφηθέντες εἰς ξένας Ἐπικρατείας πρὸ τῆς δημοσιεύσεως τοῦ παρόντος Συντάγματος, ἔλθωσιν εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπικράτειαν, καὶ ὁρκισθῶσι τὸν Ἑλληνικὸν ὅρκον. ἓ' Ὅσοι ξένοι ἔλθωσι καὶ πολιτογραφηθῶσιν».
Τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑ' ἐν Ναυπλίω Ἐθνικῆς Συνελεύσεως τοῦ 1832 θεσπίζει παρομοίως τὰ ἑξῆς:
«Ἕλληνες εἴναι· ἃ' Ὅσοι αὐτόχθονες τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας πιστεύουσιν εἰς Χριστόν. β' Ὅσοι εἰς ξένας Ἐπικρατείας ἐγεννήθησαν ἐκ γονέων αὐτοχθόνων, ἢ ἐκ μόνου πατρὸς Ἕλληνος, καὶ πρεσβεύουσι τὴν πάτριον θρησκείαν. γ' Ὅσοι πρεσβεύοντες τὴν ἐπικρατοῦσαν θρησκείαν, ὁμόγλωσσοι καὶ ἑτερόγλωσσοι, συνέτρεξαν εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ συναγωνίσθησαν μετὰ τῶν αὐτοχθόνων ἐν τῷ διαστήματι τοῦ ἱεροῦ πρὸς τὴν ἐλευθερίαν ἀγῶνος. δ' Ὅσοι ἐκ τῶν πρεσβευόντων τὴν ἐπικρατοῦσαν θρησκείαν ἦλθον πρὸ ἑνὸς ἔτους εἰς τὴν Ἑλλάδα, καὶ ἔχουσι σταθερὰν κατοικίαν εἰς μίαν κοινότητα, ζῶντες ἀπὸ τῆς τέχνης ἢ βιομηχανίας τῶν, ἐὰν παραιτηθῶσι πρότερον ἐπισήμως ἀπὸ τοῦ να εἲναι ὑπήκοοι ἄλλου κράτους. ἓ' Ὅσοι ἀλλοεθνεῖς εἰς Χριστὸν πιστεύοντες ἦλθον καὶ συνηγωνίσθησαν μετὰ τῶν αὐτοχθόνων τρία ἔτη τὸν τῆς ἐλευθερίας ἀγῶνα, ἔχουν ἀποδείξεις τῶν ἐκδουλεύσεων καὶ τῆς τιμίας διαγωγῆς τῶν, καὶ ἐνυμφεύθησαν Ἑλληνίδα, ἢ εὑρίσκονται τὴν σήμερον διαμένοντες εἰς τὴν Ἑλλάδα· ἀλλ' οἱ τοιοῦτοι ὑποχρεούνται να παραιτηθῶσι πρότερον ἐπισήμως ἀπὸ τοῦ να εἲναι ὑπήκοοι καὶ ὑπὸ τὴν προστασίαν ἄλλης δυνάμεως. στ' Ὅσοι εἰς τὸ ἑξῆς γένωσι δεκτοὶ ὡς Ἕλληνες κατὰ τοὺς ἐπὶ τούτου ἐν τῷ παρόντι νόμους».
«Ἡ προθεσμία τῆς εἰς τὴν Ἑλλάδα διαμονῆς πρὸς πατριογράφησιν, ἀφ' οὐ καιροῦ ὁ θέλων να συγκαταριθμηθὴ μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων, φανέρωση ἐγγράφως τὴν θέλησίν του εἰς τὴν Δημογεροντίαν τῆς κοινότητος ὅπου κατοικεῖ».
Συμφώνως πρὸς πάντα τὰ ἀνωτέρω θεσπισθέντα ἀπὸ τὸ 1822 μέχρι 1832 τὸ κύριον γνώρισμα τοῦ ποῖος εἲναι Ἕλλην εἲναι ἡ ἐντὸς τῆς Ἑλλάδος κατοικία καὶ σταθερὰ διαμονὴ καὶ εἰς τὴν πάτριον θρησκείαν πίστις 1) τοῦ αὐτόχθονος ἢ 2) τοῦ συναγωνισθέντος ἢ ὑπὸ διαφόρους ὅρους πολιτογραφηθέντος ἐτερόχθονος τοῦ καὶ ἀποδεχόμενου ὡς πάτριον γλῶσσαν τὴν ἑλληνικήν.
Ταῦτα σημαίνουν σαφῶς ὅτι δεν εἲναι Ἕλληνες οἱ ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος Ῥωμαῖοι. Ἀκόμη καὶ οἱ ἐκτὸς τῶν τελικὼς ἀπελευθερωθεισὼν ἐπαρχιῶν συναγωνισθέντων Ῥωμαίων δεν θεωροῦνται Ἕλληνες διότι ἐπολέμησαν ἀλλὰ μόνον ὅταν καὶ ἐφ' ὅσον ἔλθουν καὶ κατοικήσουν εἰς τὴν Ἑλλάδα.
Ὡς γνωστὸν κατὰ τὴν πρώτην δεκαετίαν τῆς βασιλείας τοῦ Ὄθωνος κατελήφθησαν πολλαὶ θέσεις δημοσίων ὑπουργημάτων καὶ ὑπαλλήλων ὄχι μόνον ὑπὸ ἐτεροχθόνων ὁμογενῶν ἀλλὰ καὶ ἀλλογενῶν. Τὴν 3ην Σεπτεμβρίου τοῦ 1843 ἀνετράπη ἡ κατάστασις αὐτὴ καὶ εἰς τὴν Ἐθνοσυνέλευσιν, ἥτις φέρει ὡς ὄνομα τὴν ἡμερομηνίαν αὐτήν, ἐψηφίσθησαν τὰ προσόντα τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε ἐξεδιώχθησαν ἀπὸ τάς θέσεις τῶν ὄχι μόνον οἱ ἀλλοεθνεῖς ἀλλὰ ὅσοι ἐτερόχθονες ὁμογενεῖς δεν ἔλαβον μέρος εἰς τὸν κατὰ τῶν Τούρκων ἀγῶνα μέχρι τὸ 1829 καὶ δεν ἐγκατεστάθησαν μέχρι τὸ 1837 εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ὡς ἐκ τούτου δεν ἔχουν τὰ ἴσα δικαιώματα μὲ τοὺς αὐτοχθονας.
Τὰ πρακτικὰ τῶν συζητήσεων εἲναι πολὺ διαφωτιστικὰ ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὰ προσόντα τοῦ Ἕλληνος πολίτου. Μερὶς τῶν πληρεξουσίων διετείνοντο ὅτι Ἕλληνες εἲναι μόνον οἱ αὐτόχθονες καὶ οἱ πολεμήσαντες μέχρι τὸ 1827 ἢ 1829 καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν Ἑλλάδα ἐτερόχθονες. Ἄλλοι εἶχον εὐρυτέραν ἀντίληψιν καὶ συμπεριέλαβον ὅλους τοὺς μέχρι πρὸ τίνος πολιτογραφηθέντας. Καὶ ἄλλοι ἐκαλούσαν Ἕλληνας ὅλους τοὺς ὁμογλώσσους καὶ ὁμοθρήσκους, ὀποῦ καὶ ἂν εὑρίσκονται.
Ἡ ἐξελιξις πρὸς τὴν τελευταίαν θέσιν εἲναι φυσιολογικὴ ἐφόσον ἦτο ἀδύνατον να καταστραφῇ ὁλοτελὼς τὸ αἴσθημα τῆς ἐθνικῆς ἑνότητος τῶν Ῥωμαίων. Ἀφοῦ τὸ πρῶτον ἐλεύθερον κράτος τῶν Ῥωμαίων ὠνομάσθη Ἑλλὰς καὶ οἱ πολῖται αὐτοῦ Ἕλληνες, ἦτο ἀναπόφευκτον οἱ τῆς Ἑλλάδος Ἕλληνες να καλέσουν τοὺς ἐκτὸς Ἑλλάδος Ῥωμαίους Ἕλληνας. Ἀλλὰ δεν υἱοθέτησαν ὅλοι οἱ ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος Ῥωμαῖοι τὸ ὄνομα Ἕλλην καὶ τὸ γεγονὸς τοῦτο σπουδαῖος συνετέλεσεν εἰς τὴν διασπασιν τῆς Ῥωμαιοσύνης.
Ἡ ὅλη συζήτησις εἰς τὴν ἐν λόγῳ Ἐθνικὴν Συνέλευσιν ἔληξε μᾶλλον αἰσίως ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος ἐτόνισεν ὅτι δεν πρέπει να συγχέωνται τὰ προσόντα τοῦ Ἕλληνος μὲ τὰ προσόντα τοῦ δημοσίου ὑπαλλήλου. Ὅλοι ὅσοι μέχρι τοῦδε ἔγιναν Ἕλληνες εἲναι Ἕλληνες. Ἀλλὰ δεν πρέπει να ἔχουν ἴσα δικαιώματα διὰ τὴν κατάληψιν δημοσίων θέσεων οἱ ἐτερόχθονες «νεήλυδες» μὲ τοὺς αὐτόχθονας καὶ μὲ τοὺς πολεμήσαντας καὶ ἐλθόντας εἰς τὴν Ἑλλάδα πρὸ τοῦ 1837 ἐτερόχθονας.
Ο Ι. Κωλέττης πληροφορεῖ περὶ τῶν ἑξῆς· «Ὡρκίσθημεν λοιπὸν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας τῶν ὁμοδόξων Χριστιανῶν, καὶ ὅλων τῶν Ἑλλήνων. Ἀλλὰ διάφορα περιστατικὰ περιώρισαν ἡμὰς εἰς ὡρισμένην ἔκτασιν. Πρωτοκόλλα τῶν τριῶν δυνάμεων ἔδωκαν ἡμῖν τὴν ἀνεξαρτησίαν, εἰς δὲ τοὺς ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος μείναντας ἀδελφούς, τοὺς ἐπίσης ὡς ἡμᾶς ἀγωνισαμένους τὸν ἱερὸν ἀγῶνα, τὸ δικαίωμα τῆς μεταναστεύσεως ἐν τῇ Ἑλλάδι. Οἱ ἀδελφοὶ οὔτοι ἔλαβαν τὰ ὅπλα, ἠγωνίσθησαν... οὐ μόνον κατὰ τάς ἐπαρχίας τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν Εὐρωπαϊκὴν Τουρκίαν, καὶ Ἀσίαν, διότι καὶ ἐκεῖ τὸ ᾆσμα τοῦ Ῥήγα ἠκούσθη... Ταῦτα τὰ κατορθώματα δεν ἐλάνθασαν τὴν Εὐρώπην, καὶ διὰ τοῦτο αἱ Δυνάμεις ἔδωκαν τὸ δικαίωμα τῆς μεταναστεύσεως εἰς τάς ἀπολειφθείσας ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος ἐπαρχίας. Τούτων οὕτως ἐχόντων, δυνάμεθα να θέσωμεν διάκρισίν τινα, τίς ἐστίν Ἑ λ λ ἡ ν, καὶ τὶς οὔκ ἐστίν Ἑ λλην;. . . αἱ κατὰ τὴν Τουρκίαν ἑλληνικαὶ πρεσβεῖαι ἔχουσι πόνους καὶ μόχθους καθ' ἑκάστην εἰς τὸ να προστατεύωσι τοὺς Ἕλληνας ὁμοθρήσκους. Ἀλλὰ τοῦ λοιποῦ πῶς θέλουσι δυνηθῇ να ὑπερασπίσωσιν αὐτούς, τῶν ὁποίων τὰ πολιτικὰ δικαιώματα ἀμφισβητοῦνται, οἵτινες δεν κρίνονται πλέον Ἕλληνες;».
Εἰς τὰ τοιαῦτα ῥίπτει φῶς ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος μὲ τὰ ἑξῆς λεχθέντα τοῦ· «Ἂς προσέξωμεν, μήπως, προσβάλλοντες οὐσιῶδες μέρος τῶν πρωτοκολλῶν, τὰ ὁποῖα ἔθεσαν τάς βάσεις τῆς πολιτικῆς ἀνεξαρτησίας μας καὶ ἔδωσαν τὸ δικαίωμα τῆς μεταναστεύσεως, προσβάλωμεν τὸ ὅλον. Ἡ ὀθωμανικὴ ἀρχὴ δεν ἀνεγνώρισε μὲ εὐχαρίστησιν τοὺς μετανάστας ὡς Ἕλληνας· διαφιλονεικήσαμεν μετ' αὐτῆς τόσα ἔτη, καὶ δυνάμει πρωτοκολλῶν καὶ πολλῶν κόπων τὸ ἑκατορθώσαμεν, καὶ ἤδη τι θέλομεν εἰπεῖ εἰς αὐτήν, ὅταν ἡμεῖς αὐτοὶ ἀρνούμεθα τὸν ἐθνισμὸν τῶν; Δεν τοὺς ἀνεχόμεθα εἰς τάς θέσεις, ἀλλὰ τὰ πολιτικὰ δικαιώματα δεν πρέπει να συγχέωμεν μὲ τὰ προσόντα, τὰ παρέχοντα τὴν προτίμησιν εἰς τὰ δημόσια ὑπουργήματα»
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω φαίνεται σαφῶς πως ἡ διάκρισις μεταξὺ Ῥωμαίων καὶ Ἑλλήνων εἲναι τεχνητή, ὑποστηριζόμενη ὑπὸ τῆς ἰδιοτελείας τῶν αὐτοχθόνων, τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, καὶ τῆς Τουρκίας. Τὸ παράδοξον ὅμως εἲναι ὅτι εἴτε λεγόμεθα Ῥωμαῖοι εἴτε Ἕλληνες, οἱ Εὐρωπαίοι ἐκ τῆς φραγκικὴς παραδόσεως καὶ οἱ Ῥώσοι, μας ὠνόμαζον καὶ μας ὀνομάζουν πάντοτε μόνον Γραικοὺς καὶ οὐδέποτε Ῥωμαίους.
12) Ἕλληνες κατακτηταὶ ἢ Ῥωμαῖοι ἀπελευθερωταί.
Διὰ να προστατεύσουν ὅμως τὰ συμφέροντα τῶν οἱ Τούρκοι ἐδέχθησαν τὴν διάκρισιν αὐτὴν μεταξὺ Ἑλλήνων τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν Ῥωμαίων ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος. Οἱ δὲ Εὐρωπαίοι καὶ οἱ Ῥώσοι δέχονται τὴν παρομοίαν διὰ τὴν ἱστορικὴν παρουσίασιν τῶν πραγμάτων διάκρισιν μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Βυζαντινῶν. Αἱ διακρίσεις αὖται βοηθοῦν τὰ μέγιστα εἰς τὴν ἄμβλυνσιν τῆς ἱκανότητος τῶν Ἑλλαδικὼν να διεκδικήσουν τὰ ἱστορικὰ τῶν δίκαια, ὅπως εἴδομεν ἀνωτέρω (κεφ. Έ', 8) εἰς τὰ περὶ Κύπρου καὶ βορείου Ἠπείρου καί, ὡς τώρα ἐμφανίζεται, εἰς τὸ θέμα τοῦ Αἰγαίου.
Ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Τούρκοι καὶ οἱ Εὐρωπαίοι ὅτι ἡ βόρειος Ἤπειρος καὶ ἡ Κύπρος οὐδέποτε ἀπετέλουν μέρος τῆς Ἑλλάδος, οὕτω τώρα καὶ διὰ τάς νήσους τοῦ Αἰγαίου ἰσχυρίζονται οἱ Τούρκοι ὅτι οὐδέποτε ἦσαν μέρος τῆς Ἑλλάδος. Εἰς πρόσφατον ἄρθρον δημοσιευθὲν εἰς τὴν ἀμερικανικὴν ἐφημερίδα «International Herald Tribune», 8 Ἰουλίου 1975, σελ. 5 ἐδιαβάσαμεν τὰ ἑξῆς περὶ Τουρκίας·
«Ὅταν ὁ πρωθυπουργὸς Σουλείμαν Δεμιρὲλ ἠρωτήθη προσφάτως περὶ τῆς θέσεως ἔναντι τῶν ἑλληνικῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου ἐπήδησε ἀπὸ τὴν καρέκλαν τοῦ, ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλόν του μεγάλον χάρτην εἰς τὸν τοῖχον καὶ ἀνεφώνησεν. «Ἐκεῖνα τὰ νησιὰ οὐδέποτε εἰς τὴν ἱστορίαν ἀνῆκον εἰς τὴν Ἑλλάδα! Οὐδέποτε εἶχον (οἱ Ἕλληνες) ἐκεῖνα τὰ νησιά. Ἐκεῖνα τὰ νησιά, ὅλα, ἀνῆκον εἰς τὴν ὀθωμανικὴν αὐτοκρατορίαν μέχρι τὸ 1911. Ἦλθον αὐτοὶ καὶ ἔπηραν ἐκεῖνα τὰ νησιά».
Ὁ Δεμιρὲλ γνωρίζει τὸ παιγνίδι τοῦ, Οἱ Νεογραικοὶ ὅμως, ὅπως δεν ἐκατάλαβαν τάς παρομοίας θέσεις ὅσον ἄφορα εἰς τὸ Κυπριακὸν καὶ τὸ Βορειοηπειρωτικόν, πολὺ πιθανὸν να μὴ καταλάβουν πάλιν τὴν δύναμιν τῶν τοιούτων ἐπιχειρημάτων διὰ τὸ Αἰγαῖον.
Ὡς Ῥωμαῖοι ἀπελευθερώσαμεν τὸ Αἰγαῖον.
Ὡς Ἕλληνες (δηλαδὴ τῆς παλαιᾶς Ἑλλάδος) κατεκτήσαμεν τὸ Αἰγαῖον.
Ἔναντι τῶν Ῥωμαίων οἱ Τούρκοι δεν ἔχουν δικαιώματα ἐπὶ τοῦ Αἰγαίου.
Ἔναντι τῶν Ἑλλήνων, τῆς παλαιᾶς Ἑλλάδος, οἱ Τούρκοι, ὡς φαίνεται, ἑτοιμάζονται διὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τοῦ Αἰγαίου.
Ἐξ ἐπόψεως τυπικῆς τουλάχιστον οἱ Ἑλλαδιτσίται τοῦ 1821 - 1844, ὡς εἴδομεν, ἐδέχοντο συνταγματικὼς καὶ νομικὼς μέσῳ τῆς ἀποδοχῆς τῶν ἐν λόγῳ πρωτοκολλῶν τῶν Μεγάλων Δυνάμεων τὸν περιορισμὸν τῶν Ἑλλήνων καὶ τῆς Ἑλλάδος ἐντὸς τῶν συνόρων τῆς παλαιᾶς Ἑλλάδος. Ἀκριβῶς, αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἐκμεταλλεύονται σήμερον οἱ Τούρκοι.
Βεβαίως τὸ Αἰγαῖον οὐδέποτε ἦτο ἱστορικὼς μέρος τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ ἦτο μέρος τῆς Ῥωμανίας.
Βάσει τῶν τοιούτων ἀρχῶν οἱ Τούρκοι ἐν καιρῷ θὰ ἐμφανιστοὺν ὡς ἀπελευθερωταὶ τῆς Θρᾴκης, τῆς Μακεδονίας, τῆς Ἠπείρου, δηλαδὴ ὅλων τῶν ἐδαφῶν τὰ ὁποῖα δῆθεν κατέκτησαν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀφοῦ εἰς τοὺς Ἕλληνας ἀνηκεῖ δῆθεν μόνον ἡ παλαιὰ Ἑλλάς.
Πάντως ἅπαξ καὶ ἐδέχθησαν οἱ ὀπλαρχηγοὶ τοῦ 1821 - 1827 τὴν ἀνάγκην να ὀνομαστοὺν ἐπισήμως μόνον Ἕλληνες διὰ να ἑξασφαλίσουν τὴν συμπαράστασιν τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ῥωσίας, ἄφησαν ἐκτεθειμένα τὰ συμφέροντα τοῦ ἔθνους. Οἱ δὲ Νεογραικοὶ ἐκήρυξαν τὸν πόλεμον κατὰ τῆς Ῥωμαιοσύνης καὶ κατώρθωσαν να τὴν ἀφανίσουν ἀπὸ τὴν ἐπίσημον ἐμφάνισιν τοῦ ἔθνους εἰς τοιοῦτον βαθμὸν μάλιστα ποῦ ἐμφανίζονται εἰς τὰ σχολικὰ μας βιβλία οἱ Ῥωμαῖοι ὡς ἐχθροὶ μας. Δηλαδὴ ἐγίναμεν ἐχθροὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Πάντως τὸ 1901 ὁ λαὸς δεν εἶχεν ἀκόμη συνηθίσει τὸ ὄνομα Ἕλλην τὸ ὁποῖον ὁ Κωστὴς Παλάμας ὀνομάζει τότε «δυσκίνητον». Τώρα τὸ ἐσυνηθίσαμεν, ἀλλὰ διότι τὸ ἐταυτίσαμεν μὲ τὸ Ῥωμηός.
Διὰ να μὴ γίνουν εἰς τὸ Αἰγαῖον τὰ ἴδια λάθη ποῦ ἔγιναν εἰς τὸ Βορειοηπειρωτικὸν καὶ εἰς τὸ Κυπριακόν, καθότι ἐξ ἐπόψεως τυπικῆς (νομικῆς καὶ ἱστορικῆς) ἐμφανιζόμεθα ὑπὸ τῶν Τούρκων καὶ Ἄγγλων ὡς ὀρεγόμενοι να κατακτήσωμεν ἐδάφη, τὰ ὁποῖα οὐδέποτε ἱστορικὼς ἦσαν μέρος τῆς Ἑλλάδος, ὀφείλομεν τὸ ταχύτερον να ἐπαναφέρωμεν εἰς ἐπίσημον χρῆσιν τὰ ῥωμαίικα ὀνόματα τῆς Ῥωμηοσύνης, διὰ να μὴ ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία περὶ τῆς ἱστορικῆς καὶ νομικῆς πραγματικότητος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ' Η ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗ ΕΝ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ
1) Ἡ ταύτισις τῶν Romanorum μὲ τοὺς Λατίνους καὶ τῶν Ῥωμαίων μὲ τοὺς Γραικούς.
Παρ' ὅλας τάς προόδους τῶν Εὐρωπαίων, Ῥώσων καὶ Ἀμερικανὼν εἰς τάς ἐπιστήμας, ἡ πλαστογραφία τῆς ἱστορίας τῆς Ῥωμαιοσύνης συνεχίζεται. Ὀφείλεται δὲ κατὰ κύριον λόγον εἰς τὴν ἀπὸ τοῦ θ' αἰῶνος παραδοσιακὴν ἄρνησιν ἐκ μέρους τῶν Φράγκων καὶ μετέπειτα τῶν ὑπολοίπων Εὐρωπαίων καὶ τῶν Σλαύων καὶ τελικὼς τῶν Νεοελλήνων να ἀποκαλοῦν τοὺς λεγομένους «Γραικοὺς» καὶ «Βυζαντινοὺς» μὲ τὸ πραγματικὸν τῶν ὄνομα. Ἤδη εἴδομεν ἀρκετὰ σπουδαία παραδείγματα τοῦ πῶς διαστρέφεται ἡ πραγματικὴ ἱστορία μὲ τὴν συνεχῆ ἐπικράτησιν τῆς ἀρνήσεως ταύτης εἰς τὴν ἱστορικὴν ἔρευναν μέχρι σήμερον. Οἱ Ἱστορικοὶ ἐγνώριζον πάντοτε καὶ σήμερον γνωρίζουν ὅτι οἱ ὑπὸ τῶν Εὐρωπαίων λεγόμενοι «Γραικοὶ» εἲναι εἰς τὴν ἑλληνικήν, ἀραβικὴν καὶ τουρκικὴν Ῥωμαῖοι. Παρὰ ταῦτα ἐπικρατεῖ μέχρι σήμερον μεταξὺ Εὐρωπαίων, Σλαύων καὶ Ἀμερικανὼν τὸ Γραικὸς καὶ Βυζαντινὸς εἰς ὅλας τάς περὶ Ῥωμαίων διηγήσεις καὶ ἀναλύσεις .Τοῦτο δὲ γίνεται παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Ῥωμαῖοι εἶχον βαθεῖαν τὴν συναίσθησιν τῆς Ῥωμαιοσύνης τῶν ἐκ πάσης ἐπόψεως.
Οἱ Φράγκοι ἐχρηοιμοποίησαν ὅπως εἴδομεν τὸ Γραικὸς διὰ να θραύσουν ὁλοτελὼς τὸν ἐθνικὸν συνδεσμὸν μεταξὺ τῶν ὑποδούλων ἐν τῇ Φραγκία (Εὐρώπῃ) Ῥωμαίων καὶ τῶν ἐν ἰταλικῇ καὶ ἀνατολικὴ Ῥωμανία Ῥωμαίων.
Ὡς θεμέλιον καὶ δικαιολόγησιν τῆς ὅλης γραμμῆς ταύτης ἐθέσπισαν αὐθαιρέτως οἱ τότε ἀγράμματοι Φράγκοι τὴν ἀρχὴν ὅτι ὁ μόνος πραγματικὸς Ῥωμαῖος εἲναι ὁ Λατῖνος καὶ μάλιστα ὁ ἠνωμένος θρησκευτικὼς μὲ τὴν παπωσύνην ὑπὸ φραγκικὸν πλέον ἔλεγχον.
Ἐπειδὴ οἱ Φράγκοι γενόμενοι Ὀρθόδοξοι εὗρον κατ' ἀρχὴν τὴν ταύτισιν τῆς Ῥωμαιοσύνης μὲ τὴν Ὀρθοδοξίαν, ἀπεδέχθησαν ὅτι ὁ «βέρος» Ῥωμαῖος σημαίνει «βέρος» Ὀρθόδοξος. Οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ῥώμῃ βασιλεῖς τῶν Ῥωμαίων συνεκάλουν τάς οἰκουμενικὰς συνόδους καὶ ὑπέγραφον τὰ πρακτικά, διὰ να γίνουν αἱ δογματικαὶ καὶ κανονικαὶ ἀποφάσεις τῆς ἐκ τῶν ἐπισκόπων συνισταμένης ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς συγκλήτου νόμοι τῆς Ῥωμαιοσύνης. Οὕτως ἡ Ῥωμαιοσύνη καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανοσύνη ἦσαν πάντοτε ἀναπόσπαστοι.
Γενόμενος Ὀρθόδοξος ἕκαστος λαὸς ἠσπάζετο ὁλόκληρον τὸν πολιτισμὸν τῆς Ῥωμαιοσύνης καὶ ἐδέχετο ὡς ἡγεσίαν αὐτοῦ τὸν βασιλέα καὶ τοὺς πατριάρχας τῶν Ῥωμαίων.
Ἡ κυρία, ἀλλ' ὄχι ἡ μόνη, πολιτικὴ γλῶσσα τῆς Ῥωμαιοσύνης ἦτο ἡ λατινικὴ μέχρι τὸν ζ' αἰῶνα, ἀλλὰ ἡ κυρία γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ῥωμαίων καὶ μάλιστα ἡ μόνη γλῶσσα τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ἦτο πάντοτε ἡ ἑλληνική.
Οἱ λατινόφωνοι Ῥωμαῖοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἴδομεν, ἐγνώριζον καὶ ἐδέχοντο μὲ ἐνθουσιασμὸν τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ κατ' ἐξοχὴν θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα τῶν Ῥωμαίων εἲναι ἡ ἑλληνική. Οἱ πάντες εἶχον ὡς φυσικὸν δεδομένον ὅτι ἡ Ῥωμανία εἲναι αὐτοκρατορία δίγλωσσος.
Τὴν λατινικὴν γλῶσσαν ἐγνώριζον, καὶ ὄχι καλῶς μάλιστα, μόνον οἱ κληρικοὶ τῶν Φράγκων. Οἱ ὑπόλοιποι Φράγκοι δεν ἐγνώριζον λατινικά, οὔτε ἀνάγνωσιν οὔτε γραφήν. Πολὺ σπάνιοι ἦσαν οἱ ἐγράμματοι εὐγενεῖς.
Εἰς τὰ τοιαῦτα πλαίσια τῶν πρώτων αἰώνων τῆς φραγκικὴς ἱστορίας τὰ ἑλληνικὰ ἦσαν τελείως ἐκτὸς τῆς περιωρισμένης πραγματικότητος τῆς Φραγκοσύνης.
Ἐν τῷ μεταξὺ δεν ἠμπορούσαν οἱ Φράγκοι να περιμενοῦν να ἀποκτήσουν ἀκριβῆ καὶ σπουδαίαν γνῶσιν τῆς ἑλληνικῆς ἐπιστήμης, πρὶν προχωρήσουν εἰς τὴν θεμελίωσιν καὶ ἐπέκτασιν τῆς φραγκικὴς αὐτοκρατορίας τῶν.
Ἑπομένως ἐπεξειργάσθησαν τὰ ἐθνοθρησκευτικὰ θέματα τῶν ὡς κατ' οὐσίαν ἀγράμματοι, ἑρμηνεύοντες τὰ δεδομένα τῆς Ῥωμαιοσύνης μὲ τὰ πολὺ διαφορετικὰ κριτήρια τῆς περιωρισμένων ἀντιλήψεων Φραγκοσύνης.
Ἀπ' ὅσα θὰ ἀναπτυχθοὺν ἐν τῷ κεφαλαίῳ τούτῳ θὰ φανῇ σαφῶς ὅτι ἐφ' ὅσον οἱ Ῥωμαῖοι τῆς Ῥωμανίας εἲναι κατὰ τοὺς Φράγκους αἱρετικοὶ καὶ ἐπὶ πλέον δεν εἲναι Λατῖνοι, ἄρα οὔτε Ῥωμαῖοι εἴναι, οὔτε δύναται τὸ κράτος τῶν να λέγεται Ῥωμανία, οὔτε καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν εἶναι τῶν Ῥωμαίων. Ἑπομένως τὸ «Γραικὸς» καὶ τὸ «Γραικία» καὶ τὸ «βασιλεὺς τῶν Γραικὼν» δεν ἔχουν καμμίαν σχέσιν μὲ τὸ Ἕλλην καὶ τὸ Ἑλλάς. Σημαίνουν ἁπλῶς τὸ ψευδοῤῥωμαῖος αἱρετικὸς ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ τὴν ἑλληνικὴν εἰς τὴν ψευδοῤῥωμανίαν τοῦ.
Ἤδη εἴδομεν ὅτι οἱ Ῥωμαῖοι καὶ τῆς ἀρχαιότητος καὶ τοῦ μεσαίωνος οὐδέποτε ἐταύτιζον τοὺς Ῥωμαίους μὲ τοὺς Λατίνους. Παρὰ ταῦτα ἡ ταύτισις αὔτη δεσπόζει μέχρι σήμερον εἰς τὴν εὐρωπαϊκήν, ῥωσικὴν καὶ ἀμερικανικὴν ἐπιστήμην καὶ ἐῤῥιζώθη εἰς τὴν ἐπιστήμην τῶν Ῥουμάνων καὶ τῶν Νεοελλήνων.
Ἐν ὄψει τοῦ γεγονότος ὅτι οἱ Εὐρωπαίοι κατὰ τὸν ὡς ἄνω τρόπον μας ἀπεκάλουν ἐπισήμως καὶ ἀνεπισήμως μόνον Γραικούς, μὲ ἐξαίρεσιν τοὺς λατινοφώνους ἐν τῇ Δύσει συμμάχους, καὶ ἐν ὄψει τοῦ γεγονότος ὅτι ἡμεῖς μὲ πεποίθησιν καὶ πεῖσμα μάλιστα ἐγνωρίζαμεν ὅτι εἴμεθα οἱ μόνοι πραγματικοὶ καὶ ὄχι κίβδηλοι Ῥωμαῖοι, τὸ πραξικόπημα τῶν Νεογραικὼν κατὰ τῆς ῥωμαϊκότητος μας εἲναι ἐθνικὴ προδοσία καὶ καταστροφικὴς μάλιστα σημασίας διὰ τὴν συνοχὴν τῆς ἐθνικῆς παραδόσεως καὶ συνειδήσεως καὶ τὴν ὀρθὴν τοποθέτησιν τῶν ἐθνικῶν συμφερόντων εἰς τὰ πλαίσια τῆς ἀληθινῆς μας ἱστορίας καὶ τῆς ἱστορικῆς καὶ σημερινῆς πάσης φύσεως πραγματικότητος.
Πάντως ἐξ ὅλων τῶν μέχρι τοῦδε ἀναπτυχθέντων φαίνεται σαφῶς ὅτι οἱ Φράγκοι δεν ἔπαυσαν να μας ἀποκαλοῦν Ῥωμαίους δι' ἐπιστημονικοὺς λόγους, οὔτε ἐχρησιμοποίησαν ἀντὶ τοῦ Ῥωμαῖος μόνον τὸ Γραικός, διότι ἀπετέλουν τὰ φωτισμένα ἔθνη τῆς Εὐρώπης τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραή.
Ἴσως ἐνθυμεῖται ὁ ἀναγνώστης ὅτι ἀνεπτύξαμεν εἰς τὸ κεφάλαιον Ἃ' πῶς ὁ πατὴρ οὗτος τοῦ Νεογραικισμοὺ ἀπέκλεισεν ὁλοτελὼς τὰ ῥωμαϊκὰ ὀνόματα τοῦ Ἔθνους καὶ διατείνεται ὅτι πρέπει να λεγώμεθα ἢ Ἕλληνες ἢ Γραικοί. Ἰσχυρίζετο ὅτι «Ἐπρόκρινα τὸ Γραικός, ἐπειδὴ οὕτω μας ὀνομάζουσι καὶ ὅλα τὰ φωτισμένα ἔθνη τῆς Εὐρώπης».
Ναί! ἀλλὰ ἡ παράδοσις να μας λέγουν οἱ Φράγκοι μόνον Γραικοὺς εἲναι 6 μὲ 7 αἰῶνες παλαιοτέρα ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν τῶν φωτισμένων τούτων ἐθνῶν τῆς Εὐρώπης εἰς τὴν ὀθόνην τῆς ἱστορίας. Τὰ ἔθνη τῆς Εὐρώπης δεν μας ὠνόμασαν μόνον Γραικούς, ὅταν ἦσαν φωτισμένα, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἦσαν σκοτισμένα, ἀγράμματα καὶ βάρβαρα καὶ πολὺ πρὶν φωτισθούν. Ὁ τότε ἐφάμιλλος μὲ ἡμὰς ἀραβικὸς πολιτισμὸς μας ὠνόμαζε πάντοτε Ῥωμαίους. Ἑπομένως ἐὰν ὁ φωτισμὸς τῶν κρατῶν εἲναι τὸ κριτήριον τῆς ῥωμαϊκότητος ἢ γραικικότητος μας, θὰ ἔπρεπεν ὁ Κοραὴς να προέκρινε τὸ Ῥωμαῖος «ἐπειδὴ οὕτω μας ὀνομάζει» τὸ κατὰ τὸν μεσαίωνα πολὺ περισσότερον ἀπὸ τὴν Εὐρώπην φωτισμένον ἔθνος τῶν Ἀράβων.
Δηλαδὴ τὸ ὀρθὸν εἲναι ὀρθὸν διὰ τοὺς Νεογραικούς, ἐπειδὴ οἱ Εὐρωπαίοι λέγουν ὅτι εἲναι ὀρθόν. Τὸ κριτήριον τοῦ ὀρθοῦ μεταφέρεται οὕτως ἀπὸ τὴν Ῥωμαιοσύνην εἰς τὴν Εὐρώπην,
Ἐπίσης ὁ Κοραὴς δεν ἐπρόσεξεν ἢ δεν ἔδωκε σημασίαν εἰς τὸ ὅτι οἱ Εὐρωπαίοι ἐννοοῦσαν μὲ τὸ Γραικὸς ἀφ' ἑνὸς μὲν τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας ἀφ' ἑτέρου δὲ ὄχι ζῶντας συγχρόνους Ἕλληνας, ἀλλὰ τοὺς ἑλληνιστὶ λεγομένους Ῥωμαίους καὶ ὁμιλοῦντας ἐπισήμως τὰ ἑλληνικὰ ἀντὶ τῶν λατινικῶν.
Μόλις κατὰ τὰ χρόνια τοῦ Κοραὴ ἠδραιώθη ἡ συνείδησις μεταξὺ τῶν Εὐρωπαίων ὅτι οἱ Γραικοὶ τῆς Πελοποννήσου καὶ τῆς Στερεὰς Ἑλλάδος εἲναι ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ ἡμεῖς ἐξεμεταλλεύθημεν δεόντως τὴν ἰδέαν αὐτήν, ἀφοῦ ἐγνωρίζαμεν καὶ πιθανὸν να μας τὸ εἴπαν σαφῶς αἱ Μεγάλαι Δυνάμεις ὅτι δεν θὰ βοηθήσουν ποτὲ εἰς τὴν ἀνασύστασιν τῆς Ῥωμανίας τῶν Ῥωμαίων, ἀλλὰ δύνανται να καταδεχτοὺν μίαν τρόπον τινὰ ἀνασύστασιν τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος (Graecia), δηλαδὴ Πελοποννήσου καὶ Στερεὰς Ἑλλάδος, μὲ Γραικοὺς ἀλλὰ ὄχι Ῥωμαίους πολίτας μὲ πραγματικὸν σκοπὸν ὄχι τὴν ἀπελευθέρωσιν τῶν «ἀρχαίων Ἑλλήνων» ἀλλὰ τὴν διάλυσιν τῆς ὀθωμανικὴς αὐτοκρατορίας καὶ τῆς συνδεδεμένης μετ' αὐτῆς Ῥωμαιοσύνης. Οὕτως ἐξηγεῖται ἡ προσπάθεια να ἀντικατασταθεῖ τὸ Ῥωμαῖος μὲ τὸ Γραικός, καὶ ἐφ' ὅσον τοῦτο ἀπέτυχεν, ἐπεκράτησεν ὡς συμβιβασμὸς τὸ ἀρεστὸν εἰς τοὺς Ῥωμαίους ὄνομα Ἑλλαδικὸς ἢ Ἕλλην.
Προφανῶς τοῦτο ἐθεωρήθη λύσις εἰς τὴν ἀνάγκην διακρίσεως μεταξὺ τῶν Ῥωμαίων ἐντὸς τῆς Ὀθωμανικὴς Αὐτοκρατορίας καὶ τῶν πολιτῶν τῆς μεταβληθήσης εἰς «ἠμιανεξάρτητον» κράτος ἐπαρχίας τῆς Ἑλλάδος. Ἀλλὰ ἡ διάκρισις αὔτη μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων ὑπάρχει ἢ ὕπηρχε μόνον εἰς τὴν ἑλληνικήν, τουρκικὴν καὶ ἀραβικὴν ὀρολογίαν, ἐφ' ὅσον οἱ Εὐρωπαίοι, ὅπως εἴπομεν, μεταφράζουν πάντοτε τὸ Ῥωμαῖος ὅσον ἀφορᾷ εἰς τοὺς ζῶντας ἀλλὰ καὶ τὸ Ἕλλην μὲ τὸ παραδοσιακὸν φραγκικὸν Γραικός. Δηλαδὴ ὁ Ὀρθόδοξος εἴτε Ἕλλην λέγεται εἴτε Ῥωμαῖος ὀνομάζεται εἰς τάς εὐρωπαϊκὰς γλώσσας Γραικός.
Μέχρι τῆς ἐποχῆς τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 οἱ Εὐρωπαίοι διαστέλλουν σαφῶς τοὺς «Ῥωμάνους», δηλαδὴ λατινοφώνους Ῥωμαίους, ἀπὸ τοὺς «Γραικούς», δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς ἑλληνιστὶ λεγομένους Ῥωμαίους ἀλλὰ εἰς τὴν πραγματικότητα δῆθεν ψευδοῤῥωμαίους. Δηλαδὴ διὰ τοὺς Φράγκους ὁ Λατῖνος Romanus εἶναι ὁ «βέρος» Ῥωμηὸς καὶ ὁ Graecus εἶναι ὄχι Ἕλλην ἀλλὰ κίβδηλος Ῥωμηός. Φαίνεται ὅτι ἴσως ἀπὸ τὴν διαμάχην αὐτὴν περὶ ἐθνικῶν ὀνομάτων μεταξὺ Ῥωμαίων, Φράγκων καὶ Σλαύων προῆλθεν ἡ λαϊκὴ ἔκφρασις «βέρος Ῥωμηός».
Ἐν ἄκρα ἀντιθέσει πρὸς τὴν γραμμὴν αὐτὴν οἱ Ῥωμαῖοι οὐδέποτε ἐδέχοντο διάκρισιν μεταξὺ Ῥωμάνων καὶ Ῥωμαίων, ἀφοῦ τὸ λατινικὸν Ῥωμανός, τὸ ἑλληνικὸν Ῥωμαῖος καὶ τὸ ἀραβοτουρκικὸν Ῥοὺμ εἲναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιον πρᾶγμα. Ὅταν εἰς τὴν Ῥωμαιοσύνην γίνεται διάκρισις μεταξὺ Βλάχων, Ἀρβανιτὼν καὶ Γραικών, τοῦτο γίνεται μὲ ῥωμαίικον σκοπὸν να διαστέλλωνται οἱ Ῥωμαῖοι μεταξὺ τῶν κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν γλωσσικὴν διάλεκτον καὶ ὄχι ὑπὸ ἔννοιαν ἐθνικὴν» Τοῦτο φαίνεται ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι εἰς τὰ γλωσσικὰ πλαίσια ἐσυνηθίζετο ὄχι τὸ Ῥωμανὸς ἢ τὸ Ῥούμ, ἀφοῦ σημαίνουν Ῥωμαῖος, ἀλλὰ τὸ Βλάχος καὶ Ἀρβανίτης. Οἱ δὲ Ῥωμαῖοι γενόμενοι ἀραβόφωνοι καὶ τουρκόφωνοι οὐδέποτε ἐλέγοντο Ἄραβες ἢ Τούρκοι, ἀφοῦ τὰ ὀνόματα αὐτὰ σημαίνουν Μουσουλμάνους, ἀλλὰ οὔτε ἐσυνηθίζετο να λέγωνται ἑλληνιστὶ ἢ λατινιστὶ Ῥούμ. Τοῦτο διότι ὅλοι οἱ Ῥωμαῖοι εἲναι συγχρόνως Ῥωμάνοι, Ῥωμαῖοι καὶ Ῥούμ, ἀνεξαρτήτως τῆς ἐπικρατούσης γλώσσης τῆς περιοχῆς εἰς τὴν ὁποίαν ζουν. Ἀρκεῖ να ἔχουν τὴν ἱστορικὴν συνείδησιν ὅτι κατάγονται ἀπὸ Ῥωμαίους καὶ εἲναι «βέροι Ῥωμηοί», ἀσχέτως ἂν ἔχασαν τὴν ἑλληνικὴν ἢ λατινικὴν γλῶσσαν τῶν.
Ὀλίγον πρὸ τῆς ἁλώσεως οἱ Ῥωμαῖοι ἤρχισαν να χρησιμοποιοὺν τὸ φραγκικὸν «Γραικὸς» ὡς ὄνομα διὰ τοὺς προδότας λατινόφρονας οἱ ὁποῖοι ἐπεδίωκον τὴν ἐθνικὴν καὶ θρησκευτικὴν ὑπόταξιν τῆς Ῥωμαιοσύνης εἰς τὴν Φραγκιάν. Οὕτως ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ κύριος ἐκπρόσωπος τῆς Ῥωμαιοσύνης εἰς τὴν ψευδοενωτικὴν Σύνοδον τῆς Φλωρεντίας (1438 - 1439) διὰ τὴν ἑξαγορὰν εὐρωπαϊκὴς στρατιωτικῆς βοηθείας κατὰ τῶν Τούρκων, διακρίνει σαφῶς μεταξὺ τῶν Λατίνων, τῶν Γραικὼν καὶ τῶν Ῥωμαίων. Μάλιστα ἀποκαλεῖ τοὺς Γραικοὺς τούτους Γραικολατίνους, δηλαδὴ ὄχι Ῥωμαίους Γραικοὺς ἀλλὰ Λατίνους Γραικοὺς ἢ λατινόφρονας. Τὸ Γραικολατίνος τοῦτο ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸ Λατινέλλην τὸ ὁποῖον ἐχρησιμοποίησεν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλάμας (1296 - 1359) διὰ τὸν ἐξ Ἰταλίας oρμώμενον Βαρλαάμ, καταδικασθέντα τὸ 1341. Ἀλλὰ τὸ Ἕλλην σημαίνει τὴν ἐποχὴν αὐτὴν εἰδωλολάτρης, ἐνῶ τὸ Γραικὸς σημαίνει ψευδοῤῥωμαῖος. Μὲ τὴν σημασίαν τοῦ ψευδοῤῥωμαῖος χρησιμοποιεῖ ὁ Μᾶρκος τὸ Γραικὸς διὰ τοὺς λατινόφρονας.
Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος γράφει, «Ἀλλὰ τί, φησί, δράσωμεν πρὸς τοὺς μέσους τούτους Γραικολατίνους, οἱ τὴν μεσότητα περιεπόντες, τὰ μὲν ἐπαινοῦσι τῶν λατινικῶν ἐθῶν καὶ δογμάτων ἀναφανδόν, τὰ δ' ἐπαινοῦσι μέν, ἀλλ' οὐκ ἂν ἕλοιντο, τὰ δ' οὒδ' ἐπαινοῦσιν ὅλως; Ταὐτὸν Φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τὶς ἀπὸ ὄφεως... Οὔτοι δὲ μετὰ τῶν Λατίνων, τῇ αἰτίᾳ τούτους συνάπτουσιν. Καὶ ἡμεῖς μὲν μετὰ τοῦ σεπτοὺ Μαξίμου καὶ τῶν τότε Ῥωμαίων καὶ τῶν δυτικῶν Πατέρων, οὐ ποιοῦμεν τὸν Υἱὸν αἰτίαν τοῦ Πνεύματος· οὔτοι δὲ κατὰ μὲν τοὺς Γραικοὺς αἰτίαν, κατὰ δὲ τοὺς Λατίνους ἀρχὴν τοῦ Πνεύματος τὸν Υἱὸν ἐν τῷ ὀρῷ ἀποφαίνονται...».
Ἐξ ἴσου ἀξιοσημείωτον εἲναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἅγιος Μᾶρκος διαστέλλει τοὺς Ῥωμαίους Πατέρας ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς Πατέρας. Δηλαδὴ οἱ ἑλληνιστὶ γράψαντες Πατέρες καὶ ὑπὸ τῶν Λατίνων λεγόμενοι Γραικοὶ Πατέρες εἲναι δι' ἡμᾶς οἱ Ῥωμαῖοι Πατέρες. Ὁ ἐν χρήσει σήμερον ὅρος Ἕλληνες Πατέρες εἲναι ἡ νεοελληνικὴ ἀπόδοσις τοῦ φραγκικοὺ Γραικοὶ Πατέρες καὶ οὐδεμίαν σχέσιν ἔχει μὲ τὴν Ῥωμαιοσύνην.
Ὑπὸ τὴν πίεσιν πλέον τῆς εὐρωπαϊκὴς καὶ τελικὼς τῆς σλαυικὴς χρησιμοποιήσεως τοῦ Γραικὸς καὶ κυρίως ὑπὸ τὴν πίεσιν τῆς ἐθνικῆς συμφορᾶς μετὰ τὴν ἅλωσιν ἠρχίσαμεν να χρησιμοποιῶμεν καὶ ἡμεῖς οἱ Ῥωμαῖοι (ἀλλὰ πολὺ σπανιώτερα τοῦ Ῥωμαῖος) τὸ εὐρωπαϊκὸν Γραικός, ἀφοῦ ἦτο αἰσθητὸν τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ ὀνόματα ταῦτα περιέγραφον τὸν ἴδιον λαόν, ἂν καὶ ὄχι ὅλον τὸν λαόν, ἐφ' ὅσον προκεῖται περὶ γλωσσικοῦ καὶ οὐχὶ φυλετικοῦ προσδιορισμού. Γενικὼς ὅμως τὸ Γραικὸς ἀποκρούεται εἰς τὴν συνείδησιν τῆς Ῥωμαιοσύνης, ἀφοῦ θεωρεῖται καὶ εἲναι ξένον πρὸς τὴν ἀξιοπρέπειαν τοῦ Γένους. Ὅταν δὲ μὲ ὑπερηφάνειαν χρησιμοποιήται, τοῦτο γίνεται εἰς πεῖσμα τῶν ἐχθρῶν τῆς Ῥωμαιοσύνης. Τοῦτο ὅμως δεν σημαίνει ὅτι εἲναι ποτὲ δυνατὸν τὸ Γραικὸς να γίνη τὸ ἐθνικὸν μας ὄνομα μετὰ τὴν μακραίωνα προπαγανδιστικὴν χρῆσιν αὐτοῦ ὑπὸ τῶν Εὐρωπαίων εἰς βάρος τῆς Ῥωμαιοσύνης. Διὰ τοῦτο ἡ συνείδησις τοῦ Ῥωμηοὺ ἀπέκρουσε τὴν προτίμησιν τοῦ Κοραὴ ὅτι πρέπει να λεγώμεθα μόνον Γραικοὶ διότι ἔτσι θέλουν οἱ Εὐρωπαίοι. Συμβολικὼς τὸ ἐπικρατοῦν σήμερον ἐν Ἑλλάδι ἐπίσημον Ἕλλην εἲναι ἐθνικὸς συμβιβασμός. Ὑπακούουν οἱ Νεοέλληνες εἰς τὰ ἀφεντικὰ τῶν Νεογραικὼν τὰ ὁποῖα δεν θέλουν να λεγώμεθα Ῥωμαῖοι, ἀλλὰ τὸ ἐναπομείναν ῥωμαίϊκον δεν ἐπιτρέπει τόσον πολὺ ὑπακοὴν εἰς τὰ ἀφεντικά, ὥστε να δεχώμεθα καὶ τὸ φραγκικὸν Γραικός.
Δυνάμεθα να ἔχωμεν σαφεστάτην εἰκόνα τῆς περὶ Ῥωμαίων καὶ Γραικὼν ἐπισήμου θέσεως τῶν ψευδοῤῥωμαίων αὐτοκρατόρων τῆς Ἁγίας Ψευδὸ-Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Γερμανίας καὶ τῆς Αὐστρίας ἀπὸ τὸ 962 μέχρι τὸ 1806 δηλαδὴ ἀπὸ τοῦ Ὄθωνος Ἃ' μέχρι τοῦ Φραγκίσκου Β', ἀπὸ ἐπίσημον ἔγγραφον ἐκδοθὲν τὸ 1783 ἐν ὀνόματι τοῦ τότε ψευδοῤῥωμαίου Αὐτοκράτορας τῆς Αὐστροουγγρικὴς Αὐτοκρατορίας Ἰωσὴφ Β' (1780 1790).
Τὸ ἐν λόγῳ ἔγγραφον ἐξεδόθη εἰς τρεῖς γλώσσας, τὴν ἐπίσημον γερμανικήν, τὴν ῥωμαίικην καὶ τὴν ῥωσικήν, εἰς τρεῖς παραλλήλους στήλας, καλύπτον 16 σελίδας καὶ φέρον τάς ἐν ὀνόματι τοῦ αὐτοκράτορος ὑπογραφὰς τῶν «Ἰωσήφ, Θαδαίου Βαρῶνος τοῦ ἀπὸ Ῥεϊσχὰ Ἐφόρου Ἐπικαιρίου τοῦ βασιλέως τῆς Βοχεμίας καὶ ἀρχιγραμματέως μυστικοῦ τῆς ἄνῳ Ἀουστρίας» καὶ «κατὰ τὴν ἰδίαν ἐντολὴν τῆς σεβαστῆς Καισαροβασιλικὴς Μεγαλειότητος, Φριδερίχου τοῦ ἀπὸ Ἔγερ». Μεταξὺ τῶν ὑπογραφῶν εἲναι ἡ «κρεμαμένη βούλα».
Τὸ ῥωμαίϊκον κείμενον φέρει τὸν ἑξῆς τίτλον «Καισαροβασιλικὸν Προνόμιον. Χαρισθὲν παρὰ τοῦ Κραταιοτάτου Καίσαρος τῶν Ῥωμάνων, Ἰωσὴφ τοῦ Δευτέρου, εἰς τοὺς ἐν τῇ Καθεδραλικὴ πόλει Βιέννη πραγματευομένους μὴ οὐνίτους Ῥωμαίους, τοὺς ὑποκειμένους τῆς Ὀθωμανικὴς ἐξουσίας, διὰ τὴν ἐκκλησίαν, ἤγουν Καπέλλαν, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου εὑρίσκεται εἰς τὸ Στάϋερ Χόφ. Παρὰ Ἰωσὴφ τῷ εὐγενεῖ τῷ Κουρζτβέκ. ἀψπγ. ἐν Βιέννη, τῆς Ἀουστρίας».
Ἀναφέρομεν ἐνδιαφέροντα σημεῖα τοῦ τριγλώσσου κειμένου ἔχοντα σχέσιν μὲ τὰ ἐν προκειμένῳ θέματα.
1) Πρέπει να τονισθὴ ὅτι τὸ κείμενον ἐμπεριέχει τὴν περὶ Ῥωμαίων ἐπίσημον ὀρολογίαν ὡς διεμορφώθη ἀπὸ τοῦ θ' αἰῶνος ὑπὸ τοῦ ψευδοῤῥωμαίου αὐτοκράτορος τῆς Γερμανίας ἡ ὁποία εἰς τὸ ἀμέσως ἑπόμενον τμῆμα θὰ μας βοηθήσῃ εἰς τὴν λύσιν ὡρισμένων μέχρι τοῦδε ἀλύτων περὶ τοῦ ὀνόματος Ῥωμανία ἱστορικῶν προβλημάτων.
2) Εἰς τὸ ῥωμαίικον κείμενον λεγόθενα πάντοτε καὶ πολλάκις Ῥωμαῖοι. Τὸ Ῥωμαῖος μάλιστα εἲναι τὸ μόνον ἐθνικὸν ὄνομα μὲ τὸ ὁποῖον μας χαρακτηρίζει τὸ ῥωμαίικον κείμενον. Μίαν φορὰν ἐμφανίζεται καὶ τὸ Ῥούμελη. 0ι ἀναφερθέντες Ἴλλυρες εἲναι προφανῶς οἱ Ἀρβανίται,
3) Τὸ Ῥωμαῖος τοῦ ῥωμαίικου κειμένου μεταφράζεται πάντοτε μὲ τὸ Γραικὸς εἰς τὸ γερμανικὸν καὶ εἰς τὸ ῥωσικὸν κείμενον. Μᾶλλον τὸ Γραικὸς τοῦ πρωτοτύπου γερμανικοὺ κειμένου μεταφράζεται ἐπισήμως εἰς τὰ ῥωμαίικα μὲ τὸ Ῥωμαῖος. Πρέπει να τονισθὴ ἰδιαιτέρως ὅτι τοῦτο σημαίνει ὅτι καὶ οἱ Γερμανοὶ γνωρίζουν ὅτι λεγόμενα Ῥωμαῖοι καὶ ὄχι Γραικοὶ καὶ ὅτι δεν δέχονται να λεγώμεθα εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν μὲ τὸ πραγματικὸν μας ἐθνικὸν ὄνομα, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἡμεῖς δεν δεχόμεθα εἰς τὴν γλῶσσαν μας να λεγώμεθα ὅ,τι θέλουν οἱ Εὐρωπαίοι.
4) Εἰς τὸ γερμανικὸν κείμενον ὁ Ἰωσὴφ Β' ὀνομάζεται Romischer Kaiser, δηλαδὴ Ῥωμαῖος Καῖσαρ.
5) Εἰς τὸ ῥωσικὸν κείμενον ὀνομάζεται Ῥωμαῖος Ἰμπεράτορ.
6) Εἰς τὸ ῥωμαίικον κείμενον ὀνομάζεται, ὅπως εἴδομεν, Καῖσαρ τῶν Ῥωμάνων. Δηλαδὴ χρησιμοποιείται ὁ τίτλος Ῥωμαῖος ἢ τῶν Ῥωμαίων ἀλλὰ λατινιστί, ἐφ’ ὅσον ἑλληνιστὶ οἱ «Γραικοὶ» λέγονται Ῥωμαῖοι.
7) Αἱ περὶ Ῥωμαίων φράσεις ἔχουν ὡς ἑξῆς· «ἡ ὁμήγυρις ἐκείνων τῶν Ῥωμαίων πραγματευτῶν» (σελ. 6), «ἐσυγχωρήθη εἰς ἐκείνους τοὺς μὴ οὐνίτους Ῥωμαίους» (σελ. 6), «αὐτοὶ οἱ μὴ οὐνιάται Ῥωμαῖοι» (σελ. 6), «εἶναι Καπέλλα κυρίως μόνον ἐδικὴ τῶν, ἐκείνων τῶν μὴ ἠνωμένων Ῥωμαίων» (σελ. 7), «τῆς μὴ οὐνίτης θρησκείας τῶν Ῥωμαίων» (σελ. 7), «οἱ τῆς Ὀθωμανικὴς Πόρτας ὑπήκοοι Ῥωμαῖοι.» (σελ. 7), «καὶ διατριβόντων ἔδω τῆς μὴ οὐνίτης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας Ῥωμαίων.» (σελ. 8), «καὶ ὁμοπίστων Ῥωμαίων,» (σελ. 9), «ἔτσι καὶ οἱ Καπελλάνοι αὐτοὶ να εἲναι τὸ Γένος καὶ τὴν θρησκείαν Ῥωμαῖοι,» (σελ. 9), «μὴ οὐνιτὼν Ῥωμαίων, ἀπὸ ὁποῖον Μοναστῆρι τῆς Ῥούμελης ἤθελαν θελήσῃ· Ἐὰν δὲ τὸ Ἰλλυρικὸν Γένος, ἤθελε τὸ εὔρη εὔλογον να καλέσει ἔδω κανέναν Ἰλλιρικὸν ἱερέα, μὲ ἐδικὰ τοῦ ἔξοδα, διὰ μόνην τὴν Ἐξομολόγησιν, δεν θέλει εἶναι συγχωρημένον εἰς αὐτόν, να ἐπιχειρισθὴ τίποτες εἰς τάς λοιπὰς Ἱεροπραξίας, καὶ ἐφημεριακὰς τελετάς· ἀλλ' ὁ προῤῥηθεὶς ἐφημέριος τῶν Ῥωμαίων.» (σελ. 9), «Τρίτον. Ὡσὰν ὅπου αὐτοὶ οἱ μὴ οὐνιάται Ῥωμαῖοι, εἲναι ὁμόπιστοι μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπον, καὶ Μητροπολίτην τῆς Καρλοβίτζας ἡμῶν, ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς φυλάττει τὰ δόγματα τῆς μὴ οὐνίτης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, χρεωστούσιν εἰς αὐτὸν να ἀποδίδωσι πᾶσαν τὴν τιμήν, ὅπου πρέπει να προσφέρωσιν ὡσὰν εἰς Ἀρχιεπίσκοπον τούς.» (σελ. 10), «ἔδω πραγματευόμενοι Ῥωμαῖοι οἱ μὴ ἠνωμένοι,» (σελ. 11), «Εἰ δὲ αἱ τοιαῦται ἐλεημοσύναι δεν ἤθελαν ᾖσται ἀρκεταί, να ἔχουν οἱ τῆς Ὀθωμανικὴς Πόρτας ὑπήκοοι ἔδω πραγματευόμενοι, τῆς μὴ οὐνίτης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας Ῥωμαῖοι...» (σελ. 14), «Συγκατανεύσαντες λοιπὸν συμπαθέστατα εἰς τοῦτο τὸ ζήτημα τῶν Ὀθωμανικὼν ὑποκειμένων, καὶ πραγματευτῶν Ῥωμαίων, μὲ τὸ Προνόμιον ὅπου εἰς ἡμάς, ὡς εἰς ἄκρον τοπάρχην, δικαίως ἀνηκεῖ κατὰ τὰ ἱερά.» (σελ. 15), «οἱ ἴδιοι αὐτοὶ τῆς Ὀθωμανικὴς Πόρτας ὑπήκοοι Ῥωμαῖοι πραγματευταὶ» (σελ. 15).
8) Μεγάλης σημασίας εἲναι τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἐθνικὸν ἔμβλημα τοῦ Ἰωσὴφ Β' εὑρισκόμενον εἰς τὴν σελίδα 5, εἲναι ὁ δικέφαλος ἀετός, ὄχι ὁ ῥωμαίικος χρυσὸς ἀλλὰ μέλας, τὸ χρῶμα τοῦ μονοκεφάλου τῆς σημερινῆς Γερμανίας. Εἲναι σαφὲς πέραν πάσης ἀμφιβολίας ὅτι ὁ ἀετὸς οὗτος χρησιμοποιείται, ὄχι διότι θεωρεῖται βυζαντινὸς ἢ γραικικός, ἀλλὰ διότι θεωρεῖται ῥωμαϊκὸς ἀετὸς τῆς Ῥωμηοσύνης.
Ἐκ τοῦ ὅλου τούτου αὐτοκρατορικοὺ ἐγγράφου φαίνεται σαφῶς ὅτι τὸ ἀπὸ τοῦ θ' αἰῶνος φραγκικὸν καὶ εὐρωπαϊκὸν Γραικὸς δεν σημαίνει τὸ ἀρχαῖον ἑλληνικὸν Γραικὸς ἢ τὸ Ἕλλην ἀλλὰ τὸ ἑλληνικὸν Ῥωμαῖος ἔχον τὴν ἔννοιαν ψευδοῤῥωμαῖος Γραικός. Δηλαδὴ ὁ ἑλληνιστὶ λεγόμενος Ῥωμαῖος δεν εἲναι «βέρος Ῥωμηὸς» ἀλλὰ Γραικός. Μὲ ἀλλὰ λόγια οἱ ῥατσισταὶ Εὐρωπαίοι (Γερμανοὶ καὶ γερμανικὴς καταγωγῆς) ἀπεφάσισαν ὅτι οἱ μόνοι πραγματικοὶ Ῥωμαῖοι εἲναι οἱ ἠνωμένοι μὲ τὸν Φραγκοῤῥωμαῖον πάπαν καὶ τὸν ψευδοῤῥωμαῖον αὐτοκράτορα λατινόφωνοι ῥωμαῖοι τῆς ἰταλικῆς Ῥωμανίας, δηλαδὴ τοῦ παπικοὺ κράτους, καὶ κατὰ προέκτασιν ὅλοι οἱ Λατῖνοι Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι εἲναι καὶ αὐτοὶ κατὰ πνεῦμα τρόπον τινὰ Ῥωμαῖοι.
Ἐγείρεται ὅμως τὸ ἐρώτημα· πῶς ὁ Α. Κοραὴς παραβλέπει τὴν οὐσιαστικὴν σημασίαν τοῦ εὐρωπαϊκοὺ τούτου Γραικὸς ὅταν προτείνῃ τὴν υἱοθέτησίν του καὶ συγχρόνως προωθεῖ τὴν ἀποῤῥιψιν τοῦ Ῥωμαῖος, τὸ ὁποῖον εἲναι ἡ μετάφρασις τοῦ πρώτου, ὅταν ἀφορᾷ εἰς τοὺς ζῶντας Γραικούς;
Ὡς ὁ τύπος τοῦ τότε Εὐρωπαίου ἀρχαιολάτρου καὶ ῥατσιστοὺ ἐπίστευεν ὁ Κοραὴς ὅτι ὑπάρχει τὸ γνήσιον ἀρχαῖον τὸ ὁποῖον παραφθείρεται καὶ πρέπει να καταβάλωμεν πᾶσαν δυνατὴν προσπάθειαν να τὸ ἀποκαθάρωμεν καὶ να τὸ ἐπαναφέρωμεν εἰς τὴν ἀρχαίαν καὶ πρώτην τοῦ γνησιότητα. Δεν ἀναγνωρίζει οὔτε τὸ κῦρος, οὔτε τὴν γνησιότητα, οὔτε τὴν ἀνάγκην τῶν ἱστορικῶν ἐξελίξεων τῶν φυλῶν καὶ ἐθνῶν, ὡς καὶ τῆς ἀλλαγῆς τῆς σημασίας τῶν ὀνομάτων. Ἀσχολείται μὲ ἐθνικὰ ὀνόματα καὶ μὲ τὴν γλῶσσαν ὡς να συνεσκέπτετο κατ' εὐθεῖαν μὲ τὸν ἴδιον τὸν Ἀριστοτέλη, τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Περικλή, διὰ να καθορίση τὸ γνήσιον ἀρχαῖον. Τό τι ἐννοοῦν οἱ Εὐρωπαίοι μὲ τὸ Γραικὸς δεν τὸν ἀπασχολεῖ. Τὸν ἀπασχολεῖ μόνον τό τι σημαίνει ὅταν ἐμφανίζεται τὸ πρῶτον εἰς τὴν ἱστορίαν. Τὸ «ἐπειδὴ οὕτω μας ὀνομάζουσι καὶ ὅλα τὰ φωτισμένα ἔθνη τῆς Εὐρώπης» εἲναι τὸ ἐπιχείρημα ποῦ εὕρισκεν ἀπήχησιν αὐτομάτως πλέον εἰς τοὺς Γραικύλους μέχρι σήμερον. Τό τι ἐννοοῦν οἱ Εὐρωπαίοι μὲ τὸ Γραικὸς ὅσον ἀφορᾷ εἰς τοὺς ζῶντας Γραικοὺς δεν θὰ μας ἀπασχόληση. Θὰ λάβωμεν τὸ Γραικὸς ὡς οἱ Εὐρωπαίοι τὸ χρησιμοποιοὺν διὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας καὶ μὲ αὐτὸ θὰ ἐπιτελέσωμεν τὸ ἔργον μας, ἐφ' ὅσον ὀλίγον κατ’ ὀλίγον θὰ ἀναγκασθοὺν ὅλοι να ἐπανέλθουν εἰς τὸ γνήσιον ἀρχαῖον, ὁπότε ὅλος ὁ κόσμος θὰ θαυμάζῃ καὶ θὰ λατρεύη τὴν Ἑλλαδίτσαν μὲ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας κατοίκους τῆς. Διὰ τοῦτο ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ ἡ Ῥωμηοσύνη καὶ ἡ ῥωμαίικη γλῶσσα καὶ πάντα τὰ ῥωμαίικα εἲναι κίβδηλα σκεπάσματα, τὰ ὁποῖα πρέπει να ἀφαιρεθοὺν διὰ να ἐπανεμφανισθὴ ὁ γνήσιος ἀρχαῖος Γραικισμὸς ἢ Ἑλληνισμός.
Ἡ γραμμὴ αὐτὴ τοῦ Νεογραικισμοὺ ποῦ κατέκτησε τὴν Ἑλλάδα, τὴν ἀπέσπασεν ἀπὸ τὴν Ῥωμηοσύνην καὶ τὴν ἤνωσε μὲ τὴν Εὐρώπην, εἲναι ἀκριβῶς ἡ γραμμὴ τῶν Φράγκων ἀλλ' ἀντιστρόφως. Οἱ Φράγκοι ὡς σκοπὸν ἔθεσαν τὴν ἀποκάθαρσιν τῆς Ῥωμαιοσύνης ἀπὸ κάθε τι τὸ γραικικόν, ἐνῶ οἱ Νεογραικοὶ ὡς σκοπὸν ἔθεσαν τὴν ἀποκάθαρσιν τοῦ Νεοελληνικοῦ ἀπὸ κάθε τι τὸ ῥωμαϊκόν, δηλαδὴ ῥωμαίϊκον. Ἐνῶ οἱ Φράγκοι ἐταύτισαν τὸ Ῥωμαῖος μὲ τὸ Λατῖνος, οἱ Νεογραικοὶ ἀπεκήρυξαν τὴν Ῥωμηοσύνην καὶ ἐταύτισαν τὸ Γραικὸς τῶν Εὐρωπαίων μὲ τὸ ἀρχαῖον ἑλληνικὸν Γραικὸς καὶ Ἕλλην. Δηλαδὴ καὶ οἱ Φράγκοι καὶ οἱ Νεογραικοὶ ἀπεκήρυξαν τελικὼς τὸ ἴδιον πρᾶγμα, τὴν Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ῥώμην ὡς γνησίαν πρωτεύουσαν γνησίας Ῥωμαιοσύνης καὶ γνησίου Ἑλληνισμού. Μὲ ἄλλα λόγια οὔτε οἱ Εὐρωπαίοι οὔτε οἱ Νεογραικοὶ ἀντελήφθησάν ποτε πῶς εἲναι δυνατὸν ἡ Ῥωμαιοσύνη καὶ ὁ Ἑλληνικὸς πολιτισμὸς να εἲναι τὸ ἴδιον πρᾶγμα. Ἤδη ἐξητάσαμεν ἀρκετὰ περὶ τοῦ ἐξελληνισμοὺ τῆς Ῥώμης πολὺ πρὶν μεταφερθὴ εἰς τὴν Νέαν Ῥώμην ὑπὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἤδη εἴδομεν πόσον ἀβάσιμος εἲναι ἡ ἐπιστημονικὴ προσπάθεια τῶν Εὐρωπαίων να ἐξηγήσουν πῶς καὶ πότε ἡ ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ἔγινεν εἰς τὴν Ἀνατολὴν γραικικὴ ἢ βυζαντινή.
Ἡ ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου ἐπιστημονικὴ αὐτὴ ἀβασιμότης φαίνεται σαφῶς π.χ. εἰς τὸ γνωστὸν λεξικὸν τῶν μεσαιωνικὼν καὶ νεωτέρων ἑλληνικῶν τοῦ Du Gange, τὸ δημοσιευθὲν τὸ 1688. Εἰς τὸ ὄνομα «Ῥωμαῖος» (σελ. 1311) ὑπάρχει ὡς μόνη σημασία αὐτοῦ τὸ Latinus, τὸ ὁποῖον ὡς εἴδομεν ἀπὸ τὴν ἐν Ἀνατολῇ κοινὴν χρῆσιν τοῦ Ῥωμαῖος καὶ Λατῖνος καὶ εἰς αὐτὸν τοῦτον τὸν ῥωμαϊκὸν νόμον ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων εἲναι παρερμηνεία σοβαρὰ καὶ τελείως ἀστηρικτος.
Εἰς τὸ ἐρώτημα πόθεν προέρχεται ἡ φραγκικὴ αὐτὴ παρερμηνεία θὰ μας βοηθήσῃ να εὕρωμεν τὴν ἀπάντησιν ὁ ἴδιος ὁ Du Gange μέσῳ τῶν περιωρισμένων τοῦ ἀντιλήψεων, αἱ ὁποῖαι εἲναι χαρακτηριστικαὶ ὁλοκλήρου τῆς τάξεως τῶν εὐγενῶν τῆς Εὐρώπης πρὸ τῆς γαλλικῆς ἐπαναστάσεως.
Ὡς εἴδομεν, οἱ Φράγκοι, ὡς καὶ αἱ περισσότερον συγγενεῖς πρὸς αὐτοὺς γερμανικαὶ φυλαί, αἵτινες μαζὶ μὲ τοὺς Φράγκους κατέκτησαν τοὺς Ῥωμαίους καὶ Σλαύους εἰς τὴν δυτικὴν Εὐρώπην καὶ Ἰταλίαν, ἔφθασαν να πιστεύουν ὅτι οὔτοι εἲναι κατὰ φύσιν, ἐκ γενετῆς, εὐγενεῖς ὡς φυλὴ καὶ οἱ κατακτηθέντες εἶναι κατὰ φύσιν καὶ ἐκ γενετῆς ταπεινοὶ ἢ κοινοὶ καὶ Σλαύοι, δηλαδὴ sclavi, δοῦλοι. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἀντιθέτως πρὸς τὴν ῥωμαϊκὴν κοινωνικὴν ἀντίληψιν, δεν δύναται κατὰ τοὺς Τεύτονας ὁ κατὰ πνεῦμα σλαῦος (σκλάβος) να γίνη κατὰ πνεῦμα εὐγενής, ἐφ' ὅσον ὁ καθεὶς δεν εἲναι αὐτὸ ποῦ εἲναι κατὰ πνεῦμα, ἀλλὰ κατὰ φύσιν καὶ ἐκ γενετῆς. Οἱ σκλάβοι γεννοὺν Σλαύους καὶ οἱ εὐγενεῖς γεννοὺν εὐγενεῖς.
Ἐπιπροσθέτως οἱ ῥῆγες κατ' ἐξαίρεσιν δεν γεννῶνται μόνον ἀπὸ εὐγενεῖς ἀλλὰ ἐπὶ πλέον ἀπὸ ῥήγας. Ὅταν δὲ ἐκλείψει μία ῥηγικὴ φυλή, τότε ἡ νέα ῥηγικὴ φυλὴ πρέπει να προέλθῃ ἀπαραιτήτως ἀπὸ τὴν τάξιν τῶν ἀνωτέρων εὐγενῶν.
Ἔχοντες οἱ Φράγκοι τοὺς ἁπλοϊκοὺς τούτους τευτονικοὺς θεσμοὺς ὑπ' ὄψιν καὶ νομίζοντες ὅτι ὅλος ὁ κόσμος ἔχει δημιουργηθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον, ἐφαντάσθησαν τοὺς ἀρχαίους Ῥωμαίους κατακτητὰς τῶν Γραικὼν ὡς μίαν ἀμιγῆ φυλήν, ἥτις ἔγινεν ἢ ἦτο ἡ εὐγενὴς τάξις ἔναντι τῆς ταπεινῆς καὶ κοινῆς τάξεως τῶν κατακτηθέντων Γραικών.
Ὅπως κατὰ τὸν φραγκικὸν νόμον ὁ κατακτηθεὶς Ῥωμαῖος ἢ ἑτερογενὴς δεν γίνεταί ποτε Φράγκος, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον εἲναι ἀδύνατον κατὰ τὸν Φράγκον ὁ Γραικὸς να γίνη Ῥωμαῖος. Τὸ ἱστορικὸν γεγονὸς ὅτι ὁ Γραικὸς ἀποκτᾷ τὸ ὄνομα Ῥωμαῖος δεν σημαίνει ὅτι ἀνυψώθη εἰς τὴν εὐγενῆ τάξιν τῶν Ῥωμαίων, ἐφ' ὅσον τοῦτο θὰ ἀπετέλει παραβίασιν τῆς φύσεως τῶν πραγμάτων, ὡς ἐδημιουργήθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ τουναντίον εἲναι ἁπλῶς μία ἀπόδειξις ὅτι ἐξέπεσαν οἱ Ῥωμαῖοι, ἐπιτρέποντες εἰς κοινοὺς Γραικοὺς να μολύνουν τὴν φυλὴν τῶν. Κατὰ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐξηγεῖται τὸ πῶς ἡ ἔνδοξος Ῥωμανία ἔχασε τὴν κοσμοκρατορικὴν τῆς δύναμιν. Δηλαδὴ οἱ Ῥωμαῖοι ἀνεμίχθησαν μὲ τοὺς Γραικοὺς καὶ ἐπεκράτησε τὸ γραικικὸν στοιχεῖον, καὶ οὕτως ἡ ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ἔγινε γραικικὴ καὶ βυζαντινή.
Ο Du Gange ἔγραψε τὸ λεξικὸν τοῦ 100 ἔτη περίπου πρὸ τῆς γαλλικῆς ἐπαναστάσεως. Διὰ τοῦτο ἡ ἐπιστήμη τοῦ ἀντανακλὰ τάς ἐπικρατούσας ῥατσιστικὰς ἀντιλήψεις τῶν Εὐρωπαίων, αἵτινες ἐγέννησαν τὸν εὐρωπαϊκὸν φεουδαλισμόν.
Μόνον εἰς αὐτὰ τὰ ἱστορικὰ πλαίσια γίνεται ἀντιληπτὸς ὁ περίεργος τρόπος ἐργασίας τοῦ Du Gange καὶ ἐξηγεῖται ἡ ὑπὸ τῶν Εὐρωπαίων γενομένη πλαστογραφία τῆς ῥωμαϊκῆς ἱστορίας, ἢν μετέτρεψαν εἰς βυζαντινὴν ἢ γραικικήν.
Ἀξίζει να παραθέσωμεν ὁλόκληρον τὴν παράγραφον εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Du Gange ἐμφανίζει τὴν σημασίαν τῶν Ῥωμαῖος, Ῥωμαΐζω, καὶ Ῥωμαϊστί, διότι τὰ προσφερόμενα ὡς καὶ τὰ παραλειφθέντα ὅμου βοοὺν περὶ τῶν τότε εὐρωπαϊκὼν ἀντιλήψεων καὶ προκαταλήψεων.
«Ῥωμαῖος, Latinus, Ῥωμαΐζω, Latino, in Gloss. Gr. Lat. in Lat. Gr. Latine, Ῥωμαϊστί. Hinc latina lingua dicta romana, in Novella 21, lustiniani cap. I, ss, 2. διότι γενομένων ἰσοτύπων διατάξεων περὶ τοῦ μέτρου τῆς συστάσεως τῶν παίδων, τῇ μὲν τῇ Ἑλλήνων φωνῇ γεγραμμένης, διὰ τό τῳ πλήθει κατάλληλον, τῇ Ῥωμαίων, ᾗπέρ ἐστι καὶ κυριωτάτη, διὰ τὸ τῆς πολιτείας σχῆμα. Ex quibis liquet lustiniani aetate nondum omnino invaluisse, ut Graeci Byzantini recepta appellatione Romani appellarentur. Hic porro addere lubet que scribit Liutprandus in Legat. «Ex qua nobilitate (Romanorum) propagati sunt ipsi quos vos kosmocratores, id est imperatores, appellatis : Quos nos, Langobardi scilicet, Saxones, Franci, Lotharingi, Bajoarij, Sueni, Burgundiones, tanti dedignamur, ut inimicos nostros commoti, nil aliud contumeliarum, nisi Romane, dicamus, hoc solo, id est Romanorum nomine, quidquid ignobilitatis, quidquid timiditatis, quidquid avaritiae, quidquid luxariae, quidquid mendacij, imo quidquid vitiorum est, comprehendentes». (Παραθέτομεν μετάφρασιν τοῦ ὡς ἄνω λατινικοῦ κειμένου· «Ἐξ αὐτῶν εἲναι φανερὸν ὅτι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰουστινιανοὺ δεν εἶχε παντάπασιν ἐπικρατήσει να ἀποκαλῶνται οἱ Γραικοὶ Βυζαντινοὶ μὲ τὴν συνήθη προσηγορίαν Ῥωμαῖοι. Ἐνταύθα λοιπὸν ἐπιθυμεῖ τὶς να προσθεση ὅ,τι ἔγραψεν ὁ Λιουτπράνδος ἐν Legat. (δηλαδὴ εἰς τὸ ἔργον τοῦ Relatio de Legatione Constantinopolitana) «Ἐξ αὐτῆς τῆς εὐγενικῆς τάξεως (τῶν Ῥωμαίων) κατάγονται ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους σεις καλεῖτε κοσμοκράτορας, τουτέστι βασιλεῖς: τοὺς ὁποίους ἡμεῖς, Λογγοβάρδοι δηλαδή, Σάξωνες, Φράγκοι, Λοθαριγκοί, Βαγιόριοι, Σουηνοί, Βουργούνδιοι, τοσούτον καταφρονοῦμεν, ὥστε ὅταν ἐξοργιζώμεθα ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν, οὐδεμίαν ἑτέραν ὕβριν λέγομεν, εἰμὴ Ῥωμαῖε, τοῦτο μόνον, τουτέστι μὲ τὸ ὄνομα τῶν Ῥωμαίων ἐννοοῦντες, ὅ,τι δυσγενές, ὅ,τι ἄτολμον, ο,τ ἰ ἄπληστον, ὅ,τι ἀκόλαστον, ὅ,τι ψευδές, καὶ μάλιστα, ὅ,τι πονηρόν».)
Ἀπὸ τὴν ἐν προκειμένῳ Νεαρὰν τοῦ Ἰουστινιανοὺ συμπεραίνει ὁ Du Gange ὅτι ὕπηρχεν ἀκόμη εἰς τὴν ἐποχὴν τοῦ Ἰουστινιανοὺ σαφὴς διάκρισις μεταξὺ τῶν Ῥωμαίων, δηλαδὴ Λατίνων, καὶ Γραικὼν ἢ Βυζαντινῶν, ἀφοῦ ἡ διάκρισις μεταξὺ τῆς γλώσσης τῶν Ῥωμαίων καὶ τῆς γλώσσης τῶν Ἑλλήνων τῆς ἐν λόγῳ διατάξεως σημαίνει δῆθεν ὅτι διεκρίνοντο ἀκόμη οἱ Ῥωμαῖοι ἀπὸ τοὺς Γραικούς. Φαίνεται να ἐλησμόνησεν ὅτι ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτωρ ἔγραψεν ἑλληνιστὶ τὰ τόσα σπουδαῖα τοῦ ἔργα περὶ θεολογίας καὶ συγκαταριθμείται μεταξὺ τῶν σπουδαιοτέρων θεολόγων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ῥωμαίων. Καὶ προσάπτει ὁ Du Gange ἀμέσως εἰς τὴν Νεαρὰν ὡς ὑποστήριξιν τῆς θέσεώς του τάς περὶ Ῥωμαίων φαντασιώσεις τοῦ Λογγοδάρδου Λιουτπράνδου, ἐπισκόπου τῆς Κρεμονὰς τῆς ἰταλικῆς Λογγοβαρδίας καὶ ἐκπροσώπου ὄχι μόνον τοῦ ψευδοῤῥωμαίου αὐτοκράτορος τῆς Γερμανίας Ὄθωνος Ἅ', ἀλλὰ καὶ τῆς γραμμῆς ὅτι μόνον εἰς τὴν Ἰταλίαν διασῴζονται οἱ γνήσιοι Ῥωμαῖοι, δηλαδὴ οἱ Λατῖνοι, καὶ ὅτι οἱ ἐν Ἀνατολῇ λεγόμενοι Ῥωμαῖοι, εἲναι κίβδηλοι εἰς τὴν πραγματικότητα, Γραικοί.
Ἡ ἰδέα ὅτι οἱ βασιλεῖς τῶν Ῥωμαίων προέρχονται ἀπὸ τὴν Nobilitatem εἰς τὴν ἐν προκειμένῳ ἔκφρασιν τοῦ Λιουτπράνδου καὶ εἰς τὴν φεουδαλικὴν πάλιν ἀντίληψιν τοῦ Du Gange ἀντιπροσωπεύει ὄχι τὴν κοινωνικήν, πολιτικὴν καὶ θρησκευτικὴν πραγματικότητα τῶν Ῥωμαίων, οἱ ὁποῖοι εἶχον χαρισματικὴν ἀριστοκρατίαν τοῦ πνεύματος, ἀλλὰ τὴν ταξικήν, φυλετικὴν καὶ ῥατσιστικὴν ἀντίληψιν τοῦ εὐρωπαϊκοὺ φεουδαλισμού. Εἲναι ἀδιανόητον διὰ τὸν Τεύτονα πῶς εἲναι δυνατὸν ἡ ἔνδοξος φυλὴ τῶν Ῥωμαίων, δηλαδὴ τῶν Λατίνων, τῶν ὁποίων οἱ ἀπόγονοι διασῴζονται μόνον εἰς τὸ παπικὸν κράτος καὶ ὁμιλοῦν λατινικά, να ἀναμιχθῇ μὲ Γραικούς, Ἀρμενίους, Ἰσαύρους, Σύρους κλπ., καὶ να λέγεται ὅλον τὸ μίγμα ῥωμαϊκὸν (δηλαδὴ λατινικὸν) καὶ ἀπὸ αὐτὸ να προέρχονται γνήσιοι Ῥωμαῖοι καὶ γνήσιοι Ῥωμαῖοι βασιλεῖς μὲ κράτος τὴν Ῥωμανίαν.
Πάντως ἡ ἐκ μέρους τοῦ Du Gange παράθεσις τοῦ λιβέλλου τοῦ Λιουτπράνδου κατὰ τοῦ ὀνόματος Ῥωμαῖος τῆς ἀνατολικῆς Nobilitatis, ἐξ ᾖς προήρχοντο οἱ Ῥωμαῖοι βασιλεῖς πρὸ τῆς στέψεως τοῦ Ὄθωνος Ἃ' τὸ 962 ὡς βασιλέως τῶν Ῥωμαίων, καὶ ἐξ ᾖς μετὰ τὸ 962 προέρχονται κατὰ τὸν Λογγοβάρδον τοῦτον οἱ βασιλεῖς τῶν Γραικὼν καὶ ἡ μὴ παράθεσις οὔτε μιᾶς ῥωμαϊκῆς ἑρμηνείας τοῦ πρὸς ὁρισμὸν ὀνόματος εἴτε ἐκ τῶν συγγραμμάτων τῶν Ῥωμαίων εἴτε ἐκ τῶν νόμων τῶν Ῥωμαίων εἲναι ἁπλῶς ἐνδεικτικὸν τῆς στάθμης τῆς ἐν προκειμένῳ ἐπιστημονικῆς ἀντικειμενικότητος, ὀφειλομένης εἰς τὴν ἔλλειψιν κατανοήσεως τῆς ῥωμαϊκῆς πραγματικότητος καὶ εἰς τὴν τότε χαρακτηρίζουσαν τοὺς Εὐρωπαίους ταύτισιν τῆς εὐρωπαϊκὴς φεουδαλικὴς πραγματικότητος μὲ τὴν μόνην ὑπάρχουσαν πραγματικότητα.
Εἰς τὴν σελ. 1313 τοῦ λεξικοῦ τοῦ ὁ Du Gange παραθέτει τὰ ἑξῆς μεταξὺ ἄλλων
«Ῥωμεὺς + Ῥώμιος, Graecus, Ῥωμαῖος». Ἔδω ταυτίζεται, ἂν καὶ ἐμμέσως, τὸ ἑλληνικὸν Ῥωμαῖος, ὄχι μὲ τὸ Latinus, ὡς εἰς τὴν σελ. 1311 ὅπου ἐνεφανίζετο ὡς ἡ μέχρι τοῦ Ἰουστινιανοὺ μόνη σημασία, ἀλλὰ μὲ τὸ Graecus.
Δηλαδὴ τὸ Ῥωμαῖος σημαίνει πραγματικὸν Ῥωμαῖον, ἀναφερόμενον εἰς Λατῖνον, καὶ Γραικόν, ἀναφερόμενον εἰς μὴ Λατῖνον. Μάλιστα! Ἰδοὺ ἡ παλαιὰ αἰτία διὰ τὴν ὁποίαν ἡ Ῥωμανία ἔγινε Γραικία καὶ οἱ Ῥωμαῖοι ἔγιναν Γραικοὶ καὶ Βυζαντινοί. Δηλαδὴ ἔπαυσαν να εἲναι οἱ λεγόμενοι Ῥωμαῖοι Λατῖνοι, καὶ διὰ τοῦτο ἐμφανίζεται εἰς τὴν θέσιν τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία.
Ἀλλὰ κατὰ τὸν ἴδιον τὸν ῥωμαϊκὸν νόμον καὶ τὴν ῥωμαϊκὴν ἱστορίαν, ὅπως εἴδομεν, οἱ Ῥωμαῖοι δεν εἲναι Λατῖνοι.
2) Ῥωμανία — Romania.
Ἔχοντες πλέον σαφῆ εἰκόνα περὶ τῶν ἐν προκειμένῳ φραγκικὼν ἢ λατινικῶν προκαταλήψεων, προχωροῦμεν εἰς τὴν ἑρμηνείαν ἱστορικῶν γεγονότων, τὰ ὁποῖα παρέμειναν οὐσιαστικὼς ἄλυτα ἐξ αἰτίας τῆς μὴ κατανοήσεως τοῦ μεγέθους καὶ τοῦ χαρακτῆρος τῶν περὶ ἀνατολικῆς Ῥωμανίας φραγκικὼν προκαταλήψεων καὶ τῆς συστηματικῆς ἐφαρμογῆς τῶν προκαταλήψεων τούτων εἰς τὴν δογματικήν, πολιτικήν, κοινωνικὴν καὶ στρατιωτικὴν ἐπέκτασιν τῆς φεουδαρχικὴς Εὐρώπης πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Ῥωμανίαν καὶ τὸν Ὀρθόδοξον Σλαυισμὸν κατὰ τάς σταυροφορίας.
Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ πρέπει να τονισθὴ ἡ τεραστία διαφορὰ 1) ὅσον ἄφορα εἰς τὴν ἑξάπλωσιν τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ὑπὸ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν διαδόχων αὐτοῦ, ὡς καὶ ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων φορέων αὐτοῦ καὶ 2) ὅσον ἄφορα εἰς τὴν ἑξάπλωσιν τοῦ λατινικοῦ ἢ φράγκικου πολιτισμοῦ.
Οἱ Μακεδόνες καὶ Ῥωμαῖοι ἐξήπλωσαν κατὰ τάς κατακτήσεις τῶν τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμὸν εἰς τοὺς κατακτηθέντας λαούς, τοὺς ὁποίους ὅμως ἐδέχοντο ὡς πολίτας ἐν χρόνῳ ἴσους πρὸς τὸν ἑαυτὸν τῶν. Ἡ ἀρχὴ αὐτὴ ἴσχυσε πολὺ περισσότερον εἰς τὴν περίπτωσιν τῶν Ῥωμαίων, ἀφοῦ ὄχι μόνον ἐπεκράτησαν πολὺ περισσότερον καιρὸν καὶ ἔκτισαν ἐπὶ ἤδη τεθέντων ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων θεμελίων, ἀλλὰ καὶ διότι ἐδέχθησαν τὸν Χριστιανισμὸν καὶ οὕτως ἐκ τοῦ συνδυασμοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐσφυρηλατήθη ἡ Ῥωμηοσύνη.
Ἀντιθέτως οἱ Φράγκοι ἔφερον μαζὶ τῶν εἰς τάς κατακτήσεις τῶν τὸν φεουδαλισμὸν καὶ μετέτρεπον τοὺς κατακτηθέντας εἰς δουλοπάροικους καὶ εἰς κατὰ φύσιν ὑποτελεῖς εἰς τὴν κατὰ φύσιν ταξικὴν εὐγένειαν τῶν προκαλοῦντες τὴν περιφρόνησιν τῶν Ῥωμαίων, τῶν Ἀράβων καὶ ἀκόμη τῶν Τούρκων ἐξ αἰτίας τῆς βαρβαρότητος τοῦ τότε πολιτισμοῦ τῶν. Ὁ πρὸς κατάκτησιν κόσμος διὰ τοὺς Φράγκους ἦτο καὶ εἲναι πάντοτε μόνον δι’ ἐκμετάλλευσιν. Ὁ Χριστιανισμὸς δι' αὐτοὺς ἦτο ἡ ἐκ Θεοῦ ἐπισφράγισις τῆς ταξικὴς τῶν εὐγενείας ἔναντι τῶν πρὸς ἐκμετάλλευσιν κατακτηθέντων. Καὶ εἲναι ἀδύνατον οἱ κατακτηθέντες να μεταπηδήσουν ἀπὸ τὴν τάξιν τῶν δουλοπαροίκων εἰς τὴν τάξιν τῶν εὐγενῶν.
Ἀκριβῶς διὰ τὸν λόγον αὐτὸν οἱ Γραικοὶ εἰς τὴν φαντασίαν τῶν Φράγκων ἦσαν οἱ δουλοπάροικοι τῶν Ῥωμαίων καὶ ὡς ἐκ τούτου οὐδέποτε ἔγιναν Ῥωμαῖοι, διότι δεν ἐπετρέπετο ἀπὸ τὸν θεῖον νόμον να μεταπηδήσουν ἀπὸ τὴν κάτω τάξιν εἰς τὴν ἄνῳ. Οἱ εὐγενεῖς τῆς Εὐρώπης δεν ἐσκέπτοντο ταξικὼς μόνον ἔναντι τῶν ἐν Εὐρώπῃ δουλοπαροίκων, ἀλλὰ ἔναντι ὅλων τῶν ὑπ' αὐτῶν καὶ ἄλλων κατακτηθέντων.
Ἐπειδὴ δὲ ἐξηφανίθη εἰς τὴν Ἀνατολὴν ἡ ῥωμαϊκότης τῆς Ῥωμανίας, δηλαδὴ ἡ λατινικότης, διὰ τοῦτο ἦτο φυσικὸν να ἀφανισθῇ μεταξὺ ἄλλων καὶ ἡ Ὀρθόδοξος πίστις. Τὸ Γραικὸς σημαίνει συγχρόνως κίβδηλος Ῥωμαῖος καὶ κίβδηλος Χριστιανός.
Διὰ να ἑρμηνευτῇ ὀρθῶς τὸ ἑπόμενον τμῆμα τοῦ κεφαλαίου τούτου πρέπει να σημειώσωμεν τὴν ἐξέλιξιν τὴν ὁποίαν ἔσχεν ἡ ἐκ μέρους τοῦ πάπα στέψις καὶ χρῖσις τοῦ δυτικοῦ ψευδοῤῥωμαίου αὐτοκράτορος κατὰ τὸ τυπικὸν τῆς στέψεως τοῦ ἐν Ἀνατολῇ βασιλέως τῶν Ῥωμαίων.
Εἰς χεῖρας τῶν Ῥωμαίων παπὼν ἡ στέψις τοῦ δυτικοῦ αὐτοκράτορος πρὸ τοῦ Ὄθωνος Ἃ' (962) ἐφαίνετο ὡσὰν τὸ κατ' ἐξοχὴν μέσον να ἐπηρεάσῃ ἡ Ῥωμαιοσύνη τὰ πολιτικοεκκλησιαστικὰ πράγματα κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε να ὁδηγηθοὺν οἱ Φράγκοι εἰς τὸν ἐκ μέρους τῶν Ῥωμαίων παραδοσιακὸν ἐκρωμαϊσμὸν τῶν βαρβάρων εἰσβολέων ἐντὸς τῆς Ῥωμανίας. Σπουδαῖον ῥόλον πρὸς τὴν κατεύθυνσιν αὐτὴν διεδραμάτισεν ὁ φίλος τοῦ Μεγάλου Φωτίου πάπας Ἰωάννης Ἡ' (872-882), ὅστις παρεκάλεσε τὸν Φώτιον να τοῦ ἐπιτραπῇ να ἑξασκήση τὸν διπλωματικὸν τρόπον διὰ να ἀπαλειφθῇ τὸ Filioque ἀπὸ τὸ σύμβολον τῆς πίστεως εἰς τὴν φραγκικὴν ἐκκλησίαν, ὅπως εἴδομεν εἰς τὸ β' κεφ. Ὁ πάπας οὗτος ἔστεψε τοὺς Φράγκους βασιλεῖς Κάρολον τὸν Φαλακρὸν (875) καὶ Κάρολον τὸν Παχὺν (881). Ἡ γραμμὴ αὐτὴ ὅμως ἤλλαξε ῥιζικὼς μὲ τὴν ἵδρυσιν τοῦ νέου τύπου φανατικοὺ ἀντιρωμαϊκοῦ μοναχισμοὺ εἰς τὴν λατινικὴν Φραγκίαν (Γαλλίαν) τὸ 920 καὶ μὲ τὴν ἄνοδον εἰς τὸν ῥηγικὸν θρόνον τῆς Γερμανίας τοῦ Σάξωνος Ὄθωνος Ἃ' τὸ 936. Ὅταν οὗτος διὰ δευτέραν φορὰν εἰσέβαλεν (963) εἰς τὴν Ἰταλίαν καὶ ἐξεδίωξε τὸν πάπαν Ἰωάννην IB' καὶ ἐπέβαλε τὸν Λέοντα τὸν Ἡ' ὡς πάπαν ἐπὶ τοῦ θρόνου τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης, ἡ γραμμὴ τοῦ πάπα Ἰωάννου Ἡ' ὄχι μόνον ἀνετράπη, ἀλλὰ τὰ πράγματα ἔλαβον μίαν τροπὴν πρὸς τὸ χείριστον. Ἐντὸς 47 ἐτῶν ἐξεδιώχθη ἀπὸ τὸν θρόνον τοῦ πάπα ὁ τελευταῖος πιστὸς εἰς τὴν Ῥωμαιοσύνην Ῥωμαῖος.
Ἀπὸ τοῦ Ὄθωνος Ἃ' δύο σημαντικαὶ ἐξελίξεις ἐμφανίζονται: 1) ὁ πάπας στέφει ὄχι ἁπλῶς βασιλεῖς (Imperatores) ὡς πρότερον, ἀλλὰ βασιλεῖς τῶν Ῥωμαίων. 2) Ὁ πραγματικὸς ἐν Ἀνατολῇ βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων γίνεται ὁριστικῶς πλέον εἰς τὴν Φραγκοσύνην βασιλεὺς τῶν Γραικὼν καὶ ἡ Ῥωμανία γίνεται Graecia, Imperium Graecum, Terra Graecorum καὶ Imperium Constantinopolitanum.
Ἀπὸ δὲ τοῦ 1009, ὅτε περιέρχεται ἡ Παπωσύνη κατὰ τρόπον ὁριστικὸν εἰς τοὺς Φράγκους, ἡ μαγικὴ δύναμις να ἐλέγχουν πλέον οἱ Φράγκοι τὴν ῥωμαϊκότητα τῶν πραγμάτων, να δημιουργοῦν ῥωμαϊκότητα καὶ να καταργοὺν ῥωμαϊκότητα, εἲναι πλέον εἰς χεῖρας τῶν.
Ἔχοντες τάς ὡς ἄνω φραγκικὰς ἀρχὰς ὑπ' ὄψιν σημειοῦμεν τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ὄνομα Romania παρέμεινεν εἰς τάς φραγκικὰς πηγὰς ὡς ὄνομα τοῦ παπικοὺ κράτους, δηλαδὴ τῆς παλαιᾶς ἑξαρχίας μὲ πρωτεύουσαν τὴν Ῥαβένναν, ἐχούσης ἔκτασιν ἀπὸ τὴν περιοχὴν τῆς Ῥαβέννης μέχρι τῆς περιοχῆς τῆς Ῥώμης· ταύτην ὁ ἡγεμὼν τῶν Φράγκων Πεπίνος ἐδώρησεν εἰς τὸν πάπαν περὶ τὸ 754, διὰ να ἀποφύγῃ τὴν ἐπιστροφὴν τῆς εἰς τὸν βασιλέα τῶν Ῥωμαίων, μετατρέψας κατὰ τὸν τρόπον αὐτὸν τὴν ἑξαρχίαν εἰς φέουδον δοθὲν θεωρητικῶς τουλάχιστον εἰς τὸν ἑκάστοτε πάπαν ὑπὸ τοῦ ῥηγὸς τῶν Φράγκων. Πιθανὸν να ἐγένετο τοῦτο τελικὼς ἀποδεκτὸν ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Ῥωμαίων ὡς συμβιβαστικὴ λύσις προκειμένου ἡ Ῥωμαιοσύνη να χάση ἄλλως ὁλοτελὼς τὰ ἐδάφη αὐτά. Ἤδη ἀπὸ τὸν ζ' αἰῶνα εἶχον μετατραπῇ εἰς παρομοίας ἐθναρχίας ἐξ αἰτίας τῶν ἀραβικῶν κατακτήσεων τὰ πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων, χωρὶς ὅμως να διατηροῦν ἐξουσίαν τινὰ ἐπὶ γεωγραφικοῦ ἐδάφους ὡς εἰς τὴν περίπτωσιν τῆς ἑξαρχίας.
Φαίνεται ὅτι τὸ ὄνομα Romania διετηρεῖτο ὑπὸ τῶν Λογγοβάρδων διὰ τὴν ὑπ' αὐτῶν κατακτηθεῖσαν περιοχὴν νοτίως τῆς ἑξαρχίας καὶ τοῦτο παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οὔτοι ἐξεῤῥίζωσαν τὸν ῥωμαϊκὸν πληθυσμὸν καὶ τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμὸν ἀπὸ τὴν περιοχὴν αὐτήν. Ἡ περίπτωσις αὐτὴ ὡς καὶ ἄλλαι παρόμοιαι περιπτώσεις ἐκριζώσεως τῶν Ῥωμαίων κυρίως ἀπὸ ἐδάφη συνορεύοντα μὲ τὴν ἐλευθέραν Ῥωμανίαν ἐξηγοὺν ἐν πολλοῖς πως εὑρέθησαν ὡς πρόσφυγες οἱ λατινόφωνοι Ῥωμαῖοι εἰς τὴν ἐλευθέραν Ῥωμανίαν αὐξάνοντες οὕτω τὸν ἀριθμὸν τῶν ἥδη ὑπαρχόντων Βλάχων καὶ Ἀρβανιτὼν Ῥωμαίων εἰς τὰ Βαλκάνια, ἐκτοπισθέντων πολλῶν ἐξ αὐτῶν πρὸς Βοῤῥᾶν ὑπὸ τὴν πίεσιν τῆς σλαυικὴς πλέον παρουσίας. Ἀπὸ τὸ De Liutprando Rege φαίνεται σαφῶς ἡ διάκρισις μεταξὺ 1) τῆς ἑξαρχίας (τοῦ μεταγενεστέρως λεγομένου παπικοὺ κράτους) μὲ πρωτεύουσαν ὄχι βεβαίως τὴν Ῥώμην (ἡ ὁποία ὅμως συμπεριλαμβάνεται) ἀλλὰ τὴν Ῥαβένναν, ἡ ὁποία ἑξαρχία λέγεται Universa Romania καὶ 2) τοῦ καταλυθέντος λογγοβαρδικοὺ κράτους, τὸ ὁποῖον λέγεται Magna Romania Langobardorum.
Ὁ ἀσχοληθεὶς μὲ τὸ ἐν λόγῳ χωρίον Ταὐτόν. L. Wolff ἐξέλαβεν ἀντιθέτως τὴν Magna Romania Langobardorum ὡς τὸ παπικὸν κράτος καὶ τὴν Universam Romaniam ἢ τὴν Romaniam ὡς τὴν ἑξαρχίαν. Τοῦτο ὅμως δεν εὐσταθεῖ διόλου, ἀφοῦ δεν ὕπηρξεν ἡ Ῥώμη κτῆσις τῶν Λογγοβάρδων καὶ οὐδέποτε ἀνεγνωρίσθη ἡ ἐπὶ τῆς ἑξαρχίας κυριαρχία τῶν Λογγοβάρδων, ὥστε να δικαιολογηθὴ ὁ δι' αὐτὴν τίτλος Magna Romania Langobardorum.
Ἡ παρερμηνεία τοῦ χωρίου τούτου προέρχεται ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι δεν ἐλήφθη ὑπ' ὄψιν ὅτι ἐξ ἐπόψεως τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ ἐξ ἐπόψεως τῶν Λογγοβάρδων, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἐπόψεως τῶν Ῥωμαίων ἡ Ῥαβέννα καὶ ὄχι ἡ Ῥώμη εἲναι ἡ ἐν ἰταλικῇ Ῥωμανία πολιτικῇ καὶ στρατιωτικὴ πρωτεύουσα καὶ ὡς ἐκ τούτου τὸ κέντρον τῶν πάντων, ἐκτὸς μόνον τῆς ἐκκλησιαστικῆς πραγματικότητος, ἀφοῦ ὁ πάπας διετήρει ὅλα τὰ καθήκοντα καὶ τάς ὑποχρεώσεις τοῦ ἐξ ἐπόψεως τοῦ ῥωμαϊκοῦ νόμου (δηλαδὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων). Ἐξ ἐπόψεως ὅμως κρατικὴς ἡ Ῥώμη εἶχε δευτερεύουσαν σημασίαν.
Ὡς ὅμως φρονοῦν οἱ Εὐρωπαίοι ἱστορικοὶ διὰ τὴν περιοδαν αὐτήν, ἡ Ῥώμη εἲναι τὸ μόνον κέντρον τῶν ῥωμαϊκῶν πραγμάτων καὶ ἡ Ῥαβέννα εἲναι ἁπλῶς μία βυζαντινὴ ἢ γραικικὴ ξένη ἀποικία, ἀπὸ τὴν ὁποίαν θὰ ἦσαν εὐχαριστημένοι οἱ γνήσιοι Ῥωμαῖοι (δηλαδὴ οἱ λατινόφωνοι καὶ ὑπὸ τῶν Εὐρωπαίων λεγόμενοι Λατῖνοι) να ἐλευθερωθούν. Οὕτω φαντάζονται ὅτι καὶ κατὰ τὴν ἐν λόγῳ περίοδον πρέπει ἡ Ῥώμη καὶ ὄχι ἡ Ῥαβέννα να εἲναι τὸ κέντρον τῆς προσοχῆς τῶν Λογγαβάρδων καὶ τῶν Φράγκων. Ὅμως μόνον μεταγενεστέρως, ἀφοῦ ἐν χρόνῳ ἐπεκράτησεν εἰς τὴν συνείδησιν καὶ συνήθειαν τῆς ἐποχῆς ὅτι ἡ ἑξαρχία δεν ἐπεστράφη εἰς τὸν βασιλέα τῶν Ῥωμαίων καὶ ὅτι ἐδόθη ὡς φέουδον εἰς τὸν πάπαν καὶ ὅτι ἡ Ῥώμη ἔγινεν ἡ πρωτεύουσα τῆς πρῴην ἑξαρχίας, ἐῤῥιζώθη ὡς ἐκ τούτου ἡ ἰδέα ὅτι τὸ κέντρον πάντων τῶν ἀφορώντων τὴν περιοχὴν πραγμάτων εἲναι ἡ Ῥώμη.
Ἐφ' ὅσον τὸ De Liutprando Rege ἀντιπροσωπεύει τὴν συνέχειαν τῆς παλαιοτέρας ἀντιλήψεως περὶ τῶν ἐν ἰταλικῇ Ῥωμανία πραγμάτων, ἡ Ῥώμη συμπεριλαμβάνεται σιωπηλὼς εἰς τὴν Universam Romaniam μὲ πρωτεύουσαν τὴν Ῥαβένναν. Τοῦτο φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἐκστρατευτικὴν πορείαν τῶν δύο ῥηγών, τοῦ Καρλομάγνου καὶ τοῦ Λιουτπράνδου.
Ἀπὸ τὰ δουκάτα Σπολέτου καὶ Μπενεβέντου «Ravennam et Universam Romaniam peragravit, et usque ad Magnam Romaniam Langobardorum terminos posuit». Φαίνεται σαφῶς ὅτι ἀναβαίνοντες ἀπὸ τὰ δουκάτα πρὸς βοῤῥᾶν δίηλθον τὴν ἑξαρχίαν καὶ τελικὼς ἔφθασαν εἰς τὴν Ῥωμανίαν ὄχι τοῦ πάπα ἢ τῶν Ῥωμαίων, ἀλλὰ τῶν Λογγοβάρδων. Ἐπίσης πρέπει να ἐρευνηθὴ ἡ πιθανότης ὅτι εἰς τὸ χωρίον τοῦτο ἴσως ἡ Ῥαβέννα λέγεται Romania, ὡς λέγεται καὶ ἡ Κωνσταντινούπολις Ῥωμανία εἰς τὴν λαϊκὴν παράδοσιν.
Φαίνεται ὅτι τὸ ὄνομα Romania ἐχρησιμοποιήθη ὑπὸ τοῦ Λουδοβίκου τοῦ Εὐσεβοῦς (814 - 840) δι' αὐτὴν ταύτην τὴν Φραγκίαν. Οἱ δὲ Τεύτονες Imperatores ἐχρησιμοποιησαν τὸ Romania διὰ τάς ἐν Ἰταλίᾳ κτήσεις τῶν κατὰν τὸν ἰ' αἰῶνα, καὶ μετὰ περιωρίσθη εἰς τὴν πρῴην ἑξαρχίαν καὶ τότε παπικὸν κράτος.
Οἱ ἀσχοληθέντες μὲ τὸ ὄνομα Ῥωμανία ἢ Romania εἰς τὸ χρονικὸν Consularis Constantinopolitana (περὶ τὸ 330) καὶ εἰς τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Μεγάλου Ἀθανασίου, Ἐπιφανίου, Νείλου καὶ Ὀροσίου καὶ τοῦ Ποσσιδίου ὡς καὶ τοῦ τελευταίου γράψαντος λατινιστὶ τὴν ἱστορίαν τῶν Ῥωμαίων Ἕλληνος Ἀμμιανοὺ Μαρκελλίνου συμφωνοῦν ὅτι Ῥωμανία σημαίνει ὁλόκληρον τὴν Ῥωμαϊκὴν αὐτοκρατορίαν.
Ἀσυμφωνία καὶ δυσκολία περὶ τῆς σημασίας τοῦ ὀνόματος προκύπτει εἰς τὴν μεταγενεστέραν ἐποχήν, ἐφ' ὅσον χρησιμοποιείται 1) ἀποκλειστικὼς διὰ τάς ἐν Ἰταλίᾳ κτήσεις τῶν Λατινοφράγκων καὶ ἔπειτα τῶν Τευτονοφράγκων, 2) ἀποκλειστικὼς διὰ τὸ παπικὸν κράτος, 3) ἀποκλειστικὼς διὰ τὴν λεγομένην Βυζαντινὴν Αὐτοκρατορίαν, 4) ἀποκλειστικὼς διὰ τὸ παπικὸν κράτος καὶ τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, 5) ἀποκλειστικὼς διὰ τὸ παπικὸν κράτος καὶ τὴν λατινικὴν ἐν Νέᾳ Ῥώμῃ αὐτοκρατορίαν τῶν Εὐρωπαίων σταυροφόρων.
Ἡ λύσις ὅμως τῶν ἀσυμφωνιῶν τῶν ποικίλων πηγῶν ἐμφανίζεται ἀμέσως, ὅταν αἱ ἀναπτυχθεῖσαι μέχρι τοῦδε ἀρχαὶ ἑρμηνείας τοῦ τρόπου σκέψεως τῶν Φράγκων ἐφαρμοσθοὺν ὡς κλεῖδες εἰς τὴν χρησιμοποίησιν τῶν πηγῶν. Ἡ λύσις ἀπαιτεῖ να χωρισθοὺν αἱ πηγαὶ εἰς ὁμάδας βάσει τῶν ἑξῆς:
1) Ἡ ὀρθὴ περὶ Ῥωμαίων ὀρολογία εὑρίσκεται μόνον εἰς τὴν ἐσωτερικὴν ἐθνικὴν παράδοσιν αὐτῶν τούτων τῶν Ῥωμαίων ὡς καὶ εἰς τοὺς ἀκολουθοῦντας αὐτὴν ἐκ τῶν ἔξω Ἄραβας, Τούρκους καὶ πρώτους Σλαύους, πρὶν γίνουν οἱ ἀπόγονοι τῶν ἐχθροὶ καὶ ἀμφιταλαντευόμενοι ἔναντι τῆς Ῥωμηοσύνης.
2) Ἡ κατὰ συστηματικὸν τρόπον διαστροφὴ τῆς περὶ Ῥωμαιοσύνης ὀρολογίας ἔχει πηγὴν τοὺς Φράγκους καὶ τοὺς ἀκολουθοῦντας αὐτοὺς Εὐρωπαίους, Σλαύους, συγχρόνους Ῥουμάνους καὶ τοὺς Νεοέλληνας.
Ἀφοῦ δὲ διαχωριστοὺν αἱ πηγαὶ εἰς τάς δυο ὡς ἄνω ὁμάδας, ἀποκομίζομεν ἀπὸ τάς πηγὰς τὴν ἑξῆς εἰκόνα.
1) Εἰς τάς ῥωμαϊκὰς πηγὰς ἡ Ῥωμανία εἲναι πάντοτε ὁλόκληρος ἡ ἐλευθέρα ῥωμαϊκὴ βασιλεῖα καὶ ἐπικράτεια μέχρι τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ Ῥωμανία λέγεται εἰς τὰ ῥωμαίικα τραγούδια. Τοῦτο διότι ἡ Ῥωμανία εἲναι ἡ χώρα καὶ τὸ κράτος τῶν Ῥωμαίων, ἀσχέτως γεωγραφικῆς ἐκτάσεως.
2) Εἰς τάς ἰσλαμικὰς πηγὰς τὸ ἀντίστοιχον «Μπιλὰτ-ἐρ-Ῥοὺμ» χώρα τῶν Ῥωμαίων, ἔχει ἀκριβῶς τὴν ἰδίαν σημασίαν. Εἰς τάς τουρκικὰς πηγάς, ἴσως ἐξ αἰτίας περιωρισμένων ἀντιλήψεων, φαίνεται ἐνίοτε να σημαίνη ἡ Ῥωμανία τὴν Μικρὰν Ἀσίαν ἢ τὸ δυτικὸν μέρος αὐτῆς· τὸ ἀντίστοιχον ὅμως Ῥούμελη σημαίνει τάς ἐλευθέρας ἐκτάσεις τῆς αὐτοκρατορίας, αὐτὴν ταύτην τὴν Πόλιν καὶ τελικὼς ὁλόκληρον τὸ εὐρωπαϊκὸν μέρος τῆς Ὀθωμανικὴς αὐτοκρατορίας.
3) Εἰς τάς λατινικὰς πηγὰς συμμάχων ἰταλικῶν πόλεων καὶ τῆς Νοτίου Ἰταλίας καὶ τῶν Νορμανδὼν χρησιμοποιείται τὸ Romania, τὸ Imperium Romanum, καὶ τὸ Romani ὡς ὀνόματα τῆς ἐν Ἀνατολῇ αὐτοκρατορίας καὶ τῶν πολιτῶν τῆς.
4) Μόνον εἰς τάς φραγκικάς, φραγκοπαπικὰς καὶ τάς ἑξαρτωμένας ἀπὸ τὴν φραγκικὴν ἔχθραν πηγὰς (ὡς τῶν Βενετών, ὀλίγον πρὸ τῆς δ' σταυροφορίας) χρησιμοποιούνται τὰ ῥωμαϊκὰ ὀνόματα χρονολογικὼς ἀπὸ τοῦ θ' αἰῶνος καὶ κυρίως ἀπὸ τοῦ 962 μέχρι τοῦ ἰγ' αἰῶνος ὡς ἑξῆς·
α) Romania ἀποδίδεται μόνον εἰς τάς ἐν Ἰταλίᾳ κτήσεις τῶν Φράγκων.
β) Οὐδὲν ῥωμαϊκὸν ὄνομα ἀποδίδεται εἰς τοὺς ἐν Ἀνατολῇ Ῥωμαίους, οὔτε εἰς τὸν βασιλέα αὐτῶν, οὔτε εἰς τὸ κράτος αὐτῶν μετὰ τὸ 962. Ἀντὶ ῥωμαϊκῶν ὀνομάτων χρησιμοποιούνται γραικικά. Ἡ παράδοσις αὐτὴ ἤδη ἤρχισεν ἀπὸ τὰ μέσα κυρίως τοῦ θ' αἰῶνος ὡς μία γραμμὴ καὶ μετὰ τὸ 962 ἐπεκράτησεν ὡς ἡ μόνη γραμμή.
γ) Κατὰ τὴν ἅ', β' καὶ γ' σταυροφορίαν (1006-1190) τὸ ὄνομα Romania, ἡ Romanic ἡ Romagne ἀποδίδεται, ὡς πάντοτε, εἰς τὸ παπικὸν κράτος, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον εἰς τὰ ὑπὸ τῶν Φράγκων κατακτηθησόμενα καὶ τελικὼς τὰ κατακτηθέντα ἐδάφη τῆς Μικρὰς Ἀσιάς.
δ) Κατὰ τὴν δ' σταυροφορίαν καὶ ὀλίγον καιρὸν πρὸ αὐτῆς ἐμφανίζεται τὸ ὄνομα Romania ὡς συμπεριλαμβάνον διὰ πρώτην φορὰν τὸ εὐρωπαϊκὸν μέρος τῆς αὐτοκρατορίας καὶ τὴν Κωνσταντινούπολιν. Τὸ 1204 ἔπηραν οἱ Φράγκοι τὴν Πόλιν καὶ αὐτοὶ ὠνόμασαν τὴν λατινικὴν αὐτὴν αὐτοκρατορίαν Ῥωμανίαν, ἐνῶ ἤδη ἐλέγετο Ῥωμανία ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων.
Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω ἐκτεθέντα φαίνεται ἀμέσως ἡ ὑπὸ τῶν Φράγκων ἐφαρμογὴ τῶν ἐν τῷ δοκιμίῳ τούτῳ ἀναπτυχθεισὼν ἀρχῶν. Μόνον οἱ Λατῖνοι, οἱ ἠνωμένοι μὲ τὸν Λατῖνον πάπαν τῆς Ῥώμης, ἔχουν τὸ δικαίωμα να ἔχουν κράτος μὲ τὸ ὄνομα Ῥωμανία καὶ βασιλέα τῶν Ῥωμαίων. Μόνον ὁ Λατῖνος πάπας, ὡς διάδοχος τῶν λατινοφώνων Ῥωμαίων πάπων, ἔχει τὴν μαγικὴν δύναμιν να στέφη Ῥωμαίους βασιλεῖς, ἐφ' ὅσον εἰς τὴν Ἀνατολὴν ἀπωλέσθη ἡ ἐν
234
λόγῳ δύναμις λόγῳ τοῦ ὅτι δεν μεταδίδεταί ποτε ἡ ῥωμαϊκότης εἰς Γραικοὺς καὶ δὴ αἱρετικοὺς Γραικοὺς ἀπὸ αἱρετικὸν μάλιστα Γραικὸν πατριάρχην.
Οἱ δὲ Λατῖνοι σταυροφόροι μεταφέρουν εἰς τοὺς ὤμους τῶν τὴν παπικὴν χάριν τῆς ῥωμαϊκότητος. Ἀφοῦ καθαρίσουν πρῶτα τὰ ἀπολεσθέντα ἐδάφη τῆς Ῥωμανίας ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἀφοῦ μετατρέψουν πάλιν τοὺς Γραικοὺς εἰς δουλοπάροικους, ὡς τάχα ἦσαν ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν τῶν Ῥωμαίων πρὶν ἐκφυλισθὴ ἡ ῥωμαϊκὴ φυλὴ διὰ τῆς ἀναμίξεως τῆς μὲ τοὺς Γραικούς, τότε καὶ μόνον τότε δύνανται τὰ ἐδάφη τῶν γνησίων Ῥωμαίων να λέγονται πάλιν Ῥωμανία.
Σημειωτέον ὅτι πρέπει να διακριθοὺν οἱ Φράγκοι ἀπὸ τοὺς Βενετοὺς καὶ Νορμανδούς, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀνάμικτον περὶ Ῥωμαίων ὀρολογίαν.
Οἱ Βενετοὶ ἦσαν Ῥωμαῖοι πολῖται τῆς περὶ τὴν Πόλιν Ῥωμανίας, τὴν ὁποίαν ὅμως ἐπρόδωσαν πρὸς τὰ τέλη τοῦ ἴα' αἰῶνος. Οἱ Νορμανδοὶ ἀποκαλοῦν τοὺς Ῥωμαίους Γραικοὺς ἀλλὰ ἐνίοτε τὸ κράτος τῶν Ῥωμανίαν. Διακρίνονται ἐπίσης, διότι δεν ἐφάνησαν ἔναντι τῶν Γραικὼν ὡς φορεῖς τῶν αὐστηρῶν φεουδαρχικὼν ἀρχῶν τῶν ἄλλων σταυροφόρων.
Παρὰ τὴν διαφορὰν αὐτὴν ὕπηρξαν ἐξ ἴσου σφοδροὶ ἐχθροὶ τῶν Ῥωμαίων καὶ μετὰ τὴν ὑπὸ τῶν Νορμανδὼν κατάκτησιν τῆς Θεσσαλονίκης παρ' ὀλίγον να ἐγίνοντο κατακτηταὶ τῆς Πόλεως.
Σπουδαίαν ταξινόμησιν τῆς ὕλης τῶν ἐν λόγῳ πηγῶν ἔκαμεν ὁ Ἱστορικὸς Ταὐτόν. L. Wolff εἰς τὴν μονογραφίαν τοῦ «Romania : The Latin Empire of Constatinople». Ὡς σκοπὸν αὐτῆς θέτει, 1) να ἐξηγήσῃ διατὶ οἱ σταυροφόροι καὶ οἱ Βενετοὶ ὠνόμασαν τὴν λατινικὴν τῶν ἐν Κωνστανανουπόλει Αὐτοκρατορίαν Romania καὶ 2) να ἐξετάσῃ πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτὸν τάς σημασίας τοῦ ὀνόματος εἰς τάς πηγάς.
Ἐξ ἐπόψεως τῆς συλλογῆς καὶ ταξινομήσεως τῆς ὕλης ἡ ἐργασία αὐτὴ βασίζεται εἰς τάς ἐργασίας τοῦ ἀναφερθέντος Du Gange καὶ ἐπὶ πλέον τῶν Gaston Paris, Paul Monceaux, J. Zeiller καὶ Κ. Ἀμάντου.
Πέραν ὅμως τῆς ἐν τοῖς ἔργοις τῶν συγγραφέων τούτων ὕλης ὁ Wolff ἠρεύνησε τὰ ἀρχεῖα τῶν πόλεων τῆς Βενετίας, τῆς Πίζας καὶ τῆς Γένοβας καὶ κάμνει μίαν ἐπιδεξιὰν συμπληρῶσιν εἰς τάς γνωστὰς πηγὰς τοῦ λατινιστὶ γράψαντος δυτικοῦ κόσμου τῶν Λατινοφράγκων καὶ Τευτονοφράγκων, τῆς Κάτω Ἰταλίας, τῶν Νορμανδών, τῶν προσφύγων ἐκ τῆς Νορμανδικὴς κατακτήσεως τῆς Ἀγγλίας εἰς τὴν ἀνατολικὴν Ῥωμανίαν Σαξώνων, τῶν Μουσουλμάνων (κυρίως τῶν Τούρκων) καὶ τῶν Ῥωμαίων (ἢ κατὰ τὸν συγγραφέα τῶν Γραικὼν ἢ Βυζαντινῶν).
Ο Wolff πιστεύει ὅτι οἱ Φράγκοι τῆς ἃ' καὶ β' σταυροφορίας ὠνόμασαν τὴν Μικρὰν Ἀσίαν Ῥωμανίαν διὰ τὸν ἁπλοῦν λόγον ὅτι οὕτως ἐλέγετο ὑπὸ τῶν κατακτητῶν αὐτῆς Τούρκων χωρὶς να ὑποψιασθή, ὡς δεν ὑποψιάσθησαν οἱ πρὸ αὐτοῦ, ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ Φράγκοι δίδουν τὸ ὄνομα Ῥωμανία εἰς τὰ ὑπ' αὐτῶν κατακτηθησόμενα καὶ κατακτηθέντα ἐδάφη ἀνεξαρτήτως τῆς χρησιμοποιήσεως αὐτοῦ ἐκ μέρους τῶν «Βυζαντινῶν» καὶ Τούρκων.
Ἀντιθέτως ὅμως τὰ ἐδάφη τῆς παλαιᾶς Ῥωμανίας τῶν γνησίων κατὰ τοὺς Φράγκους ἀρχαίων «Λατίνων» Ῥωμαίων γίνονται πάλιν Ῥωμανία διὰ τοὺς Λατίνους, ὄχι ἐπειδὴ οἱ «Γραικοὶ» ἢ οἱ Τούρκοι τὰ ὀνομάζουν οὕτως, ἀλλὰ μόνον ὅταν εὑρίσκονται ὑπὸ λατινικὴν κατοχὴν ἐν ὀνόματι τοῦ ἔχοντος τὴν μαγικὴν ἱκανότητα να τὰ κάμῃ πάλιν γνήσια ῥωμαϊκὰ πάπα.
Εἰς ὅλας τάς φραγκικὰς πηγὰς τῶν πρώτων τριῶν σταυροφοριὼν ἐμφανίζονται οἱ Φράγκοι ὡς εἰσερχόμενοι εἰς τὴν Ῥωμανίαν, ἀφοῦ διέλθουν τὸν Βόσπορον ἀπὸ τὴν Εὐρώπην εἰς τὴν Ἀσίαν εἰς τὰ στενὰ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Οὐδέποτε συμπεριλαμβάνουν αἱ φραγκικαὶ πηγαὶ τῆς ἃ' καὶ β' σταυροφορίας τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ τὸ εὐρωπαϊκὸν μέρος τῆς αὐτοκρατορίας εἰς τὴν Ῥωμανίαν. Ἀκόμη καὶ οἱ Μουσουλμάνοι εἰς τάς φραγκικὰς πηγὰς χρησιμοποιοὺν τὸ Ῥωμανία ὡς κάμνουν οἱ Φράγκοι.
Παραδόξως ὅμως ὁ «Γραικὸς» Τατίκιος ἐμφανίζεται εἰς τὸ Gesta Francorum χρησιμοποιὼν τὸ Ῥωμανία δι' ὅλην τὴν αὐτοκρατορίαν. Νομίζω ὅτι τοῦτο ἀποτελεῖ τρανὴν ἀπόδειξιν ὅτι οἱ ἀποκαλοῦντες μόνον τὴν Μικρὰν Ἀσίαν Ῥωμανίαν Φράγκοι γνωρίζουν παρὰ πολὺ καλὰ τὶ ἐννοοῦν οἱ Ῥωμαῖοι μὲ τὸ ὄνομα Ῥωμανία.
Εἰς τρεῖς μόνον πηγὰς ταυτίζεται ὑπὸ τῶν Φράγκων ἡ Ῥωμανία μὲ ὅλην τὴν αὐτοκρατορίαν πρὸ τοῦ 1203 - 1204. Καὶ αἱ τρεῖς πηγαὶ ἀνήκουν εἰς τὴν γ' σταυροφορίαν.
Τοῦτο κατὰ τὴν γνώμην μου γίνεται διότι οἱ Φράγκοι ἤδη ἀπεφάσισαν τὴν κατάκτησιν τῆς Πόλεως καὶ τοῦ εὐρωπαϊκοὺ μέρους τῆς αὐτοκρατορίας, ἀφοῦ ὀνομάζουν ὄχι μόνον κατακτηθέντα ἀλλὰ καὶ κατακτηθησόμενα ἐδάφη Ῥωμανία ὅπως θὰ ἴδωμεν ἀμέσως κατωτέρω. Αἱ ἐν λόγῳ πηγαὶ χρονολογούνται ἐντὸς διαστήματος 15 μόνον ἐτῶν πρὸ τοῦ 1204, ὅτε εἶχον ἤδη γίνει τὰ σχέδια ὄχι μόνον κατακτήσεως ἀλλὰ καὶ διαμελισμοὺ τῆς Πόλεως καὶ τοῦ εὐρωπαϊκοὺ καὶ ἀσιατικοῦ μέρους τῆς αὐτοκρατορίας. Μόνον εἰς τὰ πλαίσια αὐτὰ ἐξηγεῖται ὀρθῶς καὶ φυσιολογικὼς τὸ παράδοξον φαινόμενόν πως τὸ ὄνομα Romania εἰς τὴν ὀρολογίαν τῶν Φράγκων σταυροφόρων ἐμφανίζεται πρῶτον ὡς ἡ Μικρὰ Ἀσία καὶ μετὰ πηδὰ καὶ γίνεται τὸ ὄνομα τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῶν εὐρωπαϊκὼν περιοχῶν τῆς αὐτοκρατορίας.
Εἲναι ἀξιοσημείωτον ὅτι κατὰ τὴν ἃ' καὶ β' σταυροφορίαν οἱ Φράγκοι ὠνόμαζον Romania ὁλόκληρον τὴν Μικρὰν Ἀσίαν. Κατὰ τὴν γ' σταυροφορίαν ὅμως περιορίζεται ἐνίοτε εἰς τὸ δυτικὸν μέρος τῆς Μικρὰς Ἀσίας.
Δηλαδὴ ἐμφανίζεται ἡ ἀρχὴ ὅτι Romania εἶναι τὰ ὑπὸ Λατίνων κατακτηθησόμενα ἐδάφη. Οὕτως, ἐφ’ ὅσον τὰ ἀρχικὰ σχέδια συμπεριέλαβον ὁλόκληρον τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, ὠνόμασαν ὁλόκληρον τὴν Μικρὰν Ἀσίαν Ῥωμανίαν. Ἐφ’ ὅσον ὅμως οἱ Τούρκοι δεν ἐδέχθησαν τὴν τιμὴν να ἠττηθοὺν κατὰ τὰ ἐν λόγῳ σχέδια, οἱ Φράγκοι ἐδέχθησαν τὴν τουρκικὴν ἐπιμονὴν καὶ περιώρισαν τὴν Ῥωμανίαν εἰς τὸ δυτικὸν μέρος, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι μέγα τμῆμα τοῦ δυτικοῦ μέρους εἶχε περιέλθει εἰς τὸν βασιλέα τῶν Ῥωμαίων. Καὶ τοῦτο διότι εἶχον σκοπὸν να τὸ ἐπανακτήσουν ἀπὸ τὸν «ἄπιστον» τοῦτον βασιλέα, ὡς τὸν περιγράφουν.
Ὅλα τὰ ἀνωτέρω ἐξηγοὺν κάλλιστα καὶ τὸ παράδοξον φαινόμενον ὅτι αἱ φραγκικαὶ πηγαὶ τῆς ἃ' σταυροφορίας (1096) ὀνομάζουν τὴν ὑπὸ τῶν Τούρκων κατεχομένην Νίκαιαν caput totius Romaniae καὶ metropolis Romaniae. Οἱ δὲ Τούρκοι ἐκδιωχθέντες ἀπὸ τὴν Νίκαιαν φεύγουν per universam Romaniam, τὸ ὄνομα ποῦ εἴδομεν ἀνωτέρω, δηλαδὴ ἡ Μικρὰ Ἀσία εἲναι ὁλόκληρος ἡ Ῥωμανία, ἀφοῦ τὰ κατεχόμενα ὑπὸ τῶν Γραικὼν εἲναι Graecia, δηλαδὴ ψευδορωμανία.
Ἀσφαλῶς τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ ἐν προκειμένῳ Ῥωμανία δεν δύναται να εἲναι ἡ Ῥωμανία τῶν Ῥωμαίων, ἀφοῦ διὰ τοὺς Ῥωμαίους ἡ Πόλις εἲναι caput totius Romaniae καὶ metropolis Romaniae. Οὔτε ὅμως ἐννοοῦν αἱ φραγκικαὶ πηγαὶ ὅτι ἡ Ῥωμανία εἲναι διὰ τοὺς «Βυζαντινοὺς» ἡ Μικρὰ Ἀσία. Σημαίνει ἁπλῶς ὅτι οἱ Φράγκοι ἐσχεδίασαν να κρατήσουν τὴν Μικρὰν Ἀσίαν διὰ τὸν ἑαυτὸν τῶν μετατρέποντες τὴν Νίκαιαν εἰς πρωτεύουσαν τῆς ἀνασυσταθείσης γνησίας Ῥωμανίας.
Τοῦτο δῆλοι σαφῶς ὅτι δεν εἶχον κανένα σκοπὸν οἱ Φράγκοι να ἐπιστρέψουν τὴν Νίκαιαν καὶ τὰ ἀλλὰ μέρη ποῦ εἶχον συμφωνήσει εἰς τὸν βασιλέα τῶν Ῥωμαίων. Ἑπομένως δεν εἲναι οἱ «Γραικοὶ» οἱ «ἄπιστοι» ὡς τοὺς ἐμφανίζουν οἱ Φράγκοι.
Εἲναι ἐμφανέστατη ἡ ἀπιστία τῶν Φράγκων ἀπὸ τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον χρησιμοποιοὺν εἰς τάς ἰδικὰς τῶν πηγὰς τὰ ῥωμαϊκὰ ὀνόματα, χωρὶς να φαντάζωνται τότε ὅτι θὰ ὑπέπιπτεν ὑπὸ τὴν ἐρμηνευτικην ἀντίληψιν μὴ Φράγκου τινὸς ἀναγνώστου ἡ ἰδικὴ τῶν ἀπιστία.
Τοῦτο φαίνεται σαφῶς καὶ ἐκ τοῦ ὅτι ἐνῶ οἱ Φράγκοι ἀφαιροῦν τὸ ἀνατολικὸν μέρος τῆς Μικρὰς Ἀσιὰς ἀπὸ τὴν Ῥωμανίαν, διότι οἱ Τούρκοι ἐκράτησαν τὰ ἐδάφη αὐτά, τὸ δυτικὸν μέρος παραμένει Ῥωμανία, ἀφοῦ θὰ τὸ κατακτήσουν οἱ Φράγκοι ἀπὸ τοὺς ψευδοῤῥωμαίους Γραικούς, ὅπως θὰ κατακτήσουν καὶ τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ τὸ εὐρωπαϊκὸν μέρος τῆς αὐτοκρατορίας, τὰ ὁποῖα καὶ αὐτὰ θὰ γίνουν γνήσια Ῥωμανία.
Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς ἡ Κωνσταντινούπολις Νέα Ῥώμη καὶ τὸ εὐρωπαϊκὸν μέρος τῆς αὐτοκρατορίας λέγονται εἰς τάς φραγκικας πηγας καὶ ἀκόμη εἰς τὰ τραγούδια τῶν σταυροφοριὼν πρὸ τοῦ 1204 ὄχι Romania, ἢ Romanic ἢ Romagne, ἀλλὰ Graecia. Τοῦτο διότι ἡ Romania εἶναι ἡ χώρα τῶν γνησίων Ῥωμαίων καὶ ἡ Graecia δεν εἲναι ἡ ἔνδοξος χώρα τῶν Ἑλλήνων τοῦ μεσαίωνος ὡς νομίζουν οἱ Νεοέλληνες, ἀλλ’ ἡ χώρα τῶν ψευδοῤῥωμαίων «Γραικὼν» τῆς φραγκικὴς παραδόσεως.
Ἀπὸ τοῦ Καρλομάγνου μέχρι τῆς ἃ' σταυροφορίας οὐδεὶς Φράγκος ἀποκαλεῖ τὴν ἐν Ἀνατολῇ αὐτοκρατορίαν Ῥωμανίαν ἢ ῥωμαϊκὴν βασιλείαν. Αἱ μόναι παπικαὶ μαρτυρίαι περὶ τῆς χρησιμοποιήσεως τοῦ Romania διὰ τὴν ἐν Ἀνατολῇ ῥωμαϊκὴν βασιλείαν εὑρίσκονται εἰς μίαν ἐπιστολὴν τοῦ πάπα Μαρτίνου Ἃ' (649 653) καὶ εἰς τὴν ὑπὸ τοῦ Ἀναστασίου Βιβλιοθηκαρίου γενομένη μετάφρασιν τῆς Χρονογραφίας τοῦ Θεοφανοὺς (; - 818), ἔνθα ὁ Θεοφάνῃς καὶ ὄχι ὁ Ἀναστάσιος χρησιμοποιεῖ πολλάκις τὸ Romania. Πάντως εὑρισκόμεθα ἀκόμη εἰς τὴν πρὸ τοῦ 1009 ῥωμαϊκὴν ἐποχὴν τῆς Παπωσύνης.
Ὡς δυτικὸς (καὶ ὡς ἔχει πλέον ἐπικρατήσει εἰς τὴν νεοελληνικὴν ἐπιστήμην) ὁ Ταὐτόν. Wolff δεν κάμνει διάκρισιν μεταξὺ τῶν Ῥωμαίων καὶ μὴ Ῥωμαίων πάπων πρὸ καὶ μετὰ τὸ 1009.
Ὁ φραγκόφιλος πάπας Νικόλαος Ἃ' (858-867) ἀποκαλεῖ τὸν βασιλέα τῶν Ῥωμαίων Μιχαὴλ Γ' (842 - 867) «Graecorum inclytus Imperator» καὶ «Imperator Graecorum» καὶ ὁ Ἀναστάσιος Βιβλιοθηκάριος χρησιμοποιεῖ τὸ Imperator Graecorum.
Οἱ μετὰ τὸν Νικόλαον Ἃ' Ῥωμαῖοι παπαῖ δεν χρησιμοποιοὺν τὸ προσβλητικὸν βασιλεὺς τῶν «Γραικών». Οὔτε ὅμως ἐχρησιμοποίουν τὸ βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων. Οὔτε ἔκαμνον χρῆσιν τοῦ Ῥωμανία διὰ τὸ ἀνατολικὸν μέρος τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἐν ὄψει τῆς γενικῆς περὶ τοῦ θέματος γραμμῆς τῶν Φράγκων ἴσως ὀφείλεται τοῦτο εἰς μίαν ῥητὴν καὶ αὐστηρὰν ἀπαγόρευσιν ἐκ μέρους τῶν κυριάρχων Φράγκων. Ἢ ὀφείλεται καὶ εἰς τὴν παλαιὰν παράδοσιν να χρησιμοποιήται τὸ Imperator ἁπλῶς ἐφ' ὅσον εἷς ἦτο αὐτὸς καὶ μόνος.
Πρέπει να σημειαθὴ ὅτι ὁ Κάρολος ὁ Μέγας ἐλέγετο Imperator gubernans Romanum, (ὅπως εἴδομεν ἀνωτέρω κεφ. β' ὑποσημ. 5), τὸ ὁποῖον προφανῶς δεν ἔχει τὴν ἔννοιαν ὅτι ὁ ἴδιος εἲναι Ῥωμαῖος ἀλλὰ βασιλεὺς κυβερνὼν Ῥωμαίους. Ἐπίσης ὅταν ὁ Ὄθων Ἃ' ἔλαβε τὸν τίτλον βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων, δεν σημαίνει ὅτι ὁ ἴδιος εἲναι Ῥωμαῖος ἀλλὰ Γερμανὸς βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων τῆς ἰταλικῆς Ῥωμανίας.
Ὁ τίτλος τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει βασιλέως τῶν Ῥωμαίων εἶχε τὴν σημασίαν ὅτι εἲναι βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς ἐλευθέρας Ῥωμανίας, μὲ ἐθνάρχας διὰ τοὺς ἐκτὸς τοῦ κράτους Ῥωμαίους, τοὺς Ῥωμαίους πατριάρχας. Ἴσως καὶ τὸ γεγονὸς τοῦτο, γνωστότατον εἰς τοὺς Φράγκους, ἐπηρέασε τὴν ὅλην πορείαν τῆς περὶ ὀνομάτων διαμάχης καὶ διὰ τοῦτο οἱ Ῥωμαῖοι παπαῖ ἐχρησιμοποίουν ἁπλῶς τὸ βασιλεύς, δηλαδὴ τὸ Imperator.
Ἐκτὸς τούτου οἱ Φράγκοι ἥρπασαν τὰ παπικὰ ἀρχεῖα μὲ τοὺς ἀρχαίους θησαυροὺς ἐγγράφων, πρακτικών, ἐπιστολῶν, κ.τ.λ. ὅταν τὸ 1009 κατέλαβον ὁριστικῶς πλέον τὸν παπικὸν θρόνον καὶ Κύριος οἶδε τὶ ἠφάνισαν, τὶ ἀποκρύπτουν μέχρι σήμερον καὶ τὶ παρεποίησαν. Ἡ ὅλη πολιτικὴ τῶν περὶ τῶν ῥωμαϊκῶν ὀνομάτων ἀρκεῖ να ἀποδείξῃ πῶς ὑπέτασσον τὴν ἐκτὸς τῆς Φραγκοσύνης ἱστορικὴν πραγματικότητα εἰς τὴν φραγκικὴν δογματικὴν πραγματικότητα νομίζοντες ὅτι ἡ πλαστογραφία εἲναι μία ἀποκατάστασις τῆς κατὰ θέλημα Θεοῦ πραγματικότητος καὶ ἀλητείας.
Πάντως εἲναι πολὺ σημαντικὸν ὅτι διεσώθη τὸ Imperator Graecorum τοῦ Νικολάου Α' καὶ τοῦ Ἀναστασίου Βιβλιοθηκάριου, ἀλλὰ δεν φαίνεται ὅτι γίνεται παρόμοια χρῆσις ἐκ μέρους τῶν ὑπολοίπων Ῥωμαίων πάπων μέχρι τοῦ 1009. Μόνον τὸ γεγονὸς τοῦτο ἀρκεῖ διὰ να μαρτυρήσῃ ὅτι οἱ Ῥωμαῖοι τῆς παπικὴς Ῥωμανίας ἐθεώρουν τοὺς ἐν κάτω ἰταλικῇ καὶ ἀνατολικὴ Ῥωμανία Ῥωμαίους πραγματικοὺς Ῥωμαίους. Ἄλλως θὰ ἠκολούθουν τὸ παράδειγμα τοῦ Νικολάου Α'.
Κατὰ τὸν Ἰανουάριον τοῦ 1054 ὁ πάπας Λέων Θ' ἀποκαλεῖ τὸν Κωνσταντῖνον Θ' Μονομάχον «Imperator Novae Romae». Ὁ Φράγκος πάπας Γρηγόριος Ζ' τὸ 1073 προσφωνεῖ τὸν βασιλέα τῶν Ῥωμαίων Μιχαὴλ Ζ' ὡς Constantinopolitanus Imperator καὶ τὸ 1078 τὸν Νικηφόρον μὲ τὸν ἴδιον τίτλον. Ἔκτοτε ἐπικρατεῖ ὁ τίτλος οὗτος ὡς ὁ εὐγενικὸς καὶ τὸ Graecus, τὸ Graecorum καὶ τὸ Rex Graecorum ὡς οἱ προσβλητικοὶ τίτλοι.
Ἡ ἀναπτυσσόμενη ἐν τῷ κεφαλαίῳ τούτῳ φραγκικὴ γραμμὴ φαίνεται σαφῶς εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ Φράγκου πάπα τῆς δ' σταυροφορίας Ἰννοκεντίου Γ (1198 - 1216).
Οὐδέποτε χρησιμοποιεῖ ῥωμαϊκὸν ὄνομα εἰς περιγραφὴν τῆς ῥωμαϊκῆς βασιλείας τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης πρὸ τοῦ 1203. Ἐξαίφνης, ὀλίγον πρὸ τῆς ἁλώσεως τῆς Πόλεως ὑπὸ τῶν Φράγκων τὸ 1204, ἀρχίζει να ὀνομάζῃ τὴν ἐν Ἀνατολῇ αὐτοκρατορίαν Romania, προφανῶς ὡς κάμνουν αἱ ἀναφερθεῖσαι ἀνωτέρω φραγκικαὶ πηγαὶ ἐν ἀναμονῇ τῆς μεταβολῆς τῆς Ψευδοῤῥωμανίας εἰς γνησίαν Ῥωμανίαν ὑπὸ τῶν «εὐγενῶν» τῆς δ' σταυροφορίας. Ἔκτοτε εἰς ὅλα τὰ περὶ Ἀνατολῆς ἔγγραφά του ὁ πάπας οὗτος χρησιμοποιεῖ ἐλευθέρως τὸ Romania διὰ τὴν νέαν ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ῥώμῃ λατινικὴν αὐτοκρατορίαν.
Ἡ ὅλη ἀνωτέρω περιγραφεῖσα μορφὴ τῆς ἐν λόγῳ ἐξελίξεως τῶν πραγμάτων φαίνεται σαφῶς καὶ εἰς τάς σχέσεις τῶν τότε ἰσχυρῶν εἰς τὸ διεθνὲς ἐμπόριον ἰταλικῶν πόλεων τῆς Βενετίας, τῆς Πίζας καὶ τῆς Γένοβας μὲ τὴν ῥωμαϊκὴν βασιλείαν.
Ο Ταὐτόν. L. Wolff ἐξήτασεν εἰς τὰ ἀρχεῖα τῶν ἐν προκειμένῳ πόλεων τὰ πολλὰ σῳζόμενα ἐπίσημα ἔγγραφα τῶν βασιλέων τῶν Ῥωμαίων καὶ διεπίστωσεν ὅτι μετὰ τὸ 1081 οἱ Ῥωμαῖοι βασιλεῖς χρησιμοποιοὺν ἐπισήμως τὸ Ῥωμανία ὡς ὄνομα τῆς βασιλείας τῶν. Προκεῖται περὶ ἐμπορικῶν κυρίως προνομίων χαρισθέντων ὑπὸ τοῦ Ῥωμαίου ἐν Κωνσταντινουπόλει βασιλέως εἰς τάς ἐν λόγῳ πόλεις.
Πρὸ τοῦ 1081 αἱ ἐν Ἀνατολῇ ἑλληνικαὶ πηγαὶ τῶν Ῥωμαίων ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνας συνήθιζον πολὺ τὸ Ῥωμανία ὡς ὄνομα τῆς ῥωμαϊκῆς τῶν ἐπικρατείας. Εἰς δὲ τὴν λαϊκὴν γλῶσσαν εἰς τὸν ἀνατολικὸν καὶ δυτικὸν χῶρον ἡ χρῆσις τοῦ Ῥωμανία εἲναι παλαιοτέρα τῆς ἐποχῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Τὸ ὄνομα ὅμως δεν συνηθίζετο εἰς τὰ ἐπίσημα ἔγγραφα.
Εἰς ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ μετὰ τὸ 1081 ἐκδοθέντα προνόμια πρὸς τὴν Βενετίαν οἱ βασιλεῖς τῶν Ῥωμαίων Ἀλέξιος, Ἰωάννης, Ἐμμανουὴλ καὶ Ἀνδρόνικος τῶν Κομνηνὼν καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἀλέξιος τῶν Ἀγγέλων χρησιμοποιοὺν τὸ ὄνομα Ῥωμανία δι' ὁλόκληρον τὸ κράτος των.
Ἐνῶ οἱ σταυροφόροι πρὸ τοῦ 1204 χρησιμοποιοὺν δι' ὁλόκληρον τὸ εὐρωπαϊκὸν μέρος τῆς ἐν Ἀνατολῇ αὐτοκρατορίας τὸ Graecia, αὐτὸ οὐδέποτε γίνεται ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων πρὸ τῆς ἐν Ἀνατολῇ φραγκοκρατίας. Ἐὰν ἐκλάβωμεν τὸ Graecia, τὸ ὁποῖον διὰ τοὺς Φράγκους σημαίνει ἁπλῶς Ψευδοῤῥωμανίαν, ὡς συνώνυμον μὲ τὸ Ἑλλάς, τότε οἱ ἡμέτεροι ἀπέδιδον τοῦτο μόνον εἰς τὸ ἑλλαδικὸν θέμα, ἀφοῦ δεν ἦτο κράτος ἀλλ' ἐπαρχία τῆς οἰκουμενικῆς Ῥωμανίας.
Πάντως δεν εἲναι ἀπίθανον ὅτι ἡ ἐν τῇ Φραγκία ῥωμαϊκῇ κατασκοπεία συνέλαβεν ἀπὸ ἐνδείξεις τὰ μεγαλεπήβολα σχέδια περὶ τῆς ἐπανασυστάσεως τῆς ἀρχαίας φανταστικῆς «λατινικῆς» Ῥωμανίας καὶ ἤρχισαν ἤδη ἀπὸ τὸ 1081 να ἀντιδροὺν οἱ βασιλεῖς τῶν Ῥωμαίων μὲ τὴν χρησιμοποίησιν τοῦ ὀνόματος εἰς ἐπίσημα ἔγγραφα. Ἀσφαλῶς ἦτο καὶ ἀντιδρᾶσις κατὰ τοῦ Graecia τῶν Φράγκων.
Ο Ταὐτόν. L. Wolff ἐπεσήμανε τὸ γεγονὸς ὅτι παρ' ὅλα τὰ πολλὰ ταῦτα βασιλικὰ ἔγγραφα εἰς τὰ ἀρχεῖα τῆς Βενετίας, οἱ Βενετοὶ οὐδέποτε ἐχρησιμοποίησαν τὸ Romania διὰ τὴν ἐν Ἀνατολῇ αὐτοκρατορίαν πρὸ τοῦ 1204. Ὅμως ἀπὸ τὸ 1204 τὸ χρησιμοποιοὺν ἐλευθέρως πλέον ὡς κάμνουν οἱ Φράγκοι καὶ οἱ παπαῖ ὡς ὄνομα τοῦ λατινικοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει κράτους.
Ἐξ αἰτίας τοῦ παραδόξου τούτου φαινομένου ὁ Wolff συμπεραίνει ὅτι ἡ ἐκ μέρους τῶν Βενετὼν μὴ χρησιμοποίησις τοῦ ὀνόματος τούτου δεν δύναται παρὰ να γίνεται σκοπίμως. Ἐκφράζει τὴν ὑποψίαν ὅτι οἱ Βενετοὶ ἀποφεύγουν να περιγράφουν τὴν ἀνατολικὴν αὐτοκρατορίαν ὡς Ῥωμανίαν ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης αἴγλης τοῦ ὀνοματος
Ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν ἡ θέσις τοῦ δοκιμίου τούτου δίδει τὴν φυσικωτέραν ἀπάντησιν.
Ἡ Βενετία πρὸ τῶν μέσων τοῦ ἴα' αἰῶνος ἦτο τὸ ἠγαπημένον τέκνον τῶν ἐν Ἀνατολῇ Ῥωμαίων, ἐφ' ὅσον καὶ ἡ ἰδία εἶχε κάποτε ῥωμαϊκὸν ἔναντι τῶν Λογγοβάρδων καὶ Φράγκων παρελθόν. Κατὰ τὰ τέλη τοῦ ἴα' αἰῶνος ὅμως μετεμορφώθη ἡ Βενετία εἰς τὸν κατ' ἐξοχὴν καταστροφέα τῆς Ῥωμανίας. Ἡ προδοσία τῆς Βενετίας φαίνεται σαφῶς ἀπὸ τὴν ὑπ' αὐτῆς χρῆσιν τῶν ῥωμαϊκῶν καὶ μὴ ῥωμαϊκῶν ὀνομάτων διὰ τοὺς ἐν Ἀνατολῇ Ῥωμαίους.
Μέχρι τῶν μέσων τοῦ ἴα' αἰῶνος οἱ Βενετοὶ δεν χρησιμοποιοὺν τὸ Ῥωμανία διὰ τὴν ἐν Ἀνατολῇ βασιλείαν, ἀλλὰ χρησιμοποιοὺν πάντως παράλληλα ὀνόματα ὡς «Romanum Constantinopolitanum Imperium», «Romanum Imperium», «Romanum Regnum», ὡς καὶ τὸ «Romani» διὰ τοὺς πολίτας αὐτῆς. Μετὰ τὰ μέσα τοῦ ἴα' αἰῶνος μέχρι τοῦ 1204 ὡς ὄνομα τῆς ἐν Ἀνατολῇ αὐτοκρατορίας ἐπικρατεῖ τὸ «Constantinopolitanum Imperium» καὶ τὸ «Terra Graecorum» καὶ διὰ τὸν βασιλέα τὸ «Imperator Constantinopolitanus». Ἀπὸ δὲ τοῦ 1204 ἐπικρατεῖ τὸ Romania μαζὶ μὲ τὰ ἀλλὰ συγγενῆ ὀνόματα.
Εἰς τὰ ἀρχεῖα τῆς Πίζας διασῴζονται ἑλληνικὰ καὶ λατινικὰ κείμενα τῶν χαρισθέντων ὑπὸ τοῦ βασιλέως Ἰσαὰκ Ἀγγέλου (1185 - 1195) προνομίων τοῦ 1192, ἐν οἷς συμπεριλαμβάνονται κείμενα παλαιοτερῶν προνομίων, ἐκδοθέντων ὑπὸ Ἀλεξίου Κομνηνοὺ (1081 - 1118) καὶ Ἐμμανουὴλ Κομνηνοὺ (1143 - 1180), συμπεριλαμβανομένων τῶν γενομένων ἐνώπιον τῶν βασιλέων ὁρκωμοσιῶν ἐκ μέρους τῶν πρέσβεων τῆς Πίζας. Τὰ ῥωμαϊκὰ ὀνόματα καὶ ἰδίως τὸ Ῥωμανία χρησιμοποιούνται ἀφθόνως ἑκατέρωθεν. Τὸ ὄνομα Ῥωμανία ἐμφανίζεται καὶ εἰς ἄλλας πηγὰς τῆς Πίζας. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν Βενετίαν ἡ Πίζα εἲναι σύμμαχος.
Αἱ διπλωματικαὶ σχέσεις μεταξὺ Γένοβας καὶ Ῥωμανίας ἤρχισαν τὸ 1155. Ἀπὸ τὸ 1169 ἀρχίζει ἡ γραπτὴ μαρτυρία τῆς ἐκ μέρους τῆς Γένοβας χρησιμοποιήσεως τῶν ῥωμαϊκῶν ὀνομάτων διὰ τὴν ἐν Ἀνατολῇ βασιλείαν εἰς ἐπίσημα διπλωματικὰ ἔγγραφα. To Romania ἔκτοτε χρησιμοποιείται τακτικώς.
Τὸ ἴδιον συμβαίνει μὲ τάς διηγηματικὰς πηγὰς τῆς Γενοβας. Ἐν ἀντιθέσει μάλιστα πρὸς τοὺς Φράγκους τῆς ἅ', β', καὶ γ' σταυροφορίας αἱ πηγαὶ αὐταὶ τείνουν να ὀνομάζουν Ῥωμανίαν τάς εὐρωπαϊκὰς ἐπαρχίας τῆς βασιλείας ἀντὶ τῆς Μικρὰς Ἀσιάς, χωρὶς ὅμως να ἀποκλείουν ἀπὸ τὸ ὄνομα κανὲν μέρος τῆς αὐτοκρατορίας, ὡς κάμνουν πρὸ τοῦ 1204 οἱ Φράγκοι.
Ο Wolff σημειοὶ ὅτι μετὰ τὸ 1204 οἱ Γενοβέζοι χρησιμοποιοὺν γεωγραφικῶς μόνον καὶ ὄχι πολιτικὼς τὸ Romania διὰ τὸ λατινικὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει κράτος.
Ὀνομάζουν «Imperator Romanie» μόνον τὸν ἐν Νικαία βασιλέα τῶν Ῥωμαίων, μὲ τὸν ὁποῖον διατηροῦν τάς καλὰς τῶν σχέσεις καθ' ὅλην τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει φραγκοκρατίαν. Τελικὼς συνετέλεσαν οἱ Γενοβέζοι εἰς τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Πόλεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους. Εἰς τὰ Γενοβέζικα χρονικὰ μάλιστα οἱ πρὸς τὸν πάπαν πρέσβεις τοῦ ἐκτοπισθέντος Λατίνου βασιλέως τῆς Ῥωμανίας Βαλδουίνου Β' ὀνομάζονται ἄνδρες «τοῦ πρῴην (olim) βασιλέως τῆς Κωνσταντινουπόλεως».
Δηλαδὴ οἱ Γενοβέζοι ἐκτὸς «τοῦ πρῴην» δίδουν εἰς τὸν Λατῖνον βασιλέα τὸ «Κωνσταντινουπόλεως», τὸ ὁποῖον οἱ Λατῖνοι ἔδιδον συνήθως εἰς τὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει Ῥωμαῖον βασιλέα. Εἰς δὲ τὸν Ῥωμαῖον βασιλέα δίδουν οἱ Γενοβέζοι τὸν τίτλον Imperator Romanie, τὸ ὁποῖον ἦτο διὰ τοὺς Ῥωμαίους ἄγνωστον, ἀλλὰ τὸ ἔδωσαν οἱ Λατῖνοι εἰς τὸν Λατῖνον ἐν Κωνσταντινουπόλει βασιλέα. Πάντως, ἀνεξαρτήτως τῶν τυχὸν συμφεροντολογικὼν τῶν κινήτρων, οἱ Γενοβέζοι παρέμειναν πιστοὶ σύμμαχοι πολεμήσαντες γενναίως εἰς τὴν ἐσχάτην μάχην τῆς Ῥωμανίας παρὰ τὸ πλευρὸν τοῦ τελευταίου βασιλέως τῶν Ῥωμαίων, ὅτε ἡ Ῥωμανία μετετράπη εἰς Ῥούμελην καὶ τὴν θέσιν τοῦ βασιλέως ἔλαβεν ὁ οἰκουμενικὸς πατριάρχης τῶν Ῥωμαίων.
Ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὴν ἐκ μέρους τῶν νοτίων ἰταλικῶν πηγῶν χρησιμοποίησιν τοῦ ὀνόματος Ῥωμανία ἀπὸ τοῦ 1081 μέχρι τοῦ 1204, παρατηρεῖ ὁ Wolff ὅτι, ἂν καὶ ἐνίοτε χρησιμοποιήται, ἐμποιεῖ ἐντύπωσιν τὸ ὅτι τόσαι πηγαὶ δεν τὸ ἀναφέρουν. Ἀπὸ τὸ 1204 ὅμως χρησιμοποιείται ἐλευθέρως πλέον καὶ ἀφθόνως.
Πάντως ἐκ τῶν πηγῶν τούτων φαίνεται ὅτι οἱ Νορμανδοὶ δεν υἱοθέτησαν τὴν περὶ ὀνομάτων αὐστηρὰν γραμμὴν τῶν Φράγκων, τῶν μετὰ τὸ 1009 πάπων καὶ τῶν μετὰ τὴν προδοσίαν Βενετών, καὶ οὕτως ἀναμιγνύουν γραικικὰ καὶ ῥωμαϊκὰ ὀνόματα ἀναφερόμενοι εἰς τοὺς Ῥωμαίους.
Αἱ νορμανδικαὶ πηγαὶ ταυτίζουν πάντοτε τὴν Ῥωμανίαν μὲ τὴν λεγομένην «βυζαντινὴν» αὐτοκρατορίαν καὶ κυρίως μὲ τὸ εὐρωπαϊκὸν μέρος αὐτῆς ἀλλὰ μὲ τὴν σημαντικὴν ἐξαίρεσιν τοῦ Gesta Roberti Wiscardi τοῦ Οὐλλιέλμου τῆς Ἀπουλίας, γραφέντος κατὰ παράκλησιν τοῦ πάπα Οὐρβανοὺ Β' (1088 - 1099). Τὸ ἔργον τοῦτο ἀποτελεῖ τὴν μόνην νορμανδικὴν ἐξαίρεσιν διότι τὸ ὄνομα Romania χρησιμοποιείται μόνον διὰ τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, οὐδέποτε δὲ διὰ τὴν Πόλιν καὶ τὸ εὐρωπαϊκὸν μέρος τῆς αὐτοκρατορίας. Ὑπάρχει ἀσφαλῶς μία μόνον ἐξήγησις τοῦ φαινομένου τούτου. Ἐφ' ὅσον τὸ ἔργον ἐγράφη κατὰ παράκλησιν τοῦ Φράγκου πάπα, ὁ συγγραφεὺς χρησιμοποιεῖ τὴν ἐπίσημον ὀρολογίαν τῶν Φράγκων καὶ τῆς φραγκικὴς Παπωσύνης ὡς μέχρι τοῦδε περιεγράφη.
Συνοψίζοντες πάντα τὰ ἐν τῷ δοκιμίῳ τούτῳ ἐρμηνευτικὰ περὶ Ῥωμαιοσύνης ὡς καὶ τὰ περὶ προϋποθέσεων τίνων τοῦ τρόπου σκέψεως τῆς Φραγκοσύνης, φθάνομεν ἐκ τῶν πραγμάτων εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ ὄνομα Ῥωμανία ἢ Romania οὐδέποτε ἀπέκτησε νέαν σημασίαν οὔτε μεταξὺ τῶν Ῥωμαίων οὔτε μεταξὺ τῶν Φράγκων καὶ τῶν ὑπολοίπων βορείων καὶ νοτίων Εὐρωπαίων. Οὐδέποτε καὶ οὐδαμοῦ σημαίνει γραικικὴν ἢ βυζαντινὴν ἢ ἀνατολικὴν αὐτοκρατορίαν. Σημαίνει πάντοτε τὴν χώραν καὶ τὸ κράτος καὶ τὴν βασιλείαν καὶ τὴν ἐπικράτειαν τῶν Ῥωμαίων.
Ἀκριβῶς διὰ τὸν λόγον αὐτὸν οἱ Φράγκοι χρησιμοποιοὺν τὸ ὄνομα τοῦτο μόνον διὰ τὴν κατ' αὐτοὺς πραγματικὴν ῥωμαϊκὴν βασιλείαν ἢ τὸ γνήσιον Imperium Romanum καὶ οὐδέποτε διὰ τὴν κατ' αὐτοὺς ψευδοῤῥωμαϊκὴν Γραικίαν ἢ γραικικὴν βασιλείαν. Ἐάν, ὡς νομίζουν τινές, τὸ ὄνομα Ῥωμανία εἶχεν ἀποκτήσει τὴν νέαν ὡς λέγουν σημασίαν τῆς βυζαντινῆς λεγομένης ἢ ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας, εἲναι βεβαιότατον ὅτι θὰ τὸ ἐχρησιμοποίουν οἱ Φράγκοι διὰ τὴν αὐτοκρατορίαν αὐτήν, ἐφ' ὅσον οἱ ἴδιοι πολῖται αὐτῆς τὸ ἐχρησιμοποίουν.
Ἀλλὰ οἱ Φράγκοι ἐγνώριζον καλῶς τὴν σημασίαν τοῦ ὀνόματος, ἐφ' ὅσον τὸ εἶχον περιορίσει εἰς μόνον τὸ παπικὸν κράτος κατ' ἀρχήν. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐγνώριζον μόνον μίαν σημασίαν τοῦ ὀνόματος καὶ ἐπειδὴ εἶχον τάς περιγραφείσας ἐν τῷ δοκιμίῳ τούτῳ προκαταλήψεις, τὸ ἔδωσαν εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, ἐν συνεχείᾳ δὲ εἰς τὸ δυτικὸν μόνον μέρος αὐτῆς καὶ τελικὼς εἰς τὴν λατινικὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει αὐτοκρατορίαν. Οἱ περὶ τὴν Πόλιν Ῥωμαῖοι οὐδέποτε ἤλλαξαν τὴν σημασίαν τῶν ὀνομάτων τῆς Βασιλείας τῶν, οὔτε ἐδέχθησάν ποτε να γίνουν οἱ «Γραικοὶ» καὶ «Βυζαντινοὶ» τῶν Φράγκων καὶ τῶν διαδόχων αὐτῶν Εὐρωπαίων, ὡς καὶ τῶν Ῥώσων.
Ὡς προκύπτει ἐξ ὅλων τῶν ἀνωτέρω, ἀποδεικνύεται ἐσφαλμένον τὸ συμπέρασμα τοῦ Ταὐτόν. L. Wolff ὅτι 1) αἱ ἅ', β', καὶ γ' σταυροφορίαι υἱοθέτησαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ ὄνομα Ῥωμανία διὰ τὴν Μικρὰν Ἀσίαν καὶ ὅτι 2) ἡ δ' σταυροφορία υἱοθέτησε τὴν νέαν «βυζαντινὴν» σημασίαν τοῦ ὀνόματος ταυτίζουσα τὸ Ῥωμανία μὲ τὴν ἀνατολικὴν αὐτοκρατορίαν. Δηλαδὴ ἀβάσιμος εἲναι ἑπομένως ἡ γνώμη τοῦ Wolff ὅτι τὸ ὄνομα Ῥωμανία ἀπέκτησε τάς δύο νέας αὐτὰς σημασίας διὰ τοὺς Τούρκους καὶ «Βυζαντινούς», τάς ὁποίας υἱοθέτησαν οἱ σταυροφόροι.
Ἀντιθέτως ἀπεδείξαμεν ὅτι τὸ ὄνομα Ῥωμανία ἔχει δι' ὅλους πάντοτε μίαν μόνον σημασίαν τὸ Ῥωμαϊκὴ Βασιλεῖα, Imperium Romanum.
Παραδόξως ἀποδεικνύεται ἐπίσης ὅτι οἱ Ἄραβες καὶ Τούρκοι ἐφάνησαν ἐντιμότεροι ἔναντι τῶν ὀνομάτων τῆς Ῥωμηοσύνης ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους καὶ Ῥώσους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Νεοέλληνας, οἱ ὁποῖοι ἐν ἀγνοίᾳ ἀκολουθοῦν τὴν ἐπιστήμην τῆς Εὐρώπης μὲ ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν εὐθύτητα καὶ ἀντικειμενικότητα τῶν Εὐρωπαίων ἱστορικῶν.
Πάντως ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς Φράγκους τοῦ μεσαίωνος οἱ Ἄραβες ὠνόμαζον Μπιλὰτ - ἐρ - Ῥούμ, δηλαδὴ χώρα τῶν Ῥωμαίων, ὁλόκληρον τὴν ἐλευθέραν Ῥωμανίαν, εἰς τὴν ὁποίαν κατὰ τὸν ἰ' αἰῶνα συμπεριέλαβον π.χ. καὶ τὴν ἰταλικὴν Ῥωμανίαν.
Ἡ σμίκρυνσις τῆς Ῥωμανίας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἰς τὴν Ῥωμανίαν τοῦ Μεγάλου Ἰουστινιανού, τοῦ Ἡρακλείου, τοῦ 1071, τοῦ 1204, τῶν Παλαιολόγων, τῆς ἁλώσεως καὶ ἡ ἐμφάνισις εἰς τὴν θέσιν τῆς, τῆς Ῥούμελης οὐδέποτε ἐσήμαινεν ἀλλαγὴν τῆς σημασίας τοῦ ὀνόματος Ῥωμανία.
Ἡ Ῥωμανία εἲναι ἡ χώρα καὶ τὸ κράτος τῶν Ῥωμαίων, ἀσχέτως ἐκτάσεως καὶ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πολιτῶν αὐτῆς.
Ἡ Ῥωμαιοσύνη εἲναι ὁ λαὸς καὶ ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς τῶν Ῥωμαίων, ἐντὸς ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς τῆς Ῥωμανίας. Ἡ ἐν Ῥωμανία Ῥωμαιοσύνη ἔχει πολιτικὴν καὶ ἐκκλησιαστικὴν ἡγεσίαν καὶ ἡ ἐκτὸς Ῥωμανίας Ῥωμηοσύνη ἔχει ἐκκλησιαστικὴν μόνον ἡγεσίαν ῥωμαίικην καὶ πολιτικὴν μὴ ῥωμαίικην.
Διὰ τοῦτο ὁ ἡγέτης τῆς Ῥωμαιοσύνης ἐλέγετο ὄχι βασιλεὺς τῆς Ῥωμανίας ἀλλὰ βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων.
Ταὐτὸν
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'
ΡΩΜΑΙΟΣΥΝΗ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΑΙ ΑΥΡΙΟΝ
Διὰ τὴν ὀρθὴν περιγραφὴν τῶν τῆς Ῥωμαιοσύνης, ὥστε να ἑξασφαλισθὴ ἡ προβολὴ τῆς εἰς τὸ μέλλον ὡς Ῥωμαιοσύνης, πρέπει να χρησιμοποιηθοὺν ὀρθῶς καὶ ἀκριβῶς τὰ πραγματικὰ ἱστορικὰ ὀνόματα εἰς τοὺς χάρτας, εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς τέχνης, εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς γραμματείας, τῆς θεολογίας, τῆς φιλοσοφίας, εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς νομικῆς, τῆς πολιτικῆς, τῆς στρατηγικῆς, τῆς ἀρχιτεκτονικῆς, τῆς μουσικῆς καὶ τῆς οἰκονομικῆς καὶ κυρίως εἰς τὴν ἱστορίαν τῶν ἀνὰ τοὺς αἰῶνας κατακτηθέντων Ῥωμαίων καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν τῶν ἐθναρχιὼν μέχρι σήμερον.
Ἡ ἱστορικὴ αὔτη περιγραφὴ πρέπει να γίνη ἐν συνδυασμῷ μὲ τὸν τονισμὸν τῶν ἑξῆς κυρίων σημείων·
1) Ἡ Ῥώμη ἦτο πόλις κράτος, ἀκριβῶς ὅπως ἦσαν αἱ Ἀθῆναι, ἡ Σπαρτὴ καὶ αἱ Θῆβαι. Ἐὰν εἶχον κατακτήσει τὸν μεσογειακὸν χῶρον οἱ Ἀθηναῖοι καὶ ἐν καιρῷ ἔδιδον τὴν ἀθηναϊκὴν ὑπηκοότητα εἰς τοὺς κατακτηθέντας, θὰ ἐλεγόμεθα σήμερον ὅλοι Ἀθηναῖοι. Τὸ ἴδιον θὰ συνέβαινε μὲ παρομοίαν κατάκτησιν ὑπὸ τῶν Θηβαίων, τῶν Σπαρτιατῶν, τῶν Μακεδόνων, κ.λ.π.
2) Ἑπομένως τὸ Ῥωμαῖος σημαίνει πολίτης τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης καὶ κυρίως τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης, μὲ γεωγραφικὴν ἔκτασιν τὴν Ῥωμανίαν καὶ μὲ ἐκκλησιαστικὴν ἔκτασιν τὰ πέντε ῥωμαϊκὰ πατριαρχεῖα, δηλαδὴ τὴν πενταρχίαν, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴν ἀπουσίαν τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας τοῦ βασιλέως τῶν Ῥωμαίων ἐχρησιμοποιήθησαν ὡς αἱ ἐθναρχίαι τῶν ὑποδούλων Ῥωμαίων καὶ χρησιμοποιούνται ὡς ἐθνάρχαι τῶν ἐναπομεινάντων ὑπὸ μὴ ὀρθόδοξον ἐθνικὴν ἡγεσίαν μέχρι σήμερον Ῥωμαίων.
3) Μεταξὺ τῆς Ῥώμης καὶ τῶν ἑλληνικῶν πόλεων κρατῶν ὕπηρξε ταυτότης πολιτιστική, ἐφ' ὅσον ἡ Ῥώμη ἔγινε πολὺ ἐνωρὶς μία ἐκ τῶν πολλῶν ἑλληνικῶν πόλεων τῆς Μεσογείου. Ἡ Ῥώμη κυριολεκτικὼς ἐταυτίσθη μὲ τάς πόλεις αὐτάς, ὅταν μετεφέρθη ἡ Πόλις ὁλόκληρος εἰς τὴν Νέαν Ῥώμην ὑπὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Βεβαίως ἡ Πρεσβυτέρα Ῥώμη ἦτο δίγλωσσος καὶ ἡ Κωνσταντινούπολις Νέα Ῥώμη παρέμεινε δίγλωσσος μέχρι τοῦ ζ' αἰῶνος καὶ ἡ Ῥωμηοσύνη παραμένει δίγλωσσος μέχρι σήμερον. Ἡ παλαιὰ Ῥώμη ἦτο εἰς τὴν ἀρχὴν ἴσως καὶ τετράγλωσσος, ἐφ' ὅσον μέχρι τοῦ στ' αἰῶνος π.Χ. εἶχεν Ἐτρούσκους βασιλεῖς καὶ εἰς τὴν περιοχὴν τῆς ὠμιλοῦντο τότε ἐκτὸς τῶν ἐτρουσκικὼν τὰ λατινικά, τὰ ὀσκικὰ καὶ τὰ ἑλληνικά. Ἀλλὰ καὶ αἱ περιοχαὶ τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας καὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς Μικρὰς Ἀσιὰς ἦσαν ὀλιγώτερον ἑλληνικαὶ ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Ῥώμης, ὅταν ἐνεφανίσθησαν εἰς αὐτὰς οἱ Ῥωμαῖοι ὡς κατακτηταί.
4) Παρὰ ταῦτα ἀντὶ να ἐκλατινίσουν αὐτὰς οἱ Ῥωμαῖοι συνέχισαν τὸν ἐξελληνισμὸν τῶν περιοχῶν αὐτῶν τῆς Ἀντιοχείας καὶ Ἀλεξανδρείας καὶ αὐτοὶ ἀνέλαβον τὴν ἔναρξιν τοῦ ἐξελληνισμοὺ τῶν μὴ ἐξελληνισθεισὼν ἀκόμη περιοχῶν καὶ ὠλοκλήρωσαν αὐτόν.
5) Ἐνῶ οἱ Ῥωμαῖοι ὡς σκοπὸν εἶχον τὸν ἐξελληνισμόν, οἱ Νεογραικοὶ εἰς τὰ θέματα αὐτὰ εἲναι ὄχι μόνον προχειρολόγοι ἀλλὰ καὶ οἱ κατ' ἐξοχὴν ὑπεύθυνοι διὰ τὸν ἀφελληνισμὸν τῶν ἐκτὸς τῆς Ἑλλαδίτσας τῶν Ῥωμαίων ὡς καὶ τῶν μεταναστῶν, οἵτινες τόσον εὔκολα ἀφομοιούνται εἰς τὴν Δύσιν, διότι ἔμαθαν ἀπὸ τοὺς Νεογραικούς, πρὶν φύγουν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ὅτι εἲναι μέρος τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, πρὸς τὸν ὁποῖον εἲναι καὶ δουλοπρεπεῖς.
6) Δία τὴν ὀρθὴν τοποθέτησιν τῶν πραγμάτων πρέπει να ἔχωμεν ὑπ' ὄψιν ὅτι μετὰ τὸ κλείσιμον τῶν ἐν Ῥώμῃ λατινικῶν σχολείων τὸ 92 π.Χ. ἡ λατινικὴ γλῶσσα ἐξησθένησε καὶ δεν θὰ ἐλάμβανε τὴν γεωγραφικὴν ἔκτασιν τὴν ὁποίαν ἔλαβεν εἰς τὴν Δύσιν, ἐὰν δεν εἶχον ἐπακολουθήσει αἱ ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων κατακτήσεις τῆς Γαλλίας, τῆς Μαυριτανίας καὶ τῆς Βρεταννίας, ὅπου ἐχρησιμοποιήθησαν διὰ τὸν ἀποικισμὸν αὐτῶν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον Λατῖνοι. Προηγουμένως ἡ λατινικὴ εἶχεν εἰσαχθῇ περὶ τὸ 195 π.Χ. εἰς τὴν Ἰσπανίαν, περὶ τὸ 146 π.Χ. εἰς τὴν ἐπαρχίαν ὀνόματι Ἄφρικα καὶ εἶχεν ἐπικρατήσει ὡς κυρίᾳ γλῶσσα τῆς Βορείου Ἰταλίας ἐνῶ ἡ ἑλληνικὴ ἦτο τότε, τὸ 92 π.Χ., ἡ γλῶσσα τῆς κάτω Ἰταλίας, τῆς Σικελίας, τῆς Κορσικής, τῆς Σαρδηνίας, τῶν ἱσπανικῶν νήσων, τῶν παραλιακὼν πόλεων τῆς ἀνατολικῆς Ἰσπανίας, τῆς Γαλλίας καὶ τῆς δυτικῆς Ἰταλίας καὶ ὅλων τῶν ἐπαρχιῶν ἀνατολικὼς τῆς Ἰταλίας. Δηλαδὴ ἡ μεγάλη καὶ ἴσως συντριπτικὴ πλειοψηφία τοῦ πλήθους ἐντὸς τῆς Ῥωμανίας ὡμίλει τὰ ἑλληνικά.
7) Ἐπίσης πρέπει να σημείωση δεόντως τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ λατινιστὶ γράψαντες Ῥωμαῖοι ἐγνώριζον ἀπταίστως τὰ ἑλληνικὰ καὶ ἐμιμοῦντο τὰ ἑλληνικὰ προτυπα τῶν γραμμάτων, ὁπότε ἐξ ἐπόψεως πολιτιστικὴς ἀνήκουν σαφῶς εἰς τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμόν. Ἀλλὰ σχεδὸν ὅλοι οἱ Ῥωμαῖοι ἔγραφον καὶ ἑλληνιστί. Μετὰ δὲ τὸν Μέγαν Κωνσταντῖνον οἱ Ῥωμαῖοι ἔγραφον σχεδὸν μόνον ἑλληνιστὶ καὶ μετὰ τὸν ἰ' αἰῶνα μέχρι τοῦ ἴη' αἰῶνος μόνον ἑλληνιστί. Ὅθεν φαίνεται ὅτι ὁ ἰσχυρισμὸς περὶ τῆς μεταβολῆς τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει Νέᾳ Ῥώμῃ Ῥωμαίων εἰς Βυζαντινούς, διότι δῆθεν ἔγιναν ἑλληνόφωνοι, εἲναι μῦθος, ἀφοῦ ἦσαν ἤδη πρὸ τοῦ 92 π.Χ. ἑλληνόφωνοι εἰς τὴν Πρεσβυτέραν Ῥώμην. Αἱ τοιαῦται ἀπόψεις προέρχονται ἀπὸ τοὺς μὴ γνωρίζοντας τὴν ἱστορίαν τῶν Ῥωμαίων Φράγκους τοῦ μεσαίωνος, οἱ ὁποῖοι ἐπίστευσαν καὶ ἐπροπαγάνδισαν ὅτι οἱ γνήσιοι Ῥωμαῖοι δεν ἔχουν σχέσιν μὲ τὰ ἑλληνικὰ καὶ μὲ τοὺς «Γραικούς», διὰ να ἀποσπάσουν τοὺς δυτικοὺς κατακτηθέντας Ῥωμαίους ἀπὸ τοὺς ἐν Ἀνατολῇ ἐλευθέρους Ῥωμαίους.
8) Αἱ πραγματικαὶ ἱστορικαὶ διαθέσεις τῶν Εὐρωπαίων ἔναντι τῶν Ῥωμαίων φαίνονται σαφῶς ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι οὐδεὶς αὐτοκράτωρ, οὐδεὶς ῥὴξ καὶ οὐδεὶς πάπας ἐκ τοῦ γένους τῶν Λατινοφράγκων, Ἰταλοφράγκων, Τευτονοφράγκων, Νορμανδών, Βουργουνδὼν καὶ Λογγοβάρδων εἶχέ ποτε τὸ ὄνομα «Κωνσταντῖνος». Ἐν ἄλλαις λέξεσιν οὐδεὶς Εὐρωπαῖος πάπας, αὐτοκράτωρ καὶ ῥὴξ ἐχρησιμοποίησέ ποτε εἰς ὅλην τὴν ἱστορίαν τοῦ λεγομένου δυτικοῦ πολιτισμοῦ τὸ ὄνομα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, τοῦ κατ' ἐξοχὴν θεμελιωτοῦ τῆς Ῥωμαιοσύνης, μὲ κέντρον τὴν ὀρθόδοξον χριστιανικὴν ῥωμαϊκὴν Νέαν Ῥώμην Κωνσταντίνου Πόλιν.
9) Οἱ Ῥωμαῖοι ἦσαν οἱ ἱστορικοὶ ἐχθροὶ τῶν γερμανικὼν φυλῶν. Οἱ Ῥωμαῖοι οὐδέποτε ὕπηρξαν οἱ ἐχθροὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλ' ἀπεναντίας εἲναι ἀναπόσπαστον μέρος τοῦ πολιτισμοῦ τούτου. Δεν ἐπιτρέπεται να ἐμφανίζωνται ὡς «ξένοι» κατακτηταὶ τῶν Ἑλλήνων εἰς ἐποχήν, ποῦ οἱ Ἕλληνες κατέκτων ὁ εἷς τὸν ἄλλον. Ὁ Ῥωμαῖος ὄχι μόνον ἦτο Ἕλλην, ὅταν ἐνεφανίσθη εἰς τὴν Ἀνατολήν, ἀλλ’ αὐτὸς ἐσυνέχισε καὶ ἐπεράτωσε τὸν ἐξελληνισμὸν τῶν ὑπὸ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου κατακτηθέντων λαῶν τῆς Ῥωμανίας. Τὸ ὄνομα Ῥωμανία ἀνηκεῖ εἰς τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμὸν ἴσως περισσότερον ἀπὸ τὰ ὀνόματα Μακεδονία, Ἀθῆναι, Θῆβαι, Κόρινθος κ.τ.λ. Τοῦτο διότι οἱ σήμερον λεγόμενοι Ἕλληνες εἰς τὴν ἱστορίαν οὐδέποτε ἦσαν ἠνωμένοι εἰς ἒν κράτος μὲ ἒν κρατικὸν ὄνομα πρὶν υἱοθετήσουν τὰ ὀνόματα Ῥωμαῖος καὶ Ῥωμανία. Πρὸ τῆς ἐμφανίσεως τῶν Ῥωμαίων ἐν τῇ Ἀνατολῇ οἱ «ὑπόλοιποι» Ἕλληνες ἦσαν διῃρημένοι τόσον, ὥστε ὄχι μόνον ἡ μακεδονικὴ ἕνωσις τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου διεσπάσθη ἅμα τῷ θανάτῳ αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ οἱ «ὑπόλοιποι» Ἕλληνες οἱ ὑπὸ τῶν Μακεδόνων κατακτηθέντες οὐδέποτε ἔγιναν ἢ ἐλέγοντο Μακεδόνες.
10) Πάντως Ῥωμανία, Κωνσταντινούπολις Νέα Ῥώμη, Ῥωμαῖος, Ῥωμηός, Ῥωμαιοσύνη καὶ ὁ ἑλληνοχριστιανικὸς πολιτισμὸς εἲναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιον πρᾶγμα.
11) Ἐν κατακλεῖδι, ἐὰν οἱ Ῥωμαῖοι ἐταυτίζοντο μὲ τοὺς Λατίνους καὶ τὴν λατινικὴν γλῶσσαν, διατὶ μετέφερον τὴν πόλιν τῶν εἰς τὴν ἑλληνικὴν Ἀνατολήν; Ἦσαν τόσον ἀφελεῖς ὥστε να μὴ γνωρίζουν ὅτι θὰ συγχωνευτοὺν ἐν καιρῷ μὲ τὸν ἑλληνικὸν κόσμον; Ἀλλὰ δεν ἐτίθετο τοιοῦτον πρόβλημα, διότι οἱ Ῥωμαῖοι εἶχον γίνει μέρος τοῦ ἑλληνικοῦ τούτου κόσμου.
Ἔχοντες ὅλα τὰ ἀνωτέρω ὑπ' ὄψιν δυνάμεθα να κατασκευάσωμεν τοὺς χάρτας τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε να συμπίπτουν μὲ τὴν πραγματικήν, πολιτιστικὴν καὶ ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Οὕτως ὁ Ῥωμηὸς μαθητὴς εἰς τὸ σχολεῖον θὰ ἔχῃ εἰς τὰ σχολικὰ τοῦ βιβλία χάρτας, οἱ ὁποῖοι ὀπτικὼς θὰ τοῦ διδάξουν τὴν ἱστορίαν τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ μὲ τὴν ἐπικράτησιν τῶν διαφόρων πόλεων κρατῶν μέχρι τῆς θεμελιώσεως τῆς μεγάλης Μακεδονίας καὶ τῆς ἐν συνεχείᾳ διασπάσεως καὶ σμικρύνσεως αὐτῆς καὶ τῆς ἀντικαταστάσεως τῆς ὑπὸ τῆς ὁλονὲν ἐπεκτεινομένης ἑλληνικωτάτης κατὰ τὸν πολιτισμὸν καὶ τὴν γλῶσσαν Ῥωμανίας. Κατόπιν θὰ βλέπῃ τὴν Ῥωμανίαν να σμικρύνεται καὶ να μεταβάλλεται εἰς Φραγκίαν, Ἀραβίαν καὶ Ῥούμελην. Μάλιστα πρέπει να ἴδῃ τὴν διάσωσιν τῆς Ῥωμανίας εἰς τὴν τουρκικὴν ἀπόδοσιν τοῦ κρατικοὺ τοῦ ὀνόματος Ῥούμελη. Ἐν συνεχείᾳ ἡ ἀπελευθέρωσις τῶν τεμαχίων τῆς Ῥούμελης πρέπει να ἀποδοθοὺν εἰς τοὺς χάρτας μὲ τὴν ἐπανεμφάνισιν τοῦ κρατικοὺ ὀνόματος Ῥωμανία μὲ τὸ ἑλλαδικὸν θέμα (Πελοπόννησος, Στερεὰ Ἑλλὰς) ὡς ἐπαρχίαν τῆς Ῥούμελης, δηλαδὴ Ῥωμανίας καὶ ὄχι ἡ Ῥωμανία ἢ Ῥούμελη να εἲναι ἐπαρχία τῆς Ἑλλάδος.
Πρέπει ἡ ἱστορία τῶν ὑποδούλων Ῥωμαίων ὅλων τῶν αἰώνων να ἀποτελῇ ἀναπόσπαστον μέρος τῆς ἱστορίας τῆς Ῥωμαιοσύνης. Ὅπως κάμνομεν τὴν ἱστορίαν τῆς Ῥωμαιοσύνης κατὰ τὴν Τουρκοκρατίαν, ἀκριβῶς κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον πρέπει να διδάσκωμεν ὡς μέρος τῆς ἰδίας ἱστορίας τὴν ἱστορίαν τῆς Ῥωμαιοσύνης ὑπὸ τὴν κατοχὴν τῶν γερμανικὼν φυλῶν καὶ τῶν Ἀράβων, διοικουμένης ὑπὸ τῶν Ῥωμαϊκῶν ἐθναρχιὼν τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων καὶ τελικὼς μετὰ τὴν ἅλωσιν ὑπὸ τῆς ἐθναρχίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης.
Εἰς τὰ πλαίσια αὐτὰ πρέπει να διδαχθῇ ἡ ὑπὸ τῶν Φράγκων ἁρπαγὴ τῆς ἐθναρχίας τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης καὶ ἡ μεταβολὴ τῆς εἰς τὴν γνωστὴν Φραγκικὴν Παπωσύνην ἐν συνδυασμῷ μὲ τὴν ἱστορίαν τοῦ ἀφανισμοῦ τῆς Ῥωμαιοσύνης εἰς τὴν Δύσιν.
Ὅλα τὰ πλαίσια ταῦτα διασῴζονται εἰς τὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καὶ εἰς τάς πηγὰς τῆς ἑλληνοφώνου καὶ λατινοφώνου Ῥωμαιοσύνης καὶ διαπιστούνται ἀπὸ τάς πηγὰς τῶν Φράγκων, τῶν Ἀράβων, τῶν Σλαύων καὶ τῶν Τούρκων. Τὸ μόνον ποῦ χρειάζεται, διὰ να γίνη ὀρθῶς ἡ χρῆσις τῶν φραγκικὼν καὶ σλαυικὼν πηγῶν, εἲναι ἡ ἀποκατάστασις τοῦ «Ῥωμαῖος» ἐκεῖ ὅπου οἱ Φράγκοι καὶ Σλαύοι συγγραφεῖς χρησιμοποιοὺν τὸ «Γραικός».
Ἡ διάκρισις μεταξὺ ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καὶ τῆς ἀνυπάρκτου βυζαντινῆς ἢ γραικικὴς αὐτοκρατορίας πρέπει να καταργηθὴ καὶ να ἀντικατασταθῇ μὲ τὸ ἑνιαῖον ὄνομα «Ῥωμανία», ἐπικουρικῶς δὲ να χρησιμοποιούνται οἱ ἱστορικοὶ ὀροὶ βασιλεία τῶν Ῥωμαίων, ῥωμαϊκὴ βασιλεῖα, ῥωμαϊκὴ ἐπικράτεια κ.λ.π.
Τὸ κέντρον τοῦ ἐνδιαφέροντος καὶ τῆς προσοχῆς τῶν ἐπιστημόνων, τῶν φοιτητῶν καὶ τῶν μαθητῶν, δηλαδὴ τῆς ἐθνικῆς παιδείας, πρέπει να εἲναι ἡ ἱστορία, ἡ συνεχὴς καὶ ἀδιάκοπος, ὅλων τῶν θεμάτων τῆς Ῥωμανίας μέχρι σήμερον, ἀφοῦ ἡ ἱστορία αὐτὴ εἲναι ἡ συνέχεια τῆς ἱστορίας τῶν Ἑλλήνων καὶ αὐτὴ αὔτη ἡ ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Οὕτω θὰ γίνεται ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, τῆς γραμματολογίας, τῆς θεολογίας, τῆς τέχνης, τῆς μουσικῆς, τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, τῆς πολιτικῆς οἰκονομολογίας, τῆς στρατιωτικῆς, τῆς ἐκκλησιαστικῆς κ.λ.π.
Ἡ παράλληλος ἱστορία τῶν εὐρωπαϊκὼν λαῶν πρέπει να ἐκτοπισθὴ ἀπὸ τὸ κέντρον καὶ να διδαχθῇ ὡς ἱστορία ἑνὸς ἅλλου πολιτισμοῦ μὲ τὴν ἰδικὴν τοῦ ἱστορίαν ἐκκλησιαστικήν, φιλοσοφικήν, θεολογικήν, πολιτικὴν κ.λ.π.
Πρέπει ἐν ἄλλαις λέξεσι να σταματήση καὶ να καταργηθὴ ἡ ἐν ἀγνοίᾳ, φαίνεται, φορᾷ τῶν Νεογραικὼν να μεταφέρουν τοὺς Ῥωμηοὺς ἀπὸ τὸν ἱστορικὸν κορμὸν τῆς Ῥωμαιοσύνης καὶ να τοὺς ἐμβολιάζουν ὡς Γραικύλους τῆς Φραγκιὰς εἰς τὸν κορμὸν τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ.
Ὁ ἰδρυτὴς τῆς σημερινῆς Ἑλλαδίτσας τῶν Γραικύλων τῆς Εὐρώπης καὶ τῶν Ῥώσων δεν εἲναι οὔτε ὁ Περικλῆς, οὔτε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, οὔτε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἀλλὰ ὁ αὐτοκράτωρ τῶν Φράγκων Καρλομάγνος. Ὁποῖος τὸ ἀμφισβητεῖ, ἂς ἀνοίξῃ τὰ ἐν χρήσει σχολικὰ βιβλία καὶ τάς λεγομένας ἑλληνικὰς ἐγκυκλοπαιδείας, διὰ να ἴδῃ μὲ πόσον θαυμασμὸν γράφονται τὰ περὶ τοῦ μεγαλυτέρου τούτου ἐχθροῦ τῆς Ῥωμηοσύνης.
Οἱ Φράγκοι ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τοῦ Καρλομάγνου ἀπεφάσισαν ὅτι οἱ περὶ τὴν Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ῥώμην δεν εἲναι Ῥωμαῖοι. Ἐν καιρῷ υἱοθέτησαν τάς ἀπόψεις τῶν Φράγκων οἱ Ῥώσοι. Ἐρωτῶμεν λοιπόν· οἱ ἀρνούμενοι να λέγωνται Ῥωμαῖοι ὀλίγοι Νεογραικοὶ εἲναι τὰ πνευματικὰ τέκνα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἢ τοῦ Καρλομάγνου; Τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης ἢ τῆς Φραγκιάς; Τῆς Ῥωμανίας Ῥούμελης ἢ τῆς Εὐρώπης; Δηλαδὴ ποῖος εἲναι ὁ πραγματικὸς Ἕλλην; Ὁ Ῥωμηὸς ἢ ὁ ἀποκηρύξας τὸ Ῥωμηός; Οὐδόλως ἀμφιβάλλομεν διὰ τὰ ἐθνικὰ καὶ πατριωτικὰ αἰσθήματα τῶν ὀλίγων Νεογραικὼν τούτων, ἀλλὰ πιστεύομεν ὅτι, ὅταν μελετήσουν προσεκτικώτερα τὰ τῆς Ῥωμαιοσύνης, θὰ ἀντιληφθοὺν ὅτι χωρὶς Ῥωμαιοσύνην ἀποκλείεται να ὕπηρχε σήμερον ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός.
Τῷ ὄντι «παράδοξον» ἐμπόδιον εἰς ὀρθὴν περιγραφὴν τῆς ἱστορίας τῆς Ῥωμαιοσύνης εἲναι τὸ γεγονὸς ὅτι σήμερον ὑπάρχει κράτος μὲ τὸ ὄνομα Ῥουμανία. Φαίνεται «ὅλως τυχαίως» ἀπεδόθη τὸ κρατικὸν μας ὄνομα εἰς τοὺς ἀπογόνους τῶν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον λατινοφώνων Ῥωμαίων τούτων καὶ ὄχι εἰς τοὺς ἑλληνοφώνους. Οὕτως «ὅλως τυχαίως» ἐφηρμόσθη ἡ γραμμὴ τῶν Φράγκων ὅτι οἱ μόνοι γνήσιοι Ῥωμαῖοι εἲναι οἱ μὴ γνωρίζοντες ἑλληνικὰ λατινόφωνοι Ῥωμαῖοι!
Πάντως οὐδεμία ἀμφιβολία ὑπάρχει ὅτι φυλετικὼς οἱ πολῖται τῆς Ῥουμανίας εἲναι ἀπόγονοι λατινοφώνων ἀλλὰ καὶ ἑλληνοφώνων Ῥωμαίων. Ἐξ ἐπόψεως ὅμως ἐθνικῶν αἰσθημάτων καὶ πολιτισμοῦ ἔχουν ὑποδουλωθῇ πολὺ περισσότερον ἀπὸ τοὺς Νεογραικοὺς εἰς τὴν προπαγάνδαν τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ῥώσων. Οἱ Νεοέλληνες καὶ οἱ Νεογραικοὶ ταυτίζονται ἀπολύτως μὲ τὴν λατρείαν τῶν Ῥωμαίων διὰ τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν καὶ τὰ ἑλληνικά. Μάλιστα καὶ οἱ ἀρχαῖοι ἐν τῇ Πρεσβυτέρᾳ Ῥώμῃ Ῥωμαῖοι ἦσαν γνησιώτεροι λάτρεις ἀλλὰ καὶ γνησιώτεροι κάτοχοι τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ἀπὸ τοὺς Νεογραικούς.
Οἱ σημερινοὶ Ῥουμάνοι ὅμως πολὺ ὀλίγην ἀντίληψιν καὶ ἐκτίμησιν ἔχουν περὶ τῆς θέσεως τῶν ἑλληνικῶν μεταξὺ τῶν Ῥωμαίων προγόνων τῶν ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Λιβίου Ἀνδρόνικου μέχρι τῆς Τουρκοκρατίας. Μάλιστα θὰ κατεδικάζοντο ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Ῥωμαίους ὄχι διότι καλλιεργοὺν τόσον θαυμασίως τὰ γράμματα εἰς τὴν νεολατινικὴν τῶν γλῶσσαν, ἀλλὰ διότι εἲναι οἱ πρῶτοι λατινόφωνοι Ῥωμαῖοι τῆς ἱστορίας, οἱ ὁποῖοι μιμούμενοι τοὺς Φραγκολατίνους ἀπεκήρυξαν τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν καὶ οὕτω ἀπεκόπησαν ἀπὸ τὸν ἕνα, συνεχῆ καὶ ἀδιάκοπον ἱστορικὸν γλωσσικὸν κορμὸν τῆς Ῥωμαιοσύνης. Ἔπραξαν τοῦτο, διότι ἔγιναν καὶ αὐτοὶ θύματα τῆς φραγκικὴς προπαγάνδας ὅτι τὸ γνήσιον ῥωμαϊκὸν εἲναι μόνον τὸ λατινικόν. Οὕτως ἡ Ῥουμανία ἔγινε κατ' ὄνομα μόνον Ῥωμανία χωρὶς μεσαίωνα. Τὸ ὅτι οἱ Ῥουμάνοι εὑρίσκονται ἐκτὸς τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας φαίνεται σαφῶς ἀπὸ τὸ ἁπλοῦν γεγονὸς ὅτι οἱ πρῶτοι Ῥωμαῖοι ἱστορικοὶ ἔγραψαν τάς ἱστορίας τῆς Ῥώμης ὄχι λατινιστὶ ἀλλὰ ἑλληνιστὶ καὶ ἡ μεγάλη πλειοψηφία τῶν ἱστορικῶν τῆς Ῥωμανίας ἔγραψαν ἑλληνιστί.
Εἰς χειροτέραν ἀπὸ τοὺς Ῥουμάνους κατάστασιν βρίσκονται οἱ ἐκτὸς Ἑλλάδος Ὀρθόδοξοι Ἀρβανίται καὶ Ἀραβόφωνοι Ῥωμαῖοι.
Οἱ μόνοι λατινόφωνοι καὶ ἑλληνολατινόφωνοι (Ἀρβανίται) Ῥωμαῖοι, οἱ ὁποῖοι διατηροῦν σήμερον ἀκέραια τὰ ἑλληνικὰ αἰσθήματα τῶν ἀρχαίων Ῥωμαίων, εἲναι οἱ Βλάχοι καὶ Ἀρβανίται τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Βορείου Ἠπείρου. Ὅπως οἱ πρόγονοι μας οὕτω καὶ σήμερον γνωρίζομεν καλῶς ὅτι Ἕλλην καὶ Ῥωμηὸς σημαίνει τὸ ἴδιον πρᾶγμα, διότι οἱ Ῥωμαῖοι ἔγιναν Ἕλληνες καὶ διὰ τοῦτο οἱ Ἕλληνες ἔγιναν Ῥωμαῖοι.
Ἡ διασπασις τῆς ταυτότητος αὐτῆς τῶν σημερινῶν Ῥωμαίων βάσει τῶν ἐναπομεινάντων γλωσσικῶν στοιχείων τῆς λατινικῆς εἰς τάς τοπικὰς διαλέκτους τῶν Ἀρβανιτὼν καὶ Βλάχων ἔχει σαφεστάτην προέλευσιν ἐκ τῶν Φράγκων καὶ Ῥώσων καὶ οὐδεμία σχέσις ὑφίσταται μὲ τοὺς ἀρχαίους Ῥωμαίους, Ἀθηναίους, Σπαρτιάτας, Θηβαίους καὶ Μακεδόνας. Εἰς τοὺς ἰδίους, Εὐρωπαίους καὶ Ῥώσους, ὀφείλεται ἡ προσπάθεια ἀραβοποιήσεως καὶ τουρκοποιήσεως τῶν Ῥωμαίων τῶν ῥωμαϊκῶν πατριαρχείων τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης, τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων. Ὅ,τι δεν ἔχουν ἀντιληφθῇ οἱ σημερινοὶ Ῥωμαῖοι εἲναι ὅτι ἡ ἐθνικὴ ἀκεραιότης δεν διατηρεῖται μόνον μὲ στρατεύματα εἰς τὰ σύνορα, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον μὲ τὴν ἐθνικὴν ἱστορικὴν ἐπιστήμην, ἥτις εἲναι ἡ ἐθνικὴ μνήμη. Τὸ τέκνον ποῦ δεν γνωρίζει τά του πατρὸς τοῦ ὄχι μόνον δεν θὰ ἠμπορέση να διοικῇ αὐτὰ ἀλλὰ δεν θὰ γνωρίζῃ τὶ εἲναι ἰδικὸν τοῦ καὶ τὶ ἀνηκεῖ εἰς τοὺς ἄλλους. Θὰ τοῦ κλέπτουν τὴν κληρονομίαν τοῦ καὶ αὐτὸς θὰ εὐχαριστῇ τοὺς κλέπτας διὰ τὰ ἄχρηστα ποῦ τοῦ ἄφησαν. Ὁ καλὸς ὅμως κληρονόμος, μὲ τὸ σπαθὶ τοῦ ἐν ἀνάγκῃ, κρατεῖ τά του πατρὸς τοῦ, δεν λησμονεῖ τὰ τῶν πάππων τοῦ, ἀλλὰ οὔτε τὰ νομιζόμενα ἄχρηστα πετά.
Ἂν λοιπὸν οἱ πέραν τοῦ Δουνάβεως, ἐν Ἀλβανία καὶ ἐν Μέσῃ Ἀνατολῇ Ῥωμαῖοι θελοὺν να εἲναι πραγματικοὶ Ῥουμάνοι, Ἀρβανίται καὶ Ῥούμ, πρέπει να ἀποκαταστήσουν τὸν ἑαυτὸν τῶν εἰς τὸν πραγματικὸν ἱστορικὸν καὶ ὄχι φανταστικὸν κορμὸν τῆς ἱστορικῆς Ῥωμανίας καὶ να ἀποκοποὺν ἀπὸ τὴν περὶ Ῥωμανίας πλαστογραφίαν τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ῥώσων.
Πάντως φαίνεται σαφῶς, ὅτι μὲ τὸ ὄνομα «Βυζαντινὸς» ἐν συνδυασμῷ μὲ τὸ «Γραικὸς» οἱ σημερινοὶ Ῥωμαῖοι ὅλοι ἀποκόπτονται ἀπὸ τὸν μεσαίωνα καὶ ἑπομένως ἀπὸ ἀλλήλους καὶ δῆθεν συνδέονται μὲ πηδήματα ἱστορικὰ μόνον μὲ ἀρχαίους λαούς, οἱ Ῥουμάνοι μόνον μὲ τοὺς ἀρχαίους Ῥωμαίους καὶ οἱ «Ἕλληνες» μόνον μὲ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας. Καὶ ταῦτα συμβαίνουν, φαίνεται, «ὅλως τυχαίως».
Ἡ ἐξ αἰτίας τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ῥώσων ἱστορικὴ παρεκτροπὴ τῶν Νεογραικών, Ῥουμάνων, Ἀρβανιτὼν καὶ ἀραβόφωνων Ῥωμαίων ἀπὸ τὴν πραγματικὴν ἱστορίαν τῶν Ῥωμαίων δύναται να διορθωθῇ μὲ τὴν καταργησιν τῆς ψευδοῦς φραγκικὴς διακρίσεως μεταξὺ Βυζαντινοῦ καὶ Ῥωμαίου καὶ μεταξὺ λατινικοῦ καὶ γραικικοὺ χριστιανισμοῦ, λατινικῆς καὶ γραικικὴς φιλολογίας, Λατίνων καὶ Γραικὼν Πατέρων καὶ μὲ τὴν ἀποκατάστασιν τῶν πραγματικῶν ἱστορικῶν ὀνομάτων, ὡς περιεγράφησαν ἐν ὀλίγοις ἐν τῷ δοκιμίῳ τούτῳ. Τὸ δὲ ὄνομα Λατῖνος πρέπει να χρησιμοποιηθὴ μὲ ἱστορικὴν ἀκρίβειαν διὰ τοὺς ἀρχαίους, διακρινομένους ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους, Λατίνους, ὡς καὶ διὰ τοὺς Φράγκους τοῦ μεσαίωνας, ἐφ' ὅσον οὕτως ἤθελον καὶ θέλουν οἱ ἴδιοι.
Οἱ σημερινοὶ Ῥωμαῖοι πρέπει να διακρινοῦν σαφῶς μεταξὺ τῆς πραγματικῆς λατινοφώνου Ῥωμαιοσύνης καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατινοφώνου Φραγκοσύνης καὶ να ἀποδίδουν οὕτως εἰς τὴν ἀπολεσθεῖσαν λατινόφωνον Ῥωμαιοσύνην τὰ αἰσθήματα ἀγάπης καὶ ἐθνικῆς ταυτότητος ποῦ ἔχουν διὰ τοὺς Βλάχους καὶ Χριστιανοὺς Ἀρβανίτας.
Οἱ ἑλληνόφωνοι Ῥωμαῖοι ὀφείλουν να ἐπανατονίσουν τὰ ῥωμαϊκὰ καὶ τὰ νεοῤῥωμαϊκὰ ὡς τὴν δευτέραν γλῶσσαν τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ οἱ μὴ ἑλληνόφωνοι Ῥωμαῖοι ὀφείλουν να ἐπαναφέρουν τὰ ῥωμαίικα εἰς τὴν ἱστορικὴν τῶν θέσιν, εἰς τὴν πραγματικὴν τῶν ἱστορίαν ἐκτὸς βεβαίως ἂν δεν εἲναι πλέον Ῥωμαῖοι καὶ ἁπλῶς ἀσυναισθήτως καὶ τυπικὼς διατηροῦν μόνον τὸ ὄνομα. Δικαίωμα τῶν εἶναι να εἲναι ὅ,τι θέλουν. Τὸ μόνον δικαίωμα, τὸ ὁποῖον δεν ἔχουν, εἲναι να ἰσχυρίζονται ἐνσυνειδήτως ὅτι εἲναι Ῥωμαῖοι ἀπόγονοι Ῥωμαίων, ὅταν δεν ἔχουν τὰ ἴδια πρὸς τὰ ἑλληνικὰ αἰσθήματα τῶν ἱστορικῶν Ῥωμαίων τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης καὶ κυρίως τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης. Τότε εἲναι ὄχι Ῥωμαῖοι ἀλλὰ ἁπλῶς κατὰ σάρκα ἀπόγονοι τῶν Ῥωμαίων.
Πρὸ πάντων πρέπει να εἰσαχθοὺν εἰς τὰ ἐν Ἑλλάδι σχολεῖα τὰ ἱστορικὰ καὶ τὰ πολιτιστικὰ κείμενα τῆς μεσαιωνικὴς καὶ τουρκοκρατούμενης Ῥωμαιοσύνης καὶ να καταργηθὴ τὸ ἐπικρατοῦν μονοπώλιον τῶν ἀρχαίων κειμένων. Φαίνεται ὅτι τὸ ἐπικρατοῦν σήμερον νεογραικικὸν σύστημα παιδείας ὡς σκοπὸν ἔχει να μάθουν τὰ Ῥωμηόπουλα ὅτι εἲναι μόνον «ἀρχαῖοι Ἕλληνες» καὶ να μὴ βλέπουν τὰ ἐπικίνδυνα διὰ τὸν γραικισμὸν κείμενα ὅπου κατὰ κόρον χρησιμοποιείται ὡς ἐθνικὸν καὶ κρατικὸν ὄνομα τὸ Ῥωμαῖος καὶ τὸ Ῥωμανία.
Εἰς τὰ ἱστορικὰ πλαίσια τῆς Ῥωμαιοσύνης καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ αὐτῆς τοποθετείται σαφῶς καὶ τὸ γλωσσικὸν θέμα. Αἱ ἀπαιτήσεις τῆς ἐθνικῆς μνήμης ἐπιβάλλουν εἰς τὸν Ῥωμηὸν να γνωρίζῃ να διαβάζη τοὺς θησαυροὺς τοῦ γένους τοῦ ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ὅσον ἰσχυροτέρα εἲναι ἡ ἐθνικὴ μνήμη, τόσον ἐντονωτέρα καὶ ἀποδοτικωτέρα θὰ εἲναι ἡ προσπάθεια κατακτήσεως τῶν πηγῶν τῆς ἐθνικῆς ταύτης μνήμης.
Ἡ ἐθνικὴ μνήμη ἀπαιτεῖ γλωσσικὰ ἐφόδια διὰ τὴν κάθετον ἱστορικὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμὸν ὅλων τῶν ἐποχῶν μέχρι σήμερον. Ἡ βάσις εἲναι κυρίως τὰ ῥωμαίικα ἀλλὰ καὶ τὰ ῥωμαϊκὰ μὲ τὴν ἐπικουρικὴν ὑπὸ τῶν εἰδημόνων χρῆσιν τῶν φραγκικών, ἀραβικῶν, συριακῶν, σλαυικὼν καὶ τουρκικὼν πηγῶν.
Ἀλλὰ αἱ ἕδραι τῶν ἑλληνικῶν πανεπιστημίων εἲναι ὠργανωμέναι διὰ να μελετήσουν ὄχι τὴν ἱστορίαν αὐτὴν τῆς Ῥωμαιοσύνης, ἀλλὰ τὴν ἱστορίαν τοῦ ἔθνους κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε να ὑποστηρίζωνται αἱ περὶ Ἑλλήνων, Ῥωμαίων, Βυζαντινῶν καὶ Νεοελλήνων ἀπόψεις τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ῥώσων. Οὕτω καλλιεργείται ἡ τάσις να ἐμφανίζεται ὁ Ἕλλην προδίδων τὸν ἑλληνισμὸν τοῦ γενόμενος Ῥωμαῖος· ἀποκαθιστᾲ δὲ κάπως ἑαυτὸν ἐξ ἐπόψεως πατριωτισμοῦ μὲ τὸ να καταντὰ ὁ ἀνύπαρκτος εἰς τὴν ἱστορίαν Βυζαντινός. Ὡσὰν χαμαιλέων ἀλλάσσει συνεχῶς τὰ χρώματα τοῦ, καὶ ἐμφανίζεται αἴφνης εἰς τὴν Ἱστορίαν ὡς Νεοέλλην, ὡσὰν να ἔκρυπτε ἀπὸ τὸ 146 π.Χ. ὡς μυστικὸν τὴν ἑλληνικότητα τοῦ, διὰ να τὴν ἀποκαλύψῃ τὸ 1821 πάλιν εἰς τὸν ἑαυτὸν τοῦ καὶ εἰς τὸν κόσμον.
Φαίνεται ὅτι τὰ ἑλληνικὰ πανεπιστήμια δεν αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκην να ἔχουν εἰδικὰς ἕδρας Φραγκολογίας, Ἀραβολογίας, Σλαυολογίας καὶ Τουρκολογίας καὶ οὔτε κἀν Ἀρβανιτολογίας καὶ Ῥουμανολογίας, ἐφ' ὅσον οὐσιαστικὼς ἡ Ῥωμαιοσύνη θεωρεῖται ὡς να ἦτο μία μεσάζουσα ἱστορικὴ κατάστασις μεταξὺ τῶν πραγματικῶν Ἑλληνισμὼν τῶν ἀρχαίων καὶ τῶν νέων Ἑλλήνων. Διὰ τοῦτο δεν χρειάζεται ἡμεῖς να κάμνωμεν τὴν ἱστορίαν οὔτε τῶν ὁμοεθνῶν Ἀρβανιτὼν καὶ Βλάχων οὔτε τῶν καταστροφέων τῆς Ῥωμαιοσύνης ἐν συνδυασμῷ μὲ τὴν ἱστορίαν τῆς Ῥωμαιοσύνης. Ὁλόκληρος Ῥωμαιοσύνη ἐχάθη εἰς τὴν Δύσιν καὶ ὁ Νεογραικὸς ὄχι μόνον δεν συγκινείται ἀλλὰ ἔφθασε να τὴν θεωρῇ ὡς ἐχθρὸν τοῦ Γένους. Τὴν δὲ ἀνατολικὴν Ῥωμαιοσύνην γνωρίζει ὡς βυζαντινὴν καὶ συγκινείται μὲν κάπως δι' αὐτήν, μόνον ὅμως ὅταν εἲναι εἰς μίαν πολὺ ὑπεύθυνον θέσιν ἠμπορεῖ να εἴπῃ χωρὶς να ἐντρέπεται ὅτι μισεῖ τὴν βυζαντινὴν ἱστορίαν καὶ τοὺς Βυζαντινούς! Ἀλλ' οὐδέποτε θὰ ἔλεγεν Ἕλλην ὅτι μισεῖ τοὺς Ἕλληνας προγόνους τοῦ. Οὐδέποτε θὰ ἔλεγε Ῥωμηὸς ὅτι μισεῖ τοὺς Ῥωμηοὺς προγόνους τοῦ. Ὑπὸ τὸ κάλυμμα ὅμως τοῦ ὀνόματος «Βυζαντινὸς» εἰμπορεῖ να μίση τοὺς προγόνους τοῦ.
Διὰ τοῦτο τὰ ὀνόματα Γραικὸς καὶ Βυζαντινὸς πρέπει να φύγουν καὶ τὰ ὀνόματα Ἕλλην καὶ Ῥωμαῖος να ταυτισθοὺν σαφῶς. Δεν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος να φανῇ ἡ συνέχεια καὶ ἡ μέχρι σήμερον ὑπαρξις τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ῥωμαιοσύνης. Ἐν ἄλλαις λέξεσι δεν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος να περιγραφὴ ἡ πραγματικὴ ἱστορία τοῦ γένους, ἐφ' ὅσον προκεῖται να συνεχίσωμεν ἱστορικὼς ὡς πράγματι εἴμεθα ἱστορικὼς καὶ ὄχι ὡς μας θέλουν οἱ ξένοι.
Κατὰ τὸν μεσαίωνα οἱ Φράγκοι προέβαλον τὸ ψεῦδος ὅτι δεν δύνανται οἱ ὁμιλοῦντες τὰ ἑλληνικὰ να λέγωνται Ῥωμαῖοι. Μέχρι τότε ὁ Ῥωμαῖος ἦτο Ἕλλην καὶ ὁ Ἕλλην Ῥωμαῖος. Ἀλλὰ τὸ ὄνομα Ἕλλην εἶχεν ἀποκτήσει τὴν σημασίαν τοῦ εἰδωλολάτρου, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι Ῥωμαῖοι γενόμενοι Ἕλληνες ἐπολέμησαν τὸν Χριστιανισμὸν ὑπὲρ τῆς ἑλληνικῆς εἰδωλολατρείας. Διὰ να πλήξουν τὴν ἑλληνικὴν εἰδωλολατρείαν τῶν Ῥωμαίων, ἐπεκράτησεν οἱ Χριστιανοὶ Ῥωμαῖοι να περιγράφουν τὴν χριστιανικὴν θρησκείαν ὡς τὴν θρησκείαν τῶν Ῥωμαίων. Οἱ ἀντιτιθέμενοι περιέγραφον τὴν εἰδωλολατρείαν ὡς τὴν ἑλληνικὴν θρησκείαν τῶν Ῥωμαίων ἐξ αἰτίας τῆς γνωστῆς μεγάλης ἀγάπης τῶν Ῥωμαίων διὰ κάθε τι τὸ ἑλληνικόν.
Σήμερον ὅμως τὸ ὄνομα Ἕλλην δεν σημαίνει πλέον τὸν εἰδωλολάτρην ἀρχαῖον Ἕλληνα, ἀλλὰ τὸν ἀνήκοντα εἰς τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμόν. Ἱστορικὼς Ῥωμαῖοι ἦσαν οἱ Ἕλληνες κατὰ τὴν θρησκείαν καὶ Ῥωμαῖοι ἦσαν οἱ Χριστιανοί.
Πρέπει να σημειωθὴ δεόντως ὅτι τῷ 212 μ.Χ. ὅλοι οἱ ἐλεύθεροι κάτοικοι τῆς Ῥωμανίας ἀπέκτησαν τὴν ῥωμαϊκὴν ὑπηκοότητα. Ἑπομένως ὁ θρησκευτικὸς ἀγῶν δεν ἔγινε μεταξὺ Ῥωμαίων καὶ Ἑλλήνων, ἀλλὰ μεταξὺ Ῥωμαίων καὶ Ῥωμαίων διὰ τὴν ἐπικράτησιν τῆς ἑλληνικῆς εἰδωλολατρείας ἢ τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Τώρα ὅμως, ἐν ὄψει τῆς μακροχρονίου εὐρωπαϊκὴς καὶ ῥωσικὴς προπαγάνδας εἰς βάρος τῆς πραγματικῆς ἱστορίας τῆς Ῥωμαιοσύνης, πρέπει να ταυτιστοὺν τὸ Ἕλλην μὲ τὸ Ῥωμαῖος καὶ να χρησιμοποιηθεῖ κυρίως τὸ Ῥωμαῖος.
Τὸ ὄνομα Βυζαντινὸς ὄχι μόνον δεν εἲναι λύσις ἀλλ' εἲναι ἐπιβλαβές, ὅπως εἴδομεν καὶ ἱστορικὼς γελοῖον, καθ' ὃ ἀνύπαρκτον. Μόνον ἡ Πόλις λέγεται ἐνίοτε Βυζαντὶς ἢ Βυζάντιον.
Ὡς γλῶσσαν ἑνότητος διὰ τὴν κάθετον ἱστορικὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τὸ παρελθὸν καὶ διὰ τὴν ἑξασφάλισιν τῆς συνεχίσεως τῆς Ῥωμαιοσύνης εἰς τὸ μέλλον οἱ Ῥωμαῖοι, ἀκολουθοῦντες τοὺς Μακεδόνας, ἐχρησιμοποίησαν κυρίως μίαν ἀττικίζουσαν διάλεκτον μαζὶ μὲ μίαν τυπικὴν ἀρχαίζουσαν λατινικήν, ἡ ὁποία ὅμως ἠτόνησεν ἤδη ἀρκετὸν καιρὸν πρὸ τῆς μεταφορᾶς τῆς Πόλεως τῆς Ῥώμης εἰς τὴν Ἀνατολήν. Εἰς τὴν ἀττικίζουσαν ἑλληνικὴν οἱ Ῥωμαῖοι ἐκαλλιέργουν τὰ γράμματα, τὴν θεολογίαν καὶ ἐκυβέρνων τὴν Ἐκκλησίαν. Ἡ ἀττικίζουσα ἦτο κατ' ἐξοχὴν ἡ γλῶσσα τῆς λατρείας καὶ τῆς θεολογίας τῶν Ῥωμαίων. Ἐκ τῶν ὑστέρων εἰσήχθη ἡ λατινικὴ ὡς ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα τῶν λατινοφώνων Ῥωμαίων.
Τοῦτο ὅμως δεν σημαίνει ὅτι δεν ὕπηρχον παραπλεύρως κατὰ τόπους διάλεκτοι. Ἀσφαλῶς ὕπηρχον, ἀλλ’ οὐδέποτε ὡς γλῶσσα ἑνότητος τῶν Ῥωμαίων. Οὔτε ὕπηρχέ ποτε γλωσσικὸν πρόβλημα καὶ κίνημα καταργήσεως τῆς ἐνοποιοὺ ἀττικιζούσης γλώσσης, διὰ να ἐπικρατήσῃ τοπικὴ τὶς διάλεκτος. Τοῦτο διότι οἱ κατὰ τόπους χωρικοὶ καὶ ἐπαρχιῶται ἠγάπων βεβαίως τὴν τοπικὴν τῶν διάλεκτον, ἀλλὰ δεν ἦσαν ἐπαρχιῶται «χωριάτες».
Εἰς τὰ περισσότερα κράτη τοῦ κόσμου ὑπάρχει ὀλίγον ἢ πολὺ ἡ διαφορὰ αὔτη μεταξὺ τῆς ἑνιαίας γλώσσης καὶ τῶν κατὰ τόπους διαλέκτων. Τοῦτο εἲναι φυσικόν. Ἀλλ' εἰς κανὲν κράτος δεν ἐσημειώθη ἡ ἑλλαδικὴ προσπάθεια να γίνη συμπίλημα καὶ κρᾶμα τῶν τοπικῶν διαλέκτων, ὥστε τὸ νέον κατασκεύασμα να ἀντικαταστήσῃ τὴν ἥδη ὑπάρχουσαν γλῶσσαν ἑνότητος, ἥτις συνδέει τὸ ἔθνος μὲ τὸ παρελθὸν καὶ ἑξασφαλίζει τὴν συνέχειάν του εἰς τὸ μέλλον μὲ ἀκεραίαν τὴν ἐθνικὴν μνήμην.
Τὸ πρόβλημα τῆς σημερινῆς Ἑλλάδος εἲναι ὅτι ὑπάρχουν ἐκτὸς τῶν Ῥωμηὼν δύο εἴδη Νεογραικὼν δούλων τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ῥώσων, οἱ λάτρεις μόνον τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ οἱ λάτρεις μόνον τοῦ χωρίου τῶν. Καὶ οἱ δύο οὔτε κἀν γνωρίζουν περὶ τῆς ὑπάρξεως τῆς Μεγάλης ἐκτὸς Ἑλλάδος Ῥούμελης ἢ Ῥωμανίας, διότι ἐταύτισαν τὸ ἔθνος μὲ τὴν Ἑλλαδίτσαν τῶν.
Ὁ Ῥωμηὸς ὅμως ἔχει ἰσχυροτάτην ἐθνικὴν μνήμην καὶ συνείδησιν μὲ ἀκλόνητα ῥωμαίικα αἰσθητήρια. Ἀγαπᾷ τὸ χωριὸ τοῦ, ἀγαπᾷ τὴν ἐπαρχίαν τοῦ, ἀγαπᾷ τὴν Ἑλλαδίτσαν τῶν Νεογραικών, διότι εἲναι ὅλα ῥωμαίικα καὶ διότι ἀγαπᾷ τὴν Ῥωμαιοσύνην ὁλόκληρον ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Διὰ τοῦτο δεν δέχεται ἑκουσίως να ἀποκοπῇ ἀπὸ κανένα ῥωμαίικον θησαυρὸν ὁλοκλήρου τοῦ ἑλληνικοῦ τοῦ πολιτισμοῦ, θὰ τραγουδάη ῥωμαίικα τραγούδια, θὰ χορεύη ῥωμαίικους χορούς, θὰ γράφει ῥωμαίικα ποιήματα καὶ διηγήματα καὶ θὰ ὁμιλῇ| τὰ ῥωμαίικα τοῦ τόπου τοῦ.
Ἀλλ' ὅμως θὰ γνωρίζῃ καὶ θὰ ὁμιλῇ καὶ τὰ «ἀττικὰ» ῥωμαίικα καθέτου καὶ ὁριζοντίου ἑνότητος καὶ θὰ χρησιμοποίηση αὐτὰ εἰς ὅλα τὰ ἀφορῶντα τὴν ἑνότητα τῆς Ῥωμαιοσύνης. Εἰς αὐτὴν θὰ λατρεύη τὸν Θεόν, θὰ διοικῇ τὰ τῆς Ῥωμαιοσύνης καὶ θὰ κάμνῃ τὴν ἐπιστήμην τοῦ ὅπως ἀκριβῶς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον καὶ γίνεται. Οὔτε τὸ ὅλον καταργεῖ τὸ μέρος οὔτε τὸ μέρος καταργεῖ τὸ ὅλον. Ὅπως ἦτο σοβαρὸν σφάλμα να καταργήσωμεν ὡς κρατικὸν ὄνομα τὸ Ῥούμελη ἢ τὸ Ῥωμανία καὶ να τὸ ἀντικαταστήσωμεν μὲ τὸ ὄνομα μιᾶς μικρὰς ἐπαρχίας, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον εἲναι ἀκόμη μεγαλύτερον λάθος να κατασκευάζωμεν συμπίλημα τοπικῶν διαλέκτων διὰ να ἀντικαταστήσωμεν μὲ αὐτὸ τὴν ἥδη ὑπάρχουσαν γλῶσσαν ἑνότητος, ἥτις εἲναι ἡ σπονδυλικὴ στήλη τῆς ἐθνικῆς μνήμης τῆς Ῥωμαιοσύνης.
Ἡ Ῥωμαιοσύνη ἀσφαλῶς ταυτίζεται μὲ τάς τοπικὰς διαλέκτους, ἀλλὰ ταυτίζεται ἐπίσης μὲ μίαν γλῶσσαν ἑνότητος, ἥτις τὴν συνδέει μὲ τὸ παρελθόν, ὥστε βάσει ἰσχυροτάτης μνήμης, να γνωρίζῃ να ἀντιμετωπίζη τὸ μέλλον ὄχι ὡς ὁ ταπεινὸς Γραικύλος τῶν Εὐρωπαίων καὶ Ῥώσων, ἀλλὰ ὡς ὁ χρυσοῦς δικέφαλος ἀετὸς τῆς Ῥωμαιοσύνης.
Ἐπίσης ἡ ἐκτὸς Ἑλλάδος Ῥωμαιοσύνη χρησιμοποιεῖ τὴν γλῶσσαν καθέτου καὶ ὁριζοντίου ἑνότητος διὰ να διατηρήσῃ τὴν κοινωνίαν καὶ συμμετοχὴν τῆς μὲ τὸν πολιτισμὸν τῆς ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἡ προσπάθεια Νεοελλήνων τίνων να ἐπιβάλλουν εἰς ὅλην τὴν Ῥωμαιοσύνην τὴν τοπικὴν διάλεκτον τοῦ χωρίου τῶν ἢ συμπίλημα τῶν διαλέκτων τῆς ἑλλαδικὴς ἐπαρχίας διὰ τῆς ἀποκηρύξεως τῆς Ῥωμαίικης γλώσσης ἑνότητος εἲναι οἱ συνεχισταὶ τοῦ ἔργου ἐκείνων τῆς ἐθνοσυνελεύσεως τοῦ 1822 οἱ ὁποῖοι ἀφώρισαν τὸν ἑαυτὸν τῶν ἀπὸ τὴν Ῥωμανίαν γενόμενοι τότε Ἑλλαδιτσίται, ἀρχαῖοι μόνον Ἕλληνες μὲ ἀρχαίαν μόνον ἑλληνικὴν γλῶσσαν.
Ἴσως ὁ Γραικύλος μαζὶ μὲ τὰ ἀφεντικὰ τοῦ να ἰσχυρισθὴ ὅτι ἡ Ῥωμαιοσύνη εἲναι ἰδέα ἐπικίνδυνος, διότι μὲ αὐτὴν οἱ Ῥωμαῖοι θὰ ἐποφθαλμιοὺν τὴν ἀνασύστασιν τῆς Ῥωμανίας μὲ πρωτεύουσαν τὴν Κωνσταντίνου Πόλιν Νέαν Ῥώμην. Τοῦτο διότι, ἐὰν τὸ Ῥωμηόπουλον βλέπῃ εἰς τοὺς χάρτας ὅλων τῶν αἰώνων τὴν Ῥωμανίαν να μεγαλώνη καὶ να σμικρύνεται καὶ να γίνεται Ῥούμελη, καὶ κατόπιν πάλιν βλέπῃ δύο μικρὰς Ῥωμανίας, μίαν βλαχόφωνον βόρειον Ῥωμανίαν καὶ μίαν ἑλληνόφωνον νότιον Ῥωμανίαν, ἴσως τοῦ δημιουργηθῇ ἡ ὄρεξις να ἐπαναφέρῃ τὴν Ῥωμανίαν πλησιέστερον εἰς τὴν ἀρχικὴν τῆς κοιτίδα. Καλῶς. Τώρα που βλέπει εἰς τὸν χάρτην τάς τεραστίας ἐκτάσεις τῆς Μακεδονίας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, τὶ κάμνει ὁ Μακεδὼν καὶ οἱ λοιποὶ Ῥωμηοί; Ἀναχωροῦν διὰ κατακτήσεις; Ἀσφαλῶς ὄχι. Τότε διατὶ να κινδυνεύει ὁ κόσμος, ὅταν οἱ σημερινοὶ Ῥωμηοὶ χρησιμοποιοὺν τὰ πραγματικὰ ὀνόματα τῆς ἱστορίας τῶν;
Ἡ ἐπιστημονικὴ μέθοδος ἀπαιτεῖ τὴν ἱστορικὴν ἀκρίβειαν εἰς τὴν περιγραφὴν τῆς ἱστορίας τῶν πολιτισμῶν. Διατὶ να γράφουν οἱ ξένοι τὴν ἰδικὴν τῶν ἱστορίαν μὲ ἀκρίβειαν καὶ ἡμεῖς να ὑποχρεούμεθα να τὴν περιγράφομεν μὲ ψευδῆ ὀνόματα καὶ να κάμνωμεν ὡσὰν να μὴ ὑπάρχωμεν πλέον ὡς Ῥωμαιοσύνη, διότι ἔτσι ἤθελον οἱ Φράγκοι τοῦ μεσαίωνος;
Ἀφοῦ μεταξὺ μας διατηροῦμεν μὲ τόσην ἀγάπην καὶ συγκίνησιν τὰ ἐν λόγῳ ἱστορικὰ μας ὀνόματα, ποῖος εἲναι ἐκεῖνος ποῦ ἀπαγορεύει τὴν ἐπίσημον χρῆσιν αὐτῶν;
Μὲ τὸ σημερινὸν ὄνομα Γραικὸς εἴμεθα οἱ Γραικύλοι τῆς Φραγκιὰς καὶ τῶν Ῥώσων.
Μὲ τὸ ὄνομα Ἕλλην εἴμεθα εἰς ἐν μικρὸν μέρος τῆς ἱστορίας μας ἐλεύθεροι ἀλλὰ μὲ ἐπαρχιωτικὸν μόνον ὄνομα.
Μὲ τὸ ὄνομα Ῥούμελη εἴμεθα τουλάχιστον πνευματικὼς ἀπολύτως ἐλεύθεροι. Μὲ τὸ ὄνομα Ῥωμαῖος, Ῥωμανία, Ῥωμαιοσύνη, Ῥωμηὸς εἴμεθα χωρὶς ἀφεντικὰ καὶ χωρὶς τὴν ἐξωτερικὴν ἀσχημίαν τοῦ Καραγκιόζη. Εἴμεθα πλέον τὸ κράτος τῶν προγόνων μας, οἱ ὁποῖοι ὡς σύνθημα εἶχον: «Ἡ Ῥωμανία Νίκα!».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κατακλείοντες τὰ ἐν τῷ δοκιμίῳ τούτῳ ἀναπτυχθέντα σημειοῦμεν δύο τινὰ διὰ τὴν περαιτέρῳ ἱστορικὴν ἐξέλιξιν τῆς Ῥωμαιοσύνης ἐκτὸς τοῦ ἑλλαδικοὺ χώρου ὅπου διασῴζεται ἀκεραία καὶ ἀκμαία ἡ Ῥωμαιοσύνη μέχρι σήμερον, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ὀποῦ ἐπιζὴ ὑπὸ διαστρεβλωμένην, τευτονοποιηθείσαν, καὶ θρησκευτικὴν μόνον μορφήν.
1) Ἐξ ὅσων ἀνεπτύχθησαν ἐν τῷ πονήματι τούτῳ δύναται ἕκαστος βέρος Ῥωμηὸς να κατανοήσῃ σαφῶς διατὶ ἡ ἐμφάνισις τῆς Ῥωμαιοσύνης εἰς τὴν Εὐρώπην, τὴν Ἀμερικήν, καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέρη τοῦ κόσμου μὲ τὰ ὀνόματα «Γραικισμός», «Βυζαντινισμὸς» καὶ «γραικικὴ Ὀρθοδοξία» εἲναι ἴσως ὁ μεγαλύτερος θρίαμβος τῆς παλαιᾶς Φραγκοσύνης ἐπὶ τῆς Ῥωμαιοσύνης.
Ὡς Ῥωμαῖοι, ἡμεῖς καὶ οὐδεὶς ἄλλος, ἔχομεν τουλάχιστον τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἱστορικὰ δικαιώματα τοῦ ῥωμαϊκοῦ πατριαρχείου τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης ἐπὶ τῶν δυτικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Οἰκουμενικῆς Ῥωμανίας. Τὸ οἰκουμενικὸν πατριαρχεῖον τῶν Ῥωμαίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης ἀντικαθιστᾲ δικαιωματικὼς τὸ ἀπολεσθὲν εἰς τοὺς Φράγκους πατριαρχεῖον τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔχει τὸ καθῆκον καὶ τὴν ὑποχρέωσιν να ἐπαναφέρῃ τοὺς ἀπογόνους τῶν ὑπὸ γερμανικὼν φύλων κατακτηθέντων καὶ εἰς δουλοπαροίκους μεταβληθέντων δυτικῶν Ῥωμαίων εἰς τὴν Ῥωμαιοσύνην.
Διὰ να κατανοήσουν πρὸ πάντων οἱ Ἑλλαδιτσίται τι ὀημαίνει τοῦτο, πρέπει να τονίσωμεν πάλιν τὰ μὴ διδασκόμενα ἐν Ἑλλάδι γεγονότα ὅτι ἀφ' ἑνὸς μὲν ὕπηρχεν ἡ ἀπολεσθεῖσα εἰς τοὺς Φράγκους ἐθναρχία τῶν κατακτηθέντων δυτικῶν Ῥωμαίων τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης, ἀφ' ἑτέρου δὲ ὑπάρχουν μέχρι σήμερον αἱ ἐθναρχίαι τῶν κατακτηθέντων Ῥωμαίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης, τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας, τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Κύπρου.
Ἐπὶ πλέον ὅμως ὑπάρχουν σήμερον ὄχι μόνον αἱ ἐκκλησίαι τῶν ἐλευθέρων Ῥωμαίων τῆς Ἑλλάδος, τῆς Ῥουμανίας, καὶ τῆς Ἀλβανίας, ἀλλὰ καὶ αἱ νέας μορφῆς ἐθναρχίαι τῶν θυγατέρων ἐκκλησιῶν τῶν προειρημένων πατριαρχείων τούτων τῶν ἀνὰ τὸν κόσμον ἀποδήμων Ῥωμαίων, αἱ ὁποῖαι καλύπτουν ὑπεράνω τοῦ ἡμίσεος τοῦ γεωγραφικοῦ χώρου τῆς γῆς.
Τὸ οἰκουμενικὸν πατριαρχεῖον τῶν Ῥωμαίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης ἔχει ὑπὸ τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ τάς δυτικὰς ἐπαρχίας τῆς εὐρωπαϊκὴς Μεγάλης Ῥωμανίας, δηλαδὴ τὴν ἐπὶ τὸ πλεῖστον ῥωμανόφωνον δυτικὴν Εὐρώπην, τὴν Γερμανίαν, τὴν Ἀγγλίαν, τὰ σκανδιναβικὰ κράτη, τὴν ἀμερικανικὴν ἤπειρον, τὴν Νέαν Ζηλανδίαν, τὴν Αὐστραλίαν, τὴν Ἰαπωνίαν, καὶ ἄλλα τμήματα τῆς Ἀσίας.
Τὸ πατριαρχεῖον τῶν Ῥωμαίων τῆς Ἀλεξανδρείας ἔχει δικαιοδοσίαν ἐφ' ὁλοκλήρου τῆς Ἀφρικῆς.
Τὸ πατριαρχεῖον τῶν Ῥωμαίων τῆς Ἀντιοχείας καλύπτει κυρίως τὴν Συρίαν καὶ τὸν Λίβανον.
Τὸ πατριαρχεῖον τῶν Ῥωμαίων τῶν Ἱεροσολύμων καλύπτει τὰ κράτη Παλαιστίνη, Ἰσραήλ, καὶ Ἰορδανία, καὶ ἔχει τὰ σπουδαιότερα προσκυνήματα τῆς Ῥωμαιοσύνης.
Ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης ἐκτιμήσεως τοῦ Μωάμεθ διὰ τὴν θρησκείαν τῶν Ῥωμαίων οἱ Ἄραβες καὶ Ὀθωμανοὶ ἐπέτρεπαν εἰς τοὺς Ῥωμαίους να ζουν κατὰ τὴν θρησκείαν τῶν συμφώνως πρὸς τοὺς ῥωμαϊκοὺς τῶν νόμους. Διὰ τοῦτο αἱ ἐθναρχίαι τῶν Ῥωμαίων εἰς τάς μουσουλμανικὰς χώρας διασῴζονται μέχρι σήμερον.
Μόνον τὸ οἰκουμενικὸν πατριαρχεῖον κινδυνεύει σήμερον διότι οἱ Νεοτουρκοι ἐγκατέλειψαν οὐσιαστικὼς τὸ Ἰσλὰμ καὶ οὕτω τάς διαθέσεις τοῦ Μωάμεθ ἔναντι τῶν Ῥωμαίων, ἀλλὰ καὶ διότι οἱ Ἑλλαδιτσίται τὸ περιεφρόνησαν ὡς κάτι τὸ ξένον πρὸς τὸν εὐρωπαϊκὸν νεογραικισμὸν τῶν.
Ἐν ἀντιβολῇ πρὸς τὴν θέσιν περιωπῆς τῶν ῥωμαϊκῶν ἐθναρχιὼν μεταξὺ τῶν Ἀράβων, αἱ ῥωμαϊκαὶ ἐθναρχίαι εἰς τὴν Δύσιν, ὅπως εἴδομεν, ἐξηφανίσθησαν, ἀφοῦ ὁλόκληρος ἡ ῥωμαϊκὴ ἱεραρχία κατελήφθη ὑπὸ τῶν Τευτόνων κατακτητῶν τῆς δυτικῆς Ῥωμαιοσύνης.
Πρέπει κυρίως να γίνη ἀντιληπτὸν ὅτι ὡς ἐθνάρχαι τῶν Ῥωμαίων εἰς τὸν δυτικὸν κόσμον οἱ σήμερον ἐν τῇ Δύσει εὑρισκόμενοι ἱεράρχαι τῶν πέντε ῥωμαϊκῶν πατριαρχείων (Νέας Ῥώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καὶ Βουκουρεστίου) μὲ κεφαλὴν τὴν Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ῥώμην δεν εἲναι οὔτε ἀπόδημοι οὔτε φιλοξενούμενοι, ἀλλὰ ἐθνικὼς καὶ ἐκκλησιαστικῶς οἱ φιλοξενοῦντες.
2) Ἡ παλαιὰ Φραγκιὰ δεν ὑπάρχει πλέον. Οἱ ἐν τῇ Δύσει ἀπόγονοι τῶν Ῥωμαίων ὄχι μόνον ἀνέτρεψαν τὴν ταξικὴν εὐγένειαν καὶ θεολογίαν τοῦ φεουδαλισμοὺ τῶν κατακτητῶν τῶν, ἀλλὰ εἲναι ὥριμοι δι' ἐπάνοδον εἰς τὴν Ῥωμαιοσύνην τῶν προγόνων τῶν τὴν ὁποίαν οἱ ἐν Ἀνατολῇ Ῥωμαῖοι διατηροῦν μέχρι σήμερον μὲ τὸ πλῆθος τῶν πολιτιστικὼν τῆς ἐκδηλώσεων τὸ ὁποῖον κάποτε ὕπηρχε καὶ εἰς τὴν δυτικὴν Ῥωμαιοσύνην,
Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ ἀπόγονοι τῶν ἐν τῇ Δύσει Ῥωμαίων ὀφείλουν να ἐκτελέσουν τὸ καθῆκον καὶ τὴν ὑποχρέωσιν τῶν να ξαναγνωρίσουν καὶ να ξαναγαπήσουν τὴν Ῥωμαιοσύνην τῶν προγόνων τῶν ἡ ὁποία διασῴζεται εἰς τὰ Βαλκάνια κυρίως ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν Μέσην Ἀνατολήν.
Δεν εἲναι δι' ὅλου τυχαῖον ὅτι οἱ θεολόγοι ἀπόγονοι τῶν Ῥωμαίων εἰς τὴν καρδίαν τῆς παλαιᾶς Φραγκιάς, δηλαδὴ εἰς τὴν γαλλικὴν Ῥωμανίαν ἡγοῦνται ἰσχυροῦ κινήματος ἐπανόδου εἰς τοὺς Πατέρας τῆς Ῥωμαιοσύνης.
Πάντως τὸ ἔργον τῶν θὰ ὁλοκληρωθῇ ὅταν κατανοήσουν 1) ὅτι οἱ ἴδιοι εἲναι ἐθνικὼς ὄχι Φραντσέζοι ἀλλὰ Ῥωμαῖοι, ὄνομα τὸ ὁποῖον διατηροῦν μόνον θρησκευτικώς, λεγόμενοι Ῥωμαιοκαθολικοί, 2) ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ῥωμαιοσύνης δεν εἲναι ὅπως νομίζουν «Γραικοὶ» ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ Ῥωμαῖοι, εἴτε εἲναι λατινόφωνοι εἴτε ἑλληνόφωνοι εἴτε δίγλωσσοι, καὶ 3) ὅτι ἡ παράδοσις τῶν Ῥωμαίων Πατέρων δεν ἔπαυε τὸν ἡ' αἰῶνα, ὡς ἐδιδάχθησαν ὑπὸ τῶν Φράγκων κατακτητῶν τῶν.
Τὸ ὅλον ἔργον τῶν θὰ διευκολυνθεῖ ἔτι περισσότερον ἐφ' ὅσον ἀναλάβουν οὔτοι να ἀποτευτονοποιήσουν τὸν ἑαυτὸν τῶν καὶ να ἀπογραικοποιήσουν ἢ ἀποβυζαντινοποιήσουν τὴν ὑπὸ τῶν Φράγκων πλαστογραφηθείσαν εἰκόνα περὶ τῆς ἐν Ἀνατολῇ Ῥωμαιοσύνης.
Ἂν συμβῂ τοῦτο τότε ἴσως θὰ εἲναι δυνατὸν να ἔχωμεν ἐν καιρῷ δύο συνεπείας προφανῶς οὐτοπιστικὰς ἀλλὰ πάντως ἀξίας προωθήσεως διὰ τὴν ἐπαναφορὰν εἰς τὴν δυτικὴν Εὐρώπην τοῦ διασωθέντος ἐν τῇ ἀνατολικῇ Ῥωμανία ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ῥωμαίων.
α') Ἀποτευτονοποιηθεῖσα καὶ ἀποφεουδαλοποιηθεῖσα ἡ ἐν τῇ παλαιᾷ πρωτευούσῃ τῆς Ῥωμαιοσύνης — τῇ Πρεσβυτέρᾳ Ῥώμῃ — εὑρισκομένῃ λατινικὴ ἐκκλησία καὶ γενομένη οὕτω βέρα ῥωμαία, ἀποκαθίσταται αὐτομάτως εἰς τὴν ἱστορικὴν τῆς πρώτην θέσιν ἐντὸς τῆς πενταρχίας τῶν ῥωμαϊκῶν πατριαρχείων.
β') Ἐπίσης ἀποτευτονοποιηθεῖσα ἢ ἔστω καὶ ὑπὸ διαστρεβλωμένην μορφὴν διασωθεῖσα ἐν δυτικῇ Εὐρώπῃ ῥωμανόφωνος καὶ κελτόφωνος Ῥωμαιοσύνη ἐπανέρχεται εἰς τὴν ἀρχικὴν τῆς ἐθνικήν, θρησκευτικήν, καὶ πολιτικὴν ἑνότητα ἀφοῦ καταργείται οὕτω τὸ τευτονικὸν πνεῦμα τεμαχισμοῦ τῶν ἀπογόνων τῶν Ῥωμαίων εἰς μικρὰ ἐγωκεντρικὰ καὶ ἰδιοτελὴ κράτη.
Ὡς εἲναι σήμερον ἡ τευτονοποιηθεῖσα Εὐρώπη οὐδέποτε θὰ ἐνωθὴ διότι κυριαρχείται ἀπὸ τὸ ῥατσιστικόν, φυλετικόν, διασπαστικόν, εὐδαιμονιστικόν, καὶ ἐκμεταλλευτικὸν πνεῦμα τῶν Τευτόνων τὸ ὁποῖον ἀναζητεῖ τὴν καθυπόταξιν καὶ ἐκμετάλλευσιν τῶν λαῶν ὑπὸ μικρῶν ἰδιοτελὼν ὁμάδων.
Μὲ τὴν ἐπάνοδον ὅμως τοῦ ῥωμαίικου φιλότιμου ὡς θεμέλιον μιᾶς ἀποτευτονοποιηθείσης δυτικῆς Ῥωμαιοσύνης θὰ ἀμβλυνθὴ ὁ εὐδαιμονισμός, ὁ ἐγωκεντρισμός, καὶ ἡ ἰδιοτέλεια τῶν σημερινῶν Εὐρωπαίων, ἐφ’ ὅσον θὰ ἀντικατασταθοὺν μὲ τὴν ἀγάπην καὶ ἀφοσίωσιν τῶν Ῥωμαίων εἰς τὰ παραδείγματα τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ οἱ ὁποῖοι ἠγωνίσθησαν καὶ ἀπέκτησαν τὴν ἠρωϊκὴν ἀγάπην αὐτοθυσίας ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς».
Βλέποντες ἀκόμη πιὸ οὐτοπιστικὰ τὰ πράγματα δύναται τὶς να σκεφθῇ ὅτι οὕτω τὸ ῥωμαίικον φιλότιμον δύναται να καταστῇ γνώμων ὄχι μόνον τῆς πνευματικῆς καὶ πολιτιστικὴς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς πολιτικῆς ὀργανώσεως τῆς ἀνατολικῆς καὶ τῆς ἐπανασυσταθείσης δυτικῆς Ῥωμαιοσύνης ὥστε να ξαναγίνουν τὰ ἐν λόγῳ κράτη τῶν Ῥωμαίων καὶ τῶν ἀπογόνων τῶν Ῥωμαίων ὁμοσπονδιακαὶ ἐπαρχίαι τῆς Οἰκουμενικῆς Ῥωμανίας.
Ἐφ' ὅσον ἤδη προσπαθοὺν κάτι παρόμοιον να κάμουν οἱ σημερινοὶ Εὐρωπαίοι διατὶ να μὴ ἐπιδιώξουν τὴν ὀλιγώτερον οὐτοπιστικὴν καὶ ἱστορικὼς πραγματικὴν ἑνότητα τῶν Ῥωμαίων προγόνων τῶν;
Οὕτω θὰ εἴχομεν βρεταννικὴν Ῥωμανίαν, ἰρλανδικὴν Ῥωμανίαν, πορτογαλικὴν Ῥωμανίαν, ἱσπανικὴν Ῥωμανίαν, βελγικὴν Ῥωμανίαν, γαλλικὴν Ῥωμανίαν, ἐλβετικὴν Ῥωμανίαν, ἰταλικὴν Ῥωμανίαν, ἀλβανικὴν Ῥωμανίαν, ἑλλαδικὴν Ῥωμανίαν, βλαχικὴν Ῥωμανίαν, καὶ κυπριακὴν Ῥωμανίαν.
Ἐφ' ὅσον δὲ οἱ γερμανόφωνοι λεγόμενοι Ῥωμαιοκαθολικοὶ εἲναι κάτοικοι πρῴην ἐπαρχιῶν τῆς Οἰκουμενικῆς Ῥωμανίας, τοῦτο σημαίνει, ὡς εἴδομεν, ὅτι ἔχοντες βαθεῖα ῥιζωμένα μέσα τοὺς ῥωμαϊκὰ αἰσθήματα δεν ἠκολούθησαν τοὺς «γνησίους» Τεύτονας εἰς τὸν Προτεσταντισμόν, ἀλλὰ ἔμειναν πιστοὶ εἰς τὸν πάπαν τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης καὶ εἰς τὸν ψευδῶς λεγόμενον βασιλέα τῶν Ῥωμαίων τῆς Γερμανίας καὶ μετέπειτα τῆς Αὐστρίας, διότι ἐκληρονόμησαν τὴν ἀφοσίωσιν τῶν Ῥωμαίων προγόνων τῶν εἰς τοὺς ἐθνάρχας τῆς Ῥωμαιοσύνης μὴ γνωρίζοντες ὅτι οἱ ἐθνάρχαι οὔτοι δεν ἦσαν πλέον Ῥωμαῖοι ἀλλὰ Φράγκοι «εὐγενεῖς» καὶ ὅτι οἱ ὑπὸ τῶν Φράγκων λεγόμενοι «Γραικοὶ» εἲναι οἱ βέροι Ῥωμαῖοι.
Οὕτω θὰ εἴχομεν ἐπὶ πλέον Ῥωμανίαν τῆς κοιλάδος τοῦ Ῥήνου, βαυαρικὴν Ῥωμανίαν, καὶ αὐστριακὴν Ῥωμανίαν.
Ἀξιοσημείωτον εἲναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ γερμανόφωνοι οὔτοι ὁμοιάζουν μὲ τοὺς τουρκόφωνους καὶ ἀραβόφωνους Ῥωμαίους ἐφ' ὅσον ἐλησμόνησαν ἐν καιρῷ τὰ ῥωμαϊκὰ καὶ τὰ ῥωμαίικα καὶ ἀπέκτησαν ὡς μόνην γλῶσσαν τῶν τὴν τῶν κατακτητῶν τῶν.
Τὰ τοιαῦτα δύνανται να συμβοῦν ὅταν οἱ λεγόμενοι Ῥωμαιοκαθολικοὶ τῶν πρῴην ἐπαρχιῶν τῆς Οἰκουμενικῆς Ῥωμανίας κατανοήσουν ὅτι εἲναι ὄχι μόνον θρησκευτικώς, ἀλλὰ καὶ ἐθνικὼς Ῥωμαῖοι, ὅπως οἱ Ῥωμαῖοι Ὀρθόδοξοι τῶν πέντε πατριαρχείων τῆς ἀνατολικῆς Ῥωμαιοσύνης.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Είναι ολόκληρο το βιβλίο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο διαδίκτυο το βρήκα. Έτσι νομίζω...
ΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή